Μάνη Μου Καημέ Μου Αηδόνι και Αητέ μου

«ΠΡΟΛΟΓΟΣ»

Οι Στίχοι μου,

«Μάνη μου καημέ μου

Αηδόνι και Αητέ μου»

Είναι γραμμένοι, με αφορμή την πανέμορφη, ιδιαίτερη πατρίδα μου, την Μάνη.

Επίσης και η ποιητική μου συλλογή «… Γλυκοχαράζει…».

Έχω στο συρτάρι μου και πάρα πολλά, άλλα ποιήματα, στίχους, πεζά κ.ο.κ που αναφέρονται στη Μάνη.

Επίσης και μελωδίες, τραγούδια ανέκδοτα.

Ίσως, κάποτε, εκδοθούν…

ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΡΕΑΣ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Μάνη μου καημέ μου

Αηδόνι και Αητέ μου»

Είσαι η φωνή η πνοή μου,

των ουρανών πηγή,

δροσίζονται οι Αγγέλοι,

παίρνω κι εγώ ζωή,

δροσίζονται οι Αγγέλοι

των ουρανών πηγή.

Αηδόνι και Αητέ μου, απάτητη κορφή,

τη φύση ομορφαίνει η θεία σου μορφή.

Σαν το μελίσσι τρέχω παίρνω τη γύρη σου,

Αηδόνι κι Αητέ μου, μέλι τα χείλη σου.

Στο νου και στη καρδιά μου,

Ήλιε Φεγγάρι μου,

σε γλυκοκαμαρώνω,

μαργαριτάρι μου,

σε γλυκοκαμαρώνω Ήλιε

Φεγγάρι μου.

Αηδόνι και Αητέ μου, απάτητη κορφή,

τη φύση ομορφαίνει η θεία σου μορφή.

Σαν το μελίσσι τρέχω παίρνω τη γύρη σου,

Αηδόνι κι Αητέ μου, μέλι τα χείλη σου.

Είσαι Θεά Νεράιδα,

ανθέ της Άνοιξης,

γλυκειά σα μελωδία,

Θείας Κατάνυξης,

γλυκειά σα μελωδία,

ανθέ της Άνοιξης.

Αηδόνι και Αητέ μου, απάτητη κορφή,

τη φύση ομορφαίνει η θεία σου μορφή.

Σαν το μελίσσι τρέχω παίρνω τη γύρη σου,

Αηδόνι κι Αητέ μου, μέλι τα χείλη σου.

ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΡΕΑΣ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Ο φάρος*»

Στέκει μονάχος έρημος, στ’ αγιάζι στο λιοπύρι

γκρίζος κεφάτος γέρικος, στης Μάνης τ’ ακρωτήρι.

Έχει παρέα τα πουλιά, που τον περιγελούνε,

είναι και τρεις ρομαντικοί, να φωτογραφηθούνε.

Σχόλες αργίες και γιορτές, ποτέ του δε γνωρίζει,

βάρκες καράβια ναυτικούς, πάντοτε θα φροντίζει.

Χαράματα μεσάνυχτα, χιονιάδες ξεροβόρια,

ξάγρυπνος υπερήφανος, νταντεύει τα βαπόρια.

Δεν ερωτεύτηκε ποτέ, γλαρόνια ή την πούλια,

έχει για πάντα στην καρδιά, όμορφη ψαροπούλα.

Του Γκόγκου η πανέμορφη, γεμάτη σφουγκαράδες

(Μπαγιαντέρα)

όταν περνάει από μπροστά, τον πιάνουν οι νταλκάδες

* Ο φάρος στο ακρωτήριο Ταίναρο (στην πύλη του άδη)

ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΡΕΑΣ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Του ήλιου το λουλούδι»

Σήμερα π’ ανθίσαν του ήλιου τα λουλούδια

μπόλιαζες τις λεύκες και σκάλιζες τραγούδια.

Έσβησαν οι φλόγες στης Άνοιξης τ’ αστέρια,

πήραμε τους δρόμους με άσπρα περιστέρια.

Κύματα με χρώματα,

θύμησες με νούφαρα,

γλάροι π’ αρμενίζουνε,

όνειρα που σούκρυβα.

Τραγουδούσες την αυγή και χόρευες το δείλι,

φύλαγες στις γειτονιές μη σβύσει το καντήλι.

Μάγευες χαράματα αηδόνια κι αγωγιάτες,

χρώματα της Ίριδας κερνούσες τους διαβάτες.

Κύματα με χρώματα,

θύμησες με νούφαρα,

γλάροι π’ αρμενίζουνε,

όνειρα που σούκρυβα.

Έδιωχνες τα σύννεφα με ύμνους του Τσιτσάνη

χόρευες σαν έβλεπες από ψηλά τη Μάνη.

Έδιωχνες τον κουρνιαχτό με λόγια του Σκαρίμπα,

καλότυχοι οι άνθρωποι που σ’ είχανε πυξίδα.

Κύματα μ’ αρώματα

σύννεφα με θύμησες,

τόσα βράδια πέρασαν,

μα εσύ δε γύρισες.

ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΡΕΑΣ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Μάνη μου οι ομορφιές σου»

Όνειρο μου ξαναγύρνα – λίβανο χρυσό και σμύρνα

Όμορφο μου περιστέρι – στα απάτητα μας μέρη.

Γύρισε αστροφεγγιά μου – να κουρντίσεις την καρδιά μου.

Θα γιορτάσει όλη η Μάνη – του Ταΰγετου λιβάνι

Οίτυλο Δυρό Λιμένι – αχ νεράιδα ευλογημένη.

Γύρισε η μέσα Μάνη – Πύργο τη φωλιά σου κάνει.

Όμορφες Μανιατοπούλες – μαυροφορεμένες γριούλες

οι λεβέντες τραγουδούνε – και προσμένουν να σε ιδούνε.

Γύρισε βελανιδιά μου – Μάνη μου μοσχοβολιά μου.

Γύθειο και Γερολιμένας – άνθος της λεβεντογέννας

τα καΐκια κι οι βαρκούλες – στολισμένα σα νυφούλες.

Όλοι θάναι στις χαρές σου – Μάνη μου οι ομορφιές σου.

ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΡΕΑΣ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Ωδή στη Μάνη»

Μ – ύρο του Ταϋγέτου

και του Διρού μοσχοθυμίαμα.

Α – ρχόντισσα της Μεσσηνίας,

της Λακωνίας αγίασμα.

Ν – εραϊδογέννητη, θυγατέρα του Ταίναρου

των βράχων και των βουνών.

Η – ρωίδα πανέμορφη, υπερήφανη μάνα,

ενδόξων πολεμιστών.

ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΡΕΑΣ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Ωδή στη Μανιάτισσα»

Μανιάτισσες περήφανες, γυναίκες με δρεπάνια

ανοίξανε τις αγκαλιές, σκεπάσαν τα ουράνια.

Οι βράχοι αγναντεύανε

των γυναικών το θάρρος

πούγινε σύμβολο τιμής

και των λαών ο φάρος

Τον ατσαλένιο Ιμπραήμ, τον έκοψαν σαν στάχυ,

στου Ταϋγέτου τη σκιά, μεσ’ στου Διρού τη μάχη.

Στη Μάνη την απάτητη

χαροκαμένες μάνες

με αετίσια τη θωριά

της λευτεριάς καμπάνες

Στα χέρια κλείσαν όνειρα, στο λιακωτό ελπίδες

και στο σεντούκι της καρδιάς, αδούλωτες πατρίδες.

