Home Ποιήματα Διάφορες Μονοδίες Διάφορες Μονοδίες

Διάφορες Μονοδίες

E-mail

ΔΙΑΦΩΝΕΣ ΜΟΝΩΔΙΕΣ

 

«Χορωδίες μοναξιάς»

 

Ξεθωριάσματα  ουράνιων τόξων, λέξεων, ιδεών,

πορνολαγνείες και βοθρολύματα εικόνων.

Ασχήμιες και εξομοιώσεις ανόμοιων οριζόντων.

Αυγουστιάτικων πανηγυριών, εθίμων,

στο καταχείμωνο.

Τραγουδώντας τη χαρά της ζωής,

με κραυγές

διάφωνης

μονωδίας

και πολυπρόσωπων

χορωδιών μοναξιάς

 

 

 

«Κλακαδόρος οίκτου»

 

Μη φράζεις μη σφαδάζεις,

μη δικάζεις μη σπαράζεις,

μη λες ότι γνωρίζεις.

Δεν είσαι η φύση πάνσοφη και ακριβοδίκαιη.

Δεν είσαι πολιτισμός ξάστερος.

Πόθος ανιδιοτελής δεν είσαι.

 

Ξεπουλάς αγνούς ορίζοντες κι ουρανούς γνώσης.

Πανανθρώπινες αξίες παζαρεύεις,

σε σταυροδρόμια αγορών μιζέριας και οίκτου.

Επαίτης και ευνούχος, σε λεωφόρους διαπλοκών.

 

Σ’ αλισβερίσια και υποκλοπές υποκλίνεσαι.

Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης πνεύματος,

ναρκοθετείς ναρκώνεις.

Στα παραμύθια τους,

στις χωματερές του μυαλού τους,

χειροκροτείς κλακαδόρε υποσχέσεων.

 

 

 

«Εξορκίζοντας, εξορκίζοντας»

 

Πετροβολώντας λήθαργους κι αποξηράνσεις πνεύματος.

Αξιώνοντας μπροστάρηδες οδών αυτόφωτους αστροφορούντες.

Παρακινώντας βαλτομένα όνειρα ορμητικών χειμάρρων βίας.

Αντικαθιστώντας σκουριές και ναφθαλίνες λευκοσκοταδισμού.

Επαναφέροντας ευωδιές και αρώματα διαδρομών ήθους.

Καλλιεργώντας αξιοκρατών φυτώρια, νηπιαγωγεία Άνοιξης.

Αγριεύοντας μέλισσες πλουτισμού, μυρμηγκοφωλιές εργασίας.

Παρακολουθώντας σύννεφα τροχιάς λαθεμένης και μπόρας φόνισσας.

Νουθετώντας άνομους πολυπράγμονες, αξίας ανύπαρκτης.

Εξορκίζοντας χαχανητά ρουσφετολόγων, μηδαμινής υπόστασης.

Εξοστρακίζοντας βλήματα πάθους, για αχρείαστα λάφυρα.

Προσελκύοντας νεράιδες, μούσες και όνειρα ψυχομοσχοβολιών.

 

 

 

«Ανθοτόπια»

 

Φτερουγάει η ζωή σου στην αιωνιότητα

Παραμένει το άρωμά σου αναλλοίωτο

 

Αιωρείται η μορφή σου στην καθημερινότητα

Παραμένει η ψυχή σου στο απυρόβλητο

 

Καθρεφτίζεται το χαμόγελό σου στον ήλιο

Παραμένει η οπτασία σου στο Σεληνόφως

 

Καθοδηγεί το πνεύμα σου σε ανθοφορίες

Παραμένει η γαλήνη σου σε ανθοτόπια

 

 

 

«Προς τι;»

 

Ανέραστοι λόγιοι, προς αποχαύνωση,

Κερασφόροι θλίψης, προς μαλάκυνση,

Οσφυοκάμπτες δήμιοι, προς τελμάτωση,

Λεωφόροι μίσους, προς αγκαθότοπους.

 

Μεγαλόσχημοι κόλακες, προς αποφυγήν,

Δραγουμάνοι συμφερόντων, προς εξαθλίωση,

Καρεκλοκένταυροι εξουσιάζοντες, προς αγχόνη,

Ακροθαλάσσια υπονόμων, προς λαιμητόμους.

 

Αηδονόγλωσσοι αηδοί, προς κώφωση,

Οφθαλμοπόρνοι κακοτέχνες, προς τύφλωση,

Κερδοσκόποι αδίσταχτοι, προς αδιέξοδα,

Αστροφορούντες ουρανοί, προς συσκότιση.

 

 

 

«Συνυπεύθυνοι»

 

Δεν μισώ τους βασανιστές μου,

Δεν συγχωρώ τις παραλήψεις μου,

Είμαι συνυπεύθυνος του σκότους μας,

φταίω που τα παιδιά δε γελούν,

Μελαγχολώ για πουλιά που εξορίστηκαν.

Για ερημικές τσιμεντένιες πολιτείες,

για κουρντισμένους κατοίκους θλίβομαι…

 

 

Πενθώ για απαξιωτικές προσφορές

υλικού Ανθρώπινου,

για τιμητικές τζόγου και ύλης,

Πικραίνομαι

για λαμαρίνες χλιδής,

ευεργέτες και σωτήρες.

 

Μοιρολογώ

αξιών κατάντιες και λαθών διαδρομές.

Λυπάμαι

για ανέραστες νύχτες οίκων ενοχής

για πανσέληνους φουρτουνιασμένων ήχων

και αγκαθότοπων κύματα

 

 

 

Α. «Πενθώ για …»

 

Πενθώ,

για χρόνια και Άνοιξες που λοξοδρόμησαν,

για ιδέες απαίδευτες στατικές,

για όνειρα που φιμώθηκαν καταμεσήμερο,

για φαμελιές που θρηνούν άγουρα βλαστάρια,

για σπιτικά που κλαίνε πατρίδες στα ζάρια,

για σωτήρες της ειρήνης αιματοβαμμένους χολής,

γι’ αγαπημένες γειτονιές που φτερούγισαν βίαια,

για μωρά που βυζαίνουν αίμα και αδικία,

για παιδιά που δε γνωρίζουν χάδια γονιού,

για χαροκαμένες, που δε θ’ ακούσουν

κλάμα αγγέλου,

έρωτα καμπάνα…

 

 

Β. «Πενθώ για …»

 

Πενθώ ,

για αγγελικές μορφές και εωσφόρων ψυχές,

για ετερόφωτους ήλιους βαρυχειμωνιάς,

για υποτελείς αστέρων,

για αμαθείς και κατασκότεινους,

για αδίσταχτα φεγγάρια πλουτισμού

μιας σελήνης βαρυπενθούσας…

 

 

 

 

Α. «…της αποχαύνωσης…»

 

Τρέχουν οι θάλασσες του ναυαγίου (μας),

στις βουνοκορφές των ησυχαστηρίων (σας),

στις λιμνοθάλασσες των εξαπτερύγων (μας),

στ’ αφουγκράσματα της χιονοθύελλας (σας),

στα μεσούρανα των καπηλευτών (μας),

στην άβυσσο της ανατριχίλας (σας),

στη μέριμνα της αποχαύνωσής (μας).

