Μεθώ στα ξεχασμένα

Αγναντεύω στον ορίζοντά της,

μελαγχολώ, προβληματίζομαι,

αδιαφορώ και εξαγνίζομαι.

 

 

Παίρνω τα μάτια της ψυχής,

θωρώ τα περασμένα.

Γέρνω στα βράδια της καρδιάς,

μεθώ στα ξεχασμένα.

 

 

Αγναντεύω στα ματόκλαδά της,

υπνοβατώ, παραμυθιάζομαι,

ασκαβλώ κι εκστασιάζομαι.

 

 

Παίρνω τα λόγια του βοριά,

μιλώ στις αναμνήσεις.

Γέρνω στα χάδια της νυχτιάς,

μ’ ακόμα να γυρίσεις.

Πότε θα βρω λιμάνι

Στα μάτια σου, ο ουρανός,

στα χείλη σου, ο κάμπος

και στο φιδίσιο σου κορμί,

του Ταίναρου ο κάβος.

 

 

Στο πανηγύρι του χωριού,

σε είδα φως τ’ Αυγερινού,

Ήλιε μου, μπήκες στο κορμί μου,

λάμπει ολόκληρ’ η ζωή μου.

 

 

Στο βλέμμα σου, χαρμόσυνα,

στο γέλιο σου, η Μάνη

και στη ζεστή σου αγκαλιά,

πότε θα βρώ λιμάνι;

 

 

Στο πανηγύρι του χωριού,

σε είδα φως τ’ Αυγερινού,

Ήλιε μου, μπήκες στο κορμί μου,

λάμπει ολόκληρ’ η ζωή μου.

Ο φάρος

Στέκει μονάχος έρημος, στ’ αγιάζι στο λιοπύρι,

γκρίζος, κεφάτος, γέρικος, στης Μάνης τ’ ακρωτήρι.

 

 

Έχει παρέα τα πουλιά, που τον περιγελούνε,

είναι και τρεις ρομαντικοί, να φωτογραφηθούνε.

 

 

Σχόλες, αργίες και γιορτές, ποτέ του δε γνωρίζει,

βάρκες, καράβια, ναυτικούς, πάντοτε θα φροντίζει.

 

 

Χαράματα, μεσάνυχτα, χιονιάδες, ξεροβόρια,

ξάγρυπνος, υπερήφανος, νταντεύει τα βαπόρια.

 

 

Δεν ερωτεύτηκε ποτέ, γλαρόνια ή την πούλια,

έχει για πάντα στην καρδιά, όμορφη ψαροπούλα.

 

 

Του Γκόγκου η πανέμορφη, γεμάτη σφουγκαράδες,

(Μπαγιαντέρα)

όταν περνάει από μπροστά, τον πιάνουν οι νταλκάδες.

Θα βρίσκεσαι μόνη

Μη σκαλίζεις στις λίμνες

για να βρείς γιατρικό,

δε χωρούν τόσες μνήμες

σ’ έναν τοίχο λευκό.

 

 

Κι αν ακόμα καλέσεις

τους καημούς της καρδιάς,

δεν μπορείς καν να δέσεις

τα φιλιά μιας βραδιάς.

 

 

Μη θυμώνεις γι’ αστέρια

που κοιμούνται μακριά,

δε θα ρθούν Καλοκαίρια

στης ψυχής τη νυχτιά.

 

 

Κι αν ακόμα χωρέσουν

στο κελί σου οι πληγές,

οι καημοί θα σε δέσουν

και θα γνέφεις μονάχη στο χθες.

Φωτιά ζωής που δεν ανάβει

Δε ρώτησες, αν ζω ή αν πεθαίνω,

αν κάτι έχασα ή άλλο περιμένω.

Δε νοιάστηκες, πού βρίσκομαι για πού τραβάω,

αν κάτι σώθηκε ή άλλη αγαπάω.

 

 

Είσαι πληγή που αφορμίζει,

τρένο νεκρό, που δε σφυρίζει.

Είσ’ ακυβέρνητο καράβι,

φωτιά ζωής, που δεν ανάβει.

 

 

Δε ρώτησες, τα χρόνια μας τι απογίναν,

αν όλα χάθηκαν, τα δάκρυα μείναν (;)

Δε νοιάστηκες, γι’ ανθρώπινα και για φιλίες,

αν λένε ψέματα οι ιστορίες.