Μανιάτισσες με δρέπανα

και της τιμής τα στέφανα

στολίζουν τα ρουμάνια

της Άνοιξης γεράνια

Λάκαινες με τα δρέπανα

και με της νίκης στέφανα,

τον ουρανό φωτίζουν

τη Μάνη χαιρετίζουν.

ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΡΕΑΣ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Στη Μάνη μας»

Α! Πιήτε αγαποβότανα και κάψτε αγιοκέρια

τα χρόνια μας τα δίσεκτα να γίνουν περιστέρια.

Πάρε γοργόφτερο αετό

στη Μάνη με ευλάβεια

κοτρώνια, χώμα, άνθρωποι,

εκεί είν’ όλα άγια.

Α! Διώξτε τους αβανιάρηδες τους νεοπλουτισμένους,

χορτάτους θέλει η Μάνη μας κι όχι δυστυχισμένους.

Πάρε γοργόφτερο αετό

στη Μάνη με ευλάβεια

κοτρώνια, χώμα, άνθρωποι,

εκεί είν’ όλα άγια.

Α! Είν’ η ζωή παράδεισος, κρασάκι παρεούλα,

στο χώμα θα σε βάλουνε, αρχόντισσα ή δούλα.

Πάρε γοργόφτερο αετό

στη Μάνη με ευλάβεια

κοτρώνια, χώμα, άνθρωποι,

εκεί είν’ όλα άγια.

Α! Καλά τα πλούτη, τα χρυσά και η χλιδή, μαγεία

μα πνεύμα και καλή καρδιά φέρνουν την ευτυχία.

Πάρε γοργόφτερο αετό

στη Μάνη με ευλάβεια

Κοτρώνια, χώμα, άνθρωποι,

εκεί είν’ όλα άγια.

ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΡΕΑΣ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Ένας αγαπησιάρης»

Μοναχοκόρη από τη Χιώ μεσ’ απ’ τα σύννεφα

στέλνει με τους αγγέλους ερωτοσήμαντρα.

Μαστίχη και ανθόνερα

πολλά φιλιά και όνειρα

Χίλιες μοσχοβολιές

Χιλιάδες αγκαλιές

Κληματαριά απ’ τη Σάμο μεσ’ απ’ τα κύματα

μου στέλνει με τους γλάρους καρδιάς μηνύματα.

Αγάπης τραγουδάκια

πελάγου δελφινάκια

θαλασσοζωγραφιές

χιλιάδες αγκαλιές

Μανιατοπούλα θέλω εγώ κόρη μελαχρινή μου

στολίδια της αγάπης σου γέμισε η αυλή μου.

Βάλσαμο ψυχής

λεβεντογέννας γής

Με χίλιες ομορφιές

Χιλιάδες αγκαλιές

Μια καλομάτα του γιαλού στις σκέψεις βυθισμένη

θέλω να κάνω ταίρι μου μα είναι παντρεμένη.

Την έχω στην καρδιά μου

πλαγιάζει στα όνειρά μου

Είμαι ευτυχισμένος

Στ’ όνειρο βυθισμένος.

ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΡΕΑΣ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Στης ψυχής το περιβόλι»

Στην πόρτα του παράδεισου

είν’ ένα κυπαρίσσι

στη ρίζα του κυπαρισσιού

μια κρυσταλλένια βρύση

Ο Χάρος εβουλήθηκε να κάμει περιβόλι.

Βάζει τις νιές για λεμονιές, τους νιους για κυπαρίσσια,

βάζει και τα μικρά παιδιά, γαρούφαλα και βιόλες,

βάζει και τους μεσόκοπους, γύρω τριγύρω φράχτες,

βάζει και τα μικρά παιδιά, μυρωδικά στους κήπους.

Και κάθε Πέμπτη δειλινό,

κάθε Σαββάτο βράδυ,

κι όσο περνάει ο καιρός,

ο πόνος περισσεύει.

Θεέ μου να πέρναγα κι εγώ, π’ αυτό το περιβόλι.

Να ξεριζώσω λεμονιές, να κόψω κυπαρίσσια

να πάρω και στα χέρια μου, γαρούφαλα και βιόλες

και να γλυκοκουβέντιαζα και λίγο με τους φράχτες

να βάλω και στα χέρια μου μυρωδικά απ’ τους κήπους.

(Βασίζεται σε Μανιάτικο μοιρολόι)

«Μάνα τραγουδά το γυιό της»

Τον κανακάρη μου τον πήρε η βροχούλα

που γύρευε λεβέντες παραγυιούς,

το παληκάρι μου κοιμάται σ’ άλλους τόπους

μου γνέφει και μου ζωγραφίζει ουρανούς.

Σύννεφα καημοί μου χελιδόνια

ο γυιός μου τα λουλούδια αγαπά,

στρώστε με ροδοπέταλα παλάτι

σαν της μανούλας νάν’ η αγκαλιά.

Το φυλλοκάρδι μου το πήρε η αυγούλα

που γύρευε αγάπες με αητούς,

το παληκάρι μου μην το ξυπνάτε ήλιοι

μην κλάψει και μου πάρει όλους τους λυγμούς.

Σύννεφα καημοί μου χελιδόνια

ο γυιόκας μ’ αγαπούσε τα πουλιά

στρώστε με πούπουλα παλάτι

σαν της μανούλας νάναι η φωλιά.

ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΡΕΑΣ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Το όνειρο δε φθάνει»

Αν θες φιλί, γλυκό πολύ

και βόλτα στο φεγγάρι,

Ο Μπάτης θα σε πάρει,

στην αμμουδιά στο Πανταζί,

να ιδείς τον Έρωτα πως ζει,

ντυμένος με τη Μάνη…

… Το όνειρο, δε φθάνει…

Αν θες φιλί, καυτό πολύ

και βόλτα ως τη Μάνη,

το Λεύκτρο θα σε κάνει,

να ’βρεις φωτιές στην Καλογριά

και αναμμένα τα κορμιά,

το όνειρο δε φθάνει…

… Έτσι αγαπούν στη Μάνη…

ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΡΕΑΣ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Στα Ρίγκλια και στο Πανταζί»

Παράνομα σε χτίσανε

και τις πληγές δεν κλείσανε

και τις πληγές δεν κλείσανε,

στ’ αζήτητα σ’ αφήσανε,

βρυκόλακες και παραγυιοί.

Της νύχτας τα φαντάσματα

του χρόνου τα μιάσματα

και της αγάπης, ναυαγοί.

Να ’ρθείς μια ήσυχη βραδιά,

κρασί, παρέα κι αμμουδιά,

κρασί, παρέα κι αμμουδιά

και με γεμάτη την καρδιά,

τον πόνο θα μερώσεις.

Θα ιδείς πως είναι η ζωή,

στα Ρίγκλια και στο Πανταζί

κι ύστερα, θα ριζώσεις…

ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΡΕΑΣ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Στη γιορτή του Πανός»

(Ι)

Έκλεισαν τα δένδρα, στο δάσος πανηγύρι,

τον Πάνα εορτάζουν που έχουν νοικοκύρη.

Τα ζώα, τα πουλιά, κάνουν μια χορωδία,

η ρίγανη, το τσάι, βάζουν την ευωδία.

Τρέχει ο Πάνας, τρέχει να φέρει καλεσμένους,

αυτούς που είναι ξυπνητοί κι όλους τους κοιμισμένους.

Στα Λάγκουνα πλησιάζει ’να γέρο και μια γραία

ήταν η θειά Καυλέϊσα, με το γέρο-Μαγκουρέα.