 

Β. «…της αποχαύνωσης…»

 

Τρέχουν τα ποτάμια των αναστεναγμών (μας),

στις σφηκοφωλιές των καθωσπρεπισμών (σας),

στις προμήθειες των καταναγκασμών (μας),

στα παροπλισμένα συννεφόνειρά (σας),

στα χιονοβαμμένα αναστενάρια (μας),

στην εξαργύρωση των πεπραγμένων (σας),

στην αποσυμφόρηση της αποχαύνωσης (μας).

 

 

 

«Μην πληγώνεις»

 

Μην πληγώνεις τα στάχυα,

αποκοιμήθηκαν τα Καλοκαίρια

 

Μην πληγώνεις τους αμπελώνες,

μέθυσαν οι μαυροδάφνες…

 

Μην πληγώνεις τα λιοτρόπια,

σε λησμονούν οι Άνοιξες…

 

Μην πληγώνεις τις φυλλωσιές,

ξενιτεύονται τα πουλιά…

 

Μην πληγώνεις τα βότσαλα,

αυτοκτονούν οι κύκνοι…

 

Μην πληγώνεις τις θάλασσες

αιμορραγούν τα κύματα…

 

Μην πληγώνεις τις βουνοκορφές,

μαυροφορεθήκαν οι νυφάδες…

 

Μην πληγώνεις τα Σαββατόβραδα,

μεταλλάχθηκαν οι γειτονιές…

 

Μην πληγώνεις χαρές παιδιών

… χρειάζονται κουράγιο οι αισθήσεις…

«Πώς να σ’ αγαπήσω»

 

Πώς να σ’ αγαπήσω, δε μου το επιτρέπουν.

Πώς να σου εξηγήσω, αφού με φιμώνουν.

Πώς να σε δοξάσω, πάντα με τρομάζουν.

Πώς να σε διδάξω, αφού με καταδιώκουν.

Πώς να σε γιορτάσω, πάντα με εξαγριώνουν.

Πώς να σε γλιτώσω, καθημερινά με λιώνουν.

Πώς να σε κρατήσω, «αέρα» καθαγιάζουν.

Πώς να σε γιατρέψω, πάντα με αρρωσταίνουν.

Πώς να σε κοιμίσω, αφού με τουφεκίζουν.

Πώς να σε ξυπνήσω, αφού με ναρκώνουν …

 

 

 

«Κλωσούν – Κλωσούν - Κλωσούν»

 

Σιγά σιγά και ταπεινά,

ακόμη σιγά, πιο σιγά, πιο ταπεινά,

μη σπάσουν «τα ωά».

Κλωσούν τ’ αρνίθια,

θέσεων, προθέσεων,

μέσων, λιμνών,

σπουδών, ιδεών.

Κλωσούν μιζέρια νου,

λιμάροντας αγχόνες ανιδιοτέλειας …

Κλωσούν τζάκια ευνούχων,

ευνουχίζοντας επιβήτορες …

Κλωσούν γηρατειά ναφθαλίνης,

θάβοντας μοσχοβολιές νιάτων …

Κλωσούν σκότος οίκτου, κατάντιας,

κρύβοντας τους ήλιους …

Στέλνοντας στα κολαστήρια τους φάρους …

οδηγώντας στην πυρά τους βιβλιοφάγους …

 

 

 

«Οι λαθρα ….»

 

Οι λαθραναγνώστες

συνταξιοδοτήθηκαν πρόωρα στα κανάλια,

σκλαβώθηκαν από τις αναλφάβητες μηχανές

κατακτώντας μοναξιά,

ανέραστα ηλιοβασιλέματα,

αποστροφή για τις χαρές της ζωής …

 

Οι λαθρεπιβάτες

έχασαν τη στάση ζωής,

πλαστικοποιήθηκαν οι διαδρομές της ψυχής.

Έχασε τη μαγεία του το «στριμωξίδι» …

 

Οι λαθροκυνηγοί

έχασαν τις στολές παραλλαγής,

έγιναν φωλιές για πουλιά

που θυσιάστηκαν

στο βωμό της απληστίας …

Φαρμακωμένων φυτών,

φρούτων επιδημιών …

 

Οι λαθρομετανάστες

αγκυροβόλησαν στο ορμητήριο της Ομόνοιας

πριν τους κατασπάραξαν οι γύπες …

Αλιβάνιστοι ασαπούνιστοι,

μη σβήσουν τα χνώτα της άπονης,

της σκληρής πατρίδας τους …

Λιβάνι, σαπούνια και ήλιο

προσφέρουν τα σπουργιτάκια της ανέχειας …

 

Οι λαθρέμποροι

απογοητεύτηκαν, άνεργοι χωρίς μέλλον.

Νόμιμοι αντιπρόσωποι και εκπρόσωποι

ανέλαβαν κλαδέματα συγκομιδές,

μαύρου χρυσού,

ονείρων λευκών …

 

 

«Η στέρνα του ήλιου»

 

Στην απύθμενη αειθαλή καταπράσινη

στέρνα του,

όνειρα γνώσεις καθρεφτίζονται ατέλειωτα.

Κι ο ήλιος ποτίζει βλαστάρια,

αγώνων ρίζες αιωνόβιες.

Άγουρα πρόσωπα ωριμάζει,

στης γης το λιοστάσι.

Επιθυμίες και λαχτάρες

βοτανίζει τραγουδώντας,

στις κορφές των κυμάτων σκέψης.

Συνετίζει κουκουβάγιες και νάρκισσους

ψιθυρίζοντας παροιμίες,

στα ασχημοφτιαγμένα στερνά τους.

Γερόλυκων μοναξιές

συντροφεύει,

ταξιδεύοντας σε χρόνους παρομοιώσεων.

 

Ατίθασους γοητεύει μαγεύει,

περιπλέκοντας στεφάνια μάθησης

για τη στέρνα ερωμένης ευχής επιθυμιών.

Στο λιακωτό της αγάπης,

διδάσκει καλλιφωνία σε κόλακες διάτρητους,

ορθοφωνία σε κόρακες καλλίφωνους, σιωπώντας.

