Τ’ άστρα μετράω τ’ ουρανού,
του Μπάτη τα χαλίκια,
για να ’ξορκίσω τη βραδιά,
της μοναξιάς τα νύχια.
Κι ήλθες γλαρόνι από ψηλά
στου νού μου τ’ ακρογιάλι,
ανθόστρωνες τις πίκρες μου,
του ονείρου παραζάλη.
(Χίλια, χρυσά μου όνειρα,
να ονειρευόμουν πάλι.)
(Χίλιες να ήταν οι ζωές,
να σ’ αγαπήσω πάλι)
Τ’ άνθη μετράω στους αγρούς,
τα κύματα στον Μπάτη,
για να μερέψω τη νυχτιά
του Κύκλωπα το μάτι.