Για την αγάπη μας

Έφευγε η μέρα κατάκοπη,

τη συνόδευε καταιγίδα αδιάκοπη.

Με λυγμούς και οι δυό μας αγκαλιασμένοι,

μας θωρούσε η ώρα, σαν να’ ταν χαμένη.

 

Φεύγεις μονάχη, μένω μονάχος…

Ρωτώ την καρδιά μου, μην κάνουμε λάθος (;)

Δίχως τα δικά σου τα χάδια,

να πλαγιάζω τα βράδια…

Να ξυπνώ μ’ εφιάλτες,

μη χαθείς σ’ άλλες στράτες.

 

Έρχετ’ η νύχτα τρεκλίζοντας,

τις μοναξιές μας ρωτάει σφυρίζοντας.

Γιατί πονάτε άδικα και οι δυό σας (;)

Αφού ο καιρός, θα είναι πάντα δικός σας.

 

Φεύγεις μονάχη, μένω μονάχος…

Ρωτάς την καρδιά σου, μην κάνουμε λάθος (;)

Δίχως τα δικά μου τα χάδια,

να πλαγιάζεις τα βράδια…

Να ξυπνάς μ’ εφιάλτες,

μη χαθώ σ’ άλλες στράτες.

Τα μάτια σου

Κοράλια ωκεανών,

διαμάντια και κολόνες ναών.

 

Πολύτιμοι λίθοι,

ανεκτίμητοι, σα γιαγιάς παραμύθι.

 

Οξυγόνο της φύσης,

μιλούν στην καρδιά μου, πριν ψιθυρίσεις.

 

Στις φλέβες μου αίμα,

μιλούν με αλήθειες, μισούνε το ψέμα.

 

Φτερούγες των αετών,

προσευχές και αγιάσματα μοναχών.

 

Κάμποι λουλουδιασμένοι,

πουλιά και ανθρώποι ευτυχισμένοι.

 

Δροσοπηγές και ποτάμια,

οάσεις ψυχών, αγάπης πλοκάμια.

 

Δύναμη και κουράγιο,

σε φουρτουνιασμένες καρδιές το μουράγιο.

Ανθοφορεθήκαν τα μπαλκόνια

Ήλθε το κύμα κι έκλεισε

τους χτύπους της καρδιάς μου,

της μόνης ζωγραφιάς μου

και τ’ όνειρό μου έσβησε.

 

 

 

Μαυροφορεθήκαν τα γλαρόνια,

λάθος προχωρήσαν τόσα χρόνια (;)

 

 

 

Ήλθε ο μπάτης κι άνοιξε

της μοίρας το τεφτέρι (μου),

ο λίβας και τ’ αστέρι (μου)

έσβησαν ό,τι εκείνη άγγιξε.

 

 

 

Ανθοφορεθήκαν τα μπαλκόνια…

Χρυσοστολιστήκανε τα χρόνια…

Χαμογελούν οι αστροφεγγιές

Χορεύοντας τα κύματα

και σιγοτραγουδώντας,

τη μοναξιά παρηγορούν,

σκορπάνε τη συμπόνια.

 

 

Σκαλίζοντας οι αετοί

τα σπλάχνα της κακίας,

στέλνουν στα νειάτα όνειρα,

στους άτυχους Ελπίδα.

 

 

Χαμογελούν οι αστροφεγγιές

στα ορφανά του δρόμου,

στους άρρωστους, στα γηρατειά,

στους αγαναχτησμένους.

 

 

Σκαλίζοντας οι αετοί

τα σπλάχνα της κακίας,

στέλνουν στα νειάτα όνειρα,

στους άτυχους Ελπίδα.

Όλους τους άντρες ήθελε

Μια καλλονή, μια μάγισσα,

ενός παπά η κόρη.

Λουζόταν χτενιζότανε,

στου καραβιού την πλώρη.

 

 

Την εποθούσαν ναυαγοί,

τη ζήλευαν γοργόνες.

Την αφορίζαν μοναχοί,

τη γιόρταζαν χειμώνες.

 

 

Μια Πατρινιά, μια γόησσα,

ενός αλήτη αγάπη.

Όλους τους άντρες ήθελε,

να γράφει στο κιτάπι.

 

 

Άνθη της στέλναν Αχαιοί,

τραγούδια οι Αρκάδες.

Στήναν χορό οι Κρητικοί,

κατάρες οι μανάδες.

Στις τσιμεντένιες γειτονιές

Ένα παιδί στη μοναξιά,

σε τσιμεντένια γειτονιά,

μετράει τους καημούς του,

ρωτάει τους λυγμούς του.

