Εν ονόματι του Ελληνικού Λαού

Μια καλλικέλαδη ατελής φωλιά

αρμενίζει στο δεντράκι της ζωής,

ολομόναχη, αβοήθητη, ξεχασμένη απ’ τους Θεούς.

Με κλαράκια γνώσης από το παρελθόν,

σχηματίζει παραπήγματα και ουρανούς,

στις αποχρώσεις φτερωτών του μέλλοντός μας.

Απόμακρα μελωδικά τιτιβίσματα

ασφυκτιούν στις συννεφογραμμές του ορίζοντα,

σκαλίζοντας τις οξυδώσεις βουνοκορφών

και Πασχαλιάτικων άσεμνων ευχών

του μισεμού…

 

Ο απόηχος της μάνας αντίλαλος των κυττάρων

κι ερεθισμός αιμοπεταλίων δειλινού σχόλης.

Στα καλέσματα της ξόβεργας αντιστέκονται

ευνούχοι πειρατές κι άλικοι επιβήτορες,

πάντοτε με στολές παραλλαγής…

Κάτω από λίμνες και προσμονές εξουσιών,

χειροκροτήματα κι επευφημίες ανακωχής…

Οι ψυχές σε παράλληλους δρόμους

που δεν ανταμώνουν ποτέ,

που δεν ομιλούν ποτέ.

Που δε συναλλάσσονται με παράσιτα

και κρεατομηχανές νουθεσίας

και πολιτισμού…

 

Επευφημίες, ζήτωσαν και χειροκροτήματα

από ξεχασμένα νούφαρα παραζάλης

κι από εξουθενωμένες πυγολαμπίδες

εμπροσθοφυλακής…

«Όλα βαίνουν καλώς…

Και συμφώνως τω νόμω…

Κι εν ονόματι του Ελληνικού Λαού…»

Καληνύχτα Αλέξανδρε, όνειρα γλυκά

Ένα παιδί στον ύπνο του, είδε μαύρους αγγέλους.

Εξύπνησε με κλάματα, στου κόσμου του την κούνια.

Η μάνα του στην ξενιτιά και η μητριά κοιμόταν.

Στα καμπαρέ ο πατέρας του, ξημεροβραδιαζόταν.

Η αδελφή του μακριά και μικροπαντρεμένη.

Στην πρέζα ο πρωτότοκος, ποιός να τον συμμαζέψει;

Θυμόταν τον γλυκό παππού και της γιαγιάς το γέλιο.

Στης ευγηρίας το γιαπί, τους είχαν μπαζωμένους

και ο μικρός Αλέξανδρος αρχίζει το τραγούδι:

Άχ! Ταξιδιάρη Ήλιε μου και κοσμογυρισμένε,

πώς μαύρισαν οι άγγελοι, από ηλιοθεραπεία;

Μαυρίσαν απ’ τ’ απόβλητα, πετρέλαια, σκουπίδια;

Απ’ τους πολέμους μαύρισαν, τις βόμβες μεγατόνων;

Απ’ τα σκληρά ναρκωτικά, όπως κι ο αδελφός μου;

 

 

Από του κόσμου τους καημούς, την πείνα και τη φτώχια;

Μήπως απ’ την αμορφωσιά, τα νάιλον, την ύλη;

…Δεν πήρ’ απόκριση καμιά, ο ύπνος πάλι ήλθε.

Και με τη σκέψη του αγκαλιά, τον γλυκονανουρίζει.

– Αλέξανδρε βλαστάρι μου, κοιμήσου να ξεχάσεις,

του κόσμου τ’ αδιανόητα και όλες τις ασχήμιες.

Δεν θα αλλάξει τίποτα, οι άνθρωποι χαθήκαν.

Ναρκώθηκαν αισθήματα και τα παιδιά πληρώνουν.

Όλοι μισούνε τη ζωή και κόλαση την κάνουν.

Οι άγγελοι μαυρίσανε, ασπρίσαν τα κοράκια.

Αντί να μας κερνούν κρασί, μας δίνουνε φαρμάκια.

Και διαφεντεύουν τη ζωή, του θάνατου γεράκια…

Καληνύχτα Αλέξανδρε,

Όνειρα γλυκά,, δίχως αγγέλους…

Σκουπιδαριό

Μοναδική παραγωγή, έχουμε τα σκουπίδια

και οξυγόνο στη ζωή, δασών αποκαΐδια.

