Με διέσεις, με υφέσεις κι αναιρέσεις

(I)

Συνθήματα και παραστρατήματα,

μηνύματα και προβλήματα.

Εξαρτήματα κι αμαρτήματα,

αδικήματα και μυθιστορήματα…

Θύματα, θύματα, θύματα,

ιδρύματα, νυχτοπερπατήματα

και παραδείγματα…

Κρίματα, ευρήματα, αναμασήματα

και διαβήματα,

σε γυαλισμένα, ακριβοπληρωμένα

μνήματα…

Κούφια χειροκροτήματα…

Κρατώντας μανόλιες

στ’ ουρανού το μαγνάδι,

ο νήδυμός μας…

 

(II)

Κορμιά ατσαλένιων γυπαετών,

κουκουβάγιας χαμόγελα κοραλένια.

Κέρινα ομοιώματα παγετώνων,

σκορπισμένα φιλιά βραχονησίδων

και φωτιές κοιμισμένων λήθαργων.

Καλαμιές εσπερινών καλλικέλαδων,

σε σταυροδρόμια αδιέξοδα.

Αποδημητικών κροξιές

σε λιμνοθάλασσες

και δειλινού

ψίθυροι σε χειμαδιά.

Περιστέρια καθορίζουν πορείες,

νεογιλών αυτοκρατόρων…

 

 

 

 

(III)

 

Υπό αμφισβήτηση του ήλιου η γνώση

κι ευνουχισμένων αιώνων πορείες…

Δυσανασχετούν τα χρόνια

από την άμπωτη και την πλήμμυρα

των λεπτών,

αφήνοντας φυλακισμένες

ρίμες στοίχων,

μισόλογα

και κονιορτό,

σε αποβάθρες σταθμών.

Νεφελοβατώ, νήχομαι

και νείρομαι…

 

(IV)

Στους ταρσανάδες,

τα σκαριά αντιστέκονται σθεναρά,

στριγγλίζοντας χαμηλόφωνα.

Στα πλακόστρωτα της Σελήνης,

οι γοργόνες αβγατίζουν τα βρόχια

μιάς ατέλειωτης κυματογραμμής

και μιάς αφετηρίας αστάθμητης…

Ξενυχτισμένα μουράγια

και αυλόπορτες,

ανεμίζουν μαντήλια λευκοκίτρινα

στου ορίζοντα τ’ απόκρυφα σινιάλα,

στην αρμύρα της νιότης

και στου λογισμού τον παραλογισμό…

 

(V)

Χρυσοκοκκινίζει η ακρογιαλιά,

στα ερωτικά προσκλητήρια

και στα χρωματιστά

ερωτοτιτιβίσματα του Μπάτη.

Η Πούλια προσκαλεί

τ’ αστέρια της

στο νυφοπάζαρο τ’ ουρανού,

στης γης το λιακωτό,

στης λίμνης τον καθρέφτη

και στης ψυχής τ’ απόβραδο.

Η νεφελοκοκκυγία,

διψασμένη, ημίγυμνη,

νυσταγμένη, προσμένει…

(VI)

Η Μέδουσα φωτίζει ωκεανούς

κι αρωματίζει

Συμπληγάδες του Οδυσσέα,

γλυκαίνοντας το λαβύρινθο,

για την Ιθάκη.

Θερίζουν Κύκλωπες άγουρα στάχυα,

από του Διόνυσου τη σπορά

και οι Νεράιδες σκορπούν

ηλιοτρόπια,

στη γαλάζια κοιλάδα,

Για να ταΐσουν,

πεινασμένα σύννεφα κι αρούρηδες,

που άδουν στα ορυχεία

νόθων σκέψεων

και στις περιπλανήσεις τσιγγάνων

μιάς απέραντης όχθης…

(VII)

Διδάσκουν οι στέπες

έρωτες,

στα νούφαρα και στους κατάλευκους

κρίνους της νεροποντής.

Διδάσκουν οι κύκνοι

αλήθειες,

στο ηλιοβασίλεμα και στα όνειρα,

που επιμένουν να ονειρεύονται.

