Καλό Ταξίδι

E-mail

ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ

(ποιητική συλλογή)

 

 

«Είναι μικρός ο κόσμος»

 

 (Ι)

 

Στο ταξίδι σου, ν΄ αγκαλιάσεις τον κόσμο,

είναι μικρός,

χωράει στις αγκαλιές σου,

μη σε γελάει το μάτι,

είναι μικρός

να το θυμάσαι.

 

Στις ανοιγμένες αγκαλιές

χωρούν ουρανοί,

σύννεφα κι αστέρια,

χωρούν φεγγάρια και Ήλιοι κι ορίζοντες χωρούν.

 

Στις ανοιγμένες αγκαλιές

χωρούν οι ωκεανοί,

τα καράβια, οι φάροι, τα δελφίνια,

οι γλάροι, τα κύματα, τα λιμάνια,

χωρούν όλες οι ομορφιές, οι αγάπες

και τα όνειρα, ναι χωρούν

όλα τα όνειρα.

 

(ΙΙ)

 

Μη σε γελάει το μάτι,

χωρούν Άνοιξες, Καλοκαίρια, Έρωτες

χωρούν Φθινόπωρα και Χειμώνες.

χωρούν τα δάση, τα πουλιά,

ναι, χωρούν όλα τα πουλιά και τα ζώα.

 

Ναι, χωρούν οι αετοί, οι νυφίτσες,

τα σπουργίτια

και οι ελέφαντες χωρούν

και τα περιστέρια χωρούν

και οι ψυχές χωρούν

 

Οι Παλαιστίνιοι και οι Ισραηλίτες

οι Άραβες και οι Αμερικάνοι χωρούν,

οι μαύροι και οι λευκοί,

οι κίτρινοι και οι διαφορετικοί χωρούν

.

Ναι, χωρούν όλοι,

να το θυμάσαι,

όλοι χωρούν,

γιατί είναι μικρός ο κόσμος

και είναι Μεγάλες οι αγκαλιές σου…

 

 

 

«Όλα πρέπει να διαφέρουν »

 

Ταξιδεύω και ονειρεύομαι,

ταξιδεύω και συλλογιέμαι

ταξιδεύω και χάνομαι στα πλάτη του κόσμου.

 

Στον κόσμο το διαφορετικό υποκλίνομαι,

νοσταλγώ τον τόπο μου,

αγαπώ περισσότερο την Ελλάδα μου.

 

Το διαφορετικό μ’ ερεθίζει,

μου ερεθίζει την περιέργεια για το άγνωστο,

εκεί που τα άγνωστα γίνονται πιο γνωστά,

τα γνωστά πιο οικεία

και τα οικεία πιο συγγενή.

 

Τα συγγενή πιο διαφορετικά, πιο όμορφα,

τα όμοια πιο άσχημα, πιο ατελή.

 

Η τελειότης και η ισορροπία

βρίσκεται στα διαφορετικά, συλλογιέμαι.

 

«όλα διαφέρουνε στη γη

γι’ αυτό ισορροπούμε

έχουμε αγάπη στη ζωή

γι’ αυτό και τραγουδούμε.»

 

 

 

«Καλό Ταξίδι»

 

(Ι)

 

Ταξιδεύοντας με του μυαλού τα πανιά,

ξαγρυπνούμε στο χαλί της σιωπής,

παραδειγματιζόμαστε

αλιβάνιστοι, θυμωμένοι, με κουράγιο «φθαρμένο».

 

Στης ψυχής τους δρόμους

αυτοϊκανοποιόμαστε,

με την πανσέληνο του πάθους

πειραματιζόμαστε

θύτες του δίκιου μας τραγουδούμε «φάλτσα».

 

 

Μεσάνυκτα και κάτι, απογειωνόμαστε

από τη νεκρική λίμνη…

…Σκοτάδι με άπειρες αποχρώσεις…

 

Άγνωστη η πορεία μας

άγνωστες αφετηρίες, αποφάσεις κίβδηλες

και το μέγεθος τη πίκρας μας «δυσανάγνωστο».

