Μάνα τραγουδά τη θυγατέρα της

Ύφαινες κόρη μ’ όνειρα

κι Άνοιξες καρτερούσες,

τις μαργαρίτες μάδαγες

γι’ αυτόν που αγαπούσες.

 

 

Σε πήρ’ ο Βοριάς το σούρουπο

για μακρινό ταξίδι,

χωρίς του ήλιου τα φιλιά,

του δειλινού στολίδι.

 

 

Έπιανες κόρη μ’ σύννεφα

και θάλασσες περνούσες,

ρωτούσες όλα τα πουλιά

γι’ αυτόν που καρτερούσες.

 

 

Σε πήρ’ ο Βοριάς το σούρουπο

για μακρινό ταξίδι,

χωρίς της Άνοιξης φιλιά,

μονάκριβο στολίδι.

Σε πήραν λουλουδάκι

Μ’ ένα παράπονο κρυφό

κι ένα περιστεράκι

τ’ Απρίλη τ’ αεράκι

σου γράφει σ’ αγαπώ.

Μεσ’ στ’ ουρανού τα χρώματα,

στου έρωτα καμώματα.

 

Μ’ ένα χαμόγελο κρυφό

κι ένα τριανταφυλλάκι

τ’ ονείρου τ’ αηδονάκι

σου ψάλλει σ’ αγαπώ.

Πάνω στης γης τα χρώματα,

στου έρωτα τ’ αρώματα.

 

Σ’ ένα Φθινόπωρο μουντό

και μ’ ένα βοριαδάκι

σε πήραν λουλουδάκι

νεράιδες με λυγμό.

Μέσα στης γης τα χώματα,

στου χάρου τα καμώματα.

Ερωτικά

Το φωτοστέφανο της αγρύπνιας σου,

αρωματίζει ορίζοντες

καλλιμάρμαρων και καλλίγραμμων

φαντασιώσεων …

 

 

 

Η προσμονή κι επιμονή σου,

δαμάζει

ατίθασα άλογα Μογγόλων,

στις στέπες των αναστεναγμών σου …

 

 

 

Ο Βουκεφάλας της φυλής και της ψυχής σου,

εξαγριώνεται

με σκέψεις και πράξεις

σκοτεινών εναγκαλισμών …

Πασχαλιά μου

Ευτυχισμένη Κυριακή

έμοιαζες Πασχαλιά μου,

παντού σκορπούσες ομορφιές,

ξυπνούσες τα όνειρά μου.

 

 

Πασχαλιά μου, Πασχαλιά μου,

σ’ είχα κλείσει στην καρδιά μου.

Ήλιος μες στην κάμαρά μου,

Πασχαλιά μου, Πασχαλιά μου.

 

 

Δυστυχισμένη γίνεται η ψυχή

χάθηκες Πασχαλιά μου,

πού είναι τόσες ομορφιές,

πεθάναν τα όνειρά μου.

 

 

Πασχαλιά μου, Πασχαλιά μου,

δεν θ’ αντέξει η καρδιά μου,

μόνη σου, χλωμή, μακριά μου,

Πασχαλιά μου, Πασχαλιά μου.

Τα σύννεφα ζωγράφισαν

Τα σύννεφα ζωγράφισαν,

ματάκια διαμαντένια,

καρδιά μαλαματένια

και στην αυλή μου τ’ άφησαν.

 

 

Σύννεφά μου που γυρνάτε τον πλανήτη,

των ονείρων μου η νεράϊδα έχει σπίτι (;)

Μήπως μένει σε πελάγη, σ’ άγριους ωκεανούς,

μήπως κατοικεί στ’ αστέρια,

στους δικούς σας ουρανούς;

 

 

Τα σύννεφα ζωγράφισαν,

μαλλάκια κοραλένια,

χείλη μενεξεδένια,

στην κάμαρή μου τ’ άφησαν.

 

 

Μήπως μένει σε πελάγη, σ’ άγριους ωκεανούς,

μήπως κατοικεί στ’ αστέρια,

στους δικούς σας ουρανούς;

Σύννεφά μου που γυρνάτε τον πλανήτη,

των ονείρων μου η νεράϊδα έχει σπίτι (;)

Είν’ η ζωή μου άδεια

Σύννεφα ταξιδιάρικα

ψηλά που σεργιανάτε,

κάθε φορά που σας ρωτώ,

μη μου βαρυγκομάτε.

 

 

Ψάχνω σε δάση, σε βουνά,

ποτάμια, σε λαγκάδια,

δεν την γνωρίζουν πουθενά

κι είν’ η ζωή μου άδεια.

 

 

Σύννεφα ζωγραφίστε μου

τα μάτια τα μαλλιά της,

γράψτε μ’ αν άλλον αγαπά,

κι αν ζει η ομορφιά της.

 

Ψάχνω σε δάση, σε βουνά,

ποτάμια, σε λαγκάδια,

δεν την γνωρίζουν πουθενά

κι είν’ η ζωή μου άδεια.

Είμαι … Είσαι …

Σε πελάγη πνιγμένος, μου χαρίζεις πνοή.

Ναυαγός ξεχασμένος και μου δίνεις νησί.