Γεμίζουν οι χωματερές, νομότυπες και όχι,

με χρήσιμα και άχρηστα, στης ύλης την απόχη.

Σακούλες, νάϋλον, χαρτιά, σερβιέτες, μπέϊμπυ-λίνα,

κονσερβοκούτια, τρόφιμα, στρώματα, κομοδίνα.

Χαρτόκουτα; Ως το Θεό «Σαββάτο μεσημέρι»

Υγεία, Κάλλος, Ομορφιά; Λίγο μας ενδιαφέρει.

Αρκεί να φύγουν από ’μας «ας τα ξεφορτωθούμε»

τις επιπτώσεις πούρχονται, «παιδιά μας» θα τις βρούνε.

Η υπερκατανάλωση, η αλόγιστη σπατάλη,

της «ύλης ο παράδεισος» φέρνει αυτό το χάλι.

Το όζον αφανίζεται, λιώνουν οι παγετώνες,

Σαχάρα ο πλανήτης μας και στις ψυχές; Τυφώνες.

… Να λειτουργούν αυτόματα, δίχως να κουραστούμε

και όταν έλθουν δύσκολα; Πού χώρος να κρυφτούμε;

Μετριότητες

Φωστήρες, κούτσουρα, και βλήτα, ΑΕΙ, ΤΕΙ σπουδάζουνε(;)

οι πτυχιούχοι τι θα γίνουν; Ποίον νοιάζει; Ποίοι νοιάζονται;

Ανοργανωσιά και βάλε, δίχως πρόγραμμα βαδίζουν,

τα νιάτα περιπαίζουνε και τη ζωή εμποδίζουν.

Πούν’ οι βοηθοί τεχνίτες; Πού ’ναι τα καλφόπουλα;

Δημόσιο, όλοι γουστάρουν κι ολίγα τα ευρώπουλα.

Αρκεί να μη σκοτίζονται, να μην ιδρωκοπάνε,

πάντα να είναι αραχτοί και να ψωλ…ράνε.

Υπάρχουνε κι οι «δυνατοί» δεν τους χωρά ο τόπος,

ξένα πανεπιστήμια; Εκεί υπάρχει τρόπος.

Μ’ αυτούς τους επιστήμονες, τις έδρες τους κοσμούνε

και στην πατρίδα πάντοτε, τους μέτριους βοηθούνε.

Να μη φανεί η γύμνια τους, τα μαύρα τους τα χάλια,

σ’ όσους επάνω σηκωθούν, τους κόβουν τα κεφάλια.

Μας κυβερνούν ανίκανοι, που δίνουν υποσχέσεις,

αν προχωρήσουμε μ’ αυτούς, τότε να με χέσεις…

 

Μ’ αγράμματους τα ’βγάζουνε, πολύ παλικαρίσια,

οι μορφωμένοι «δε μασούν» κάνουν δουλειές στα ίσια.

Ημιμαθείς; Πορεύονται, το Έθνος… Προς τα πίσω.

Οι ειδικοί; Στ’ αζήτητα… Τα νιάτα, θα ψηφίσω.

Άσχετοι, κομματόσκυλα, όλοι σε Υπουργεία,

στους ταλαντούχους, άξιους, βγάζουν την Παν…α.

Έχεις γνωστό για γλύψιμο; Βολεύτηκες παράνομα,

με την αξία σου, μηδέν… πίκρες και παρανάλωμα.

Η κρατική μας μηχανή, με ποιούς θα προχωρήσει;

… Και των ευρώ η διαρροή, σα χαλασμένη βρύση.

Κομπίνες στ’ ασφαλιστικό και στο χρηματιστήριο,

στις αγορές, στα καύσιμα… Για το φτωχό, μαρτύριο.

Επάνω που συνήθιζε το χόντζα το γαϊδούρι,

τ’ αλλάξανε και το σανό, του δίνουν κανναβούρι.

Να μαστουρώνει ολημερίς, άλλο, να μη ζητάει,

τη δόση μόνο ν’ απαιτεί, στο ψέμα να πετάει…

 

Ξενομανία

Η γλώσσα μας κατάντησε, άλλων εθνών η δούλα

και από μήτρα των γλωσσών, ΓαλλιδοΑγγλιδούλα.

Σόρι, εξκιούσμι και μερσί, μπιουτφούλ, θένξ και αμσόρι,

εκφράσεις προτιμότερες, από θρασύ υβρεολόγι.

