Πήρα τα φώτα της αυγής
και με τους δρόμους της ψυχής,
στα σκαλοπάτια τ' ουρανού
και στα σοκάκια του μυαλού,
βρέθηκα και δέθηκα,
τις χαρακιές ανέχτηκα.
Αγγέλων κλέψαν τα φτερά
και του Θεού τα χέρια,
για να εξορίσουν τη χαρά
και να ευλογούν μαχαίρια.
Είδα στην πρώτη εκκλησιά*
«άγιοι» να κάνουν μοιρασιά,
μια φτωχοσυνοικία
να καίν χωρίς αιτία,
βρέθηκα και δέχτηκα
και το φονιά ανέχτηκα.
Με των αγγέλων τα φτερά
και του Θεού τα μάτια,
στου Ιορδάνη τα νερά
είδα Χριστών κομμάτια.
Σφάξανε και κάψανε,
το βαπτιστή Ιωάννη,
στον ποταμό Ιορδάνη...