Τράβηξε το στερνό χαρτί μου,
δε μένουν άλλα περιθώρια.
Φέρνεις πάντα την καταστροφή μου
κι αλλάζουν της ζωής τα όρια.
Τους μύθους ξεδιπλώνω στο γυαλί
σα νάμαι του Ελ-Γκρέκο τάφος.
Τις ώρες χρωματίζω με γιατί;
Και νοιώθω, άυλος ζωγράφος.
Χλώμιασαν τα φωτεινά σου λόγια,
δε μένουν άλλες εξηγήσεις.
Πέρασαν στη λήθη δρομολόγια
και σ’ όνειρα, οι ψευδαισθήσεις.