Χρώματα κι αρώματα

Ρεμπέτικα και Λαϊκά τραγούδια μας,

ευωδιαστά κι αειθαλή λουλούδια μας.

Ανάταση κι απόδραση,

στο νου μας και στην όραση.

Απόδραση κι ανάταση

και στης ψυχή ανάσταση.

Μαυρόασπρες Ελληνικές ταινίες μας,

λύσεις χειροπιαστές στις αγωνίες μας.

Χρώματα κι αρώματα,

στου βίου μας τα χαρακώματα.

Αρώματα και χρώματα,

στις άγριες νύχτες, ξημερώματα.

Ο Λογοθετίδης κι ο Μακρής,

ο πρώτος στρατηγός, ο δεύτερος μπεκρής.

Η Παπαγιαννοπούλου και ο Μάρκος,

η Ακρόπολη του λαϊκού κι ο Ιερός μας Βράχος.

Διαμάντι μου

Φως κι όνειρό μου…

Ζωή και πεπρωμένο μου…

Έρωτα κι αθανασία μου…

Χαμόγελό μου και πορεία μου…

Υπερηφάνεια μου και δροσοπηγή μου…

Διαμάντι μου…

Γλυκιά χαραυγή μου…

Υπάρχω γιατί υπάρχεις…

Ονειρεύομαι, ταξιδεύω και πορεύομαι,

γιατί με τις ανεκτίμητες αξίες και χάρες σου,

τα κάλλη και τις ομορφιές σου, με οδηγείς

ασφαλώς, στις δύσκολες διαδρομές και

στις αφετηρίες, της δημιουργίας…

Διαμάντι μου, σου είμαι βαθιά υποχρεωμένος

και κατάβαθα ερωτευμένος…

Παιχνίδια με τους τόνους και τις λέξεις

(Ι)

Α)

Προχωρούσαμε σαν ράκη

κι εσύ έπινες ρακί,

ήσουνα κοντά στη Βάρη

μ’ άντρακλα πολλά βαρύ…

Β)

Εξεκίνησε απ’ τη Μάκρη,

έχει και δρόμο μακρύ,

μα η δυνατή του κράση,

θα αντέξει το κρασί…

Γ)

Έφθασα έως τον Έβρο,

μερικά ευρώ

να εύρω…

(ΙΙ)

Δ)

Επήγα ως τα Φίλια

να πάρω τα γλυκά σταφύλια,

κάτω απ’ τη σταφυλιά

μ’ άρχισες γλύκα στα φιλιά…

Ε)

Σε έπιασε μια μόρα

σαν είδες τα μωρά,

σου κόπηκαν τα πόδια

κι έσκισες την ποδιά…

Στ)

Με κομμένο το μουστάκι

ο Γάλλος Μουστακί,

βράδυ έφθασε στη Δάφνη

μ’ ώτο-στοπ απ’ το Δαφνί…

(ΙΙΙ)

Ζ)

Σαν κοίταζες την Πούλια

σε κλέψαν τα πουλιά,

σ’ αρπάξαν με τον μπόγια

σε ’βάψαν με μπογιά…

Η)

Πέρασ’ η Ευγενία

με περισσή ευγένεια…

… Πέρυσι που είχα γένια

μ’ είχε η γενιά μου έννοια…

… Τώρα έχει εννιά ο μήνας

μου λέει ο κυρ-Μηνάς

κι εγώ, στα Μάλια Κρήτης,

είχα μακριά μαλλιά…

V)

Θ)

Το κάλλος της Σταμάτας,

σαν κάλος σταματάς…

Ι)

… Μου ’γνεφε η νήσος Δήλος,

μα ’γώ στάθηκα δειλός,

έλαμπε του Αιγαίου ο θόλος

μα ο κόσμος μου θολός…

Κ)

… Η Κυριακή η θεά μας

είχε την Κυριακή μια θέα,

σ’ ένα μεγάλο χάλι,

της έφαγε ο σκόρος το χαλί.

Ντροπιάστηκε στην πόλη,

οι καλοθελητές(;) Πολλοί…

(V)

Λ)

Κατέφθασε κι ο Πάνος

για το πάρτι του Πανός

και ο γέρος μας ο Λάμπρος

όμορφος, γερός, λαμπρός.

… Μας τραγούδησε η Κούλα

με τρία παιδιά κουλά,

μας εχόρεψε κι η Λιάνα

και της πέταγαν λιανά…

… Έπαιζαν και οι φλογέρες

σε υπάρξεις φλογερές,

μας τραγούδησαν οι Χρύσες

και οι νότες τους χρυσές…

Είχαμε τον μάστρο-Νίκο

που μας λέει «πάντα νικώ»,

αλλά χάσαμ’ ένα φίλο

που τη μνήμη του φυλώ.