Στο Πλάγιο αντικρίζει νάρχεται ο κοσμάκης,

πιο κάτω στα Χαλικοπά, να τραγουδάει ο Γάκης.

Φάνης και μαστρο-Παύλος, ήταν κι ο Στεκουλέας,

ο Τσέλιγκας, η Μαρινίτσα κι ο παπα-Ταταρέας.

(ΙΙ)

Να η θεία Ευθυμία, η Αγάθη, ο Μαράκας,

Σέμης και Τραχαμέντω κι ο Βλάχος ο Μαλάκας.

Έρχετ’ ο μάστρο-Στέλιος κι η Μπαλαμπάνενα,

Θεόνα, μπάρμπα-Κώστας κι η Καλταμπάνενα.

Μαρία Μουσουλία, η παλαβή η Σφαινία,

Στέφανος και Ροδόπη και κάποια Μανιατία.

Μαζεύτηκαν Μανιάτες, Νησιώτες, Στεργιανοί,

Ασιάτες, Ευρωπαίοι και μαύροι Αφρικανοί.

Ώσπου να ’ρθούν στο δάσος όλοι οι καλεσμένοι,

τα δένδρα και οι θάμνοι, ήταν όλοι καμένοι.

Μισάνθρωποι και άτιμοι, άνανδροι εμπρηστές,

τα όνειρά μας κάψαν, ματώσαν τις ψυχές…

ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΡΕΑΣ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Στα χωριά του Λεύκτρου»

(Ι)

Στην Αράχωβα, στον Πύργο

και στου έρωτα τον τρύγο.

Στο Νιοχώρι, στην Καστάνια,

στης αγάπης τα πλατάνια.

Στον Παλιόπυργα δακρύζω

και στο μαχαλά γυρίζω.

Στη Σελίνιτσα, στα Ρίγκλια,

ψάχνω διψασμένα χείλια.

Στην τραχήλα, στο Κοτρώνι,

την καρδιά να ξεφαντώνει.

Νύχτες πόθου στη Μηλιά

κι όνειρα στη Γαρμπελιά.

(ΙΙ)

Στο Προάστειο, στο Εξωχώρι

με νικάει το ξεροβόρι.

Στα Μπαζγέϊκα, στο Ντιβάχι,

δίνω με το Γάκη μάχη.

Μου αρπάζει την ωραία,

κλείνει και την αμπορέα.

Στη Λαγκάδα, στη Σαϊδόνα,

ψάχνω μια γλυκιά αηδόνα.

Στο Χωρδάκι και στη Στούπα,

τα γλυκόλογα που σου ’πα.

Στην Πηγή σου και στην Πλάτσα,

στου Αλέκου την ταράτσα…

Μέσ’ στου Λεύκτρου τα χωριά,

τα ’κλεισα με κλειδαριά…

ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΡΕΑΣ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Ωδή στην Όρνιθα»

Ο – ταν ήμουν παιδί, σε φρόντιζα,

έπαιρνα και τ’ αυγά σου.

Ρ – ίγκλια έλεγαν το χωριό,

αλλά τώρα είμαι μακριά σου.

Ν – α ξυπνούσα πάλι σ’ εκείνα τα χρόνια,

πόσο τα νοσταλγώ.

Ί – δρωνα απο την λαχτάρα, όταν πηδούσε

το πουλάκι από τ’ αυγό.

Θ – έατρο μπουλούκια, κινηματογράφος,

καραγκιόζης, το εισιτήριο με αυγά..

Α – ν είχαμε γιορτή ή ξένους

σ’ έκανε η Παύλαινα

σούπα και εμείς τρώγαμε τα φτερά…

ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΡΕΑΣ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Το χαμόγελό σου δός μου»

Σου σκαλίζω ένα τραγούδι,

σα Μανιάτικο λουλούδι,

από βράχους και κοτρώνια,

νάχεις συντροφιά αιώνια.

Και σου χτίζω μελωδίες

του Ταΰγετου ευωδίες,

με γλυκόλαλα πουλιά

να σε παίρνουν αγκαλιά.

Ως τ’ αστέρια θα σε πάω

γιατ’ εσένα αγαπάω,

στα περβόλια του Θεού,

είσαι η χαρά του νού.

Είσαι δρόμος μου και φώς μου,

το χαμόγελό σου δός μου,

να παλεύω τους καιρούς,

της ζωής τους κεραυνούς.

ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΡΕΑΣ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Αναμνήσεις»

(Ι)

Στο καταφύγι αγνάντευα,

Κορώνη, Πινακούλα,

τις αναμνήσεις μάζευα,

να βάλω στη σακούλα.

Μέσ’ οχταπόδια, σ’ αχινούς,

καβούρια, πεταλίδες,

στα Γράϊδια, στα Μπαζγέϊκα,

να πιάσω και ακρίδες.

Στα Ρίγκλια, στου κουμπάρου μου

στου Πέτρου Στεκουλέα,

για να τις ρίξω στο μαντρί,

μετά την αμπορέα.

ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΡΕΑΣ

«ΝΕΑΝΕΣ»

(ΙΙ)

Κάνουν αβγά οι κότες του,

μεγάλα σα φεγγάρια

κι ο μαστρο-Παύλος τραγουδά,

δημοτικά τα βράδια.

Μεζές, κρασάκι, χωρατά,

πειράγματα στις ρούγες

κι η φαντασία να ορμά,

με ανοιχτές φτερούγες.

Όλοι οι Θεοί να τραγουδούν,

νεράϊδες να χορεύουν,

οι μούσες στον Ταΰγετο

παρέα να γυρεύουν.

ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΡΕΑΣ

«ΝΕΑΝΕΣ»

(ΙΙΙ)

Χορεύουνε κι οι πόθοι μας

και οι παλιοί καημοί μας,

κρυφοχτυπάνε οι καρδιές,

πνίγονται οι λυγμοί μας.

Να κι οι ψυχές, οι αθάνατοι,

παιδιά με ηλικιωμένους…

Βλέπω τον ήλιο της χαράς

κι άλλους μεταλλαγμένους…

ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΡΕΑΣ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Σε περιμένω ακόμη»

Αποκοιμήθηκα ένα βράδυ

στης αγάπης την ακρογιαλιά

κι ένοιωσα το απαλό σου χάδι,

όταν η σκέψη μου σε πήρε αγκαλιά.

Ονειρευόμουν και τις νύχτες

που νανούριζε ο Θεός,

της Ομόνοιας τους αλήτες

κι ήσουν του Μαγιού ανθός.

Ξενυχτούσαμε στη Μάνη

στα χωριά, στο Πανταζί…

Δάκρυα σβήνουν το λιβάνι

κι η ζωή μου πιά δε ζει.

Δεν περνάς με τον αγέρα,

στο κρυφό μας σταυροδρόμι,

να σου πω μια καλημέρα

και σε περιμένω ακόμη.

ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΡΕΑΣ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Ό,τι πονάς και λαχταράς»

Ετοιμάζουν χορωδίες τα παιδιά,

συμφωνικές τα ζώα,

θάχουν αξία τα πουλιά –

για μια ζωή ωραία.

Θα κλείσουμε τις φυλακές,

θ’ ανοίξουμε σχολεία,

λίπασμα και χώμα οι ενοχές,

– ν’ ανθίζουνε οι εποχές –

για νάρθουν μεγαλεία.

Ό,τι πονάς και λαχταράς,

ό,τι ποθείς και κάνεις,

γίνονται βάσεις της χαράς

και ομορφιές της Μάνης.

ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΡΕΑΣ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Πατέρας τραγουδάει τη θυγατέρα του»

Κόρη μου γαλάζιο τ’ ουρανού,

της Παναγιάς εικόνα.

Της Μάνης μας η ομορφιά

και του Μυστρά Ανεμώνα.

Τραγούδα θυγατέρα μου,

να φτερουγάν οι νέοι,

να μη ρωτούν βράδυ – πρωί,

γιατί η καρδιά μου κλαίει(;)

Στο πανηγύρι τ’ Άη – Λιά,

προσμένουν να χορέψεις,

να μπουν τ’ αγόρια στη σειρά

κι Αητό σου να μαγέψεις.

Πέρασε όμως τ’ Άη – Λιός,

Σωτήρος, Παναγίας

κι η Γιάτρισσα μου έστειλε…

Τη λάμψη σου, Αγίας…

ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΡΕΑΣ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Πατέρας τραγουδάει το γυιό του»

Γυιέ μου, ξωκλήσι της καρδιάς

και τ’ ουρανού καντήλι.

Ο έρωτας της Άνοιξης,

ποιός ήλιος θ’ ανατείλει(;)

Για να σου στείλω γυιόκα μου,

μέλι, κρασί και δυόσμο

κι ένα τραγούδι αγόρι μου,

από τον ψεύτη κόσμο.

Γυιέ μου, κερί της Παναγιάς

Εσπερινέ της Μάνης,

Γεράκι στον Ταΰγετο,

στον Άδη, πώς θα γειάνεις(;)

Μέσα σε γέρους και σε γριές,

σ’ αρρώστους, στα σκοτάδια,

έλα λεβέντη μου στο φώς,

στης Μάνης μας τα χάδια…

… Κάνε παιδιά κοπάδια, να λάμπουνε τα βράδια,

ν’ αντιλαλούν λαγκάδια…

ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΡΕΑΣ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Αγαπημένη Λακωνία»

(Ι)

Φτερά μου βάζει η χαρά

Όταν περνώ απ’ τη ΣΠΑΡΤΗ

Γίνομ’ αϊτός στο ΓΥΘΕΙΟ

Και στο ΔΙΡΟ γεράκι

Δε λογαριάζω κεραυνούς

Και δεν φοβάμαι χάρο

Στη ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ στο ΜΥΣΤΡΑ

Στου ΤΑΙΝΑΡΟΥ το φάρο

ΜΟΛΑΟΙ – ΑΡΕΟΠΟΛΗ

ΝΕΑΠΟΛΗ – ΚΟΚΑΛΑ

Στο ΚΟΤΡΩΝΑ στις ΚΡΟΚΕΕΣ

Και ομορφιές στη ΣΚΑΛΑ

Δε λογαριάζω κεραυνούς

Και δεν φοβάμαι χάρο

Στη ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ στο ΜΥΣΤΡΑ

Το ΡΙΤΣΟ έχω φάρο

Στο ΕΛΟΣ και στο ΟΙΤΥΛΟ

ΜΙΝΑ – ΓΕΡΟΛΙΜΕΝΑ

Στο ΦΛΩΜΟΧΩΡΙ ήλιε μου

Πρόσωπ’ αγαπημένα

Δε λογαριάζω κεραυνούς

Και δεν φοβάμαι χάρο

Στη ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ στο ΜΥΣΤΡΑ

ΒΡΕΤΤΑΚΟ έχω φάρο

(ΙΙ)

Σαν πας ΛΙΜΕΝΙ – ΚΥΘΗΡΑ

ΚΟΙΤΑ – ΓΕΡΑΚΙ – ΛΑΓΙΑ

ΚΟΥΝΟ – ΒΛΑΧΙΩΤΗ και ΡΕΙΧΙΑ

Τα χώματα σου άγια

Δε λογαριάζω κεραυνούς

Και δεν φοβάμαι χάρο

Έχω τη Μάνη συντροφιά

Κι όλο το ΛΕΥΚΤΡΟ φάρο

ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ και ΓΕΡΑΚΑΣ

ΒΑΘΕΙΑ κι ΕΛΑΦΟΝΗΣΙ

Του παραδείσου ομορφιές

Είναι στο ΚΥΠΑΡΡΙΣΙ

Δε λογαριάζω κεραυνούς

Και δεν φοβάμαι χάρο

Με ΛΑΚΩΝΙΑ συντροφιά

Και ΑΗ – ΓΙΑΝΝΗ φάρο

ΠΕΤΡΙΝΑ – ΠΟΛΥΑΡΑΒΟ

ΔΑΦΝΙΟ – ΠΟΡΤΟ ΚΑΓΙΟ

ΓΛΥΚΟΒΡΥΣΗ και ΑΣΩΠΟ

Έχεις παντού έναν Άγιο

Δε λογαριάζω κεραυνούς

Και δεν φοβάμαι χάρο

Τη γιάτρισσα έχω συντροφιά

Κι όλη τη Μάνη φάρο

ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΡΕΑΣ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Η αγάπη θέλει…»

(Ι)

Ήλθε απόψε το φεγγάρι

για να πει στο παλικάρι,

μην καρδιοχτυπά.

Την αγάπη να προσέχει,

μέσα στην καρδιά να έχει

κι ας φτεροκοπά.

Η αγάπη θέλει, χάδια και φιλιά,

ένα κονάκι και μια ζεστή αγκαλιά.

Η αγάπη θέλει, βήματα στα ύψη

κι όχι προβλήματα και θλίψη.

ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΡΕΑΣ

«ΝΕΑΝΕΣ»

(ΙΙ)

Βρήκε όμως ιχνηλάτες

πού ’χαν κυρτωμένες πλάτες

και τους χαιρετά.

Αν θα ιδήτε τον λεβέντη,

της αγάπης τον αφέντη,

να μη λησμονά.

Η αγάπη θέλει, χάδια και φιλιά,

ένα κονάκι και μια ζεστή αγκαλιά.

Η αγάπη θέλει, βήματα στα ύψη

κι όχι προβλήματα και θλίψη.

ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΡΕΑΣ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Με τ’ όνειρο»

(Ι)

Ξύπνησα με τ’ όνειρο, να κλαίω στην αυλή μου.

Πούλησα με τ’ όνειρο, την άχαρη ζωή μου.

Διάβασα με τ’ όνειρο, το μέλλον και την τύχη.

Ύψωσα με τ’ όνειρο, στη μοναξιά μου τείχη.

Δίκασα με τ’ όνειρο, δασκάλους, καλογήρους.

Γνώρισα με τ’ όνειρο, στην πάλη χίλιους γύρους.

Πέταξα με τ’ όνειρο, σ’ όλα τα όνειρά μου.

Μάζεψα με τ’ όνειρο, κομμάτια απ’ τη σπορά μου.

Κινδύνεψα με τ’ όνειρο, σε μακρινά ταξίδια.

Απόλαυσα με τ’ όνειρο, της μοίρας τα παιχνίδια.

ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΡΕΑΣ

«ΝΕΑΝΕΣ»

(ΙΙ)

Λογάριασα με τ’ όνειρο, κεφάλαια με τόκους.

Απέκλεισα με τ’ όνειρο, τους «γύψους» και τους «στόκους».

Ψιθύρισα με τ’ όνειρο, μύθους και παραμύθια.

Κοιμήθηκα με τ’ όνειρο, με χίλια κουτορνίθια.

Διασκέδασα με τ’ όνειρο, άδοντας σε μπαχτσέδες.

