Οι αυτόχειρες

Πατρίδα μου, ο δρόμος και τα πιστεύω μου

στα πεζοδρόμια που αλυχτώ νυχθημερόν.

Ελπίδα μου, οι νόμοι και τα παραμύθια τους,

οι φαντασιώσεις μου που δυστυχώς με ταλαιπωρούν καθημερινά.

Σωτήρας μου, ο κόσμος και τα κουρδισμένα τους

ψευτοχαμόγελα που σκορπούν αφειδώς σ’ ημέτερους.

Παιδεία μου, η ημιμάθεια και οι κατάκοποι

θεματοφύλακές της, που διδάσκουν τους όρους

που συνταξιοδοτούνται…

Θρησκεία μου, ρασοφόροι με υπερπολυτελείς

σιδεριές, που διαθέτουν λογιστές, οικονομολόγους,

ψευδομάρτυρες και άπειρους αφελείς που ζητούν

συγχωροχάρτι για την αιώνια παραδεισένια ζωή τους…

Πολιτικοί μου, Θεομπαίχτες, Λαοπλάνοι, ανασφαλείς,

βολεψάκηδες, παραμυθατζήδες, παράνομοι

και μισέλληνες…

 

… Γνωρίζω από την κούνια μου

τα ψέματά σας και την αδικία…

… Γνωρίζω από τα παιδικά μου χρόνια

το μίσος σας και τη δικέφαλη ζήλεια…

… Γνωρίζω απ’ τα μαθητικά μου χρόνια

τις διακρίσεις σας και τις παρατυπίες…

… Γνωρίζω από την εφηβική μου ζωή

ό,τι δεν έζησα, η χούντα σας ήταν

στο σβέρκο μας…

… Γνωρίζω απ’ τα νιάτα μου

τα γερασμένα όνειρά μου, γιατί εσείς

με υποχρεώσατε έτσι να πιστεύω…

… Γνωρίζω, πως δεν θα γνωρίσω

το ύψος της σύνταξής μου,

γιατί δεν θα μου επιτρέψετε να γεράσω…

Όλα γυρίζουν σαν το ρολόι

Τρένα σφυρίζουν κι οι τροχοί

ξυπνάνε πινακίδες

και στο παγκάκι μια ευχή,

ξοδεύει τις ελπίδες.

 

Διώχνουν την τρέλα κι οι φωτιές

σκορπίζουν εξελίξεις

και στο παρκάκι οι ματιές,

προσμένουνε αφίξεις.

 

Σκάβουν τα λάθη κι η βραδιά

βουλιάζει λεωφόρους

κι από της νιότης τα κλαδιά,

κρατά ’η ζωή τους φόρους.

 

Μην κλαις καημέ μου και μη λυπάσαι,

το χρόνο άλλο να μη φοβάσαι.

Όλα γυρίζουν σαν το ρολόι

χάντρες στου κόσμου το κομπολόι.

Λάθη κάνουν μόνο οι τολμηροί

Ξόδεψα τη ζωή μου στα λάθη μου

και στα μεγάλα τα πάθη μου,

ποτέ δεν ξενέρωσα.

Τράβηξα τη ζωή σ’ αδιέξοδα,

στης παραζάλης τα έξοδα,

κανένα δε χρέωσα.

 

Ξόδεψα τη ζωή μου παράνομα,

στου υποκόσμου το άρωμα,

πάντ’ από τρίχα κρατιόμουν.

Πλήγωσα την ψυχή και πληρώθηκα

κι από τους δήθεν χρεώθηκα,

για όλα πάντα καυχιόμουν.

 

Λάθη κάνουν μόνο οι τολμηροί,

αυτοί που ξέρουν να χάνουν και να κερδίζουν.

Πάθη έχουν μόνο οι δυνατοί,

αυτοί που ξέρουν να παίρνουν και να χαρίζουν.

Ο εφιάλτης

Ένα παιδί στον ύπνο του

βλέπει την Παναγία

και τη χαμένη μάνα του

μέσ’ στην Αγια – Σοφία.

 

Αυγερινέ μου αγόρι μου,

στολίδι του μπαχτσέ μου,

δώσε μου το χεράκι σου

κι έλα τραγούδησέ μου.

 

Αχ! Δε μπορώ μανούλα μου,

πληγώνετ’ η καρδούλα μου.

να βλέπω την Αγια – Σοφιά,

πνιγμένη μέσα στα τζαμιά.