Σ’ ερημιές διψασμένος κι έχεις γίνει δροσιά.

Μ’ αμαρτίες ντυμένος και γίνεσαι Παναγιά.

 

 

 

Με σπασμένες φτερούγες, μου γιατρεύεις πληγές.

Σε κλουβί πεινασμένος, με γυρίζεις στο χθες.

Από κόσμους διωγμένος και μου δίνεις φτερά.

Απ’ αδικίες δεμένος κι έφθασες λευτεριά.

 

 

 

Πληγωμένος τα βράδια, με γιατρεύεις αυγή.

Σε καρδιάς ξηρασία, ζωογόνος βροχή.

Στα σκοτάδια χαμένος, γίνεσαι Πασχαλιά.

Στο χιονιά παγωμένος, μια ζεστή αγκαλιά.

 

 

 

… Στη ζωή γερασμένος και με πλάθεις παιδί …

… Από παντού τελειωμένος και μου κάνεις αρχή …

Η πόλη να κουρνιάσει

Η θάλασσα σ’ αναζητά,

κύματα καρτεράνε,

γλάροι και ψαροκάικα,Ελλάδα μου,

στα δίχτυα σου γλεντάνε.

 

 

Άνοιξ’ αστέρι μου πανιά,

η Κύπρος για να λάμψει,

μεσ’ στης καρδιάς την αγκαλιά,

η Σμύρνη μας να κλάψει.

 

 

Οι άρχοντες, οι ναυτικοί,

κοράλια σου πετούνε,

κάβοι και ακροθαλασσιές,Ελλάδα μου,

για σένα τραγουδούνε.

 

 

Άνοιξ’ αστέρι μου πανιά,

το Αιγαίο για να λάμψει,

μεσ’ στης ψυχής την αγκαλιά,

η Πόλη να κουρνιάσει.

Καρτεράς του σκοταδιού το φως

Τρίγησα ημέρες, ζήσες κι απόβραδα,

χάθηκα σε μνήμες, λύπες, λασπόνερα.

Ύμνησα Σαββατόβραδα και ξενύχτια,

ντράπηκα για φίλους, στης λήθης τα δίχτυα.

 

 

Καρτεράς του σκοταδιού το φως,

κατάρες απ’ τη μοίρα σου.

Αδιαφορείς αν ξεψυχάει ο αδελφός,

πουλιέσαι να ρουφάς την μπύρα σου.

 

 

Στόλισ’ Άνοιξες, νιάτα κι επιτάφιους,

πικράθηκα για γάμους, λόγια, πανάθλιους.

Αγάπησ’ ασχήμιες, πόρνες, κατάδικους,

ντράπηκα για ωραία, τίμια, παράδεισους.

 

 

Καρτεράς του σκοταδιού το φως,

κατάρες απ’ τη μοίρα σου.

Αδιαφορείς αν μας σκοτώνει ο καημός,

του άδικου, του δήθεν και της πίκρας ο λυγμός.

Άρχοντα του Πλανήτη

(Ι)

Άρχοντα της ψυχής μας, πού βρίσκεσαι Γκάτσο;

Στ’ αστέρια, στα πέλαγα, πού να σε ψάξω;

Θυσιάζουν τις μέρες μας σκυλιά και προστάτες,

κουρνιάζουν στα τζάκια τους οι επαναστάτες,

-σκυλιά και προστάτες-

Άρχοντα της ψυχής μας που βρίσκεσαι Γκάτσο

πού να σε ψάξω,

πού βρίσκεσαι Γκάτσο;

 

 

 

Άρχοντα της καρδιάς μας, πού είσαι Τσιτσάνη;

Ήπειρο, Θράκη, στα νησιά ή μήπως στη Μάνη;

Τραγούδια, ιδέες, της τέχνης χρυσάφια,

χλιδή και σκουπίδια, στα νιάτα αγκάθια,

-της τέχνης χρυσάφια-

Άρχοντα της καρδιάς μας πού είσαι Τσιτσάνη

μήπως στη Μάνη,

πού είσαι Τσιτσάνη;

 

 

 

(ΙΙ)

 

Άρχοντα της ζωής μας, πού είσαι Θεέ μας;

Ιράκ, Παλαιστίνη ή Σερβία Σοφέ μας;

Αλωνίζουν οι γύπες, λαών οι φονιάδες,

κι Εσύ επιτρέπεις, να κλαίνε Μανάδες,

-λαών οι φονιάδες-

Άρχοντα της ζωής μας πού είσαι Θεέ μας

πού είσαι Σοφέ μας,

πού είσαι Θεέ μας;

 

 

 

Άρχοντα του πλανήτη, πού είσαι Λαέ μας;

κοιμάσαι πεθαίνεις ή ζείς Ήλιοακριβέ μας;

Σου πουλούν παραμύθια, σου παίρνουν τη σκέψη,

η πηγή της ζωής Λαέ θα στερέψει,

σου παίρνουν τη σκέψη,

η πηγή της ζωής Λαέ θα στερέψει,

-σου παίρνουν τη σκέψη-

Άρχοντα του Πλανήτη πού είσαι Λαέ μας;

Ήλιοακριβέ μας,

πού είσαι Λαέ μας;

Ήλιοακριβέ μας …