Μια καλογριά εικοσάχρονη,
τη στόλιζαν οι μούσες.
Η ομορφιά, τα κάλλη της,
ήταν παραμυθένια.
Ποτέ, δε χτύπησε η καρδιά,
στου έρωτα τα βέλη.
Ποτέ, δε γνώρισ' έφηβο,
δεν είχε αγγίξει άντρα.
Στον αργαλειό που ύφαινε,
την Άνοιξη σκεφτόταν
και στο σεντόνι το λευκό,
γλυκοκαθρεφτιζόταν.
Ύφαινε και ζωγράφιζε,
στου σεντονιού το υφάδι…
Ξάφνου, προβάλλει στο πανί,
όμορφος καβαλάρης.
Η καλογριά, λιγώθηκε,
τον παίρνει στο κελί της.
Μ' αυτόν κοιμάται και ξυπνά,
μ' αυτόνε ξενυχτάει,
προσεύχεται γονατιστή,
μη σβήσει απ' το σεντόνι…
Ο καβαλάρης μη χαθεί
και σβήσει κι η ζωή της.