Το νόστο, τους φιμώνουνε

Πήραν στα χέρια τη ζωή
για να την σεργιανίσουν,
απ’ τα μαλλιά θα την κρατούν
ώσπου να ξεψυχήσουν.
Ξόδεψαν χίλια μυστικά
κι ευχές από τις μάνες,
τα νιάτα τους στην ξενιτιά
του μισεμού καμπάνες.

Χέρι με χέρι πιάστηκαν
κι απ’ τη ζωή θυσιάστηκαν.
Στράτα τη στράτα διάβαιναν (R )
ζωή δεν καταλάβαιναν.
Δάκρυ το δάκρυ στρώνουνε
το νόστο, τους φιμώνουνε.

Πήραν το χώμα της καρδιάς
όνειρα να φυτρώσουν,
δέντρα, γλυκόπικρους καρπούς
στη μοίρα τους να δώσουν.
Ξόδεψαν μύριες προσευχές,
το αίμα, τον ιδρώτα,
τα νιάτα τους στην ξενιτιά,
τη ρώμη του Ευρώτα.

Χέρι με χέρι πιάστηκαν
κι απ’ τη ζωή θυσιάστηκαν.
Στράτα τη στράτα διάβαιναν (R )
ζωή δεν καταλάβαιναν.
Δάκρυ το δάκρυ στρώνουνε
το νόστο, τους φιμώνουνε.

Οι φωτιές του Έρωτα

Στη μοίρα στήσαν ξόβεργες,
στην τύχη μια κρεμάλα.
Στους καλογήρους Άνοιξες,
στις καλογριές μια σκάλα.
Για ν’ ανεβούν στου έρωτα
τις μυρωμένες σκήτες,
που τραγουδάνε οι καρδιές,
άγγελοι και αλήτες.

Γιατί έχει ο έρωτας φωτιές
καίει τα χαλινάρια,
κρεμάλες, ξόβεργες, ξωθιές
κι όλα τα νόθα χνάρια.

Στο γέλιο βάλαν κράτηση
και στη χαρά ισόβια,
στα παλικάρια κώνειο,
στις κοπελιές εμπόδια.
Μην κοιμηθούν στου έρωτα
τα εαρινά παλάτια
κι ελπίδες, όνειρα πουλούν,
σαν ευτελή πραμάτεια.

Γιατί έχει ο έρωτας φτερά,
πολύ ψηλά πετάει,
τους θησαυρούς όλης της Γης,
απ’ τους εχθρούς φυλάει…

Στο γέρικο παγκάκι

Το πάρκο Ελευθερίας έχω πατρίδα μου,
οι κάδοι απορριμμάτων ζωή, ελπίδα μου.
Το γέρικο παγκάκι είναι το σπίτι μου,
η εκκλησία δίπλα, το παραμύθι μου.

Τα τέως πεζοδρόμια
και των σπιτιών οι αυλές,
γίναν σιδεροδρόμια
και θύμησες παλιές.

Με φώτα, με λαμπιόνια, με κορναρίσματα,
η λεωφόρος μοιάζει δίχως προβλήματα.
Αδέσποτα στον ύπνο με συντροφεύουνε,
τα όνειρά μου άλλο, δεν κινδυνεύουνε.

Και οι παλιές αγάπες;
Ναρκώθηκαν κι αυτές,
μέσα σε αυταπάτες
και κάρτες πλαστικές.