 

Παρθένα Μεγαλόχαρη,

Μανούλα μου Ηλιόχαρη.

Διώξτε τον εφιάλτη μου

και κάψτε το κρεβάτι μου.

Στης Πόλης τα στενά

Ο ουρανός συννέφιασε,

το μοιρολόγι έπιασε

του Βόσπορου η ψυχή.

Θρηνούνε τα παράλια μας,

αίμα στα παρακάλια μας

“συμμάχων” τακτική.

 

Λάθη πολλά κι αποκοτιές,

αδελφικές οι μαχαιριές

αλλάξανε πορείες.

Και στην καρδιά του Ελληνισμού,

αφέντες, μύστες διχασμού,

πουλήσαν Ιστορίες.

 

Η καρδιά μας ράγισε

και τ’ όνειρο ναυάγησε,

στης πόλης τα στενά.

Αγιάς – Σοφιάς τα σήμαντρα,

Πολιτισμού συνθήματα,

πενθεί κι η Παναγιά.

Η πόλη μας

Στην Αγια – Σοφιά ο Χόντζας ταξιμάριζε

κι η Ιστορία σ’ αλλοφύλους πόντους χάριζε.

Δε ρωτήθηκαν μανάδες, ούτε κι οι λαοί,

τους προδώσανε αφέντες, κάλπικοι ταγοί.

 

Είναι άδικο την Πόλη που τουρκέψανε

και Πολιτισμού κειμήλια, κάφροι κλέψανε.

Κι ο καλόγερος μας γνέφει απ’ τη σκήτη του,

ο Θεός κι η προσευχή του, είναι σπίτι του.

 

Δεν αισθάνεται ο Χόντζας στα χωράφια του

και σκουπίζει τους λυγμούς του και τα δάκρυα του.

Πλάγιασαν γυμνά τα λόγια στα πλακόστρωτα,

λούφαξαν κι οι ερινύες στην κερκόπορτα.

 

 

Και τους ουρανούς ανοίγουν οι Εσπερινοί

και το δίκιο αλυχτάει, μαύροντήθ’ η γη.

Έρχονται καπεταναίοι απ’ το Βόσπορο

και στ’ αμπάρια κουβαλάνε φως ανέσπερο.

 

Φθάσαν ως το Άγιον – Όρος για συγχώρεση

μ’ αν δεν αγαπάς μανάδες, πυρ και κόλαση.

Προσκυνήματα, μετάνοιες, δώρα άδωρα,

αφού κατεβάσαν κτήνη δόξας λάβαρα.

 

Είδανε Ναούς, Μνημεία να κουρσεύονται

και δυό-τρεις απ’ τους προδότες λογικεύονται.

Έστησαν μία κρεμάλα στην κερκόπορτα

κι έπνιξαν τα όνειρά τους τα αλλόκοτα.

Οι φλόγες έγιναν φωτιές

Βρήκα δυό φλόγες μοναχές,

στους δρόμους των ματιών σου.

Γυρεύανε τα μυστικά,

στις λέξεις των χειλιών σου.

 

Οι φλόγες έγιναν φωτιές,

τα μυστικά σου; Μπόρες®

και των ματιών σου οι διαδρομές,

των πόθων μου αιώρες.

 

Βρήκα της θάλασσας καημούς

να τριγυρνούν τα βράδια

και να ζητάνε συμβουλές,

από φιλιών σημάδια.

Πύρινη λαίλαπα

(ΜΑΝΗ & ΛΑΚΩΝΙΑ)

Το φόρεμα του γάμου σου,

σάβανο στο φορέσαν.

Και τα τραγούδια του χορού,

τα λέν’ μοιρολογίστρες…

 

(ΗΛΕΙΑ)

Τα πόδια σου, τα χέρια σου,

τα κοραλένια μάτια.

Τα χιλιομάτωσαν φωτιές,

στα χνάρια των Αρχαίων…

 

(ΜΕΣΣΗΝΙΑ)

Κάλλη την ομορφάδα σου,

πελάγη ονειρεμένα.

Τα ’πνίξαν άδικοι καιροί,

ποιός θα τους τιμωρήσει;

 

(ΕΥΒΟΙΑ)

Τρελάθηκε ο Αίολος,

σαν τα νερά του Ευρίπου.

Πήρε μαζί του ομορφιές,

’μείναν στάχτες και σπίθες…

 

(ΑΡΚΑΔΙΑ)

Η ιστορία βάλθηκε,

να πλύνει τα καμένα.