Διδάσκουν οι κεραυνοί

αξίες διαχρονικές,

στα συγγράμματα

και στις υπογραφές, οφφικιούχων…

 

(VIII)

Παραστρατήματα και συνθήματα,

προβλήματα και μηνύματα,

Αμαρτήματα κι εξαρτήματα,

μυθιστορήματα και αδικήματα…

Ιδρύματα, παραδείγματα

και θύματα…

Ευρήματα, διαβήματα

και κρίματα,

σε φθαρμένα βήματα…

Τα ίδια χειροκροτήματα…

Κρατώντας μανόλιες

στ΄ ουρανού το μαγνάδι,

ο νήδυμός μας…

 

 

(IX)

Μηρυκάζοντας η Ιστορία

τα λάθη της,

χαρίζει τις εμπειρίες της, στα νυχτολούλουδα.

Στην απεραντοσύνη του χρόνου, βιάζεται

να δοκιμάσει μεθόδους τύφλωσης

η ύλη.

Προχωρώντας απερίσκεπτα,

χωρίς φειδώ, στα χαμόγελα

των παιδιών

και στων πουλιών την ανάσα…

Τραγούδια κι ευωδίες,

χειροκροτήματα κι επευφημίες.

Έρωτας, σιγανοψιχάλισμα,

τρύγος και σφιχταγκάλιασμα.

Χαμόγελα, λιθοβολισμοί,

πύρινοι λόγοι και αγιασμοί.

Φάμπρικες και ψωμάκι ξερό,

μάνικες και φωτιά στον καιρό…

 

(X)

Κόκκινες αρκούδες,

χορεύουν ασταμάτητα,

κάτω απ’ τα βλέμματα των αμνών,

χτυπώντας άρυθμα

τα χρονόμετρα, καιροσκόποι των ερήμων.

Στις «οάσεις» των λεωφόρων,

συνωστίζονται άμορφες λαμαρίνες,

ανούσιες ταχύτητες

και μοναχικοί καβαλάρηδες.

Στο τέρμα του δρόμου

βαθύ το σκοτάδι,

το ψύχος βαρύ…

Η φρίκη, η δυσωδία και ο πόνος

παραφυλάνε τους ευάλωτους,

στις χωματερές του μυαλού,

στης λήθης τα καλντερίμια…

 

(XI)

Μουχλιασμένα βιβλία

και τόμοι ανύπαρκτοι,

στα τηλεδικεία, στης ψυχής το κουρέλιασμα

και στης αγραμματοσύνης την μπόχα.

Δικαστές με σανδάλια,

ξεθωριασμένους χιτώνες,

καλαμιών καβαλάρηδες,

αγωνιούν.

Αγωνιούν για το απροσπέλαστο,

σαθρό,

παλάτι των επιδιώξεων τους.

Αγωνιούν για το μέλλον

και το παρόν τους το άχαρο.

Αγωνιούν για τις αϋπνίες

των ονείρων τους,

για το βαθύ ύπνο

και τη νάρκωση, “του δούναι και λαβείν”

 

(XII)

Φυγαδεύω τα όνειρά μου

σε χώρους ευφάνταστους, ονειρικούς.

Τις απορίες μου ταξιδεύω,

σ’ άγνωστους κόσμους,

σε δρομολόγια μακρυνά.

Στην ομίχλη διαλέγω,

σπίθες που καρτερούν,

ηλιαχτίδες που επιμένουν.

Στα λιμάνια δεν περιμένω

ναυαγούς και σωσίβια.

Οι πελαργοί χάθηκαν στα ναρκοπαίδεια

κι οι ελπίδες φυλακίστηκαν,

στα νάυλον είδωλα…

 

(XIII)

Οι καμπάνες ξυπνούν ηλεκτρονικά,

ναρκώνοντας τις αισθήσεις

σε μοναχικούς εσπερινούς

και σε άχαρους έρωτες.

Ακατήχητους, ανίσκιωτους, άκοσμους

άκομψους, άχαρους, αχρείαστους, αθέατους.

Αδίστακτους, ανίκανους, άγριους, άλαλους,

αλιβάνιστους, αλίμενους, αντίχριστους,

άλυπους, άπιστους, αμαυρούς, ασεβέστατους.

