- Κρατούσες στη φαρέτρα σου τα ηχοχρώματα
και στην ψυχή βαθιά, του νού τ’ αρώματα.
Μα η πλατεία άδειασε νωρίς,
το χρόνο να γυρίσεις πίσω δεν μπορείς,
τώρα κάθεσαι στις δάφνες σου και απορείς…
- Συνωστίζονται οι ερινύες
κι όλες σου οι αμαρτίες.
Η Μέγαιρα κι η Τισιφόνη,
σου κρατούσαν το τιμόνι…
Οι τύψεις σου κι η Αληχτώ
και το δάκρυ το καυτό…
- Κρατούσες σαν ανάμνηση τα περιττώματα
και στο μυαλό βαθιά, σάρκες και πτώματα.
Μα η πλατεία γέμισε μαβιά,
το μέλλον και η φύση με γιαπιά
και λες, σ’ ακολουθεί η γκαντεμιά…