Στον κόσμο το δικό σου

Στα βλέφαρά σου ξαγρυπνούν

οι ουρανοί κι οι θάλασσες,

οι μούσες και οι μάγισσες

στον κόσμο το δικό σου.

Στα μάτια σου γλυκοξυπνούν

οι πόθοι μου και κατοικούν,

μέσ’ στο χαμόγελό σου.

Γοργόνα τ’ Αλεξάνδρου

και του Μαγιού εταίρα.

Στα ακομπανιαμέντα βάρδου,

του Ελ-Γκρέκο θυγατέρα.

Ν’ ανθίσ’ η κάμαρά μας

Σε περιμένω μην αργείς,

με τη βροχούλα γύρισε,

στη μοναξιά μου μίλησε,

ν’ ανθίσ’ η κάμαρά μας.

Και τ’ αστεράκι της αυγής

σημάδι νάναι της γιορτής,

στολίδι στη χαρά μας.

Στο λιακωτό αγκαλιασμένους

να μας θωρεί, η νύχτα, η μέρα.

Να στέλνουμε σ’ ερωτευμένους,

ρόδα, φιλιά, με τον αγέρα.

Ο Δρόμος μας

Ο δρόμος ανηφορικός

μ’ αγκάθια και μοναχικός,

στο πουθενά πηγαίνει.

Ο κόσμος μας γυαλιά, καρφιά,

με κόλπα ηλεκτρονικά,

τις σκέψεις μας ρυπαίνει.

Εγώ θα ζήσω όπως – όπως,

δε λογαριάζω αφορισμούς.

Θα είναι άδικος ο κόπος

και γι’ άλλους υπολογισμούς.

Μη σκέφτεσαι τα αγαθά,

γινήκαν οι καημοί βουνά

μαυρίζει κι η ψυχή μας.

Ο δρόμος μας ολισθηρός,

μα δε γλυστρά προς τα εμπρός,

τρέχει η εποχή μας.

Εγώ θα ζήσω όπως – όπως,

δεν κάνω υπολογισμούς.

Θα είναι άδικος ο κόπος

με βία και αφορισμούς.

Ταξιδευτές

Ταξιδευτές τ’ ονείρου,

συνοδοιπόροι της βροχής

Αερικά τ’ απείρου,

πυγολαμπίδες μιάς ευχής.

Ταξιδευτές με στάσεις

συνοδοιπόροι στις ματιές.

Σ’ ανθρώπων παραστάσεις

μ’ αγιάτρευτες λαβωματιές.

Ταξιδευτές στ’ αστέρια,

συνοδοιπόροι τ’ ουρανού.

Με απλωμένα χέρια,

στα αμαρτήματα του νού.

Ταξιδευτές με φίλους,

συνοδοιπόροι σ’ ομορφιές.

Ανθόσπαρτοι με ήλιους

μ’ αρώματα και ζωγραφιές.

Ο Φλεβάρης και τ’ όνειρο

Ο Φλεβάρης είν’ ο μήνας μου,

το άρωμα της μοίρας μου

είσαι Αμυγδαλιά μου.

Ο Φλεβάρης είν’ η πόρτα μου,

ο ήλιος και η ρότα μου

εσύ ’σαι Πασχαλιά μου.

Θα ξαναγεννηθώ εφτά Φλεβάρη,

κάτω απ’ του Διογένη το φανάρι.

Μήπως συναντηθώ με ’σένα,

και βρώ τα χρόνια τα χαμένα.

Ο Φλεβάρης είν’ το μέλλον μου,

η έναρξη, το τέλος μου

είσαι μαρμαρυγή μου.

Ο Φλεβάρης είν’ το βάλσαμο,

της ζωής μου βάσανο,

αγιάτρευτη πληγή μου.

Ωχ! Αδελφέ

Είν’ άνιση η πάλη μας,

σικέ είν’ ο αγώνας.

Με χάπια είν’ τα κάλλη μας,

μ’ ενέσεις κι ο αιώνας.

Σιμά είν’ τα επώδυνα

και η καταστροφή μας.

Αλάργα είν’ τα όνειρα

και η επιστροφή μας:

Ωχ! Αδελφέ, ωχ! Αδελφέ,

στο τζόγο, μερο-νυχτοπερπατάμε.

Ωχ! Αδελφέ, ωχ! Αδελφέ,

για τη ζωή(;) Ευρώ δε σπαταλάμε.

Μούσες

(Ι)

Δεν κλείσανε τα μάτια σου

απ’ τον «μπουχό» της σκόνης,

σφράγισαν τα κομμάτια σου,

πάθη της σιλικόνης.

Η Μελπομένη κι η Ερατώ,

κάνουν τον κόσμο σου ορατό.

Η Πολύμνια κι η Ουρανία,

σπάν’ του μυαλού σου την ανία.

(ΙΙ)

Δε χλώμιασαν τα σήμαντρα

στου εσπερινού το χρέος,

κλάψανε στα διαβήματα,

στου χωρισμού το δέος.

Η Τερψιχόρη κι η μικρή Κλειώ,

κάνουν καινούργιο το παλιό.

Η Καλλιόπη, η Σαπφώ η Λεσβία,

έχουν τη Θάλεια, την Ευτέρπη

σ’ αγωνία.

Στου έρωτα τη ζάλη

Κάτω απο τη σκιά … του φεγγαριού,

τα χτυποκάρδια τ’ αγοριού,

στου έρωτα τη ζάλη.

Τρέχει με της ζωής δροσοσταλιά,

παίρνει το μέλλον αγκαλιά

κι αρχίσανε την πάλη.

Πρώτα – πρώτα,

τον Ψηλορείτη ’ρώτα,

για του έρωτα τη ρότα.

Τον Ψηλορείτη ’ρώτα,

του πόθου τον ιδρώτα

και τα κορμιά του Ευρώτα.

Aητέ του Πειραιά

Ξεκίνησες μ’ εμπόδια,

για της ζωής το γλέντι

κι έψαχνες τα εφόδια

στην αγορά του Ρέντη.

Αητέ του Πειραιά,

κανείς δεν έδωσε παρά.

Παιδί της ορφανής,

κανείς δε νοιάστηκε κανείς.

Ξεκίνησες με όνειρα,

για της ζωής το δρόμο,

συνάντησες λασπόνερα

και την ψευτιά στον κόσμο.

Εφήμερες δόξες

(Ι)

Στις λεωφόρους, βλέπω τη φωτογραφία σου

σε γιγαντοαφίσες…

Κανένας οδηγός, δεν δίνει σημασία

στο χρώμα των ματιών σου…

Στις πλατείες, βλέπω τη φωτογραφία σου

σε γιγαντοοθόνες…

Κανένας περαστικός, δεν δίνει σημασία

στο χρώμα των μαλλιών σου…

Στα γήπεδα, βλέπω τη φωτογραφία σου

σε διαφημιστικά ταμπλώ…

Κανένας φίλαθλος, δεν δίνει σημασία

στο χρώμα των νυχιών σου…

(ΙΙ)

Σε προβλήτες λιμανιών,

Είδα τη φωτογραφία σου…

Ξεθωριασμένη, παγωμένη,

Ξεφτυσμένη, ταλαιπωρημένη,

Λησμονημένη…

Δεν έμοιαζε καθόλου

Με φωτογραφία…