Ένα παιδί στη μοναξιά,
σε τσιμεντένια γειτονιά,
μετράει τους καημούς του,
ρωτάει τους λυγμούς του.
Γιατί πληγώνουν τα παιδιά
και μας σκοτώνουν τη χαρά (;)
Στις τσιμεντένιες γειτονιές,
πότε θα ξαναρθεί το χθές (;)
Ένα παιδί στη λησμονιά,
στου λάθους κόσμου τη γωνιά,
πού πήγαν οι ανθώνες,
ρωτάει τους χειμώνες.
Γιατί πληγώνουν τα παιδιά
και μας σκοτώνουν τη χαρά (;)
Στις τσιμεντένιες τις καρδιές,
θα ξαναρθούν ανθοβολιές (;)