Πρόβες εξουθενωτικές οργανώνει οργώνοντας

χορωδίες μαυρισμένων καναρινιών,

ορχήστρες αηδονιών διαφωνούντων.

Στα αλώνια της χαραυγής

καλλωπίζει χαίτες λιονταριών,

υφαίνει όνειρα με τις πλεξούδες τους,

σε αδύναμους, φοβισμένους κύκνους.

Τα στιλπνά διαφορετικά αδιάφορα

απόμακρα μοναχικά χέλια της στέρνας,

κολυμπάνε ρουφώντας τις αχτίνες του

και φιλτράρουν βοθρομνήματα

προθέσεων αρρωστημένων,

καθαγιάζοντας ορίζοντες …

Ηλιοφάνειας …

 

 

 

«Τα όνειρά μου»

 

Τα όνειρά μου δελφίνια γοργόφτερα

βουτάνε στα κατάβαθα της ψυχής σου

ανακαλύπτοντας ποτάμια και σπηλιές αγάπης.

Αγκίζοντας στην καρδιά σου θησαυρούς

και φαράγγια ανεξερεύνητα.

Χτυπώντας καμπάνες χαρμόσυνες ερωτικές,

Ουράνιας ενορχήστρωσης συμφωνικές κραυγές.

Ευτυχίας περάσματα μελωδικά,

Αιωνιότητας αρμονικά μονοπάτια …

 

Τα όνειρά μου βότσαλα πολύχρωμα

χτίζουν επαύλεις και μέγαρα

στην ψυχή σου,

ανακαλύπτοντας τη μεγαλοσύνη

της απλότητάς σου,

τη λιτότητα

του πλούσιου βίου σου …

 

Τα όνειρά μου αετοί χρυσόφτεροι,

ανοίγουν δρόμους με τις φτερούγες

της ψυχής σου,

σε ουρανούς ασυννέφιαστους αστροφορεμένους,

σε πελάγη ακύμαντα μαργαριταρένια,

σε κάμπους απέραντους λουλουδιασμένους …

 

Τα όνειρά μου κατάλευκα άλογα

καλπάζουν στα καταπράσινα λιβάδια

της σκέψης σου,

χλιμιντρίζοντας καημοί και πόθοι

παίρνουν αρώματα,

από τους ολάνθιστους

μπαχτσέδες της κάμαράς σου …

  

 

 

«Η αγρύπνια σου»

 

Το φωτοστέφανο της αγρύπνιας σου

αρωματίζει ορίζοντες και ουρανούς υπομονής …

 

Μερώνει λιόντες και λιόντισσες

στα πανηγύρια των αισθήσεων …

 

Δαμάζει ατίθασα άλογα Μογγόλων

στις στέπες της προσμονής …

 

Δοκιμάζει φρούτα εξωτικά και πικρία

στις αγορές, στα παζάρια ενοχής …

 

Καθαρίζει αυλόγυρους και καλντερίμια

στις βουνοκορφές των ονείρων …

 

Παραμερίζει στόχους και παιδεία βολής

εξοστρακίζοντας κακίες λάσπη και σύννεφα …

 

 

 

«Τα αμαρτωλά σε εξαγνίζουν»

 

Τα καθημερινά σε κουράζουν

Τα ανθρώπινα σε προβληματίζουν

Τα ερωτικά σε αποδυναμώνουν

Τα γήινα σε τρελαίνουν

Τα θεϊκά σε ταλαιπωρούν

Τα εξωγήινα σε εξαγριώνουν

Τα θλιμμένα σε χαροποιούν

Τα χαρμόσυνα σε στεναχωρούν

Τα ευλογημένα σε δαιμονίζουν

Τα αμαρτωλά σε εξαγνίζουν …

 

 

 

«Ταχυδακτυλουργοί της υπόκλισης»

 

Μην περιμένεις θαύματα και παροχές ψυχής,

έχουν στερέψει οι πηγές της Ανθρωπιάς.

Υπάρχουν μόνο χορηγοί ιδιοτέλειας.

Έχουν φτερουγίσει για την άβυσσο του σκότους

τα μελίσσια της ζωής και του πάθους,

έγινε κώνειο ο καρπός του μόχθου τους.

Το ζωογόνο αεράκι του Ολύμπου

έγινε κουρνιαχτός ειδώλων,

έγινε τύφλωση νου.

Το Αρχαίο Ελληνικό πνεύμα

γιγαντοαφίσες

και νομιμόφρονες παρανοϊκότητας.

Ιδρώτες ιδεολόγων Αρχόντων,

νομή ταχυδακτυλουργών υπόκλισης …

 

 

 

«Μπορεί να ευημερούν τα νούμερα»

 

Μη διστάζεις να κελαηδήσεις.

Είναι πολύ ευρύχωρη η αλάνα

του κλουβιού σου.

Μπορεί η λάμψη να χαμήλωσε,

να μίκρυνε το ύψος της.

Σήμερα είναι αρκετά ευρύχωρη,

είναι φωτεινή στο σκοτάδι της.

Αύριο ίσως δεν υπάρχει η ελευθερία της

στα σίδερα και στον ήλιο της.

Μπορεί η φωνή σου

να μεταλλαχθεί σε βογκητά

παλαιού λατομείου.

Μπορεί η ανάσα σου

να βαλσαμωθεί.

Μπορεί να καλλιεργήσουν

μπετόν στο κλουβί σου …

Μπορεί να ευημερήσουν τα νούμερα …

Η φύση (;) … H ζωή (:) … Ο Άνθρωπος (;) …

 

 

 

«Μεταλλαγές»

 

Εκεί που τα ολόλευκα περιστέρια

της Αγάπης,

μεταλλάσσονται

σε κατάμαυρα κοράκια του μίσους.

 

Εκεί που το ήθος η καλοσύνη,

μεταλλάσσονται

σε δικέφαλη αχαριστία.

 

Εκεί που ο ευλογημένος καρπός των μελισσών,

μεταλλάσσεται

σε κώνειο ψυχοφθόρο.

 

 

Εκεί που η ευλογημένη βροχή,

μεταλλάσσεται

σε κατάρα και εφιάλτη

για φτωχές αθώες ψυχές,

για άγουρα ονειροπαρμένα

ηλιοβασιλέματα.

 

Εκεί στην καθαγιασμένη

αιωνόβια ελιά

που μεταλλάσσουν

τα δάκρυα της μνήμης της

σε βοθρολύματα

λησμονιάς και αιώνιου

παγετώνα …

 

 

 

«Στο αλισβερίσι έρποντας»

 

Τα μαχαίρια

και τα σπαθιά φτερούγισαν.

Στις σάρκες του ήμερου ανέμελου

κοιμισμένου μεσημεριού,

αποκοιμήθηκαν.

