Τρέχει με χίλια ο καιρός,
μας τάχει κάνει θάλασσα,
ό,τι ωραίο χάλασα,
το πήρανε τα χρόνια.
Κι ο βράχος μονάχος, σιωπηλός,
δεν τον βαραίνει ο σταυρός
που τον κρατά για χρόνια.
Ήμουν παιδί και γέρασα,
με την καρδιά δε γέλασα,
αόρατα κρατιώμουν.
Ανθόφυλλα δε μάδησα,
είχα κοντά μου μάγισσα,
για νάϋλον νοιαζώμουν.