 

Άγνωστοι κόσμοι

σε διαδρόμους υπομονής,

προσμονές άνισες με τα κυκλάμινα

μεταλλαγμένα.

 

 

(ΙΙ)

 

Οι ώρες ανίκανες οφθαλμολάγνες,

οι ημέρες σιωπηλές, διάτρητες,

οι μήνες να ερωτοτροπούν με τις συννεφιές.

 

Οι χρόνοι, εξουθενωμένοι συσκέπτονται,

αποφασίζουν δόλια,

κάτω από συνθήκες ηχορύπανσης

και απόλυτης σιωπής διαπραγματεύσεων.

 

Οι αιώνες αρνούνται μεθοδικά

τα πάθη και τα λάθη τους,

αλισβερίσι ήθους.

 

Γιατί να μην ανθίζουν οι διαδρομές μας

γιατί να ξεθωριάζουν τα ταξίδια μας (;)

 

Γιατί νοσούν οι σφηκοφωλιές

και τα κοχύλια των λεωφόρων πενθούν (;)

 

Γιατί μετράμε αντίστροφα

ομορφιές και αριθμούς (;)

 

Γιατί δε μάθαμε,

μετρώντας λαθεμένα, νούμερα και προσμονές(;)

 

Καλό ταξίδι…

 

 

 

 

«Αλλά»

 

Σε δέρνουν οι τυφώνες

στων πυραμίδων τους δρόμους,

ανεβαίνεις με αγκομαχητά, με ιδρώτα,

αλλά,

με τις δικές σου δυνάμεις,

με το δικό σου φως,

με τη δικιά σου λάμψη.

Είσαι αυτόφωτη και αυτάρκης,

είσαι καμάρι και παράδειγμα,

είσαι συννεφιασμένη και Ηλιόλουστη,

είσαι παιδί μα και γυναίκα,

είσαι πεδιάδα αλλά και οροσειρά,

είσαι Θεά ουράνια,

αλλά …

Και Μάνα Γήινη…

 

 

 

 

«Αμήχανα»

 

Διάβαζα το σενάριο της ζωής σου

και μάντευα ό,τι δεν ήταν γραμμένο…

 

Κρατώντας αμήχανα τα χέρια σου,

αφήνω τη ματιά μου ελεύθερη,

να καλπάσει…

 

Αγνάντεψα το κενό της ψυχής σου,

έλαμπε το σκοτάδι της σκέψης σου,

παραμιλούσαν οι εμμονές σου…

 

Μπλέχτηκαν με τις αχτίνες του ήλιου

τα λόγια μου και ξεστράτισαν,

από τα μονοπάτια του ορίζοντά σου

κύλησαν στ’ αδιέξοδα του χρόνου μου,

αντέγραψαν το σενάριο,

αμήχανα,

λοξοδρόμησαν και χάθηκαν,

στην ομίχλη του νου…

 

 

 

 

 

«Γιατί Θεέ μου»

 

Ταξιδεύω στα ρηχά

και συναντώ χάος στις ψυχές και στις σκέψεις.

 

Ταξιδεύω βαθιά

και βρίσκομαι στην επιφάνεια των αισθημάτων.

 

Προσπερνώ το χάος των ψυχών

και τα επιδερμικά αισθήματα,

φθάνω στη κορυφή της ζωής,

στο θαύμα της φύσης.

Τι κάλλος τι ομορφιά Θεέ μου…

 

Τυφλοί και άωτοι άνθρωποι,

τρέχουν για την καταστροφή τους,

ανεβαίνουν εκούσια το γολγοθά τους.