Ο χορός της παραζάλης

έχασε τα ζάλα του, το φως του

και τις θήκες των μαχαιριών

στα πηγάδια της αγρύπνιας,

στο οροπέδιο της απόγνωσης.

 

Στις βατουριώνες της πλατείας,

φοβισμένοι άφτεροι κελαηδούσαν

με τους μαύρους κύκλους

στα μάτια στη ψυχή του φιδιού.

Στην αβεβαιότητα του χθες μας,

στο αλισβερίσι έρποντας

και ρίχνοντας κέρματα

στη κολυμπήθρα

τη πύρινη

του αύριο μας.

 

 

 

«Μην…»

 

Μην παίρνεις τα σκόρπια και τ’ άγουρα

Μην ακούς ψιθύρους και μισόλογα

Μην κρίνεις επιδερμικά και ανούσια

Μην απολαμβάνεις αστραφτερά και απαίδευτα

Μην κατηγορείς από διαδόσεις και εικασίες

Μην ζηλεύεις τα εύκολα και εφήμερα

Μην κρίνεις και κατακρίνεις χωρίς μαρτυρίες

Μην αδικήσεις με λόγια και πράξεις

Μην κλείνεις αυτιά και νου σε άλλες ιδέες

Μην παραχωρείς αρχές πιστεύω και ήθος

Μην υποχωρείς σε υποσχέσεις και υποκλίσεις

Μην χαρίζεσαι σε εχθρούς του πνεύματος και του δικαίου

Μην θυμώνεις για αδικίες κατηγορίες και ψεύδη

μην προσμένεις ανταλλάγματα από ευεργετηθέντες

μην καταπιάνεσαι με ότι δεν αγαπάς και λατρεύεις

μην είσαι υπηρέτης στις εφευρέσεις του ανθρώπου

μην προσπαθήσεις να πληγώσεις όνειρα κι ελπίδες

 

 

 

 

«Υποσχέσεις …»

 

Παρανόησης λόγια παρηγόριας απρόσιτης.

Απρόσμενης νύχτας καταμεσήμερου.

Παραλλαγής εικόνων λογοκρισίας έρπουσας,

οίκτου σαθρού και νύστας μεθυσμένης.

Υποσχέσεων ορθάνοιχτες πόρτες

κατ’ εξακολούθηση αερίζουσες.

Μιζέριες διπλομανταλωμένες με βάκιλους,

παγόβουνα απορριμμάτων μειδιώντας.

Προσέχοντας ρινίσματα …

Προτρέποντας μηδαμινά …

Εγκαταλείποντας πηγές και λιοστάσια.

Φυλακές σχέσεων προγαμιαίων,

εγκαταλείποντας εξουθενωμένους Ησαίες.

Χορεύοντας με τη λογική του παραλόγου

μεταγκίζοντας λύτρα αιμοκάθαρσης,

από γιατροσόφια κομπογιαννίτη μεταπράτη …

 

 

 

«Προσφορές …»

 

Δονητές διορίζονται για τη διαιώνιση …

Για την ανάταση …

Για της φύσης τις ηδονές …

Χορδίζονται για τα μελλούμενα

άτονες, άχρονες, άχρωμες,

καραμούζες σκότους.

Εμβατήρια συλλέγονται

στις λαϊκές οπλοστασίων.

Προσφορές αντίδωρου,

εφήβων, νεογνών, αθώων σάρκες,

καθαγιάζοντας σκοπούς σχιζοφρένειας,

διακονώντας πλανητάρχες ανέραστους

ιερείς πλαστικοί,

κουρελιάζοντας σημαίας όρκους.

Εκλιπαρώντας μερίδιο, από λάφυρα

αιμάτων τους …

 

 

 

«Θα προφθάσεις (;)»

 

Ανοίγεις τα βήματα για να προφθάσεις,

το χρόνο που καθυστερεί την τύχη σου.

Το χρόνο που δεν περιμένει τα νιάτα σου.

Το χρόνο που βιάζεται να γεράσεις.

Το χρόνο που δεν λογαριάζει τις έγνοιες σου.

Το χρόνο που δεν συγκινείται με ικεσίες σου.

Το χρόνο που δεν λυγίζει με τα βάρη των χρόνων.

Το χρόνο που δεν σπαταλιέται σε μικρά και πανέμορφα.

Το χρόνο που δεν αγωνίζεται μέσα στα χρόνια.

 

Ανοίγεις τα βήματα να προφθάσεις,

Τα όνειρα που δεν θα πραγματοποιηθούν.

Τα όνειρα που θα παραμείνουν όνειρα.

Τα όνειρα που θα σκουριάσουν στο χρόνο.

Τα όνειρα που θ’ αντέξουν στο πείσμα σου.

Τα όνειρα που θα σου γκρεμίζουν υπνοβάτες.

Τα όνειρα που θα προσπερνούν σαν όνειρο.

Τα όνειρα που δεν θ’ αγγίζουν τον ύπνο σου.

Τα όνειρα που θα συνοδεύουν τον αιώνιο δρόμο σου.

 

 

 

«Δεν…»

 

Δεν ζυγίζεις την αγάπη με χρυσάφια και δύναμη.

 

Δεν φυλακίζεις τον έρωτα σε θαλαμηγούς και επαύλεις.

 

Δεν κερδίζεις τον κόσμο μ’ αδικίες κι ομόλογα.

 

Δεν αποκτάς αίγλη με πλαστά ντοκουμέντα, με κάλπικα.

 

Δεν εξοστρακίζεις τη φύση με τη χλιδή και την ύλη.

 

Δεν γιατρεύεις ψυχές με κραιπάλη και νάϋλον.

 

Δεν προχωράς στη ζωή μ’ επιδερμικά κι ακοπίαστα.

 

Δεν ονειρεύεσαι με χαπάκια και σύριγγες.

 

Δεν βρίσκεις λιμάνι με υποσχέσεις και ψέματα.

Δεν ευτυχείς με πανηγυρισμούς και νούμερα.

 

Δεν χαμογελάς προγραμματισμένα και ηλεκτρονικά.

 

Δεν ησυχάζεις με παντογνώστες (;) κι ανέραστους

 

Δεν κοιμάσαι ήσυχος με καταδίκες βιαστών, ληστών, κακούργων,

 

                                                                                   ανέντιμων ….

 

Οι οφφικιούχοι ένοχοι,

 

                    αποφασίζουν και καταδικάζουν ελεύθεροι,

 

 

με λυκοκραυγές, βεγγαλικά, ποδοπατήματα

                                                   

                                                    και παραστρατήματα …

 

 

 

«Τα όνειρά μας»

 

Όνειρα είναι, μη νοιάζεσαι,

θα ξεθωριάσουν στα κανάλια των χρωμάτων.

