Το μεσημέρι σιωπηλό,
το σούρουπο αμαρτωλό
και η ματιά να καίει.
Γεμίζει πόθο η καρδιά
και το κορμί σου πυρκαγιά,
η Άνοιξη θα φταίει.
Σ' ένα δωμάτιο σκοτεινό,
βλέπαμε μόνο ουρανό,
πλαγιάζαμε στο χώμα.
Γεμίζει άρωμα η ψυχή
και με του Μάη την ευχή,
θα με θυμάσαι ακόμα (;)
Μεσ' στης ζωής την ερημιά,
στου έρωτα τη λησμονιά,
στου πόθου το σκοτάδι.
Μα η χαρά αργεί πολύ,
έγινε δείλι το πρωί
και στη καρδιά μας βράδυ.