(Ι)
Α)
Προχωρούσαμε σαν ράκη
κι εσύ έπινες ρακί,
ήσουνα κοντά στη Βάρη
μ’ άντρακλα πολλά βαρύ…
Β)
Εξεκίνησε απ’ τη Μάκρη,
έχει και δρόμο μακρύ,
μα η δυνατή του κράση,
θα αντέξει το κρασί…
Γ)
Έφθασα έως τον Έβρο,
μερικά ευρώ
να εύρω…
(ΙΙ)
Δ)
Επήγα ως τα Φίλια
να πάρω τα γλυκά σταφύλια,
κάτω απ’ τη σταφυλιά
μ’ άρχισες γλύκα στα φιλιά…
Ε)
Σε έπιασε μια μόρα
σαν είδες τα μωρά,
σου κόπηκαν τα πόδια
κι έσκισες την ποδιά…
Στ)
Με κομμένο το μουστάκι
ο Γάλλος Μουστακί,
βράδυ έφθασε στη Δάφνη
μ’ ώτο-στοπ απ’ το Δαφνί…
(ΙΙΙ)
Ζ)
Σαν κοίταζες την Πούλια
σε κλέψαν τα πουλιά,
σ’ αρπάξαν με τον μπόγια
σε ’βάψαν με μπογιά…
Η)
Πέρασ’ η Ευγενία
με περισσή ευγένεια…
… Πέρυσι που είχα γένια
μ’ είχε η γενιά μου έννοια…
… Τώρα έχει εννιά ο μήνας
μου λέει ο κυρ-Μηνάς
κι εγώ, στα Μάλια Κρήτης,
είχα μακριά μαλλιά…
(ΙV)
Θ)
Το κάλλος της Σταμάτας,
σαν κάλος σταματάς…
Ι)
… Μου ’γνεφε η νήσος Δήλος,
μα ’γώ στάθηκα δειλός,
έλαμπε του Αιγαίου ο θόλος
μα ο κόσμος μου θολός…
Κ)
… Η Κυριακή η θεά μας
είχε την Κυριακή μια θέα,
σ’ ένα μεγάλο χάλι,
της έφαγε ο σκόρος το χαλί.
Ντροπιάστηκε στην πόλη,
οι καλοθελητές(;) Πολλοί…
(V)
Λ)
Κατέφθασε κι ο Πάνος
για το πάρτι του Πανός
και ο γέρος μας ο Λάμπρος
όμορφος, γερός, λαμπρός.
… Μας τραγούδησε η Κούλα
με τρία παιδιά κουλά,
μας εχόρεψε κι η Λιάνα
και της πέταγαν λιανά…
… Έπαιζαν και οι φλογέρες
σε υπάρξεις φλογερές,
μας τραγούδησαν οι Χρύσες
και οι νότες τους χρυσές…
Είχαμε τον μάστρο-Νίκο
που μας λέει «πάντα νικώ»,
αλλά χάσαμ’ ένα φίλο
που τη μνήμη του φυλώ.