Home Ποιήματα Κορφολογήματα Κορφολογήματα

Κορφολογήματα

E-mail

Στους εργάτες της τέχνης

και του πνεύματος

που έδωσαν τη ζωή τους

…για τη ζωή μας …

 

Π.Λ.

 

 

 

 

ΚΟΡΦΟΛΟΓΗΜΑΤΑ

 

 

Δε φωτίζονται πια οι στρατώνες

των νέων

ξεχασμένων ευκαλύπτων

 

Τα υγρά μάτια

δε δακρύζουν πια

για κολάσεις περιστεριών

για άλικα ποτάμια

για νύχτες Αφγανιστάν

 

 

Η μπούργκα της ψυχής τους

πιο μαύρη

από τη λευκή αγχόνη της λήθης

ζωγραφίζει

κλινοθόνες άχρωμων παιδιάδων

στα παράθυρα της συσκότισης

 

 

 

 

Αρουραίοι του σαθρού κάμπου σποράς

πηγές κιτρινισμένων αιμάτων

από ξεχασμένους

καιρούς κορφολογήματος

 

Λιβάδια

που σημαδεύουν τον κηπουρό τους κατάκαρδα

Θηράματα

που γιορτάζουν τα γενέθλια του κυνηγού τους

Δήμιοι

που αυνανίζονται για λίγα κέρματα

και μερικά σποράκια ροδιού

 

 

 

 

Δενδρογαλιές

φτύνουν κανελογαρίφαλα

στα ακρώρεια της άδικης

και αχάριστης

εξουσίας του μεσονυχτίου

 

Ο γανωματής αραδιάζει σκουριές

στους ορίζοντες της ψυχομάνας του αερικού

εξουσιάζοντας

τα χλωμά κλωνάρια

του πανάρχαιου πηγαδιού

 

Η αγάπη του γίγαντα της αμάθειας

προσμένει το χιονιά του Παρνασσού

στα λαγκάδια του φθόνου

βαστώντας αποσκευές των τσακαλιών

τσουγκρίζοντας μνήμες μίσους

και μαυροδάφνη από σπέρμα νυχτερίδας

 

 

 

 

 

 

Τα νεκροπούλια άχρωμα μοιρολογούν

τη γέννηση της σαύρας του Δούναβη

τον ερχομό της Άνοιξης

του χαμαιλέοντα

 

Ανατριχιάζει η χαίτη του βασιλιά

της ζούγκλας

από το βρυχηθμό της γαζέλας

 

Ξημερώνει η νύχτα  

των παθών και του πάθους

 

Νυχτώνει η μέρα

της αγρύπνιας και της προσμονής

 

Μας παγώνει μας πληγώνει

ο ήλιος του απομεσήμερου

περιγελά ως και τα νούφαρα

ξύνοντας αμήχανα τ’ αχαμνά του

 

 

 

 

 

 

 

Μπαρουτόβολα στην καπνοδόχο

του Βαρδάρη

στα ξωτικά της λιμνοθάλασσας

οργιάζουν οι καραμούζες του χάους

στα φυλάκια της ειρήνης

 

Απέλπιδες και οι γνώμες των μποστανιών

Οι ρόγες δακρύζουν στα έρημα βράχια

Χολή και ξύδι στους αυλόγυρους

καρβουνόσκονη στα λιοτρόπια

και στις επιθυμίες

 

 

 

 

 

 

 

Ζευγαρώνουν

ολόλευκα περιστέρια

με κατάμαυρους γύπες ξηρασίας

Επαιτούν στο μαιευτήριο

οι καρεκλοκένταυροι

το φιλοδώρημα

από την προσμονή

και την υπομονή

αγονάτιστων λύκων

 

 

 

 

Γύρισε Οδυσσέα στις ξόβεργές σου

 

 

Τα μυρμήγκια κουβαλούν άοκνα

παραπατώντας

στα ψηφιδωτά του άδη

γκρεμίζοντας επαύλεις κολασμένων

και νουθετώντας επαίτες

 

 

Γούρμασαν τα Σαββατόβραδα

των βραχονησίδων

του κάμπου και της ανατολής

 

Οι τσουκνίδες εγκυμονούν βότσαλα γυρισμού

τα παιδιά τους μαραίνονται

ανθοφορώντας

σε πίνακες ρουτίνας

 

Τα λιόκλαδα καβουρδίζουν

ψίχα καρπουζιού

στα στενοσόκακα των λεωφόρων

της αποχαύνωσης

 

 

 

 

 

Από τις ορμητικές ορδές του Ρήνου

ξεχείλισε

ο χείμαρρος του Ιλισού

πνίγοντας

αμούστακους ναύτες και υπερήφανους καβαλάρηδες

παιδικές χαρές και γηρατειά γελαστά

λιοτρίβια και κοιμητήρια γλάρων

αγάπες παλιές και έρωτες νεογνών

 