Εκεί κολυμπούν οι ψυχοπλάνοι του σκότους.

Αυτοί γνωρίζουν τα χρωματολόγια.

Αυτοί κινούν τις αφετηρίες.

Αυτοί δικάζουν αδέκαστους.

Χωρίς απολογία καταδικάζουν,

δημιουργίες  ήλιων …

 

Είναι ελεύθεροι στα δεσμά τους οι ονειροπαρμένοι,

γέμισαν ανθρώπινα μπάζα της ψυχής τα χωνευτήρια.

Δεν είναι οι εποχές για ονειροπόλους,

έτσι αποφάσισαν οι νυσταγμένοι ανοιχτομάτες.

Οι εφιάλτες να περισσεύουν στων παιδιών τα κύτταρα.

Η βία να ξαποσταίνει στα όνειρά τους.

 

Όνειρα είναι, μη νοιάζεσαι, θα ξεθωριάσουν.

Οι γιαγιάδες συγχωρέθηκαν,

στου φθινόπωρου τη γνώση,

στης βαρυχειμωνιάς τ’ αλφαβητάρι.

Τώρα ποιος θα πει στα παιδιά παραμύθια (;)

Ποιός θα τα νανουρίσει με χρώματα κι αστέρια.

… Πώς θα ονειρευτούν τα όνειρά μας (;)

 

 

 

 

«Ύλη»

 

Τα τείχη της ύλης

                    υψώθηκαν …

Απροσπέλαστα τ’ Ανθρώπινα.

Αφύσικα για τη φύση.

Για τον Έρωτα, αντιερωτικά.

Μίσος για την Αγάπη.

Σκοταδισμός για τους Ήλιους …

 

 

 

«Στην ελπίδα του έρωτα»

 

Κάθισα κάτω από τη σκιά του Αη-Νικόλα,

να γράψω ποίημα ερωτικό.

Τα γαλανά ερωτικά μάτια της θάλασσας,

με κοιτούσαν όλο υποσχέσεις …

 

Τα καράβια κολυμπούσαν γεμάτα λαμαρίνες

Και βιαστικούς χασομέρηδες

Ο ψαράς έπιασε λέπια αμμουδιάς

και καταδικάζει της Ραφήνας τη φεγγαράδα.

Ο νεαρός παραπάτησε, με του ονείρου το πατίνι,

στο πλακόστρωτο της ημιμάθειας.

 

Οι κηδεμόνες, ακόρεστα μετρούν

Ευρώ του μέλλοντος αιματοβαμμένα …

Παπαγάλοι - παμφάγοι -

δεσμοφύλακες ιδεών, συσκέπτονται.

Δεν κλείνουν οι τρύπες με δημιουργίες και δημιουργούς.

Η ζωή τους, των παιδιών τους το χτίσιμο,

είναι τα οπλοστάσια γι’ αθώους χορευτές …

 

Τα κεριά ρουφούν τα κορμιά τους,

ανυπομονούν να κάψουν, βιτρίνας

επιδερμικά τάματα.

Λιώνουν και τα κύματα

στις γραμμές της μοίρας μας.

Οι εικόνες κρεμασμένες -σκεφτικές-

σκυθρωπές – ζωγραφισμένες με

φιγούρες υποκρισίας και

χαρτορίχτρας χαϊμαλιά …

 

Οι μύγες αποτελειώνουν τον αθώο σπουργιτάκο

που αγριοκοίταξε παραλλαγής κοστούμια

και φορεσιές εωσφόρων.

Τα γκάζια ανέραστης σιλικονούχας κούκλας

μεταλλάσσουν αδόνητο γάτο, σε μισογύνη εραστή …

 

Ο παπατζής της πλατείας

χάνει ευκαιρίες σφαλμάτων ασφάλτου,

από άγουρους, άφραγκους, άγιουρους,

ρυθμιστές βαλβίδων αρρυθμίας …

 

Τροχονόμοι ζωγραφίζουν κλήσεις

ονειροπαρμένων της πανσελήνου,

αιμοδοτών στις βίζιτες ευνούχων

που ευνούχισαν φώτισης εμπνεύσεις,

του ηλιοβασιλέματος την ποίηση,

την διάθεση την ερωτική,

την προσευχή για τους κωπηλάτες,

βαρκάρηδες της οροσειράς …

των φουρτουνών μας …

 

Αύριο αν μου αφήσουν το μολύβι του νου

και το ηλιοβασίλεμα ελεύθερο,

θα επιχειρήσω να σου γράψω

ποίημα ερωτικό.

Θα προσπαθώ κάθε ηλιοβασίλεμα

Κάτω από το φωτοστέφανο του

προστάτη της θάλασσας,

ελπίζοντας στο θαύμα του έρωτα,

που ξεχάστηκε …

Στο αλισβερίσι ύλης …

Στα πλαστικά κορμιά θλίψης …

Στη μαυρίλα των λευκών ονείρων …

 

 

«Απολογισμός»

 

Κάθισα να μετρήσω τους καημούς μου.

          Να βάλω στίχους και ρυθμούς γόνιμους

                      στις πίκρες μου.

Να χτίσω ακροκέραμα

         στους αναστεναγμούς και στα πάθη μου.

Να κρατηθώ από τα όνειρά μου,

          ολημερίς.

Να υψώσω λίγο τον ήλιο της βάρδιάς μου,

          μήπως  χορτάσω ψωμί, δίκιου και γνώσης …

 

Έτρεξα να μετρήσω τις χαμένες ευκαιρίες,

          να βγάλω απ’ τον αέρα

                     τις κακίες και τα μίση μας.

Προσπάθησα να κρεμαστώ από το ουράνιο τόξο

         της αυλής μου, να γλυκοφιλήσω τ’ αστέρια.

Να υψώσω λίγο

         Το χαμόγελο των παιδιών,

                   μήπως χορτάσουν γράμματα και ιστορία

                              οι λαοί των σκοταδιών … 

Γέλασα πικρά

          μετρώντας τις επιλογές μου

Πώς έγιναν τόσα λάθη (;)

Πιστεύω στη ζυγαριά της Θέμιδας σοφέ χρόνε μου.

Πικράθηκα για χρόνια

          που έφυγαν άσκοπα, δίχως χρώματα λήθης

Και γαλήνης αρώματα.

Από το δάκρυ ενός παιδιού που ονειρευόταν,

         κρατήθηκα γερά.

