Πουλάκι καλλικέλαδο
πουλί παραδεισένιο,
φτερούγισε χαράματα
πάν’ απ’ τον Παρθενώνα.
Ψάχνει τις Καρυάτιδες
τα θαύματα Αρχαίων.
Κλαμένο αναρωτήθηκε
μήπως κι έκανα λάθος;
Μην ήρθανε οι βάρβαροι,
μην ήρθαν τρωγλοδύτες;
Μαυρίσαν τα κειμήλια μας,
ασέλγησαν στις τέχνες;
… Αυτή δεν είν’ η χώρα μου,
εδώ δεν είν’ η Αθήνα!!
Αμάξια να την κυβερνούν,
άγχος να εξουσιάζει.
Να τρέχουνε οι άνθρωποι,
στη μοναξιά ντυμένοι.
Στη ζητιανιά τ’ Αρχαία μας
να βρουν τους χορηγούς τους.
Σε καραντίνα η ζωή,
κι οι κάρτες να ανθίζουν…
Θα φύγω θα ξενιτευτώ, στην κόλαση να ζήσω.
Απ’ την Αθήνα πιό καλά, γιατί θα τραγουδάω.
Δε θάχω και προβλήματα, τόση ταλαιπωρία…
Καλλίτερα στην κόλαση
να είσαι κολασμένος,
παρά στην Πόλη των Θεών
να ζεις ευνουχισμένος…
… Κι ισόβια πεθαμένος…