Μπουζούκια; Ή σκυλάδικα; Ή νάϋλον διασκεδάσεις;
Μπορεί από το θόρυβο και το μυαλό να χάσεις.
Η πίστα ’χει γαρύφαλλα, «της αηδούς» τα μπούτια,
κονσέρβα όλα τα σουξέ κι από το σίνθυ, ούτια.
Ρυθμοί, ΤουρκοΑράβικα, τραγούδια ’να χαρμάνι
και τα ουΐσκια ρέουνε, στης σήψης το καζάνι.
Λογαριασμοί αστρονομικοί, θες μιά περιουσία,
στο ταβερνάκι του ο λαός, αυτό έχει ουσία.
Μα όλοι οι νεόπλουτοι, πώς θες να ξεχωρίσουν;
Με διατριβές, συγγράμματα; Στις πίστες θα τα ρίξουν.
Να δείξουν την αξία τους, πως τάχα είν’ φτασμένοι
κι όχι «κουλτουροκόροϊδα», γυμνοί και πεινασμένοι.
Οικονομία ελεύθερη, έτσι διατυμπανίζουν,
αεριτζήδες, ποταποί κι οι δήθεν που γαυγίζουν.
Οι αητονύχηδες, χρυσά, κομπιναδόροι; Βίλες
κι όσοι τον Άνθρωπο κοσμούν, με τρύπιες τις αρβύλες.
Οι πλούσιοι, πλουσιότεροι και οι φτωχοί; Ζητιάνοι
και οι Αγνοί Δημιουργοί, τραβάνε για τη Μάνη.
Τους στέλνουν για το Ταίναρο, στην είσοδο του Άδη,
μήπως τους αχρηστέψουνε και ζούμε στο σκοτάδι.
Τα φώτα των Δημιουργών, τους μέτριους ζαλίζουν,
τους καλοπερασάκηδες, πάντοτε σατυρίζουν.
Δε μάθανε οι δύστυχοι, «ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ»
και ανά δευτερόλεπτο, «ΑΞΙΕΣ ΑΝΑΣΤΑΙΝΕΙ».
Του Αριστοφάνη οι φωτιές, δε σβήνουν για αιώνες
και των Αρχαίων μας ρητά, είν’ της Ζωής Πυλώνες.
Και όλοι ας το νοιώσουνε, μία φορά πως ζούμε,
το άδικο, τ’ ανέντιμο, μπροστά μας θα το βρούμε.
Αν δε «χτυπήσει» τους γονείς, ίσως παιδιά ή εγκόνια,
…Μία τριχούλα είμαστε, στα εκατομμύρια χρόνια…
Τους θησαυρούς της πλάσης μας, δώρο στα δίνει η Φύση
κι έχουμε βάλει στοίχημα, ποίος θα τ’ αφανίσει.
Όχι ν’ απολαμβάνουμε, αλλά τι θα λαμβάνουμε.
Όχι το πώς θα ζούμε, αλλά τι θ’ αποχτούμε…