(Ι)
Ένα παιδί, ρωτά τη θάλασσα,
πού μένουν οι γοργόνες;
Πώς έρχονται τα κύματα;
Πώς γίνοντ’ οι τυφώνες;
Ο Οδυσσέας γύρισε;
Είναι κοντά η Ιθάκη;
Μια ψαροπούλα χάθηκε,
πού μένει ο καπετάνιος;
Οι συγγενείς του πνίγηκαν;
Δεν θα ξαναγυρίσουν;
Η αδελφή του φτερουγά;
Παίζει με τους αγγέλους;
Η μαυρομάνα η τρελή,
θα ξαναβρεί το γιο της;
Τον έχει και μοναχογιό,
πότε θα τον παντρέψει;
Προσμένει η νυφούλα της
έξω απ' την εκκλησία
Οι γλάροι που φτεροκοπάν
γιατί δεν της μηνούνε;
(ΙΙ)
Τα βράχια, του ματώνουνε,
τις σάρκες και το νου του.
Πικρό κάνουν το δάκρυ του,
την παιδική ψυχή του…
Τα βότσαλα, του τραγουδούν,
η άμμος, του χορεύει.
Μα στη καρδιά του δε χωρούν,
χοροί και πανηγύρια…
Θάλασσα πικροθάλασσα, γιατί δεν αποκρίνεσαι;
Είσαι σκληρή και άκαρδη, μα θα σε περιμένω.
Εδώ στον κάβο Μαλιά,
πάντα θα σε ρωτάω …