 

Τα πήρε στο κρανίο

(Ι)

Στο κρανίο τα πήρ’ ο Κηφισός,

που όλοι τον χλευάζουν

και του φορτώνουν πλείστα,

ατέλειωτη η λίστα…

Ενώ προσφέρει τόσα,

τόσα κι άλλα τόσα,

ούτ’ ένας δεν του λέει:

«Ευχαριστώ μεγάλε,

που ’σαι για χρόνια εργάτης,

άμισθος, ανασφάλιστος,

την Αττική φροντίζεις…

Απόβλητα και βρόχινα,

στις πλάτες κουβαλάς

και δεν βαρυγκωμάς».

Στο κρανίο τα πήρ’ ο Κηφισός

του έβαζε και λόγια

ο γέρο-Ιλισός…

(ΙΙ)

Ντύνετ’ αρωματίζεται,

τσάρκα στην παραλία…

Φρακάρισ’ η παραλιακή,

τρακάρανε δυό πλοία…

Καλλιθέα και Μοσχάτο,

πιάσανε με μιάς τον πάτο,

από μιά στιγμή στην άλλη,

λίμνη γίνηκαν μεγάλη…

Αχ! Κακούργε Κηφισέ,

θα αυξήσεις το κασέ,

επιτήδειων, οφφικιούχων.

Και των δήθεν…

Και ευνούχων…

Δικά τους τα μονά-ζυγά,

δικά τους και ζυγά-μονά,

Θεό τους είχανε και έχουνε το Μαμμωνά…

Δυό στάσεις

Πέρασες τα διόδια

σπάζοντας τα εμπόδια,

με πέντε καραμπόλες.

Μάκρυνες το δρόμο σου,

τον φόρτωσες στον ώμο σου

και λιώσανε οι σόλες.

Στην κορυφή(;) Με την αφή,

στα χαμηλά(;) Πιο απαλά.

Στα μέτρια, στα μεσαία(;)

Δυό στάσεις στην Ασέα…

Στις αλυκές(;) Οι φυλακές,

στο μισεμό(;) Με αγιασμό.

Και γκάζια με τοUNO,

στης Φωτεινής το φούρνο…

Τα λαδώματα

(Ι)

Ένα καράβι προχωρά

απ’ Αθηνάς, για Ομόνοια,

όμως δεν δίνει έναν παρά,

προσάραξε στα χιόνια.

Πολλά μποφόρ μεσ’ στα Χαυτεία,

εκχιονισμοί,

συντονισμοί,

βεντετισμοί,

καθαγιασμοί, ναυτία…

Στα μάτια τους ορκίζονται,

για μέρες αυνανίζονται…

(ΙΙ)

Ρίξαν την πρώτη άγκυρα

μεσ’ στην οδό Αιόλου,

λαδώσαν χίλια τάλιρα

τις κόρες του διαβόλου…

Αυτόματα αρχίζουνε το πρώτο αλισβερίσι,

με κάποιον τίμιο παπατζή,

που ετοιμάζει κλήση…

Στο τέρμα Πατησίων

και Αχαρνών πλησίον,

ναυάγια φθάνουν, ναυαγοί…

Της εξουσίας, παραγιοί…

Τελειώσαν τα λαδώματα,

κοντά στα ξημερώματα…

Μηνύματα

ΒγήκανεOF οι κινητές τηλεφωνίες,

μηνύματα όταν έκανες τις διαφωνίες.

Οι αναπάντητες(;) Γεμίσανε τους γκρίζους τόμους

κι εσύ μονάχη, πάνω σε ηλεκτρονικούς σου δρόμους.

Ψάχνεις τώρα σ’ αδιέξοδα, σε διάτρητους καθρέφτες,

ποντάροντας στην ψύχρα, σ’ αστυνόμους και σε κλέφτες.

Ανασηκώνεις άκομψα κι αμήχανα τους ώμους,

ξεσκίζοντας τα γήινα και της καρδιάς τους νόμους.

Υπερθερμάνθηκαν οι κινητές τηλεφωνίες,

απ’ τα μηνύματα κι από τις τηλεδιαφωνίες.