 

 

Είσαι πληγή που αφορμίζει,

τρένο νεκρό, που δε σφυρίζει.

Είσ’ ακυβέρνητο καράβι,

φωτιά ζωής, που δεν ανάβει.

Λάθος διαδρομή

Πρόσμενες την κόπωση χελιδονιών,

πίστευες στην φίμωση των αηδονιών.

Κρύφτηκες στις λεύκες του μυαλού σου,

θάφτηκες στις νύχτες του κορμιού σου.

 

Τον Όλυμπο, δε γέρασαν τόσοι αιώνες,

την Αγάπη, δε μάραναν τόσοι Τυφώνες.

Χρυσάφια – Παλάτια

Εφιάλτες – Κομμάτια

της μοίρας τεφτέρια,

αλλάξανε χέρια.

 

Πρόσφερες εφήμερες απολαύσεις,

διάλεξες επώδυνες αποδράσεις.

Κρύφτηκες στο πούσι της ανομίας,

θάφτηκες στους λόγκους της αδικίας.

 

Τον Όλυμπο, δε γέρασαν τόσοι αιώνες,

την Αγάπη, δε μάραναν τόσοι Τυφώνες.

Χρυσάφια – Παλάτια

Εφιάλτες – Κομμάτια

της μοίρας τεφτέρια,

αλλάξανε χέρια.

Το τσιγάρο σου

Σήμερα που λιμνάζεις, παραμυθιάζεσαι,

ξόβεργες ξαναστήνεις, δεν αφουγκράζεσαι.

Μάϊνες μη διαβάζεις και ηδονίζεσαι,

φάμπρικες μην ανοίγεις και υποκλίνεσαι.

 

 

 

Το τσιγάρο σου κλαίει, φλέγεται,

δρόμους ανοίγει στον αέρα,

πήγε στράφι ετούτ’ η μέρα.

 

 

 

Τέλειωσες το ταξίδι, εκστασιάζεσαι,

μίκρυνες την ψυχή σου, αυτοκουράρεσαι.

Χάθηκαν οι Άνοιξες, τα Καλοκαίρια σου,

σκόρπισαν τα όνειρα και τα λημέρια σου.

 

 

 

Το τσιγάρο σου τρέμει, μαρμάρωσε,

δρόμοι κλείσαν και σήμαντρα,

ένα μηδέν και για σήμερα.

Είναι μεγάλο λάθος

Σε δρόμους περπατούσα,

σ’ ανηφοριές,

σε δύσβατα στενά,

σε ξένες γειτονιές.

Για σένα ξενυχτούσα,

σε ξένες αγκαλιές.

 

 

 

Είναι μεγάλο λάθος,

να μη μετράς το πάθος,

να μη μετράς τα λάθη

και του κορμιού τα πάθη.

Σε πλοκάμια ψυχής

Μη δικάσεις τα χρόνια

για να βρεις τη χαρά,

φτερουγάν χελιδόνια,

μα κοιμάσαι βαριά.

 

 

 

Κι αν απόψε ξυπνήσεις

στης καρδιάς τα σκαλιά,

τις πληγές μου ν’ αφήσεις,

να σου χτίσουν φωλιά.

 

 

 

Να ξυπνήσεις πριν μπλέξουν

σε πλοκάμια ψυχής,

τα όνειρά σου και πλέξουν,

τη θηλιά να πνιγείς.

Μάνα τραγουδά το γυιό της

Τον κανακάρη μου, τον πήρε η βροχούλα,

που γύρευε λεβέντες παραγυιούς.

Το παλικάρι μου, κοιμάται σ’ άλλους τόπους,

μου γνέφει και μου ζωγραφίζει ουρανούς.

 

 

Σύννεφα, καημοί μου, χελιδόνια,

ο γυιός μου τα λουλούδια αγαπά,

στρώστε με ροδοπέταλα παλάτι,

σαν της μανούλας νάν’ η αγκαλιά.

 

 

Το φυλλοκάρδι μου, το πήρε η αυγούλα,

που γύρευε αγάπες με αητούς.

Το παλικάρι μου, μην το ξυπνάτε ήλιοι,

μην κλάψει και μου πάρει όλους τους λυγμούς.

 

 

Σύννεφα, καημοί μου, χελιδόνια,

ο γυιόκας μ’ αγαπούσε τα πουλιά,

στρώστε με πούπουλα παλάτι,

σαν της μανούλας νάναι η φωλιά.