Δεν πρέπει να ματώσω σκέφτηκα

Κι έκλαψα …

Έκλαψα χαμογελώντας, με τα πουλιά της σιωπής

Υψώθηκε ο επίγειος παράδεισός μου …

Το αυθόρμητο γέλιο ενός παιδιού

           είχε τα κλειδιά της κλίμακάς μας …

 

 

 

 

 

«Η αγάπη μας»

 

Η αγάπη μοσχοβολούσε στους φράχτες και στις αλάνες

Δεν υπήρχαν τότε φράχτες στις καρδιές …

Ακουμπούσαν τα φυλλοκάρδια στην αγάπη

να ξαποστάσουν, να χορτάσουν οξυγόνο και φως …

Ο ήλιος της αγάπης γέμιζε μ’ αστέρια

τους ουρανούς της γλυκιάς ρούγας και λιανοτράγουδα

                                                                         προσμονής

Αγαπούσε η γιαγιά ρούγα όλες τις ψυχές του κάμπου μας

γλυκοτραγουδούσε με του Ολύμπου τις χαρές,

με τις Ανθρώπινες αδυναμίες γλεντούσε η ψυχή.

Κρεμούσε το σταρένιο ψωμί της

στο κορμί του αποσπερίτη που έλαμπε

χορεύοντας στου πόθου το καλντερίμι

και στο γλυκόπιοτο κρασί της καρδιάς …

Στα ματόκλαδα της σχολικής ποδιάς

που ζωγράφιζε υποσχέσεις αγάπης αιώνιας …

Στα ρυτιδιασμένα ματοτσίνορα των γερόντων

που άστραφταν από σοφία και νιάτα …

Στων περιστεριών τους έρωτες …

Στο ερωτικό χαμόγελο, της ανέμελης γειτονιάς μας …

 

 

 

 

 

«ΘΥΜΙΑΜΑ» (Ι)

 

Μη λυπάσαι για τα περασμένα,

να λυπηθείς για τα ίδια σου λάθη,

για την αμνησία σου να κλάψεις,

να πονέσεις,

να γίνεις θυμίαμα στη μνήμη τους.

Μη σε μεταλλάξουν σε μίασμα οι δήθεν

και οι ανίκανοι του σκότους.   

Οι χειροκροτητές και οι κλακαδόροι του όχλου.

Εκεί στους παγετώνες των διαπλοκών

που λιώνουν τα κορμιά.

Εκεί που συνωστίζονται με τους

κλιβάνους της αδικίας.

Εκεί στα κρυοπαγήματα

και στις χαρακιές του λίβα

που βρίσκουν καταφύγιο …

 

(ΙΙ)

 

Σκέψου λίγο τη φύση,

τη θάλασσα αγάπησε,

αγκάλιασε τα παιδιά.  

Με αλήθειες να ποτίζεις

το δένδρο σου.

Μην υποκύπτεις σε αγαθά ύλης,

στην χλιδή να είσαι καχύποπτος.

Στα επιδερμικά αντίπαλος ισχυρός.

Μείνε θυμίαμα …

Τα μιάσματα ξεχνώνται …

 

«ΦΟΒΑΜΑΙ»

 

Φοβάμαι το θάνατο,

δεν έζησα όπως ονειρευόμουν τα πάθη μου

και τα λάθη μου.

Φοβάμαι τα μακρινά ταξίδια,

δεν έζησα την αγάπη σας,

ήταν απόμακρα τα λημέρια μου.

Φοβάμαι τον ερχομό της νυχτιάς,

δεν έζησα το χάδι του ήλιου σας

βαθιά στα φυλλοκάρδια μου.

Φοβάμαι, φοβάμαι, φοβάμαι …

Αφήστε με να ονειρευτώ,

αφήστε με στην ηρεμία μου ν’ αγαπηθώ,

αφήστε με γαλήνιο να φωτισθώ.

Αφήστε με, αφήστε με, αφήστε με …

Να ζήσω όπως θέλω,

πεθαίνοντας ευτυχισμένος

Ψάχνοντας αφετηρίες

που εσείς

μου στερήσατε …

 

«Μαυρόασπρα Λευκά και Μαύρα»

 

Λευκά κελιά, με Παναγιές μαυροφορεμένες

λευκαίνοντας μοίρας συνθήματα

και μαύρες ελπίδες καταχνιάς …

Λευκοί κόρακες, κόλακες πολύχρωμοι,

ασπρίζοντας Πασχαλιάς υποσχέσεις με χολή,

πίκρας χαμόγελα και συννεφόκαμα …

Μαβιές ύαινες με περιστέρια μαυροσκεπή,

για οζώδη ηλιοβασιλέματα μποστανιών

και σκοτοδίνης λευκές νύχτες καταμεσήμερου ..

Παρέλασης μαυρόασπρα άσματα

νεκρών λεωφόρων,

βαρυπενθούσας πλατείας και στάσεως αφετηριών …

Λευκός κονιορτός κόλασης,

παγόβουνων γκρίζων χείμαρροι

πνίγοντας ονείρων οροσειρές

Και ανέμελων παιδιών

ανθώνες …

Ασπρόμαυρες τρικυμίες νου, αποζητώντας ναυαγών σανίδες

και άγουρες άγκυρες σιωπής …

Διχασμού σίδερα λευκά,

Αλυσίδες μαύρες κι αίματα

Ετερόφωτων κύκνων, σουρουπώματα …

Μαυρίζοντας … Άνοιξες και Λιοτρόπια Ανάστασης …

 

 

 

 

 

«Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ»

 

Πόσο όμορφη είναι η ζωή μας …

Στα χάδια της φύσης,

της μάνας,

στην αγκαλιά του ήλιου.

Πόσο όμορφη είναι η ζωή μας …

Στο φτερούγισμα των γλάρων,

της αρμύρας,

στη σπηλιά του έρωτα.

Στην ανθισμένη αμυγδαλιά

της βαρυχειμωνιάς μας.

Πόσο όμορφη είναι η ζωή μας …

Στον ερχομό της Άνοιξης,

στο δροσερό νέκταρ της άγνοιας μας.

Στο καλημέρισμα των αηδονιών,

στο καληνύχτισμα της Πούλιας,

στο καλώς όρισμα του Χειμώνα,

στα χαμόγελα της ψυχής μας.

Πόσο όμορφη είναι η ζωή μας …

 

 

 

 

 

 

«Μην κλαις»

 

Μην κλαις …

Μέτρησε τα δάκρυά σου με σκέψεις.

Με καθαρό μυαλό ξεχώρισε τους καημούς σου.

Μάζεψε τα κομμάτια της θύμησης

και τα υλικά της ψυχής σου.

Πρώτες ύλες είναι στον κόσμο σου,

στον κόσμο μας,

στις συμπληγάδες της μοίρας μας,

στων παιδιών μας τους Γολγοθάδες.

 

Μην κλαις …

Άγγιξε, έστω, την πλάτη του ονείρου σου.

Μην προσπεράσουν άλλες ευκαιρίες

από τον ταραγμένο ύπνο σου.

