Τραβάει ο γεροντάκος μοναχός,
από Χαυτεία Αιόλου.
Περίλυπος και σκεφτικός…
Για ομορφιές του Βόλου.
Πώς περάσαν τόσα χρόνια,
πότε έπαιζα αμάδες;
Στου χωριού μου τα αλώνια…
… Θάναι μερικές βδομάδες.
Προχώρησε στην αγορά,
ο κόσμος σα μυρμήγκια,
τα πρόσωπά τους σκυθρωπά,
τρέχουν, σαν νάναι αγρίμια.
Πώς περάσαν τόσα χρόνια
και ασπρίσαν τα μαλλιά μου;
Ας γυρνούσα στα αλώνια...
Για να ζήσω τα στερνά μου…