Οι τσακισμένες βάρκες του ναυαγίου μας

δένδρα Χριστουγέννων

παρηγοριάς κι Ελπίδας

κεριά Ανάστασης

κλαδιά ανθισμένα

μνήμης και αμνησίας

 

 

 

 

 

 

Ο Θεσσαλικός κάμπος

διδάσκει φιγούρες ζεϊμπέκικου

και καρσιλαμά στις νεράιδες

και στους Απριλιανούς της βίας

Στους αμετανόητους κόρακες του βάλτου

χαρίζει

κομπολόγια μνήμης και ντροπής

 

Οι καπνοί του

από καλαμιές βρώμης

θυμίαμα σ’ όσους λησμονούν

κρυψώνες σ’ όσους λαχταρούν

να ιδούν το πέρασμα

από τη ζούγκλα

στα γαλανά νερά του αρχιπελάγους

ν’ αντικρίσουν την ομορφιά της γης

και να κλάψουν πικρά

σφίγγοντας τα δόντια

Στα λάθη μας στα μίση μας

Στα συμφέροντά τους

 

 

Γλέντησε τη μοναξιά των λουλουδιών

Η παρέα των πορνολάγνων

των αρρωστημένων ονείρων

των αχυρένιων προτύπων

γεννά τη μοναξιά

επωάζει την εξάρτηση

 

 

 

Στείροι μπροστάρηδες καραβανιών

στείρες φουσκοθαλασσιές

στείρα φαντασία

στείρος ορίζοντας

στείρες συνειδήσεις

 

 

 

 

 

 

 

 

Ταξίμια

του Αυγουστιάτικου φεγγαριού

Βάλσαμο ψυχής

για τους ξεριζωμένους γίγαντες

Μαθήματα ήθους

για τους νεοφερμένους νάνους

Σχολείο κρυφό

για τους επίδοξους σωτήρες

Όνειρο γλυκό

για τα παιδιά για τα πουλιά

για τις θύμησες για τα μελλούμενα

 

 

 

Το σπέρμα του Σωκράτη

του Πλάτωνα

του Αισχύλου του Αριστοφάνη

του Ρίτσου του Γκάτσου

σιγοκαίει

φουντώνει

θεριεύει

παλεύει

νικά χωρίς θύματα

φωτίζει τους ορίζοντες

άνευ μεταλλαγμένων αστεριών

και εγκαθέτων ήλιων

Περιβόλια με πανέμορφους

επιβήτορες του πνεύματος

σκαλίζουν

μπολιάζουν

γεννούν

καθοδηγούν

ξαγρυπνούν

χωρίς να εξαργυρώνουν

Αγαπούν

αγαπούν

αγαπούν

 

 

 

 

Γέννησε η αυλή μας

γέννησε η πασχαλιά μας

γέννησε ο ουρανός μας

γέννησε ο ορίζοντας μας

γέννησε η ψυχή μας

γέννησαν οι φίλοι μας

γέννησαν τα παιδιά μας

γεννά η Ελλάδα

 

 

 

 

 

 

«Χαμογελούν οι αστροφεγγιές»

 

Χορεύοντας τα κύμματα

Και σιγοτραγουδώντας

Τη μοναξιά παρηγορούν

Σκορπάνε τη συμπόνια

 

Σκαλίζοντας οι αετοί

Τα σπλάχνα της κακίας

Στέλνουν στα νειάτα όνειρα

Στους άτυχους Ελπίδα

 

Χαμογελούν οι αστροφεγγιές

Στα ορφανά του δρόμου

Στους άρρωστους στα γηρατειά

Στους αγαναχτησμένους

 

Σκαλίζοντας οι αετοί

Τα σπλάχνα της κακίας

Στέλνουν στα νειάτα όνειρα

Στους άτυχους ελπίδα

 

Στίχοι – Μουσική

Παναγιώτης Λουκαρέας

 

 

 

«Ανθοφορεθήκαν τα μπαλκόνια»

 

Ήλθε το κύμα κι έκλεισε

Τους χτύπους της καρδιάς μου

Της μόνης ζωγραφιάς μου

Και τ’ όνειρο μου έσβησε

 

Μαυροφορεθήκαν τα γλαρόνια

Λάθος προχωρήσαν τόσα χρόνια(;)

 

Ήλθε ο μπάτης κι άνοιξε

Της μοίρας το τεφτέρι (μου)

Ο λίβας και τ’ αστέρι (μου)

Έσβησαν ό,τι εκείνη άγγιξε

 

Ανθοφορεθήκαν τα μπαλκόνια

Χρυσοστολιστήκανε τα χρόνια

 

 

Στίχοι – Μουσική

Παναγιώτης Λουκαρέας