Αλητήριους, αμελητέους, αμάζευτους,

αμαρτωλούς, ανάγωγους, αστόλιστους,

άχρωμους, άοσμους,

ανέραστους,

αρχολίπαρους…

 

(XIV)

Γλυκοχαράζει και φωτίζονται ανεξίτηλα,

οι απρόδοτοι έρωτες.

Απροσπέραστοι, απροσμάχητοι,

απροσκύνητοι, απυρπόλητοι,

αβάσκαντοι, άβατοι, αναμορφωτές.

Ανθόσπαρτοι, ανθόστρωτοι,

ανθοφόροι, αγονάτιστοι, αειθαλείς,

αεικίνητοι, ασταύρωτοι, αετόμορφοι,

αδώρητοι, αστροφώτιστοι,

αέναοι, αξιαγάπητοι.

Αδυνάστευτοι, αδούλωτοι,

ασκανδάλιστοι, ασκοτείνιαστοι,

ασκόρπιστοι, αστραπόμορφοι,

αγιασμένοι, ακταιωροί,

αναμάρτητοι…

 

(XV)

Στα ιπποδρόμια τ’ ουρανού

καλπάζουν ανυπάκοα άλογα,

με Αμαζώνες αναβάτριες.

Σε χρώματα κι αρώματα,

σε κάλλη κι ομορφιές,

βασιλεύουν τα ματόκλαδα

της Κίρκης.

Έκλεψαν οι μέλισσες

το μαγικό της ραβδάκι

και το μετάλλαξαν

σε μέλι και βάλσαμο,

για να ξεδιψούν οι οδοιπόροι

και της γης

οι ονειροπόλοι…

 

(XVI)

Με το κερί της γύρης

και το μειδίαμα της απόσταξης,

φωτίζουν στις κούνιες

ψυχές αθώες,

για να μυηθούν στις διαδρομές τους.

Φωτίζουν το σεργιάνι της νύχτας

για να μη φοβηθεί απ’ το σκοτάδι,

για να μη χαθεί στους δρόμους για την αυγή.

Για να μην αλλάξει πορεία,

στις αλάνες και στα καπηλιά,

η φαντασία μας,

το χαμόγελό μας,

των ονείρων μας η προσμονή…

 

(XVII)

Κραυγές απ’ το σύμπαν

αγγίζουν νεκρές φωτιές,

του παρόντος και του μέλλοντος

πυρκαγιές,

χωρίς λάμψη, δίχως λάβα.

Αγγίζουν ολοζώντανες στάχτες,

απ’ το παρελθόν,

στα υπόγεια παλάτια της γης,

από του Ήφαιστου τις παλάμες…

Αγγίζουν τη μαγεία της ζωής,

στις κορυφές του Ολύμπου,

στην οροσειρά του Ταϋγέτου

και στου Ψηλορείτη

τους σταυραετούς…

 

(XVIII)

Αγγίζουν τη μοναδικότητα

των Μετεώρων,

αγγίζουν τ’ αγιάσματα

της Αθωνικής πολιτείας,

στο περιβόλι της Παναγίας…

Στο κάλλος του Παρθενώνα,

στην ομορφιά του Ερμή,

στου Σωκράτη τη σοφία,

στην καυστικότητα του Αριστοφάνη.

Αγγίζουν στην προσφορά

του Ιπποκράτη…

Αγγίζουν στη λεβεντιά

του Χριστού…

Ελλάδα και Έλληνας

(Ι)

 

Καράβι καλοτάξιδο,

διαμαντοστολισμένο,

με χρώματ’ανεξίτηλα,

λαμποκοπά αιώνες!…

Αλέξανδρος το κυβερνά,

ο αστροφορεμένος.

Ο ήλιος είν’ η πρύμνη του,

η πλώρη το γαλάζιο,

τον Όλυμπο κατάρτι του,

την Αθηνά πυξίδα.