Με την παγκοσμιοποίηση, χάνει ο γυιός τη μάνα,

χάνουμε ήθη κι έθιμα, αχ! Αμερική πουτ…α.

Μας ’κάναν οι Αρχαίοι μας, παχύδερμα σε ζούγκλα,

τον Παρθενώνα άφησαν κι όλοι εμείς στη στρούγκα.

Έκαναν οι Αρχαίοι μας… Αυτά, ετούτα, εκείνα…

Και «επαναπαυόμαστε» στην τσιμεντοΑθήνα…

Ήταν η πόλη των Σοφών, Δημιουργών, Δασκάλων

και πιθηκίζουμε εμείς, στα άσχημα των άλλων.

Αν ήταν λίγο διαφορετικά κι οι πρόγονοί μας; Κάφροι,

ίσως και να προσέχαμε, να βρίσκαμε μιάν άκρη.

Δεν θα «δημιουργούσαμε» μ’ ανούσιες κουβέντες,

με τσιπουράκι, φραπεδιά, ρηλάξ κάτ’ απ’ τις τέντες.

Κάτι θα φτιάχναμε κι εμείς, για τα παιδιά κι εγγόνια

και να μην «τρώμε έτοιμα» απ’ τους Αρχαίους χρόοονια.

Στις δάφνες του όποιος κάθεται, έχει απώλειες μόνο,

Δημιουργίες στη ζωή κι όχι χαμένο χρόνο…

Η ακρίβεια

Εδώδιμα, αποικιακά, κρεοπωλεία, άνθη,

επάνω πήγαν οι τιμές και το ευρώ, ευφράνθη.

Καφέδες, αναψυκτικά, γλυκά και μεζεδάκια,

ενοίκια, εισιτήρια… Μισθοί; Στα «θυμαράκια».

Λαχανικά, ζυμαρικά, αυγά, τυριά, ψωμάκι,

έγιναν απλησίαστα, αφού οι τιμές…Φαρμάκι.

Θέλεις κανένα ψαρικό ή θες άγρια χόρτα;

Θα την βολέψεις με αβγά… Και γκόμενα την κότα.

Το βακαλάο διατηρούν, σε ειδικές θυρίδες,

μαζί με τα θαλασσινά, μαλάκια και γαρίδες.

Μόν’ οι ληστές με διάρρηξη, μπορεί να τ’ αποχτήσουν,

ο μισθωτός κι ο γεωργός; Ούτε θα τ’ ακουμπήσουν.

Και ο κυρίαρχος λαός; Φακές ή φασουλάδα,

για να μπορεί με τις κλαν…ς να μάχεται… Ελλάδα.

Τίποτα δε μας άφησαν οι εκάστοτ’ εξουσίες…

Ελπίδες, όνειρα… Λοιπά… Μέσα σ’ ακαθαρσίες…

… Και λίγο σέξ;

Ξενοδοχείο υπέρλούξ, το στρώμα πουπουλένιο,

το μπάνιο ’ναι φανταστικό, το μπάρ «εξοπλισμένο».

Ζεστό νερό πάντα θα ’βρεις, με καθαρές πετσέτες,

μοσχοβολούν οι χώροι του, λάμπουν οι τουαλέτες.

Οι φωτισμοί; Φανταστικοί, ατμόσφαιρα σου κάνουν

και όσες είναι «δύσκολες» μονάχες τους τα βγάνουν.

Να ζήσει στον Παράδεισο, για μερικές ωρίτσες

κι αν δε φερθείς «αντρίκεια» φεύγεις με πατερίτσες.

Λίγο η πολυτέλεια, λιγάκι τα… κρεβάτια,

πρέπει εν πρώτοις φίλε μου, να της πετάξεις μάτια.

Εάν… ετούτο δε συμβεί, χαμένος από χέρι,

πώς θα την σκίσεις έλεγες… Ξουράφι ή μαχαίρι;

Γι’ αυτό τα παίρν’ η γκόμενα και σου πετάει μελάνι,

σε τέτοιο χώρο ερωτικό, την άφησες χαρμάνι.

Αν ήταν να αυνανιστεί, καλλίτερα στ’ αυγά της,

σουίτες με ατμόσφαιρες, βλέπει και στα όνειρά της.

Υπάρχουνε και δονητές, ντούροι, με μπαταρία,

και χαίρονται οι «νηστικές», δίχως ταλαιπωρία.

