Στέκει μονάχος έρημος, στ' αγιάζι στο λιοπύρι,
γκρίζος, κεφάτος, γέρικος, στης Μάνης τ' ακρωτήρι.
Έχει παρέα τα πουλιά, που τον περιγελούνε,
είναι και τρεις ρομαντικοί, να φωτογραφηθούνε.
Σχόλες, αργίες και γιορτές, ποτέ του δε γνωρίζει,
βάρκες, καράβια, ναυτικούς, πάντοτε θα φροντίζει.
Χαράματα, μεσάνυχτα, χιονιάδες, ξεροβόρια,
ξάγρυπνος, υπερήφανος, νταντεύει τα βαπόρια.
Δεν ερωτεύτηκε ποτέ, γλαρόνια ή την πούλια,
έχει για πάντα στην καρδιά, όμορφη ψαροπούλα.
Του Γκόγκου η πανέμορφη, γεμάτη σφουγκαράδες,
(Μπαγιαντέρα)
όταν περνάει από μπροστά, τον πιάνουν οι νταλκάδες.