 

Όλα μάταια, όλα εφήμερα,

γιατί τόση κακία, τόση φιλαργυρία, τόση τρέλα,

γιατί άρρωστα πάθη και εκούσια λάθη (;)

Γιατί, γιατί, γιατί τόσος πόνος

γιατί το τελειότερο δημιούργημα Σου να νιώθει τόση μοναξιά

κι εγκατάλειψη, γιατί, γιατί, γιατί Θεέ μου…

 

 

 

 

 

«Καλό σου ταξίδι ήλιε μου»

 

Καλό σου ταξίδι ήλιε μου

στα θολά μονοπάτια της σκέψης μας

μην λοξοδρομήσεις,

είναι πολύ κοντά οι αχτίνες σου,

ζυγώνουν οι φωτεινές σου ελπίδες,

στα νησιά της αιωνιότητας πλησιάζουν οι χάρες σου,

φθάνουν στις καμινάδες,

που ακούραστα φωτίζουν τις χαρές σου.

 

Μη διστάσεις ν’ αντισταθείς ήλιε μου,

είσαι η ελπίδα των αποσκιαδερών,

είσαι των χαμάληδων η ανάσα,

η αναπνοή των κεκοιμημένων είσαι.

 

Μη διστάσεις ν’ αντισταθείς ήλιε μου,

είσαι η ευχή κατατρεγμένων δούλων,

είσαι η ψυχή αθώων εσταυρωμένων,

ο τίμιος σταυρός της Ανάστασης είσαι,

ήλιε μου…

Καλό σου ταξίδι,

Ήλιε μας…

 

 

 

 

 

«Καλό σου ταξίδι»

 

Βλέπεις τα περασμένα, σκοτάδια και ντροπές μόνο,

ό,τι είναι μπροστά σου αθώο, το μισείς.

Ναι τα μισείς όλα,

από άγνοια ή από φόβο

και τα φώτα και τους καθρέφτες μισείς,

γιατ’ είναι συνήγοροι της αλήθειας,

είναι αδέκαστοι μάρτυρες,

είναι εχθροί σου φανταστικοί.

 

Αποφεύγεις την εικόνα  τους,

διώχνεις κάθε αντικείμενο

ή σκέψη που μοιάζει με φως.

 

Είσαι ένα μικρό νούφαρο

και σε παρομοιάζουν με άνυδρο βράχο,

είσαι μια πυγολαμπίδα

και σε ταυτίζουν με ηφαίστειο πόνου και μίσους.

Το μίσος δεν είναι άμιλλα

και η άμιλλα δεν γειτνιάζει ποτέ με το μίσος

 

Ταξίδεψε στον άλλο σου εαυτό,

γνώρισε τον Άνθρωπο,

ταξίδεψε στην ελάχιστη ζωή

να γνωρίσεις τη ματαιότητα.

Να ταξιδεύεις πάντοτε,

θα γνωρίσεις ομορφιές,

πελάγη, φουρτούνες,

λιμάνια, αγάπες, έρωτες,

νοσταλγία, προσμονή…

 

Στα ταξίδια σου,

ίσως ανακαλύψεις την ψυχή σου

που χρειάζεται φως και \αέρα,

που επιθυμεί ν’ αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί,

που αγωνιά, πασχίζοντας να κερδίσει

τα χαμένα ηλιοβασιλέματα της αγάπης.

Καλό σου ταξίδι…

 

 

 

«Αταξίδευτος»

 

Μην τρέχεις

μη σε φοβίζει της βροχής το ταξίδι,

ταξίδεψε κι εσύ,

πότισε την άγνοιά σου με εικόνες,

με χρώματα ουρανών,

με ηλιόλουστες καληνύχτες.

 

Μην τρέχεις,

μη σε φοβίζει η ημέρα του αύριο,

ίσως δεν υπάρξει συνέχεια του σήμερα.

Απόλαυσε στο ταξίδι σου κάθε στιγμή,

κάθε σου βήμα.