Προσπέρασα με τ’ όνειρο, τις βίλες με τεκέδες.

Ωρίμασα με τ’ όνειρο, σα νέος και σα γέρος.

Απόλαυσα με τ’ όνειρο, Εαρινά και Θέρος.

Δοκίμασα με τ’ όνειρο, να πιάσω τ’ όνειρό μου.

Προτίμησα με τ’ όνειρο, να σβήνω τ’ όνειρό μου.

Δε λύγισα με τ’ όνειρο, να κλάψω τ’ όνειρό μου.

Δε δίστασα με τ’ όνειρο, να χάσω τ’ όνειρό μου.

ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΡΕΑΣ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Όνειρα(;)»

(Ι)

Ταξιδεύω ως τα βάθη του ονείρου,

μέσ’ στα μήκη και στα πλάτη της Ηπείρου.

Στου Ολύμπου και στου Ταϋγέτου τις κορφές,

σε Θεών και σε δαιμόνων τις περιγραφές.

Τα όνειρα, μη σπαταλάς

και με φειδώ, πρέπει να τα ξοδεύεις.

Τον ύπνο σου, μην ξενυχτάς

και το Μορφέα, άλλο να μην κοροϊδεύεις.

Προχωρώ με τις τρελές πορείες των ονείρων,

τις μάσκες να χλευάσω «παραθύρων»

τους τάδε και τους δήθεν «να μαλώνουν»

με τον Ιούδα και το Μαμμωνά,

να ζευγαρώνουν…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Όνειρα(;)»

(ΙΙ)

Ταξιδεύω στα σκοτάδια των ονείρων,

παγετώνες και ερήμους των ηπείρων.

Ιμαλάϊων και Καυκάσου τις κορφές,

Βούδα, Λάμα κι όλων των Θεών μορφές.

Τα όνειρα, μη σπαταλάς

και με φειδώ, πρέπει να τα ξοδεύεις.

Τον ύπνο σου, μην ξενυχτάς

και το Μορφέα, άλλο να μην κοροϊδεύεις.

Τραγουδώ τις μελωδίες των αγνών ονείρων,

γεμίζω όλα τα κενά των αναπτήρων,

για να ανάβουν οι αδύναμοι «μεράκια»

και νοερώς να διώχνουν,

ατυχίες και φαρμάκια…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Οι τρείς κόρες»(ΑΡΕΟΠΟΛΗ – ΒΑΘΕΙΑ – ΛΑΓΙΑ)

Τρέχω στης Μάνης τη γιορτή,

δυό χείλη να τρυγήσω,

στην αμμουδιά του Κότρωνα

τρείς κόρες να κεντήσω.

Όμορφες σαν την Άνοιξη,

σαν της ψυχής κατάνυξη.

Η πρώτη τραγουδά τον έρωτα,

η δεύτερη μιλά γι’ αγάπη

κι η τρίτη η φαρμακερή

στου χάρου το κιτάπι,

κλείνει του χάρου μάτι,

μήπως και τον τρελάνει

κι άλλο κακό στη γή δεν κάνει.

Παίρνω της Μάνης ομορφιές,

μέσ’ στ’ όνειρο πλαγιάζω,

στου Ταϋγέτου τις κορφές

τρείς κόρες αγκαλιάζω.

Όμορφες σαν την Άνοιξη

σαν της ψυχής κατάνυξη.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Απληστία»

(Ι)

Τα χρόνια πέρασαν,

ήλθανε άλλα,

πέρασαν άλλα, πέρασαν άλλα

και πολλά άλλα ξαναπέρασαν,

ξαναπερνούν, προσπερνούν, ξαναπερνούν

και θα περάσουν κι άλλα κι άλλα,

η ζωή(;) στο μηδέν…

Τα πλούτη αβγάτισαν,

συνεχώς αβγαταίνουν, αβγαταίνουν για λίγους,

η χλιδή(;) περισσεύει…

Παιδιά όμως, κρυώνουν,

γεροντάκια, πεινούν,

μανάδες, στα μαύρα θρηνούν.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

(ΙΙ)

Οι τάφοι γεμίζουν μ’ αθώους,

με νιάτα, που δεν γνώρισαν

την Π α ν σ έ λ η ν ο,

που δεν έπαιξαν με τον έρωτα,

που δεν ονειρεύτηκαν,

που δε χόρτασαν τον ήλιο…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

(ΙΙΙ)

Παράνοια στις κινήσεις

και στις βουλές των προσωρινών, Μεγάλων…

Προσπερνούν τους αδύναμους,

αδικούν τους ανήμπορους και τους πονεμένους.

Τρέχουν, τρέχουν,

αχόρταγα κτήνη,

για να γκρεμίσουν φαμίλιες,

ευτυχισμένες αυλές,

παιδικές χαρές όλο ζωντάνια

και χαμόσπιτα που ευωδιάζουν…

Βιάζουν, καίνε, λεηλατούν,

για συγκομιδή λαφύρων,

για ύλη εφήμερη και υλικά αγαθά, άχρηστα.

Για προσφορά στο τζόγο,

για σπατάλες, χωρίς λόγο

και για τις πολυτελείς, ακριβοπληρωμένες

εξόδιες ακολουθίες των…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

V)

Όμως το τέρμα της ζωής,

για όλους είναι το ίδιο,

η ίδια ακριβώς πράξη.

Δημοκρατικότερος όλων,

ο χάροντας….

Δε γνωρίζει, από ρουσφέτια,

από διαπλοκές, από υπερτιμολογήσεις,

από μέσα, από, από, από…

Δε χαρίζεται σε κανέναν,

σε βασιλιά ή στρατιώτη,

σε πρωθυπουργό ή αγρότη,

σε επίσκοπο ή παπά,

σε βιομήχανο ή εργάτη…

Σε άνδρα ή γυναίκα…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Θα σου…»

Θα σου ψιθυρίσω με μια κιθάρα,

τώρα που τελειώνει

του καημού μας η μέρα

και πλαγιάζει ο ήλιος…

Θα σου ζωγραφίσω με ηχοχρώματα,

τώρα που ματώνει

τ’ ουρανού μας η άκρη

κι ωριμάζει η ζωή μας…

Θα σου ιστορίσω για κατορθώματα,

τώρα που μικραίνει

των ονείρων το ύψος

κι έρχεται λήθη για όλα…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Παίρνω»

(Ι)

Παίρνω της νύχτας τα καρφιά

κι ανοίγω ένα πηγάδι.

Μύρο να πίνουν τα πουλιά

απ’ του Θεού την αγκαλιά

κι απο της γής το χάδι.

Παίρνω της Άνοιξης ανθούς

και φτιάχνω ένα γεφύρι.

Δρόμο να έχουν οι φτωχοί,

άτυχοι και αμαρτωλοί,

στης γης το τρεχαντήρι.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

(ΙΙ)

Παίρνω της μάνας την ευχή

και μιάς αγάπης δάκρυ.

Να κλείσουν όλες οι πληγές,

για να δροσίζουνε πηγές,

σ’ όλης της γής τα μάκρη.

Παίρνω απο τα στάχυα τον καρπό

κι απ’ τα λουλούδια γύρη.

Με τα στεφάνια της ελιάς

και τους χυμούς μιάς κοπελιάς,

στης γης το πανηγύρι.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

(ΙΙΙ)

Παίρνω τη δύναμη αετών,

γι’ άφτερους πληγωμένους.

Για να πετάξουμε μακριά,

με το μερίδιο απ’ τη χαρά,

στης γης τους ξεχασμένους.

