Αλήτης του Αιγάλεω,
στον Πειραιά αλάνι,
μάτωνε τη Νίκαια,
βεντέτες και στη Μάνη.
Νύχτα τον πήραν τα πουλιά
απο του χάρου τη θηλειά,
τον πήγανε στ’ αστέρια.
Μα τους αφόπλησε η γή
και δεν γιατρεύετ’ η πληγή,
με νόμους και νυχτέρια.
Μαχαίρι του υπόκοσμου,
άσπρη, κλοπές, απάτες,
ξαργύρωνε τα άλλοθι
με των νονών τις πλάτες.