Ανθόφυλλα δε μάδησα

Τρέχει με χίλια ο καιρός,

μας τάχει κάνει θάλασσα,

ό,τι ωραίο χάλασα,

το πήρανε τα χρόνια.

Κι ο βράχος μονάχος, σιωπηλός,

δεν τον βαραίνει ο σταυρός

που τον κρατά για χρόνια.

Ήμουν παιδί και γέρασα,

με την καρδιά δε γέλασα,

αόρατα κρατιώμουν.

Ανθόφυλλα δε μάδησα,

είχα κοντά μου μάγισσα,

για νάϋλον νοιαζώμουν.

Μόνος

Στην τελευταία σου πνοή

και του κορμιού η ανάπαυση,

στου χρόνου τη διάσταση,

να της ψυχής σου ο Απρίλης.

Σε μιά συννεφιασμένη αυγή,

σ’ αθανασίας την πηγή,

ξυπνάει ο Άη – Βασίλης.

Με άνθη και δενδράκια

και μελωδίες συντροφιά.

Θάσαι μόνος σε δρομάκια,

που κελαϊδούν αόρατα πουλιά.

Του χρόνου ο φωτογράφος

Στης αγάπης τη φωλιά

Καλοκαίρι μύρισε,

η Ελπίδα γύρισε

και ο έρωτας ζωγράφος.

Η καυτή του πινελιά,

σε ολόγυμνα κορμιά,

είν’ του χρόνου ο φωτογράφος.

Απαθανατίζει

τις ερωτικές στιγμές.

Πάντα ζωγραφίζει,

του καιρού το εκκρεμές.

Η ζωή μας

Τρέχ’ η ζωή χωρίς φειδώ,

δίχως να σκέφτεται,

σ’ άνομα μπλέκεται,

σε ατραπούς, σε γολγοθάδες,

ολοχρονίς, σχόλες, γιορτάδες.

Φεύγ’ η ζωή χωρίς αιδώ,

πάντοτε βιάζεται,

τάχα κουράζεται,

σε ποταπά, συννεφιασμένα,

σ’ αμαρτωλά, ξεθωριασμένα.

Όσο κι αν μας πληγώνει,

άλλο τόσο μας καμαρώνει.

Όσο κι αν μας αδικεί,

άλλο τόσο μας εξυμνεί.

Όσο κι αν μας φαρμακώνει,

άλλο τόσο μας αποζημιώνει.

Έτσι περνάει η ζωή μας

Στους δρόμους μποτιλιάρισμα,

στις γειτονιές(;) Τσιμέντα,

στα κάλλη ξεκαθάρισμα,

για ομορφιές(;) Κουβέντα.

Έτσι περνάει η ζωή μας,

σε μαύρο χάλι η ψυχή μας.

Της μόρφωσής μας τα εφόδια(;)

των σίριαλ τα επεισόδια.

Στη γλώσσα ανακάτεμα,

πολιτισμός(;) Στη σέντρα,

οι σκέψεις στο ανάθεμα,

πορείες(;) Με βουκέντρα.

Σε βρήκα

Πέρασες με στρατιώτες

μέσ’ σε νόθες εμπειρίες,

γέρασες με ταξιδιώτες,

μέσ’ σε χίλιες ιστορίες.

Σαν σπουργιτάκι πέταξες

σε βρήκα στον καημό μου,

σαν αηδονάκι λάλησες

σε βρήκα στ’ όνειρό μου.

Έζησες με καπετάνιους

σε φουρτούνες και μπουνάτσες,

με προφήτες επουράνιους,

σε σοφίτες και ταράτσες.

Μη μ’ αρνηθείς

Με τα πουλιά ζωγράφιζες τη συντροφιά,

τραγούδια σκάρωνες για τα παιδιά

και στην καρδιά μας φλόγες.

Εσπερινούς στα σύννεφα και στις ψυχές,

σκορπούσαν τα γλαρόνια εποχές,

σ’ ερωτικές πυρόγες.

Καρδερίνα στ’ αφανέρωτα,

σε βράδια αξημέρωτα,

γιατί αργείς(;)

Γερακίνα μου, φτερούγισε,

τα σίδερά μου λύγισε,

μη μ’ αρνηθείς.

Το φινάλε

Άλλα τραγούδια δεν θέλω να μου πείς,

γι’ Άνοιξες, νύχτες, ερωτοκαμώματα

και ερωτοκουκουλώματα.

Βαρέθηκα τα ψεύτικά σου λόγια

κι όλα τα νόθα στολίδια της γιορτής.

Προαισθάνομαι φινάλε εποχής

κι ώρα ν’ αλλάξουν ρότα δρομολόγια.

Και το φινάλε έφθασε,

ώρα για αποδράσεις,

το συρματόσχοινο έσπασε,

στο τέρμα δίχως στάσεις.

… Ο Έρωτάς μας έσβησε

και η αυλαία έκλεισε…

Στη ρότα της σκιάς μου

Στις γειτονιές της σκέψης μου

σεργιάνισα ένα βράδυ,

παρέα είχα το σκοτάδι

και οδηγό το σκύλο μου.

Αλύχταγε στις λέξεις μου

στις λαθεμένες έξεις μου,

μα ’γώ ’κλαιγα το φίλο μου.

Στο βρυχηθμό σου θάλασσα

σκοτείνιασε ο κόσμος,

μαράθηκε κι ο δυόσμος

στη γλάστρα της καρδιάς μου.

Στα μαγικά σου βλάμισσα

τη μοίρα μου λαχτάρησα,

στη ρότα της σκιάς μου.

Η ελπίδα δεν πεθαίνει

Μας τράβηξαν τα βήματα

στης μοίρας τα τερτίπια

και στης ψυχής τα κρίματα.

Άλλαξαν χρώμα στην αυγή,

τη ρότ’ απο τα κύματα,

τη θαλπωρή απ’ τα σπίτια,

στη γη αλλάζουν κλώνους,

παίρνουν το νάμα απ’ τη ζωή.

Μα η ελπίδα δεν πεθαίνει,

λίγες ανάσες κι ανεβαίνει,

αρώματα παντού σκορπάει,

σ’ όποιον της γνέφει…

Του χαμογελάει…