 

Μην τρέχεις άσκοπα, αταξίδευτα, άχρωμα,

η προσφορά σου στην αιωνιότητα

θα είναι η απληστία σου,

τα λάφυρα της καχυποψίας σου,

η άοσμη σάρκα σου

και η ασχήμια της στασιμότητάς σου…

 

 

 

 

 

«Ταξιδευτής άγνωστος»

 

Μέσα στης πόλης τα στενά, μικρός σπουργίτης,

στους μονόδρομους, στ’ αλσύλλια, λαθρεπιβάτης.

Μέσα στα πλήθη, ταξιδευτής άγνωστος,

στις λεωφόρους, στις πλατείες, σε στάδια,

με τροχοφόρα, ταξιδευτής ανύπαρκτος,

στα κιτρινισμένα πάρκα,

στις ερειπωμένες παιδικές χαρές,

κάτοικος ξεχασμένος, ταξιδευτής λυπημένος και χαρούμενος,

 

Στα γυάλινα κτίρια,

στο θόρυβο, στην τρέλα,

στο άσκοπο τρέξιμο, ταξιδευτής του ονείρου,

στου Καλοκαιριού τις αρπαχτές, στων ημετέρων το χορό,

στον πολιτισμό του κώλου, στων ημετέρων το σκοπό,

τσαλακωμένο εισιτήριο

και ακροατής ακούσιος…

 

 

 

 

«Όλοι νικητές»

 

Τα όργανα ακούρντιστα,

με τ’ ασχημοφτιαγμένα σκαριά της ομίχλης

συνωστίζονται στα λιμάνια.

 

Ο μάγος στηρίζει τα μπράτσα της μπόρας,

η δυνατή κραυγή του, απόψε ξενιτεύτηκε,

οι αποσκευές των λουλουδιών

δεν ακολούθησαν, λάθος παράγγελμα.

 

Αμαρτίες και σάβανα

στις εξέδρες χαιρετούν,

άλογα βαμμένα λουλακί, παρελαύνουν.

 

Όλα τα περιστέρια έχουν αυτοκτονήσει,

πριν αιώνες, ο γεράκος με τα σπόρια

στις χούφτες τα περιμένει ση Μαδρίτη

κάθε πρωινό, χρόνια τώρα, μα η πλατεία άφτερη.

 

Τ’ απογεύματα τους έχουν στήσει καρτέρι,

κυνηγοί άσφαιροι, στην αρένα,

γνωρίζουν τις διαδρομές τους οι επιστάτες,

είναι ο αγώνας άνισος, πάντα νικάνε τα περιστέρια

 

Με τα πρησμένα πόδια

ο γκέκας ταξιδεύει,

ζητά αλλαγή φρουράς και κραυγές,

μα είναι αλυσοδεμένος ο γύπας

με κλώνους λεβάντας, τέλειωσε το θυμίαμα,

δεν ξεχωρίζει τους ανθρώπους,

είναι τυφλός ο βρικόλακας

βλέπει μόνο την κόλαση

νάρχεται από μακρινό ταξίδι χωρισμού.

 

Όλοι ζητωκραυγάζουν

η ομίχλη εκλιπαρεί κλαίγοντας,

τα όργανα γλυκοκελαϊδούν,

νανουρίζουν τα λιμάνια,

σε λίγο όλοι, ησυχάζουν, με τη νίκη τους,

ναι, όλοι είναι νικητές… Καληνύχτα…

 

 

 

 

«Δεν είναι όλα ίδια»      

 

Της λεμονιάς τ’ ανθάκια

σε νανούριζαν

χωρίς ύπνο οι αξίες σου,

άυπνες πάντα,

πάντοτε ανθηρές, πάντα σε νανούριζαν τ’ ανθάκια,

 

Περπατούσες,  περπατούσες, ταξίδευες , ταξίδευες

και ξεχώριζες τα αδελφωμένα και τα πολύ μακρινά,

ξεχώριζες όλες τις βουνοκορφές τις χιλιανθισμένες

να χαϊδεύουν τα πελάγη,

ξεχώριζες τα βότσαλα από τις τρικυμίες,

τις μυρτιές από τους υάκινθους.

