Πληγώνεσαι και τρέχεις, χωρίς αιτία,
όλα τα σοβαρά, τα παίρνεις γι' αστεία.
Τρελαίνεσαι, φωνάζεις, αγχώνεσαι,
έστω για μια φορά, δε δικαιώνεσαι.
Ωρύεσαι, χτυπιέσαι, παλεύεις,
ούτε ανέραστο δε γοητεύεις.
Πανικοβάλλεσαι, βρίζεις, αναστενάζεις,
ως και όνειρά σου, τα εκβιάζεις.
Βλέπεις τα μεσημέρια οράματα,
προσμένεις τα βράδια σου θαύματα.
Βουρκώνεις με σήριαλ και σαπουνόπερες,
ξεθάβεις στιγμές σου, απ' τις χειρότερες.
Κρατάς το κεφάλι σου και συλλογιέσαι,
ανθρώπους πριν χίλια χρόνια τους καταριέσαι.
Ψυχοπλακώνεσαι με περασμένα και άπιστους,
τίμιους εργατικούς, κολάζεις για άχρηστους.
Κάθε τι που αξίζει, το απεχθάνεσαι,
νομίζεις πως είσαι άϋλη και δεν πιάνεσαι.
- Στη μιζέρια του νου, της καρδιάς σου … Χάνεσαι –