Μην ονειρεύεσαι υποτάσσοντας αξίες άλλων,

σε παλαίστρες,

σε Καλλιμάρμαρα σταυροδρόμια

και σε ταξιδιάρικα σύννεφα.

Είσαι μικρός θεός,

Άρχοντας είσαι.

Αποδημητικών, κατάλευκων ασμάτων πρεσβευτής.

Στα μελλούμενα του έρωτα,

Περιστέρι γοργόφτερο,

Γητευτής Αναστάσεως είσαι.

Αγάπησε, αγάπα, μόνο ν’ αγαπάς …

Θα έχει προορισμό η ζωή σου …

Ο κόσμος θ’ αλλάξει …

Μην κλαις …

Να σκέφτεσαι πάντα …

 

 

«Πόσο πολύ μίκρυναν»

 

Πόσο πολύ μίκρυνε των Ανθρώπων η αύρα,

της καρδιάς τους το περιβόλι

και η ζεστασιά της ψυχής τους.

Πόσο πολύ μίκρυνε των ανθρώπων το ήθος,

της γαλήνης τους η διάρκεια

και η θαλπωρή της αγάπης τους.

Πόσο πολύ μίκρυνε των Ανθρώπων η ομορφιά,

της μνήμης τους η ευγένεια

και η ανιδιοτέλεια της προσευχής τους.

Πόσο πολύ μίκρυνε των Ανθρώπων το κάλος,

η πρόσθεση της ευτυχίας τους, αυγατίζοντας

ο πολλαπλασιασμός της δυστυχίας τους.

Πόσο πολύ μίκρυνε η Ανθρωπιά των Ανθρώπων,

η αλληλεγγύη της φιλίας τους

και η υποχρέωση των ευχαριστιών τους.

Πόσο πολύ μίκρυναν τα Ανθρώπινα,

οι Πανανθρώπινες αξίες κόντυναν.

Τ’ ανθρωπόμορφα θηρία βρυχώνται,

Και οι θηριοδαμαστές σε λήθαργο …

 

 

 

«Εφήμερες πραμάτιες»

 

Της μοίρας άγριο περιστέρι,

άχρωμο, χλωμό,

μεσ’ στα λασπόνερα της πόλης.

Άοσμο τριαντάφυλλο

στα μουχλιασμένα δάκρυα,

ελπίδα, πάθος, ικεσία στη χαραυγή.

Στ’ αλισβερίσι φθηνής κι εφήμερης πραμάτιας,

συνοδοιπόρος, γητευτής

Και αοιδός του σκότους

Στ’ αφιλόξενα κορμιά τους,

Παράσιτο, νούφαρο θαμπό

και λαθραίος ταξιδευτής

του ονείρου.

 

 

 

«Προσμονές»

 

Οι άθλοι του Ηρακλή,

εκλιπαρούν,

στην υψικάμινο της αδιαφορίας

μετρώντας πληγές

και χυμούς αποχαύνωσης.

Οι περιπλανήσεις του Οδυσσέα

σε κλίμακες σιδεροδέσμιες,

φτεροκοπούν

σε διαδρομές του Άδη,

ρουφώντας χολή και κώνειο.

Η σκιά του Αντίνοου

στα νυφικά της Πηνελόπης,

ελπίδα, λυγμός και σπέρμα,

αιώνιας σωτηρίας κι εφήμερης

καταδίκης.

Η προσμονή του Άργου,

της απεραντοσύνης θυμίαμα

και της αυγής

ουράνιο δόλωμα …

 

 

 

 

«Ξημέρωσε»

 

(Ι)

 

Ξημέρωσε …

Δάφνες και περιστέρια

συνωστίζονται σε παρελάσεις ρουτίνας,

άχρωμες και άοσμες, απόντων …

Τα αιμάτινα χρώματα,

οι αναθυμιάσεις και οι θόρυβοι.

Ξαγρυπνούν τα νεκρά κορμιά

στην κοιλάδα του μίσους.

 

 

 

(ΙΙ)

 

Ξημέρωσε …

Πλατείες και λεωφόροι γιορτάζουν,

την τρέλα, το αίμα, την αδικία το θάνατο.

Ευλογημένα όπλα, ζήτω και βεγγαλικά.

Η Παναγιά δακρυσμένη κι ανήμπορη

μοιρολογεί.

Ο πόνος της μάνας είναι ίδιος,

δεν έχει σύνορα και πατρίδες ο θάνατος.

Η σταύρωση,

δεν φέρνει πάντα την Ανάσταση …

 

 

 

(ΙΙΙ)

 

Ξημέρωσε …

Μίση και πάθη, εμβατήρια υπόκλισης

για ξένων συμφέροντα.

Αίμα και παρτίδες τζόγου, μονοπωλίων …

Βία για διαφορές λαών, ανύπαρκτες.

Μαύρα, μαύρα, μαύρα για τη λευκή Λευτεριά.

 

 

 

V)

 

Ξημέρωσε …

Στολισμένη η Λευτεριά με αγάπη,

με την αστείρευτη δύναμη της φύσης

βαδίζει αγέρωχα, καμαρωτά,

υπερήφανα.

Χωρίς θυσίες αθώων,

δίχως παραχωρήσεις και προσκυνήματα

καρεκλοκένταυρων,

φουσκωτών και αχυρένιων

Χωρίς λιβανίσματα,

δίχως ζήτω και ζήτωσαν …

 

 

 

«Πρέπει να ζήσουν»

 

Γέμισαν δάκρυα οι δρόμοι,

οι λεωφόροι ξεστράτισαν.

Γέμισαν πελαγίσιο αέρα οι σάρκες,

οι ψυχές αναχώρησαν.

Τα κορμιά αλυσοδεμένα

με των καιρών τη μανία,

τρέχουν στη σπηλιά του φεγγαριού.

Πρέπει να γνωρίσουν τον ήλιο,

να χτενίσουν τις πλεξούδες του Μάη,

να κοσκινίσουν τις ημέρες και τ’ απόβραδα.

Πρέπει να ξεχωρίσουν τα σκουπίδια του πόνου,

από τη σπορά της καταιγίδας,

από τις ηλιαχτίδες των προγόνων μας.

Πρέπει να κλάψουν ….

Πρέπει να ζήσουν ….

 

 

 

«Να ξημερώσει νωρίς»

 

Καρτεράνε τα στάχυα τη γύρη,

για να μεθύσουν τις πέρδικες και τ’ αηδόνια.

Να ξημερώσει νωρίς,

πριν έλθουν οι μέλισσες του βάλτου αχτένιστες.

Πρέπει να τραγουδήσουν στο ξέφωτο,

στο χορό των ζαρκαδιών και της φώκιας.

