Κόρη του ονείρου

Κλείνεις στα μάτια έρωτες,

μεσ’ στην καρδιά αγάπες,

στα χείλη τ’ Ανοιξιάτικα,

του παραδείσου στράτες.

 

 

Κόρη τ’ ονείρου,

Μαγιάτικου μύρου,

γελάς και γλεντάω,

χορεύεις πετάω.

 

 

Στο πρόσωπό σου θάλασσες,

στα χέρια σου οι κάμποι

και στα ξανθά σου τα μαλλιά,

ήλιος χρυσός που λάμπει.

 

 

Κορίτσι του κόσμου,

σμαράγδι μου φώς μου,

δακρύζεις και κλαίω,

πονάς (;) Καταρρέω

Δεν θα νικήσεις με ευρώ

Νάχεις αγάπη στην καρδιά,

πουλιά να τραγουδάνε,

στους κήπους των ονείρων σου,

αετοί να φτερουγάνε.

Μη σε δειλιάσουν οι λυγμοί

και σε γεράσουν οι καημοί.

 

 

Νάχεις το γέλιο συντροφιά,

παιδιά για προσκεφάλι,

στα όνειρα και στην καρδιά,

της Άνοιξης τα κάλλη

Μη σε κερδίσουν τα ευρώ,

γιατί θα χάσεις τον καιρό.

 

 

Η ζωή λιτή,μικρή,

γρήγορα τελειώνει

κι όποιος την ύλη κυνηγά,

πικρά το μετανιώνει.

… Δεν θα νικήσεις με ευρώ,

στου χάρου το αλώνι.

… Ξύπνα μωρέ νυχτώνει.

Σκλαβωμένες γειτονιές

Οι αδικίες θάλασσες,

οι πόνοι δεν τελειώνουν,

τα δάκρυα δεν στερεύουνε

και τα παιδιά κρυώνουν.

Σ’ ερημωμένες γειτονιές,

ένας μακρόσυρτος μανές.

 

 

 

Τα γεροντάκια τρέμουνε,

τα νιάτα κουρασμένα,

τ’ αστέρια τρεμοσβήνουνε,

τα όνειρα χαμένα.

Σε σκλαβωμένες γειτονιές…

Πότε θα ξαναρθεί το χθές;

Ευχές

Χάθηκε απόψε η σελήνη,

στον ουρανό, ούτ’ έν’ αστέρι,

έπεσε η ψυχή στη δίνη,

λύπες (;) Χαρμόσυνα θα φέρει…

Χάθηκε απόψε η σελήνη.

 

 

 

Στου καφενείου τη γωνία,

μόνος κι ανήμπορος ζητιάνος,

μοιράζει ευχές στην κοινωνία,

φαντάζει, γίγαντας ο νάνος …

Στου καφενείου τη γωνία.

Χάνεσαι

Πληγώνεσαι και τρέχεις, χωρίς αιτία,

όλα τα σοβαρά, τα παίρνεις γι’ αστεία.

Τρελαίνεσαι, φωνάζεις, αγχώνεσαι,

έστω για μια φορά, δε δικαιώνεσαι.

Ωρύεσαι, χτυπιέσαι, παλεύεις,

ούτε ανέραστο δε γοητεύεις.

Πανικοβάλλεσαι, βρίζεις, αναστενάζεις,

ως και όνειρά σου, τα εκβιάζεις.

Βλέπεις τα μεσημέρια οράματα,

προσμένεις τα βράδια σου θαύματα.

Βουρκώνεις με σήριαλ και σαπουνόπερες,

ξεθάβεις στιγμές σου, απ’ τις χειρότερες.

Κρατάς το κεφάλι σου και συλλογιέσαι,

ανθρώπους πριν χίλια χρόνια τους καταριέσαι.

Ψυχοπλακώνεσαι με περασμένα και άπιστους,

τίμιους εργατικούς, κολάζεις για άχρηστους.

Κάθε τι που αξίζει, το απεχθάνεσαι,

νομίζεις πως είσαι άϋλη και δεν πιάνεσαι.

Στη μιζέρια του νου, της καρδιάς σου … Χάνεσαι –

Δεν έβγαλαν ούτε λαλιά

Φύτεψα ένα κλωναράκι,

ένα μικρό δεντράκι,

στης πούλιας το μπαλκόνι.

Ρώτησα σύννεφα, πουλιά,

σε είδαν σ’ άλλη αγκαλιά (;)

Γιατ’ η καρδιά ματώνει (;)

 

 

 

Δεν έβγαλαν ούτε λαλιά,

τα σύννεφα και τα πουλιά.

Τα σύννεφα μου γνέψανε,

με απογοητεύσανε

και τα πουλιά πετάξαν,

την ελπίδα μου τρομάξαν.

Τα σύννεφα και τα πουλιά,

δεν έβγαλαν ούτε λαλιά.

Στου Αη – Λιά την πόρτα

Φύτεψα ένα κλωναράκι,

ένα μικρό δεντράκι,

στου Αη-Λιά την πόρτα

και ρώτησα τον ουρανό,

το φωτεινό, το γαλανό,

αν μ’ αγαπάς σαν πρώτα.

 

 

 

Το κλωναράκι αν μαραθεί

και το δεντράκι αν ξεραθεί,

θα σ’ έχει τότε απαρνηθεί,

άφησε τ’ όνειρο να κοιμηθεί…

… Μηνπίνεις το φαρμάκι,

είσαι μικρό παιδάκι…

 

Ένα παιδί

Ένα πουλί, ένα παιδί,

που σ’ αγαπούσε την τρελή

κι άλλο σε καταριότανε,

σου έκαιγε λιβάνι,

μη βρεις ποτέ λιμάνι.

 

 

 

Ένα παιδί, ένα πουλί,

που λαχταρούσε να σε ιδεί

κι άλλο βασανιζότανε,

ζητιάνευε στους δρόμους,

κοιμόταν σ’ υπονόμους.

 

 

 

Ένα σκυλί, ένα παιδί,

μεσ’ τη καρδούλα του πληγή

κι άλλο παραπονιότανε,

ποίος θα του μιλήσει;

Και η πληγή να κλείσει.

Μάθημα β’

Ένα δενδράκι,

ένα χλωμό παιδάκι.

Βαδίζει καταχείμωνο

σε ξένους τόπους,

νά ’βρει ανθρώπους.

 

 

 

Ένα παιδάκι,

ένα χλωμό δενδράκι.

Ψάχνει τη φαμελιά του,

σε άλλους τόπους,

δε βρίσκει ανθρώπους…

Μάθημα α’

Ένα αηδόνι,

το σκέπασε χιόνι.

Δε μπορεί να πετάξει,

αδύναμο και να φωνάξει.

 

 

Το παίρνει ο κόρακας

και το φροντίζει,

με γλυκιά φωνούλα,

το νανουρίζει…