Παίρνω το αίμα της καρδιάς,

ποτίζω τα τραγούδια.

Τα στέλνω στα μικρά παιδιά,

σ’ όλου του κόσμου τα ορφανά,

στης γης τα Αγγελούδια.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Τη φύση καταργούμε»

Ό,τι ωραίο στη ζωή,

το λένε αμαρτία,

τον έρωτα, το φαγητό

και την οινοποσία.

Γονατιστές, λιβάνι,

ξορκίστε το ντουμάνι,

με λειτουργιές, ματζούνια,

να φύγουν τα μαμούνια.

Ό,τι μας δώρησ’ ο Θεός,

αντί να το χαρούμε,

το βλέπουμε σαν μίασμα,

τη φύση καταργούμε.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Οι δυό φίλοι»

Έλα να πιούμε μια ρακή,

να πούμε και δυό λόγια,

τα όνειρα για τη ζωή,

στου νού μας τα ρολόγια.

Έλα στου κόσμου τον τεκέ

να ονειρευτούμε οι δυό μας,

με της ψυχής τον αμανέ,

να πούμε τον καημό μας.

Έλα στης γής το μαγαζί,

να στρίψουμε τσιγάρο,

μιά ζεϊμπεκιά, οι δυό μαζί,

παραγγελιά στο χάρο.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Η ξενιτιά»

(Ι)

Η ξενιτιά είναι φωτιά,

είναι πικρή, είναι φαρμάκι…

Η ξενιτιά είναι σκληρή,

σαν στοιχειωμένος βράχος.

Είσαι μακριά, από φίλους, συγγενείς

και ζείς μονάχος.

Σε ποιούς να πείς μιά καλημέρα,

σε ποιόν να πείς δυό λόγια τρυφερά;

Στα ξένα είν’ ατέλειωτη η μέρα

και δεν υπάρχει, αφορμή για τη χαρά.

… Μα και στην αγαπημένη σου

Ελλάδα αν καθίσεις,

το γάλα και το αίμα,

της μανούλας σου θα φτύσεις…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Η ξενιτιά»

(ΙΙ)

Η ξενιτιά (;) Είν’ ασυγκίνητη,

δεν ξέρει, από έργα κι από λόγια.

Έτσι παραμένει, εντελώς ακίνητη,

μα, ξεκουρδίζει των εσταυρωμένων

τα ρολόγια.

Η ξενιτιά (;) Διπλός καημός,

ψάχνεις να βρείς, πού έχει φώς (;)

Και βρίσκεις, δάκρυα και ροζιασμένα χέρια.

Τις σάρκες να ξεσκίζουνε, οι θύμησες, οι έρωτες,

της απονιάς τα κοφτερά μαχαίρια.

Η ξενιτιά (;) Όλους μας μίσησε,

δεν μας λογάριασε καθόλου.

Τα πιό ωραία χρόνια μας, τα λήστεψε

και μας οδήγησε στα χνάρια

του διαβόλου.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Θέλω μια νύχτα»

Θέλω μια νύχτα να σ’ ονειρευτώ,

σ’ ακρογιαλιές, σε παραδείσους…

Να μην τελειώνει τ’ όνειρο,

να μην τελειώσ’ η νύχτα.

Μέσ’ στο γλυκό χαμόγελο

και στου κορμιού τη γλύκα.

Πάντα να ζω στο όνειρο,

για πάντα μέσ’ στη νύχτα.

Θέλω μια νύχτα να σ’ ονειρευτώ,

σ’ ακρογιαλιές, σε παραδείσους…

Θέλω μια νύχτα…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Καημοί και αδικίες»

Στην ταβέρνα χθες το βράδυ,

σμίξανε καημοί και αδικίες.

Έδωσαν στη νύχτα το στερνό της χάδι,

κέρασαν ρετσίνα το σκοτάδι

κι έκαναν καντάδες, στου νου τις συνοικίες.

Ξύπνησαν βάσανα, πόθοι κι όνειρα,

σιγοτραγούδησαν κρυμμένοι έρωτες

και της αυγής οι νυσταγμένοι.

Μίλησαν άφωνοι, θαμμένοι άρχοντες,

γλυκοφτερούγισαν οι μόνοι κι έρημοι

και της ζωής οι σταυρωμένοι.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Να μην τελειώσ’ η νύχτα»

Τα μαγεμένα βράδια,

στις ακροθαλασσιές,

όλο φιλιά και χάδια

και χίλιες αγκαλιές.

Ονειρεμένες νύχτες,

στην άμμο, στα βραχάκια,

διώχνουν οι λεπτοδείχτες,

της μέρας τα φαρμάκια.

Και χτίζουν τα γλαρόνια

σ’ ερωτικές φωλιές,

τ’ ανέμελά τους χρόνια,

γι’ αγόρια, κοπελιές.

Να μην τελειώσ’ η νύχτα,

ν’ αργήσει το πρωί,

τ’ Αυγούστου η ορχήστρα,

να φέρει, Κυριακή.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Η Ζωή και τα όνειρά μας»

(Ι)

Μιά κάμαρη σου φτιάχνω με αγιόκλημα

με κατιφέδες στην αυλή, στο λιακωτό σου,

θα στρώνω τις στιγμές σου με τριαντάφυλλα,

θα ζωγραφίζω με φιλιά το όνειρό σου.

Μιά όαση σου φτιάχνω με αετόφτερα,

θα κελαηδούν αηδόνια στο προσκέφαλό σου,

οι Μούσες θα χορεύουν με τ’ απόβραδα,

παιδιά θα νανουρίζουν τ’ όνειρό σου.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

(ΙΙ)

Μια θάλασσα σου φτιάχνω με ανθόνερα,

μ’ ένα νησάκι από γιούσερ και μαργαριτάρια,

θα κολυμπάνε οι χαρές σου με τα όνειρα

και οι γοργόνες θα δικάζουν της ζωής τα συναξάρια.

Μία σπηλιά ζεστή με διαμαντόπετρες,

θα είναι η αιώνια φυλακή μας,

προσκέφαλο γλυκό οι αναμνήσεις μας

και μι’ ανθισμένη μέρα του Μαγιού,

θα βρει το τέλος…

τ’ όνειρό μας

κι η Ζωή μας…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Θέλω να μείνω στ’ όνειρό μου»

Είδα την πρώτη αγάπη μου,

χθες βράδυ στ’ όνειρό μου.

Στα μάτια είχε θάλασσες

κι από χρυσάφι τα μαλλιά.

Τα χείλη της, θυμίζανε

από ηφαίστειο λάβες

και το κορμί της,

έβγαζε φλόγες και ομορφιά.

Θέλω να μείνω στ’ όνειρό μου,

να μην ξυπνήσω το πρωί.

Θέλω να ζήσω στ’ όνειρό μου,

αυτό που μου ’κλεψε η ζωή.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Η ζωή είναι σαν όνειρο»

Η ζωή είναι σαν όνειρο,

έρχεται και φεύγει βιαστικά,

σου σκάει ένα γλυκό χαμόγελο

και σ’ ανεμίζει το μαντήλι, οριστικά.

Η ζωή είναι σαν όνειρο,

έως ότου γνωριστείτε, θα χαθείς,

να η αυγή, να και τ’ απόβραδο

και στον αιώνιο ύπνο, θ’ αφεθείς.