 

Ξεχώριζες τα ποτάμια από τις πίκρες

και τις πίκρες από τις αστραπές,

όλα τα ξεχώριζες, τα λίγα και τα καθόλου

και τα πολύ μακρινά

και τ’ αδελφωμένα,

όλα τα ξεχώριζες.

 

Μη ζητάς εξηγήσεις τώρα από τους παπαγάλους,

ξενιτεύτηκαν οι αντιδράσεις,

αντέδρασαν οι αμμόλοφοι,

ανθίζουν οι έρημοι

και τα κατάρτια σφυρηλατούνται

στις οάσεις και στα καπηλειά.

 

Της λεμονιάς τ’ ανθάκια, έγιναν αστέρια,

αποκοιμήθηκαν οι αξίες σου,

δεν περπατάς, αιωρείσαι, δεν ταξιδεύεις,

έγινες σχοινοβάτης, φακίρης,

αιθεροβάμων,

ξέχασες να ξεχωρίζεις,

παπαγαλίζεις, μόνο παπαγαλίζεις,

πόσο μοιάζουν οι αξίες, μονολογείς,

πόσο μοιάζουν τα όνειρα, μην είναι αργά(;)…

 

Στον ορίζοντα οι γλάροι, ο μπάτης, οι μέλισσες,

τα ψαροπούλια, οι βαρκάρηδες, ζωγραφίζουν,

με τα χρώματα της καρδιάς τους, ζωγραφίζουν

«ουράνια τόξα», δεν μοιάζουν όλα,

δεν είναι ίδια όλα, δεν είναι αργά,

υπάρχει ελπίδα, υπάρχει φως…

 

 

 

 

«Πώς να χορτάσεις τον κόσμο»

 

(Ι)

 

Πώς να χορτάσεις τον κόσμο,

είναι μικρή η ζωή σου,

μια σταλιά είναι,

δεν έχεις άλλο χρόνο, τέλειωσε το ταξίδι σου,

ναι τέλειωσε,

πριν καλά – καλά αρχίσει.

Πώς να χωρέσουν οι καημοί σου

σε τόση μιζέρια,

με τόσες αγορές,

υπερκατανάλωση,

αγορές,  αγορές , χωρίς αίσθημα και φειδώ.

 

Πώς ν’ ανθίσουν δρόμοι

και να βρουν τα βιβλία το δρόμο τους,

τα γράμματα τη σειρά τους,

το στοίχο τους οι λέξεις

και οι τόνοι τον τόνο τους(;).

 

(ΙΙ)

 

Πώς οι αδιέξοδοι λεωφόροι

ν’ αγκαλιάσουν το φως, τη σήμανσή μας

και τα φώτα πως θα νικήσουν

της νάρκωσης την ομίχλη,

παντού αράχνες, τι να σου κάνουν τα φώτα.

Πώς να ντυθούν τα ψάρια

από την εκμετάλλευση των λεπιών

και του ιωδίου την άμπωτη(;).

 

Οι ωκεανοί πώς να χορτάσουν τα κύματα(;)

Αποκοιμήθηκαν,

ναρκώθηκαν με τις τοξικές αγάπες μας,

ξαγρυπνούσαν αιώνες

για τη ζωή μας μην ξεπουληθεί.

 

Όλα έχουν ένα τέλος, οι ποταμοί νοσούν

και η ζωή μας που μισεί τη ζωή, νοσεί.

 

Οι φυλλωσιές κουράστηκαν, με τέτοια ζωή,

ξεπουλήθηκαν, για τριάκοντα αργύρια,

αντί πινακίου φακής.

 

Ημέρα γιορτής χωρίς επισήμους,

φτερούγισαν και οι κυνηγοί ανεπίσημα,

με παραλλαγής στολές… Τι κρίμα…

 

 

 

 

 

 

«Ο Αποσπερίτης»

 

Μαγεύτηκες και δε γύρισες Αποσπερίτη μου.