Μα, στέρεψαν και οι πηγές,

στέγνωσαν και τα δάκρυα…

 

(ΑΤΤΙΚΗ)

Κλαίει η περιστέρα,

στο μολυσμένο αέρα…

Δεν την καλεί η Ειρήνη,

έγινε η γη καμίνι…

 

 

Οι ανθρώποι τρέχουν να κρυφτούν,

στα σίδερα, στο νέφος.

Ψάχνει για ηρεμιστικά,

ο ξεχασμένος πεύκος…

 

… Ρωτάει την Πάρνηθα ο αετός,

τον Υμηττό η ελαφίνα.

Πώς χάθηκε η ομορφιά

κι η αρχοντιά σου Αθήνα;

 

… Κλαίει η περιστέρα,

στο μολυσμένο αέρα…

Δεν την καλεί η Ειρήνη,

έγινε η γη καμίνι…

Διαδρομές της ψυχής

Της ψυχής οι διαδρομές ακολουθούν

ατραπούς και σιδεροδρόμια που βασίζονται

στη διάθεση, ανάθεση, κατάθεση κι επίθεση

παράκτιων αλιέων, μιάς συνεχούς άμπωτης.

Ψάχνοντας στα ξεθωριασμένα βότσαλα της μνήμης

και στις απιστίες μιάς παραμάνας Ανατολίτισσας.

Τσιμπώντας στα δολώματα άλικης γαλανομάτας χήρας

και στους ημιτελείς έρωτες βαλσαμωμένης πέρδικας.

Ορμώντας στους ώριμους χρωματισμούς βατόμουρων

και στις ανικανοποίητες επιθυμίες ακανθόχοιρων.

Παραπατώντας στα γλυκοξημερώματα πρωτάρας σχόλης

και στο ξεγύμνωμα ρυπαρής νυχτιάς

που υποθάλπει μύθους και μυστικά ευνούχων.

Συμμετέχοντας στους οργασμούς ευκαλύπτων μιάς όασης

και στην κυοφορία απραγματοποίητων φόβων μας.

 

 

 

Ακολουθώντας τα πλαστικά χρώματα

μιάς γαμήλιας τελετής

και τα βεγγαλικά έναρξης

πολιτιστικών διαδηλώσεων…

Γελώντας στα λυπημένα, αφιλόξενα χαμόγελα

και σε ταξιδεμένες παραφυάδες μίσους και πάθους.

Οδηγώντας σε γιγαντοοθόνες λεοφόρων θλίψης

και στα σούπερ – μάρκετ ψευδαισθήσεων.

Αδιαφορώντας στα καμένα δάση των ελπίδων μας

και στην ανοικοδόμηση ατελείωτων προσδοκιών μας.

Γονηπετώντας στις ημερομηνίες εορτών, δρώμενων,

πανηγύρεων, παρελάσεων, αναπλάσεων

και στις βιομηχανίες καλοστημένων συμβάντων ιδιοτέλειας.

Αγνοώντας τα μακρινά ταξίδια του βασιλιά ήλιου

ως και τις αχτίνες του που ερεθίζουν τις εξαρτήσεις μας.

Αυτοκτονώντας στις ακροποταμιές με τα πληγωμένα ελάφια

και με τους κεραυνούς της Αυγουστιάτικης πανσελήνου

ανακυκλώνονται και μεταλλάσσονται σε κύματα…

Τριαντάφυλλό μου

Θα στείλω τριαντάφυλλα,

με τα φτερά του ανέμου.

Προσκέφαλο τα φύλλα τους,

να γίνουν όνειρό μου.

Η ομορφιά το κάλλος τους,

να είν’ η συντροφιά σου.

Το άρωμά τους Πασχαλιές,

τραγούδια της αγάπης.

Το φως από το χρώμα τους,

να σου χαρίζει λάμψη.

Και η θωριά τους όραμα,

σ’ ευωδιασμένες στράτες.

 

 

Η μουσική απ’ το μίσχο τους,

να σε γλυκοξυπνάει.

Το γέλιο τους Εσπερινός,

Ύμνοι και Ραψωδίες.

Το άγγιγμα προσκύνημα,

σ’ ερημικό ’ξωκλήσι.

Τ’ αγκάθια τους οι προσευχές,

που θα σε προστατεύουν.

Το στήριγμά σου ο κορμός,

για τη ζωή η πίστη.

Και η δροσιά τους βάλσαμο,

σε ’μέρες ξηρασίας…