(Ι)
Τρέχω στ’ Απρίλη τη γιορτή
δυό χείλη να τρυγήσω
κι από της λεύκας το χαρτί,
τρεις κόρες να κεντήσω.
Όμορφες σαν την Άνοιξη,
σαν της ψυχής κατάνυξη.
Η πρώτη τραγουδά τον έρωτα,
η δεύτερη μιλά γι’ αγάπη
κι η τρίτη η φαρμακερή,
στου χάρου το κιτάπι
κλείνει του χάρου μάτι.
Μήπως και τον τρελάνει
κι άλλο κακό στη γη δεν κάνει.
(ΙΙ)
Παίρνω τ’ Απρίλη κατιφέ
μεσ’ στ’ όνειρο πλαγιάζω
και στης Πανδώρας το μπαχτσέ,
τρεις κόρες αγκαλιάζω.
Όμορφες σαν την Άνοιξη,
σαν της ψυχής κατάνυξη.
Η πρώτη τραγουδά τον έρωτα,
η δεύτερη μιλά γι’ αγάπη
κι η τρίτη η φαρμακερή,
στου χάρου το κιτάπι
κλείνει του χάρου μάτι.
Μήπως και τον τρελάνει
κι άλλο κακό στη γη δεν κάνει.
(ΙΙ)
«Οι τρεις κόρες» υπάρχουν και σε παραλλαγή, αλλά με το ίδιο ρεφρέν.
Τρέχω στης Μάνης τη γιορτή
δυό χείλη να τρυγήσω,
στην αμμουδιά της Καλογριάς,
τρεις κόρες να κεντήσω.
Όμορφες σαν την Άνοιξη
σαν της ψυχής κατάνυξη.
Παίρνω της Μάνης ομορφιές
μεσ’ στ’ όνειρο πλαγιάζω,
στου Ταϋγέτου τις κορφές,
τρεις κόρες αγκαλιάζω.
Όμορφες σαν την Άνοιξη,
σαν της ψυχής κατάνυξη.