Μια καλλικέλαδη ατελής φωλιά
αρμενίζει στο δεντράκι της ζωής,
ολομόναχη, αβοήθητη, ξεχασμένη απ’ τους Θεούς.
Με κλαράκια γνώσης από το παρελθόν,
σχηματίζει παραπήγματα και ουρανούς,
στις αποχρώσεις φτερωτών του μέλλοντός μας.
Απόμακρα μελωδικά τιτιβίσματα
ασφυκτιούν στις συννεφογραμμές του ορίζοντα,
σκαλίζοντας τις οξυδώσεις βουνοκορφών
και Πασχαλιάτικων άσεμνων ευχών
του μισεμού…
Ο απόηχος της μάνας αντίλαλος των κυττάρων
κι ερεθισμός αιμοπεταλίων δειλινού σχόλης.
Στα καλέσματα της ξόβεργας αντιστέκονται
ευνούχοι πειρατές κι άλικοι επιβήτορες,
πάντοτε με στολές παραλλαγής…
Κάτω από λίμνες και προσμονές εξουσιών,
χειροκροτήματα κι επευφημίες ανακωχής…
Οι ψυχές σε παράλληλους δρόμους
που δεν ανταμώνουν ποτέ,
που δεν ομιλούν ποτέ.
Που δε συναλλάσσονται με παράσιτα
και κρεατομηχανές νουθεσίας
και πολιτισμού…
Επευφημίες, ζήτωσαν και χειροκροτήματα
από ξεχασμένα νούφαρα παραζάλης
κι από εξουθενωμένες πυγολαμπίδες
εμπροσθοφυλακής…
«Όλα βαίνουν καλώς…
Και συμφώνως τω νόμω…
Κι εν ονόματι του Ελληνικού Λαού…»