Η ζωή είναι σαν όνειρο,

τρέχει, δεν λογαριάζει τον καιρό,

το γλυκοχάραμα, σου γνέφει με χαμόγελο,

και το ηλιοβασίλεμα, σου φτιάχνει το σταυρό.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Το βλέμμα της φόνισσας»

Ένα βράδυ Χειμωνιάτικο

με πανωφόρι το χιονιά,

το κράταγες Μανιάτικο,

πώς να δικάσεις το φονιά (;)

Το βλέμμα της Σωτήραινας,

στο λιακωτό του κόσμου,

χαμόγελο μιάς ύαινας

και χάθηκε το φώς μου.

Ένα χάδι Ανοιξιάτικο

χαροκαμένο μου παιδί,

στεφάνι μου Μαγιάτικο,

ποιός στα σκοτάδια να σε ιδεί (;)

Το βλέμμα της Σωτήραινας,

στο λιακωτό του κόσμου,

χαμόγελο μιάς ύαινας

και χάθηκε το φώς μου.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Μίση και πάθη»

(Ι)

Του κόλησαν την ρετσινιά,

κάτι παλιόπαιδα,

του κάρφωσαν δυό μαχαιριές,

πισώπλατα.

Δε νοιάστηκαν οι συγγενείς,

ούτε κι οι φίλοι του,

για να του βρέξουνε λίγο νερό,

στα χείλη του.

Η μάνα του, μονάχη αλυχτά,

πάνω στα αίματα

και οι κατάρες της αντιλαλούν,

σ’ όλα τα ρέματα.

Κι ένα κορίτσι, κρυφά παρακαλεί,

να μην πεθάνει,

η πρώτη αγάπη της…

και φουρκιστεί *

κι αυτή στη Μάνη…

*Αυτοκτονήσει, με θηλειά στο λαιμό της

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Μίση και πάθη»

(ΙΙ)

Γεννήθηκε αρχόντισσα,

όμορφη σαν την Άνοιξη,

γεμάτη ανθούς.

Βαφτίστηκε βασίλισσα,

κάνοντας τις «άσχημες»

να βγάζουνε αφρούς…

Όλους τους γαμπρούς απ’ το παζάρι,

νόμιζαν, η Δημητρούλα θα τους πάρει.

Είχανε βαριά φαρμακωθεί

και στην κακία όλες αφεθεί…

Παντού την ρουφιανεύανε,

τάχα, την προστατεύανε…

Μ’ αυτή, απ’ όπου κι αν περνούσε,

όλους τους άντρες συγκινούσε…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

(ΙΙΙ)

… Ζούσε με την αδελφή της,

είχανε κοιμηθεί οι γονείς της.

Ήταν απροστάτευτη από άντρα

κι οι άναντροι, πηδήξανε τη μάντρα.

Την αρπάξανε οι λύκοι και τα χιταριά

θάτανε, καμία τριανταριά…

Στα μπουντρούμια τ’ Αη – Νικόλα,

της κάναν τα μαρτύρια όλα…

Με την σειρά τη βιάζανε,

μερόνυχτα την κουρελιάζανε…

Είχαν κάνει την καρδιά της χώμα,

μα την βασανίζανε ακόμα…

Είχαν κάνει λυώμα το κορμί της,

κάθε λεπτό, σταυρώναν την ψυχή της…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

V)

… Σκοτώστε με,

εκλιπαρούσε,

σκοτώστε με, σκοτώστε με,

τους δήμιους παρακαλούσε…

… Μα η Δημητρούλα,

η Αγία,

πιά δεν ζούσε…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

Σημείωση: Είναι πραγματική ιστορία. Ολόκληρο το ποίημα είναι εβδομήντα σελίδες. Επειδή αναφέρεται σε πρόσωπα, που είναι στη ζωή (δυστυχώς), δεν θα το δημοσιεύσω ακόμη.

Τ.Λ

«Ο εμφύλιος στη Μάνη»

(Ι)

Προχθές, το Σαββατόβραδο

ρίχναν στη Μάνη τουφεκιές,

οι σφαίρες απ’ το Οίτυλο,

ως της Λαγκάδας τις συκιές. ή (στροφές)

Χτυπάει ο Γιάγκος την καμπάνα,

τρέχει η χαροκαμένη μάνα:

«Μην είδατε γειτόνοι το Γιωργή (;)

Δε θέλω και τον τέταρτο,

να μου τον φάει η γή.

Το Χρήστο μου, τον κάψανε,

τον Άρη μου, τον μαχαιρώσαν,

το Στέλιο μου, τουφέκισαν

σε λάκκο με ασβέστη τον εχώσαν».

«Μην είδατε μανάδες, το στερνό μου το παιδί (;)

Για ’θα καώ η δύστυχη, μέρα να μη με ιδεί»

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

(ΙΙ)

Και με τον πόνο της καμπάνας,

περνούν χίλιες σκηνές, απ’ το μυαλό της μάνας.

… Όλοι γυρνούν δαιμονισμένοι,

στο αίμα είναι βουτηγμένοι.

Πως αγαπάνε, λένε, την Ελλάδα

και μαχαιρώνονται αράδα.

… Ώσπου να βασιλέψει ο ήλιος,

πρέπει να θάψει, άλλους εφτά ο παπά – Σπήλιος

… Ξεκλήρισαν από «παιδιά*» οι φαμελιές

κι έμειναν, μαυροντυμένες κοπελιές.

… Της Παναγιάς, μεθ’ αύριο,

θε ’να σβηστεί ο ήλιος,

μη τύχει και ξυπνήσουνε

και σταματήσει ο εμφύλιος.

… Θυμάται η δόλια μάνα,

ξανά θυμάται,

για χρόνια τώρα,

δεν κοιμάται…

*Έτσι αποκαλούν τα αγόρια

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

(III)

Χθές, το Δεκαπενταύγουστο

ρίχναν στη Μάνη τουφεκιές,

το Γιωργή με τη Μαριώ παντρεύουνε

κι έχουνε στα χωριά γιορτές.

Τρέχει ευτυχισμένη η μάνα,

τραγουδάει μαζί με την καμπάνα:

«Ελάτε γειτόνοι, χωριανοί,

άλλο κακό να μη μας βρεί.

Παντρεύω απόψε το Γιωργή μου,

όλοι να γλεντήστε στην αυλή μου.

Θα κάμω κόρη, τη Μαριώ του Γιάννη,

ντύθηκε στα γιορτινά η Μάνη.

Τέλος μίση, πάθη και βεντέτες διχασμού,

τέρμα οι φόβοι κι οι αγρύπνιες…

Απόψε σας μελώνω δίπλες,

για να φάτε του σκασμού».

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

(IV)

… Πιο φωτεινός,

βγαίνει από χθές ο ήλιος,

γιατί στη Μάνη,

θάφτηκε ο εμφύλιος…

Σημείωση: Η συλλογή μου «Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΣΤΗ ΜΑΝΗ» είναι μια σειρά από ογδόντα ποιήματα. Δεν έχουν δημοσιευτεί έως τη στιγμή αυτή επειδή αναφέρονται σε πραγματικά γεγονότα, σε οικογένειες και σε γνωστά πρόσωπα.

Ίσως, εκδοθούν μελλοντικά.

Τ.Λ

Υ.Γ :Σ’ αυτούς τους στίχους, χρησιμοποιώ έναν ιδιαίτερο τρόπο έκφρασης, λεξιλογίου, που χρησιμοποιούν στο χωριό μου και γενικά στην πατρίδα μου Μάνη.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Χάθηκα»

Κλείστηκα στη Βάθεια σ’ έναν πύργο

κι έμαθα του έρωτα τον τρύγο,

χάθηκα, μέσ’ στις ομορφιές,

μέσα στο χρόνο, χάθηκα.

