(Ι)
Απ΄ τη χήρα γερακίνα,
μεγάλα φτερά,
δανείστηκε η χελώνα,
όλο χαρά.
«Για όλη μου τη ζωή, πρέπει να σέρνομαι(;)
στα ξύλα, στα χόρτα, διαρκώς θα μπερδεύομαι(;)
Πώς θα κολλήσει τα φτερά, με ατλακόλ(;)
Ξεφυλλίζει, «ΦΤΙΑΞΤΟ ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ» ώρες στο χώλ.
Με LOGO, με ούπα ή με ατσαλόκαρφα(;)
Δε φαντάζεται όμως και τα χειρότερα…
(ΙΙ)
Βγαίν’ η χελώνα, με καμάρι στον κάμπο,
πώ, πώ!! Με τις φτερούγες, πως λάμπω!!
Φαντάζεται, σε λίγο, πιό ψηλά απ’ τους άλλους.
Μα τα φτερά, δεν ανοίγουν…
Σκαλώνουν, στης ΔΕΗ τους πασσάλους…
Κλαίει, χτυπιέται,
χιλιοπαρακαλάει:
«Βοηθήστε με αδέλφια»
… Μα η ώρα κυλάει…
Το καύκαλό της άρχισε,
να το πυρώνει ο ήλιος.
Διψούσε, πονούσε,
μα ούτ’ ένας φίλος(;)…
(ΙΙΙ)
Μπλεγμένη την άφησαν,
να πονέσει λιγάκι
Και ας γίνει σε όλους,
ένα μαθηματάκι…
Χελωνίτσα μου γλυκιά,
σ’ έχει πλάσει γι’ άλλα
ο καλός μας Θεός…
Φαντάσου να θέλει, άλογο να γίνει,
ο σκαντζόχοιρος με τ’ αγκάθια,
ο τόσο κοντός…