(Ι)
Η ξενιτιά είναι φωτιά,
είναι πικρή, είναι φαρμάκι…
Η ξενιτιά είναι σκληρή,
σαν στοιχειωμένος βράχος.
Είσαι μακριά, από φίλους, συγγενείς
και ζεις μονάχος.
Σε ποιούς να πεις μια καλημέρα,
σε ποιόν να πεις δυό λόγια τρυφερά.
Στα ξένα είν’ ατέλειωτη η μέρα
και δεν υπάρχει, αφορμή για τη χαρά.
… Μα και στην αγαπημένη σου
Ελλάδα αν καθίσεις,
το γάλα και το αίμα,
της μανούλας σου θα φτύσεις…
(ΙΙ)
Η ξενιτιά(;) Είν’ ασυγκίνητη,
δεν ξέρει, από έργα κι από λόγια.
Έτσι παραμένει εντελώς ακίνητη,
μα, ξεκουρδίζει
των εσταυρωμένων τα ρολόγια.
Η ξενιτιά(;) Διπλός καημός,
ψάχνεις να βρεις, πού έχει φως(;)
Και βρίσκεις, δάκρυα και ροζασμένα χέρια,
τις σάρκες να ξεσκίζουνε, οι θύμησες, οι έρωτες,
της απονιάς τα κοφτερά μαχαίρια.
Η ξενιτιά(;) Όλους μας μίσησε,
δεν μας λογάριασε καθόλου.
Τα πιο ωραία χρόνια μας, τα λήστεψε
και μας οδήγησε,
στα χνάρια του διαβόλου.