Του Ταίναρου ο ουρανός,

πιό φωτεινός, πιο γαλανός,

σ’ ανοίγει φυλλοκάρδια.

Στου Κότρωνα την αγκαλιά

κι από της Λάγιας τα φιλιά,

ονειρεμένα βράδια…

Στης Μάνης μας τα χάδια…

Γεύτηκα το άρωμα της Μάνης,

σ’ ό,τι αγγίζω, σ’ ό,τι πιάνεις,

γνώρισα τις γλυκολαλιές

και τις αγάπες γνώρισα.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Στα βράχια»

Για τη χαρά ξεκίνησα

κι αντάμωσα τη λύπη.

Τη φύση δεν εκτίμησα,

μόνιασα με τη γρίπη.

Στα βράχια στις ξερολιθιές,

με της ματιάς τις μπαλοθιές,

διχάστηκε ο φθόνος.

Στ’ ακρώρια και στα γαλανά,

στους λόγκους και στο πουθενά,

περίσεψε ο πόνος.

Με τη χαρά βρεθήκαμε

και θάψαμε τη λύπη.

Τη φύσημας γευθήκαμε

κι αρρώστησε η γρίπη.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Γοργόνα απ’ το Πόρτο – Κάγιο»

Στη Βάθεια σε βαφτίσανε,

σου ’δώσαν τα προικιά σου,

μέσα σε πύργο κλείσανε

τη νιότη, τ’ άρωμά σου.

Γοργόνα απ’ το Πόρτο – Κάγιο,

έχεις φύλακά σου Άγιο,

που σου χτίζει και τα χρόνια,

με της Μάνης τα κοτρώνια.

Στο Ταίναρο σ’ αντάμωσαν,

να πλέκεις τα μαλλιά σου

και στην καρδιά σε λάβωσαν,

να πάρουν τα φιλιά σου.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Όρμησες στα βαθιά»

Σε μαγεμένα ακρογιάλια

και στου κορμιού φωτιές,

ανοίγουν τα κανάλια

του έρωτα οι ματιές.

Σε ανθισμένα μονοπάτια

των αετών φτερά,

ανοίγουν σκαλοπάτια

στου πόθου τη χαρά.

Σε φλογισμένα πρωτοβρόχια

με της ψυχής σπαθιά,

κομμάτιασες τα βρόχια

κι όρμησες στα βαθιά.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Μια πληγή»

Τη μέρα και τη νύχτα,

σε σχόλη, σε γιορτή,

στη Βάθεια και στην Κοίτα,

πετούσες σαν πουλί.

Έψαχνες και ρωτούσες

στις ρούγες, στα στενά,

αυτή που αγαπούσες,

αν είδαν πουθενά.

Σ’ όλη τη Μάνη τρέχει,

απ’ το βράδυ ως την αυγή

και λογισμό δεν έχει,

την τρώει μια πληγή.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Δάνεισες τα κλειδιά σου»

Στη λεωφόρο με τα φώτα

Και στη μικρή νησίδα,

Εκεί σε πρωτοείδα

Και μ’ άνοιξες την πόρτα,

Να μπώ στα εσώψυχά σου,

Στην άδεια κάμαρά σου.

Δεν είμαι σαν και πρώτα

Χαθήκανε τα φώτα,

Πέταξε κι η νησίδα

Και δεν σε ξαναείδα.

Δάνεισες τα κλειδιά σου,

Κλείδωσαν την καρδιά σου.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Το κύμα»

Έρχεται ένα κύμα και ρωτά

κι όλο με γλυκοχαιρετά:

«Μην είδες τη γοργόνα;»

Να του μιλήσω δεν μπορώ,

γιατί κι εγώ την αγαπώ,

χρόνια στον Πλαταμώνα.

Φεύγει το κύμα ένα πρωί,

τραβάει για την ανατολή

μήπως την συναντήσει.

Φθάνει στην ακροθαλασσιά,

με του έρωτα τη φορεσιά,

μαζί της για να ζήσει.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Στης Μάνης τα σκαλιά»

Ήλθες στο Γέρο – Λιμένα,

βράδια μου ονειρεμένα,

μέσ’ στα κύματα του νού.

Άνοιξες και τα φτερά σου,

στα σοκάκια της καρδιάς σου,

μέσ’ στο χρώμα τ’ ουρανού.

Ήλθες πάνω στην αιώρα,

με του έρωτα τη μπόρα

στο Σκουτάρι με φιλιά.

Ο Ταΰγετος σου γνέφει

και με ομορφιές σε τρέφει,

μέσ’ στης Μάνης τα σκαλιά.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Ταξίδι στη Μάνη»

Το ταξίδι στο Ταίναρο,

μιά επίσκεψη στον Παράδεισο,

απ’ την πύλη του Άδη.

Το ταξίδι στην Μάνη μας,

χαμόγελο στο σκοτάδι μας,

ομορφιάς θείο χάδι.

Το ταξίδι μας στον Ταΰγετο,

πανσέληνος μέσ’ στον Αύγουστο,

ερωτευμένων καυτό βράδυ.

… Τα ταξίδια μας, μέσα στα όνειρα,

στην Αρεόπολη, στη Λάγια,

στο Γύθειο, στο Πόρτο – Κάγιο,

στον Κότρωνα…

Στην έξω και στη Μέσα Μάνη….

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Μάνη αγαπημένη»

(Ι)

Φτερά μου βάζει η χαρά,

όταν περνώ στη Μάνη,

γίνομ’ αητός στον Αλμυρό

και στις Κιτριές, γεράνι.

Δε λογαριάζω κεραυνούς

και δε φοβάμαι χάρο,

Βέργα, Μαντίνειες και Δολούς

κι όλη τη Μάνη, φάρο.

Βαρούσι και Προσήλιο,

Κάμπος και Καρδαμύλη,

Τσέρια, Προάστιο, Γαϊτσιές,

η Μάνη (;) Είναι στολίδι.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

(ΙΙ)

Δε λογαριάζω κεραυνούς

και δε φοβάμαι χάρο,

Ξωχώρι, Σωτηριάνικα

κι Άγιο – Νικόλα, φάρο.

Σαν πας Νιοχώρι και Μηλιά,

στην Πλάτσα, στη Σαϊδόνα,

Άγιο – Δημήτρη και Πηγή,

θα φτάσεις, τον αιώνα.

Δε λογαριάζω κεραυνούς

και δε φοβάμαι χάρο,

με την Καστάνια συντροφιά

και με τον Πύργο, φάρο.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

(ΙΙΙ)

Σε Ίσνα, Πιάλα, Αράχωβα

και Ρίγκλια, το χωριό μου,

Σβίνα, Τραχήλα, Νομιτσί,

κοιμούνται στ’ όνειρό μου.

Δε λογαριάζω κεραυνούς

και δε φοβάμαι χάρο,

Πολιάνα και Χοτάσια

κι όλη τη Μάνη, φάρο.

Σαν πας Λιμένι, Οίτυλο,

Τσίπα, Καραβοστάσι,

Λαγκάδα και Κουτήφαρι,

Θεέ μου! Τι έχεις φτειάσει (;)

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

V)

Δε λογαριάζω κεραυνούς

και δε φοβάμαι χάρο,

έχω τη Στούπα συντροφιά

κι όλο το Λεύκτρο φάρο.

Έχω το Λεύκτρο συντροφιά

κι όλη τη Μάνη, φάρο,

δε λογαριάζω κεραυνούς

και δε φοβάμαι, χάρο.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»