Σκοτείνιασαν τα μονοπάτια μας,

τα όνειρά μας άλλαξαν εποχές,

αράχνιασαν χρόνους οι ελπίδες μας…

 

 

Οι αχτίδες του φεγγαριού μας άλλαξαν ρότα,

βασίλεψαν οι βεγγέρες και τα μεσημέρια μας.

 

Ξοδέψαμε όλα τ’ αγιοκέρια και το λιβάνι μας,

κλαδέψαμε τις κληματόβεργες της καρδιάς μας,

δεν υπάρχει σταγόνα κρασιού για της ζωής μας το πανηγύρι.

 

Ποιός θα φωτίζει τώρα της ψυχής μας τους δρόμους,

ποιός θα αφουγκράζεται της αγρύπνιας μας τον ύπνο,

ποιός θα κουράζεται, για να μας ξαποστάσει.

 

Μαγεύτηκες και δεν γύρισες Αποσπερίτη μου,

το ταξίδι σου χωρίς επιστροφή,

το ταξίδι σου χωρίς γυρισμό, Αποσπερίτη μου...

 

 

 

 

 

«Τα αισθήματα σε κόπωση»

 

Το γαλάζιο των ματιών σου,

ατέλειωτες τρικυμίες,

αφιλόξενο μουράγιο

και φωλιές γλάρων, στων βράχων τ’ αρμυρίκια.

 

Η κάθε σου λέξη,

πύρινη λαίλαπα, χωρίς γυρισμό ξημέρωμα,

επιστρόφια λύπης

και ευχές βασανισμένων αρχόντων του σκότους.

 

Η κάθε σου κίνηση,

μαχαίρια φονικά,

ιστοί λάβαρων μίσους

και χοροί σειρήνων σε καμένη γη απογόνων.

 

Το γαλάζιο των ματιών σου,

ατέλειωτες σιδηροτροχιές λαβύρινθου,

που οδηγούν τα αισθήματα σε κόπωση…

Το γαλάζιο των ματιών σου…

 

 

 

 

«Στη μανούλα, μαμά» (ΣΤΗ ΔΑΝΑΗ)

 

 

Οι φυλλωσιές και τα πουλιά

ξενιτεύτηκαν.

 

Τα δένδρα έχασαν τα κορμιά τους,

οι κόλακες είχαν ανάγκη την πρασινάδα τους.

 

Τα κοράκια του βάλτου

μεθούν,

με την πυρκαγιά και το θάνατο.

 

Άλλαξαν πορεία

τα σύννεφα και τα όνειρα.

 

Η ζωή τρέχει, ανήμπορη, αδύναμη

και απροσάρμοστη,

στα νέα δρομολόγια.

Κουράστηκαν οι αισθήσεις,

χειμώνιασε στις καρδιές…

 

Σε λίγο θ’ αρχίσει

ο τρύγος και το λιομάζωμα.

 

Υπάρχουν ακόμα καρποί.

Υπάρχει ακόμα καιρός…

 

 

 

 

«Δρόμοι δίχως γυρισμό»

 

Τριγυρίζει στα εσώψυχα της νύχτας

με της Γαλιώταινας  το πατίνι,

ζωγραφίζοντας τα τσίτια και τις κορδέλες της

με τα χρώματα της Πούλιας.

 

Παραπονιέται ο πήχης σου

για το ξεπούλημα

του σιταριού

για το κόντημα του φιλότιμου

κλαίει.

 

Αδιαφορώντας για θύματα, θυσίες

και θαύματα,

αναζητάς μέτρα και εικόνες

διάφανες.

 

Μα η αδιαφάνεια είναι τρόπος

της φύσης τους, της ζωής τους σκοπός.

 

Μην τριγυρίζεις άσκοπα,

δεν υπάρχουν ανθώνες στα βαλτοτόπια.

 

Τα περιστέρια, φτερουγάνε μόνο στους εφιάλτες τους.

Πληγωμένη και η ελπίδα της ομίχλης τους.

Τραβάνε δρόμους δίχως γυρισμό…