Να γλυκοφιλήσουν τα σύννεφα και τη βροχή,

πρέπει ν’ ανταμώσουν με τις αναμνήσεις.

Να παντρέψουν την Άνοιξη με τον κρίνο,

να ενώσουν τα δάση με τις κληματαριές.

Με τα κύματα του αρχιπελάγους

να ξεπλύνουν τις αυλές των σπιτιών.

 Να χαϊδέψουν τα όνειρά τους,

Πριν κοιμηθούν.

Να ξημερώσει νωρίς…

 

 

«Ξημερώνει»

 

Δεν είναι μακρυά η Ανάσταση,

πλησιάζουν τα πρωτοβρόχια.

Η καμινάδα της καρδιάς,

στέλνει σημάδια στα νιάτα και στους πελαργούς.

Ξαγρυπνούν οι θεοί του Ολύμπου

στο πανηγύρι των λουλουδιών με τις μέλισσες.

Οι κάμποι χορεύουν ασταμάτητα,

με κορυφαία την Αθηνά.

Από τα κουρασμένα πόδια και την ψυχή τους

αναβλύζει αίμα γιορτής και μνήμης.

Έχουν γάμο στα λημέρια τους οι καρδιές,

καλεσμένος τους ο ήλιος της αγρύπνιας.

Η Δήμητρα μαζεύει τα στάχυα

από τον ιδρώτα των κοριτσιών.

Θα ψήσουν άρτους οι νεράϊδες του Ολύμπου

στα σπλάχνα τους.

Ξημερώνει…

Θα φέρουν κρασί περηφάνειας

από την Μονεμβασιά και το Μυστρά

οι Μανιάτισσες, μαυροφορεμένες Θεές.

 

Με λευκά βότσαλα

θα στολίσουν τις ορφανεμένες

ψυχές του Ταϋγέτου,

στο ξωκλήσι του Άη – Λιά.

Πριν νυχτώσει στα χαλάσματα

των κεραυνών και της νεροποντής,

θα έλθουν οι καλεσμένοι,

κρατώντας μαχαίρια κοφτερά,

για να κόψουν τα βλέφαρα του Μορφέα,

στα σταυροδρόμια των φιδιών

Και της φωτιάς.

Ξημερώνει….

 

 

«Στου φεγγαριού τις στράτες»

 

Η ευχή που ξενυχτούσες, αγκαλιά με το φώς,

νωρίς – νωρίς γλάριασε, ονειρεύεται τώρα.

Στου φεγγαριού τις στράτες, λοξοδρόμησες,

μάζεψες ήλιο κι αστέρια, φωνές και σιωπή,

στη γειτονιά του νου, ονειρεύεσαι τώρα.

Μέσα στα κύμματα και στα πλήθη,

ανακάλυψες κορφές από πλατάνια,

παρέες κυπαρισσιών,

πουτάνας παρθενιές και βουλοκέρια.

Τ’ αγόρια ξενιτεύτηκαν, άγουρα, άφτερα,

σε γρανάζια σχόλης,

σε φάμπρικες τ’ ουρανού.

Στις φυλλωσιές της μάνας, αποκοιμήθηκαν

νανουρίζοντας στιγμές, αιώνιες…

Δεν μερώνεις κορμιά φωτιάς,

μάτια λαγού κι εθελοντών πυγολαμπίδες.

Δεν πληγώνεις νούφαρα, με άϋλες σκέψεις…

Στου φεγγαριού τις στράτες, σταυρωμένος,

λοξοκοίταζες.

Μην κλείνεις άλλο τα βλέφαρα στο σκοτάδι μας…

 

 

«Παράσιτο»

 

Είσαι παράσιτο σωλήνα μητρότητας και εγκατάλειψης.

Κροκόδειλος σε καθετήρα φιλάσθενης καληνύχτας.

Γυροβοσκός λεωφόρων και χειμαδιών κτηνωδίας.

Μήλο σάπιο σε βατουριώνες αλσυλλίων και οχετών.

Ντελάλης στα πανηγύρια διαπλοκών και πυροτεχνημάτων.

Οφθαλμολήπτης ερειπίων και οίκων ενοχής.

Προτομή σε σταυροδρόμια νεροποντής και ξόβεργας.

Εφιάλτης μεσημεριάτικου οργασμού σκέψεων.

Στη Σαπιέντζα αιδίων, κυνηγός άοπλος.

Καραβανιών, άμμος απάτητη και κλίνη αλλοθρήσκων.

Πιστός σε διεκδικήσεις αμαρτωλές και σκότους όραμα.

Αχάριστος, στης προσμονής τα ηλιοβασιλέματα.

Νούμερο ανεξίτηλο, σε βιτρίνας κατασκευάσματα.

Είσαι παράσιτο χαραυγής και λαθρεπιβήτωρ ημέρας.

Ναρκωμένος σε σπορές διαδηλώσεων και προσευχής παιδιών.

Είσαι παράσιτο τηλε-φόνων, διαφόνων …….

 

 

«Μύστης και γητευτής αρμονίας»

 

Αλιεύεις καιρούς, καημούς και δίχτυα λάθους.

Στο χειμώνιασμα των αστραπών γίνεσαι δάκρυ

και λογισμός παράλογου.

Πικρό κλάμα σε κρίματα και στα κύματα φλόγα.

Κυματοθραύστης σε χιονοθύελλα και φραγμός πορείας.

Χιονόδρομος σε σκοτεινά σοκάκια και υψικάμινους.

Ασβεστόλιθος Πασχαλιάς, καμίνι αυλόγυρων

και παλιάς γειτονιάς παραμύθι.

Παράθυρο στη μοίρα και στα μελλούμενα του απόβραδου.

Το μέλλον τροχιάς και τραχιάς ιστορίας παράδειγμα.

Διαδρομή δράματος, σε αφετηρία Καλοκαιρινής σιωπής.

Καλοκαιριάτικο κάλεσμα έρωτα, σε κακοκαιρίες

σε πλημμύρες πόθων, παθών και μυσταγωγίας.

Μύστης και γητευτής αρμονίας…

 

 

«Πόσο μεγαλείο»

 

Η φλόγα της ζωής και του πάθους

σχηματίζει και ζωγραφίζει

ασυνέφιαστους ουρανούς.

Ο έρωτας, αρωματίζει Άνοιξες

και ορίζοντες πολύχρωμους.

Η θάλασσα, χαρίζει στα παιδιά,

λεωφόρους,

καταπράσινα φύλλα

κι ευωδιαστά άνθη αγάπης.

Με καμάρι και υπερηφάνεια

υποκλίνεται στο μέλλον

η χαραυγή.

Πόση Σοφία, Θεέ μου…

πόσο Μεγαλείο…