Η γλώσσα μας κατάντησε, άλλων εθνών η δούλα
και από μήτρα των γλωσσών, ΓαλλιδοΑγγλιδούλα.
Σόρι, εξκιούσμι και μερσί, μπιουτφούλ, θένξ και αμσόρι,
εκφράσεις προτιμότερες, από θρασύ υβρεολόγι.
Με την παγκοσμιοποίηση, χάνει ο γυιός τη μάνα,
χάνουμε ήθη κι έθιμα, αχ! Αμερική πουτ…α.
Μας ’κάναν οι Αρχαίοι μας, παχύδερμα σε ζούγκλα,
τον Παρθενώνα άφησαν κι όλοι εμείς στη στρούγκα.
Έκαναν οι Αρχαίοι μας… Αυτά, ετούτα, εκείνα…
Και «επαναπαυόμαστε» στην τσιμεντοΑθήνα…
Ήταν η πόλη των Σοφών, Δημιουργών, Δασκάλων
και πιθηκίζουμε εμείς, στα άσχημα των άλλων.
Αν ήταν λίγο διαφορετικά κι οι πρόγονοί μας; Κάφροι,
ίσως και να προσέχαμε, να βρίσκαμε μιάν άκρη.
Δεν θα «δημιουργούσαμε» μ’ ανούσιες κουβέντες,
με τσιπουράκι, φραπεδιά, ρηλάξ κάτ’ απ’ τις τέντες.
Κάτι θα φτιάχναμε κι εμείς, για τα παιδιά κι εγγόνια
και να μην «τρώμε έτοιμα» απ’ τους Αρχαίους χρόοονια.
Στις δάφνες του όποιος κάθεται, έχει απώλειες μόνο,
Δημιουργίες στη ζωή κι όχι χαμένο χρόνο…