Επίδαυρος οι μηχανές,

τιμόνι τ’ Άγιον Όρος,

οι άγκυρές του τα νησιά,

Μετέωρα τα ξάρτια,

και στην κουβέρτα ο Θεός,

το γλυκοκαμαρώνει…

 

(ΙΙ)

 

Δε λογαριάζει Κύκλωπες,

φουρτούνες, Συμπληγάδες.

Στο πλήρωμα φιλόσοφοι,

δάσκαλοι του πλανήτη.

Σωκράτης με τον Πλάτωνα,

τη ρότα του φροντίζουν,

Αριστοφάνης, Διόνυσος,

ασχήμιες σατιρίζουν

Γεμάτ’ αμπάρια Γράμματα,

Τέχνες και Επιστήμες,

Ερμή, τις Καρυάτιδες,

του Παρθενώνα εικόνες,

τα βέλη από τον Έρωτα,

στα νιάτα και στους γέρους.

Κι ο Ιπποκράτης βάλσαμο,

σ’ όλους τους πονεμένους…

 

(ΙΙΙ)

Φαιστό, Κνωσό, στα κύματα,

Ελ – Γκρέκο ζωγραφίζει,

Την Ολυμπία να φορά,

στους αθλητές στεφάνι,

κι ολόχρυσο τον κότινο,

γι’ Αδούλωτες Πατρίδες.

Η Σμύρνη και το Αϊβαλί,

στην κουπαστή γραμμένα,

θωρούνε την Αγιά Σοφιά,

τα μάτια τους κλαμένα.

Με πούσι είν’ ο Βόσπορος,

Αιγαίο ανατέλλει…

Κολοκοτρώνης στρατηγός

μ’ οπλαρχηγούς Μανιάτες,

κι άγρυπνο μάτι Ίκαρου,

μην έρθουν Εφιάλτες…

 

V)

 

Στα φινιστρίνια γνέφουνε,

Σεφέρης και Ελύτης,

στη βάρδια γλυκοτραγουδά,

Αρχάγγελος της Κρήτης.

Αετός διαμαντοστόλιστος,

μ’ ορθάνοιχτες φτερούγες.

Ο Έλληνας είν’ Ηρακλής,

είναι και Οδυσσέας!

Περιπλανιέται στη ζωή,

ο νόστος στην Ιθάκη.

Την Παναγιά’χει σκέπη του,

παρηγοριά και θάρρος.

Περήφανος, φιλόξενος,

ο Έλληνας γιορτάζει,

για λίγο χρόνο φτερουγά;

Παράδεισους ’τοιμάζει!!!…

Στο τρένο

Στο σταθμό δεν έφτασε ποτέ το τρένο,

σκάλωσε στις ράγες της ζωής και χάθηκε,

τον ερχομό σου μέρα-νύχτα περιμένω,

μα το λουλούδι της γιορτής μαράθηκε.

Οι έρωτες και οι αγάπες ταξιδεύουν

δίχως εισιτήρια,

στην πρώτη θέση οι καρδιές

γλυκά τις νανουρίζουν.

Μα αν αλλάξει ξαφνικά η βάρδια,

μυστήρια,

το δίκιο και το άδικο λαθραία τριγυρίζουν.

Στην αποβάθρα του σταθμού

ξεχάστηκαν οι αποσκευές,

στα όνειρά μου και ο χρόνος

άρχισε επισκευές.

-ίζεις

(Ι)

Μεσ’ στο κακό βαδίζεις,

γιατί δεν ξεχωρίζεις,

ήρεμους εξοργίζεις

και αθώους βασανίζεις.

Γυρίζεις, τριγυρίζεις,

τα νεύρα δεν ορίζεις,

από οργή αφρίζεις

κι όλο τον κόσμο βρίζεις.

Ενόχους, ξεσκονίζεις,

δήθεν, αρωματίζεις,

αξίες, μηδενίζεις

κι έρωτες χωρίζεις.

(ΙΙ)

Με αίμα ζωγραφίζεις

και με χολή ποτίζεις,

αδιάφορα σφυρίζεις

και όλο χαχανίζεις.

Στ’ άγνωστο αρμενίζεις,

τα δόντια ακονίζεις,

κακίες σου ταΐζεις,

δαιμόνους μακαρίζεις.

