Του μπάτη οι ματιές

Τ’ άστρα μετράω τ’ ουρανού,

του Μπάτη τα χαλίκια,

για να ’ξορκίσω τη βραδιά,

της μοναξιάς τα νύχια.

Κι ήλθες γλαρόνι από ψηλά

στου νού μου τ’ ακρογιάλι,

ανθόστρωνες τις πίκρες μου,

του ονείρου παραζάλη.

(Χίλια, χρυσά μου όνειρα,

να ονειρευόμουν πάλι.)

(Χίλιες να ήταν οι ζωές,

να σ’ αγαπήσω πάλι)

Τ’ άνθη μετράω στους αγρούς,

τα κύματα στον Μπάτη,

για να μερέψω τη νυχτιά

του Κύκλωπα το μάτι.

Κύματα έρχονται και πάνε

Κύματα έρχονται και πάνε

δίχως να ’χουν τελειωμό,

τα ρωτώ δεν απαντάνε,

καρτερώ το γυρισμό.

Η μοναξιά είναι τυφλή

ρίχνει στην άμμο φύκια,

φέγγει στου Μπάτη τη γιορτή,

στολίζει τ’ αρμυρίκια.

Κύματα έρχονται και πάνε

δίχως νά ’χουν τελειωμό,

τα κοιτώ και με κοιτάνε

και μου παίρνουν τον καημό.

Ο καθρέφτης του κόσμου

Χορεύοντας με πάθος στα μάγουλά σου η βροχή

κι οι αστραπές σκαλίζουν στα χείλη σου ευχή.

«Τις ρίζες της αγάπης σας,

πάντοτε θα ποτίζει,

του έρωτά σας το δεντρί,

αιώνια θα καρπίζει».

Ταξιδεμένα κορμιά, σκορπισμένα χρόνια,

σκουριασμένα φιλιά, αγωνίας καμιόνια.

Ταξιδεμένες γιορτάδες κι ελπίδες,

τον καθρέφτη του κόσμου,

ποτέ δεν τον είδες.

Λουλούδι – Νυχτολούλουδο

Τ’ αστέρια γλυκοχαιρετούν,

σε κρυφοκαμαρώνουν,

φτερά απλώνουν οι ματιές

και με απογειώνουν.

Λουλούδι – Νυχτολούλουδο

την ευωδιά σου δως μου

ερωτευμένους να μεθώ

στις γειτονιές του κόσμου.

Τα χείλη σε γλυκοφιλούν,

σε κρυφοσεργιανάνε,

οι πόθοι άνοιξαν φτερά

στους ουρανούς με πάνε.

Ξαφνικά

Ένα γλαρόνι, πέταξε ξαφνικά

πάνω απο τα κύματα

και γλυκοψυθιρίζει μυστικά,

του νού σου τα μηνύματα.

Στα μακρινά ταξίδια σου αγάπη μου,

πάντοτε οδηγό νά ’χεις το δάκρυ μου.

Στις αξημέρωτες τις νύχτες όνειρό μου,

συντροφιά θα σ’ έχω στο πλευρό μου.

Έν’ αστέρι, φώτισε ξαφνικά

τη θολωμένη μοναξιά μου,

φάνηκαν χαραγμένα στην καρδιά,

τα αρχικά σου έρωτά μου.

Έρχεσαι και φεύγεις

Τα κύματα μετράω

τους γλάρους που πετούν,

τ’ ορίζοντα τα μάτια

που σε κρυφοκοιτούν.

Έρχεσαι και φεύγεις

σα χιόνι, σα βροχούλα,

φωλιάζεις σα λαχτάρα

σ’ ερωτοκαμαρούλα.

Στην άμμο ζωγραφίζω

τους φάρους που γελούν,

τα χείλη σου που καίνε

και με γλυκοφιλούν.

Μη τρέχεις

Μη τρέχεις για άπιαστα όνειρα,

στο τέρμα του δρόμου, θ’ ακούσεις αντίο.

Μην επιδιώκεις ταπεινά και παμπόνηρα,

στο γράμμα του άγραφτου νόμου,

στης γης το μαντείο.

Η χαρά και το γέλιο να είναι σκοπός,

μη φτερουγάς ποτέ χαμηλά, γιατ’ είσαι αετός.

Μη τρέχεις για την ύλη και τα ανώδυνα,

στο τέρμα του δρόμου, στη γη όλα θα μείνουν.

Να επιδιώκεις αρετές και επώδυνα,

στα παιδιά, στα εγγόνια σου,

αρώματα μόνο να δίνουν.

Η χαρά και το γέλιο να είναι σκοπός,

μη φτερουγάς ποτέ χαμηλά, γιατ’ είσαι αετός.

Την Άνοιξη ξοδέψαν

Κλείσαν τους δρόμους, τις γιορτές,

του έρωτα λημέρια.

Μεταλλαγμένες κι οι ακτές,

των ήλιων μεσημέρια.

Κλείσαν τα μάτια των παιδιών

τσιμέντα και οθόνες.

Γίναν οι νάρκες των φιδιών

του μέλλοντος πυλώνες.

Κλέψαν τ’ αστέρια τ’ ουρανού,

την Άνοιξη ξοδέψαν.

Τη ρότα αλλάξανε του νού,

τ’ ανθρώπινα κιοτέψαν.

Παραμυθένια

Σου μιλούσα ατελείωτα,

με το τραγούδι της καμπάνας,

σε καλούσα ασταμάτητα.

Με τον καημό της μάνας,

σε στόλιζα παθιασμένα,

με χρώματα της Άνοιξης.

Σε φρόντιζα παραμυθένια,

με αρώματα θείας κατάνυξης.

Σε νανούριζα, σε νανουρίζω

και δεν θα πάψω ποτέ να σε νανουρίζω.

Με το τραγούδι της καμπάνας,

με τον καημό της μάνας…

Με χρώματα της Άνοιξης,

με αρώματα θείας κατάνυξης…

(ΙΙ)

Σου μιλούσα και πάντα θα σου μιλώ…

Σε καλούσα και πάντα θα σε καλώ…

Σε στόλιζα και πάντα θα σε στολίζω…

Σε φρόντιζα και πάντα θα σε φροντίζω…

Ατελείωτα,

Ασταμάτητα…

Παθιασμένα,

Παραμυθένια…

 

Στα Χανιά

Δυό χρόνια, πεδίο βολής της Κρήτης,

επάνω στ’ Ακρωτήρι των Χανίων.

Υπηρέτησα επί χούντας, σαν σμηνίτης

κι αγάπησα παράφορα τη Χώρα των Σφακίων.

Στο Βενιζέλειο Ωδείο, μαθητής

και ο Καλούτσης, ο γλυκός καθηγητής.

Σινέ – Απόλλων, άμιλλας διαγωνισμοί,

ισόβιοι στο μυαλό μου οργασμοί.

Ψαρέματα στη Γαύδο, για τις κακαβιές,

ανεξίτηλες στο χρόνο μολυβιές.