Όλα εισαγωγής;

Πατάτες απ’ την Αίγυπτο, λεμόνια Βραζιλίας

και το τυρί Ολλανδικό, ξηροί καρποί Τουρκίας.

Κοτόπουλα Κινέζικα, αρνάκια Ζηλανδίας

ο μόσχος είν’ Εγγλέζικος, μπαχαρικά Ινδίας.

Τα όσπρι’ από το Πακιστάν, το μέλι Βουλγαρίας,

Ιταλικά ζυμαρικά, το γάλα, Ουγγαρίας.

Τα βούτυρα Ρουμάνικα, αλλαντικά Τσεχίας,

(οι οίνοι όλοι Γαλλικοί), η βότκα ’ναι Ρωσίας.

Λαθραία τα τσιγάρα μας, τα πούρ’ απ’ την Αβάνα,

τίποτα δεν παράγουμε, «του γαμ…με, τη μάνα».

Παιχνίδια κι ότι φαντασθείς, εκ ΤΑΪΒΑΝ πηγάζουν,

πιάνα, κιθάρες και πνευστά, τις μάρκες τους αλλάζουν.

Να φαίνοντ’ Ευρωπαϊκά, ο κόσμος να τσιμπάει

και φυσικά σ’ εισαγωγείς, τριπλάσια ν’ ακουμπάει.

Ανέκαθεν, μα πιο πολύ σήμερα τα βαφτίζουν,

αλλάζουν χώρα εισαγωγής κι έτσι τα «εξ’αγνίζουν»

Το χασίσι Αλβανικό; Καλαμών, αξίας,

οικονομάνε τα διπλά, λόγω υπεραξίας.

Ο άνθρωπος και τα ζώα

Τα ζώα είναι φίλοι μας, εμείς οι μόνοι εχθροί τους,

στη φύση ζουν αρμονικά, μα όχι εμείς μαζί τους.

Τα ζώα μας, πολύ πιστά, ποτέ δε μας προδίνουν,

εμείς τα βασανίζουμε κι αυτά, στοργή μας δίνουν.

Ο Άργος εκαρτέραγε, χρόνια τον Οδυσσέα

κι ένας ποιμενικός λευκός, τον Γκάτσο στην Ασέα.

Λιοντάρια, τίγρεις, ύαινες, πάνθηρες και αρκούδες,

δε θα σου κάνουνε κακό κι αυτά που λένε μπούρδες.

Τα φίδια, οι κροκόδειλοι, σκυλόψαρα, δελφίνια,

τον άνθρωπο υπηρετούν, αλλά μας τρώει η γκρίνια.

Εμείς τα εξοντώνουμε, με όπλα, με παγίδες,

μα θα μου πεις κι ο άνθρωπος, λίγες έχει ελπίδες.

Αυτοκτονεί καθημερινά, με χίλιες εφευρέσεις,

το τέλος του ψάχνει να ’βρεί, αν ζήσει, να με χέσ…

«Φροντίζει» να καταστραφεί, με δημιουργήματά του,

π’ αντί να τον υπηρετούν, είναι αυτά η θηλειά του…

Το κινητό σου

Η αγορά κατάντησε, τράπεζα κερδοσκόπων,

με καταθέσεις αγροτών, αίμα κι ιδρώτα κόπων.

Οι εργολάβοι, τα ευρά, ευρά κι οι αβανταδόροι,

ο οικοδόμος, το μυστρί, ίσως και πηλοφόρι.

Τηλεφωνίες, κινητά, τα σταθερά, τα πάγια,

μ’ ένα αρχ…ι στο αυτί, λέτε και σούχουν μάγια.

Δεν κάνεις βήμα δυστυχώς, χωρίς το κινητό σου,

προτεραιότητα σ’ αυτό, μετά στον εαυτό σου.

Αν ήταν υπηρέτης σου, βεβαίως σε βοηθάει,

μα έγινε αφέντης σου, στα όρθια σε γαμ…

Αν πεις για τους λογαριασμούς; Σε πιάνει η καρδιά σου,

αφού με ένα δεν μπορείς, τρία τα κινητά σου.

Μη ήχους διαφορετικούς, για να τα ξεχωρίζεις,

και ταυτοχρόνως αν χτυπούν, την τύχη σκυλοβρίζεις.

Ούτε και για κατούρημα, χωρίς τη συσκευή σου,

πρώτα ταχτοποιείς αυτή κι ύστερα το βρακί σου.