Πήραν στα χέρια τη ζωή
για να την σεργιανίσουν,
απ’ τα μαλλιά θα την κρατούν
ώσπου να ξεψυχήσουν.
Ξόδεψαν χίλια μυστικά
κι ευχές από τις μάνες,
τα νιάτα τους στην ξενιτιά
του μισεμού καμπάνες.
Χέρι με χέρι πιάστηκαν
κι απ’ τη ζωή θυσιάστηκαν.
Στράτα τη στράτα διάβαιναν (R )
ζωή δεν καταλάβαιναν.
Δάκρυ το δάκρυ στρώνουνε
το νόστο, τους φιμώνουνε.
Πήραν το χώμα της καρδιάς
όνειρα να φυτρώσουν,
δέντρα, γλυκόπικρους καρπούς
στη μοίρα τους να δώσουν.
Ξόδεψαν μύριες προσευχές,
το αίμα, τον ιδρώτα,
τα νιάτα τους στην ξενιτιά,
τη ρώμη του Ευρώτα.
Χέρι με χέρι πιάστηκαν
κι απ’ τη ζωή θυσιάστηκαν.
Στράτα τη στράτα διάβαιναν (R )
ζωή δεν καταλάβαιναν.
Δάκρυ το δάκρυ στρώνουνε
το νόστο, τους φιμώνουνε.