Μηνύματα, μηνύματα, μηνύματα,

μεσ’ στα κανάλια κολυμπάς

και στα τηλεπροβλήματα,

χωρίς ανάσες και διαλείμματα…

Μηνύματα, μηνύματα και εκτροπές,

πώς θα γεμίσουμε του χρόνου μας το χτες(;)

Η πόλη μας(;) Η πόλη σας(;)

(Ι)

Η πολιτεία κουράστηκε πρόωρα,

καράφλιασε και τα ’φτυσε…

Τα πάρκα της, οι πλατείες της,

οι αφετηρίες της,

απέκτησαν στεφανιαία νόσο,

πλείστα προβλήματα στο «κυκλοφορικό»

και όχι μόνο…

Οι λεωφόροι, οι σταθμοί της

κι οι δρόμοι της,

με υπέρταση, εγκεφαλικά, χολή

κι αρθριτικά…

 

(ΙΙ)

Στ’ ανήλιαγα στενά της,

απαθανατίζουν οι φωτογράφοι του μόχθου,

χιλιάδες πόνους, καημούς φυγής

και χίλιες μοναξιές.

Χιλιάδες μυστικά ευνουχισμένα

και χίλιες υποσχέσεις…

Οι Άρχοντες(;) Οι οφφικιούχοι(;)

Αν λύσουν τα προβλήματά της,

να με χέ…

Μεσ’ στο τζιπ που τρέχει

(Ι)

Μεσ’ στο τζιπ μία κουκλάρα,

φουλ τα γκάζια κι όλο νάζια,

«με πορείες κι ιστορίες»

φουλ τα γκάζια κι όλο νάζια,

«μ’ ιστορίες κι αμαρτίες»

φουλ τα γκάζια κι όλο νάζια.

Μεσ’ στο τζιπ μιά σοφερίνα,

ξετρελαίνει την Αθήνα,

μεσ’ στο τζιπ τέτοιο ουρί(;)

Ως κι ο έρως απορεί.

 

(ΙΙ)

Μεσ’ στο τζιπ ποτέ δε βγαίνει,

σε τρελαίνει, σ’ ανασταίνει,

«με πορείες κι ιστορίες»

σε τρελαίνει, σ’ ανασταίνει,

«μ’ ιστορίες κι αμαρτίες»

σε τρελαίνει, σ’ ανασταίνει.

Μεσ’ στο τζιπ μιά νηρηίδα,

έπαθα, όταν την είδα,

μεσ’ στο τζιπ τέτοιο ουρί(;)

Ως κι ο έρως απορεί.

Κι όλοι εμείς(;)

(Ι)

Βγαίνουν παρέα οι καημοί,

σε σκοτεινά μπαράκια

κι όλοι εμείς(;)

Μικροαστοί,

γκάλοπ σε μηχανάκια.

Ξύνουν μαχαίρια τις πληγές, απ’ τα θολά κανάλια

κι όλοι εμείς(;) Δροσοπηγές, για άρρωστα κεφάλια.

Τρέχουν οι πόνοι στα στενά,

στις πολυκατοικίες

κι όλοι εμείς(;)

Στο πουθενά,

τροφή για αδικίες.

Κάνουνε «μπάζες» τις γιορτές, οι δήθεν παντογνώστες

κι όλοι εμείς(;) Με το ΥΠΟ*, στα φούμαρα, στις μόστρες.

*ΥΠΟ= Υπουργείο Πολιτισμού

(ΙΙ)

Βγάζουνε πάντα τα στραβά,

σαν πρότυπα, εικόνες

κι όλοι εμείς(;)

Με τα χαζά,

παράθυρα, πυλώνες.

Παίρνουν των αηδονιών λαλιά, τη δίνουν σε κοράκια

κι όλοι εμείς(;) Ούτε μιλιά, κουφοί στα καμπανάκια.

Τρέχουν σε «νώθαι εκπωμπαί»

να τα οικονομήσουν(;)

Κι όλοι εμείς(;)

Στον καναπέ,

για να μας ευνουχίσουν.

Και βρίσκονται πάσα στιγμή, κρατώντας το φραγγέλιο

κι όλοι εμείς(;) Οι κριτικοί, που χάσαμε το γέλιο.

(ΙΙΙ)

Και κρύβουν όλες τις χαρές,

μέσα στις ανασφάλειες

κι όλοι εμείς(;)

Στο εκκρεμές,

με πούδρες και βεντάλιες.

Μας σπρώχνουν μέσα στη φωτιά, με άσπρες και μαστούρες

κι όλοι εμείς(;) Μάτια κλειστά, σε μπούρδες κι αγιαστούρες.

Και κλέβουνε τον μπεζαχτά,

με γλώσσα ή μετάνοιες

κι όλοι εμείς(;)

Μέσ’ στα σκατά,

TV και περηφάνιες.

Στον άλλο κόσμο οι ψυχές, μας λεν ότι αγιάζουν

κι όλοι εμείς(;) Επίκυψη σ’ αυτούς που μας βιάζουν.