 

 

Γιατί πληγώνουν τα παιδιά

και μας σκοτώνουν τη χαρά (;)

Στις τσιμεντένιες γειτονιές,

πότε θα ξαναρθεί το χθές (;)

 

 

Ένα παιδί στη λησμονιά,

στου λάθους κόσμου τη γωνιά,

πού πήγαν οι ανθώνες,

ρωτάει τους χειμώνες.

 

 

Γιατί πληγώνουν τα παιδιά

και μας σκοτώνουν τη χαρά (;)

Στις τσιμεντένιες τις καρδιές,

θα ξαναρθούν ανθοβολιές (;)

Πηγή γλυκοκελαϊδούσα

Στις φτέρες γλυκοβράδιαζες

και στ’ άγρια πουρνάρια.

Αιθέρια ύπαρξη του νού,

ηχώ είσαι στα λαγκάδια.

 

 

 

Γλυκοκελαϊδούσα πηγή,

είσαι σα μάνα, σα γή.

Της αγάπης δροσοσταλίδα,

του χαροκαμένου ελπίδα.

 

 

 

Πηγή γλυκοκελαϊδούσα,

να σ’ ανταμώσω ποθούσα…

Τα νιάτα να ανθίσουν

Αρχάγγελε που φτερουγάς

πάνω απ’ τον Παρθενώνα,

ζωγράφισε τα μάτια της

σε μαρμαροκολώνα.

 

 

Να τα θωρούνε τα πουλιά,

να γλυκοκελαϊδάνε.

Να τα φιλούνε τα παιδιά,

να ερωτοφτερουγάνε.

 

 

Για να περάσει η Αθηνά

να ιδεί τα βλέφαρά της

και να χαρεί την ομορφιά,

Άνοιξη στην καρδιά της.

 

 

Σπόρος να γίνει η καρδιά,

τα νιάτα να ανθίσουν,

οι φυλλωσιές τους, τα κλαριά,

τη γη να κατακλύσουν.

Αρχή να γίνει απ’ τα παιδιά

Ένα παιδάκι ρώτησε ένα χελιδονάκι,

στα ξένα μέρη που γυρνά, εάν υπάρχει Αγάπη.

Μου είπε ένα βράδυ ο παππούς, φονιάδες κυβερνάνε,

ο Κάιν σκότωσε αδελφό, στο αίμα κολυμπάμε.

 

 

Όλα αυτά αγοράκι μου είναι παραμυθάκια,

γι’ αυτό μη βασανίζεστε, είστε μικρά παιδάκια.

Σ’ όλα τα μέρη υπάρχουνε, τίμιοι και αλήτες,

κάθε εποχή διαβαίνουνε, Άγιοι κι αγιογδύτες.

 

 

Χελιδονάκι μου καλό, δεν είναι παραμύθια,

παιδιά σκοτώνουν άδικα αυτή είναι η αλήθεια.

Σερβόπουλα, τις μάνες τους, νιάτα στ’ Αφγανιστάν,

στην Παλαιστίνη αιμορραγούν, φόνοι στο Κουρδιστάν.

 

 

Στην Κύπρο οι αγνοούμενοι δεν ήλθανε ακόμα,

και πόσα νιάτα δροσερά τα έφαγε το χώμα.

Γι’ αυτό χελιδονάκι μου, πρέπει ν’ αγωνιστούμε,

η αρχή να γίνει απ’ τα παιδιά Αγάπη για να ιδούμε.

Το αλητάκι

Σβησμένα τα φώτα, η νύχτα γιορτάζει,

αδιάφοροι τρέχουνε, η πλατεία αδειάζει.

Τ’ αλητάκι του δρόμου στο παγκάκι κρυώνει,

έχει για σκέπασμα, τ’ ουρανού το σεντόνι.

 

 

Έρχεται η μάνα του το νανουρίζει,

το κρεβατάκι του μ’ αγάπη φροντίζει.

Μέλι και γάλα, της καρδιάς της λουλούδια,

όνειρα το γεμίζει και χίλια τραγούδια.

 

 

Κουράστηκε η νύχτα, ξημέρωσε πάλι,

και τ’ αλητάκι έχει την ευτυχία για προσκεφάλι.

Ψάχνει τη μάνα του, ολόκληρη ημέρα,

πάλι πικράθηκε που ήταν οπτασία τ’ αέρα.

 

 

Στρώνει κοιμάται, κάτω απ’ τ’ αστέρια,

στο φεγγάρι ελπίζει να του χει χαμπέρια.

Η μάνα του όμως, απόψε δε φάνηκε,

πάγωσε τ’ όνειρο, η ψυχούλα του χάθηκε.