Τον κόσμο σου βρωμίζεις,

γιούρω δεν αξίζεις

και δεν μας φοβερίζεις,

με ό,τι ξεστομίζεις…

Μια επιστολή με σκέψεις σκόρπιες, καυτές, για αγνώστους και γνωστούς αποδέκτες

(Ι)

Τα χελιδόνια παραβίασαν

τον εναέριο χώρο της πατρίδας τους,

που θεωρούσαμε εναέριο χώρο

της δικιάς μας πατρίδας,

της αληθινής,

της πατρίδας των προγόνων μας…

Έγιναν διαβήματα, στα ναυλωμένα έθνη τους,

από την κυβέρνηση των πουλιών μας…

Ψηφίσματα, παράθυρα, πανό, φέιγ-βολάν,

κυκλικά τραπέζια, αναπαυτικά κρεβάτια,

αναπηρικά αμαξίδια, βαζελίνες,

συνακροάσεις, γκάλοπ, τζόγος, ζαριές,

ευχέλαια, συλλείτουργα, αφορισμοί,

σφυγμομετρήσεις, προγνωστικά, βεγγαλικά,

ξύλινες γλώσσες, παρελάσεις, απελάσεις,

αναπλάσεις, λυκοφιλίες

και ανούσιοι πανηγυρικοί…

(ΙΙ)

Τα διαβατάρικα πουλιά,

χαρούμενα,

μας έφεραν την Άνοιξη

τραγουδώντας

κι εμείς μέσω διαδικτύου

της αρνηθήκαμε την είσοδο, ψυχρά, αφιλόξενα,

την απορρίψαμε ηλεκτρονικώς,

σερφάροντας στη μοναχική βαρυχειμωνιά μας.

Μπροστά στων παιδιών μας

τα έκπληκτα μάτια,

για παραδειγματισμό τους,

για ηθικό τους δίδαγμα,

για μελλοντική τους εγκατάσταση

στο δημόσιο καφενέ,

στον σβέρκο μας,

στου κράτους την ταφόπλακα…

(ΙΙΙ)

Μας οδήγησαν τους οργασμούς της φύσης,

στη φύση μας,

στην ηδονή, στο κάλλος,

στην διαιώνιση

κι εμείς γι’ αντιπερισπασμό,

αυνανιζόμαστε

χαμογελώντας μηχανικά…

Προχωράμε στα τυφλά,

χωρίς πυξίδες, χωρίς πρόγραμμα

και προγραμματισμό,

δίχως γνώσεις και ήθος…

Αποκλειστικά το κέρδος μας,

χωρίς κόπο φυσικά και γνώση του αντικειμένου.

Είναι κι ο μοναδικός μας σκοπός, οι αξιώσεις μας,

είναι και τα πιστεύω μας, ριζωμένα βαθιά…

… Όχι, το τι κάνεις,

αλλά το πόσα παίρνεις…

V)

Οι κύκνοι και τα περιστέρια,

οι καρδερίνες και τα σπουργιτάκια,

οι θύμησες και τα όνειρα,

οι έρωτες και οι ελπίδες,

τα ήθη και τ’ άσματα,

απεβίωσαν λόγω ασιτίας.

Πέθαναν από υπερβολική δόση αγάπης απάτης,

από παραμύθα νοθευμένη, σε ζυγούς ακριβείας,

από τροφές μαϊμού, σε ζούγκλες,

από νάυλον είδωλα…

Πέθαναν επειδή μπήκε

σε καραντίνα η ζωή μας

και των παιδιών μας το μέλλον

στα χρηματιστήρια απαξίωσης

και ολικής σύγχυσης…

(V)

Πέθαναν επειδή άλλαξαν

οι εγκέφαλοι,

τα δρομολόγια στον υδροφόρο ορίζοντα,

λόγω της γρίπης των πουλερικών,

και λόγω τζακ-ποτ

λαϊκού, προσωρινού, μόνιμου,

μελλοντικού,

Εθνικού,

αμαθούς, ημιμαθούς,

επισφαλούς, ημιθανούς, αειθαλούς,

ΛΑΧΕΙΟΥ

και μεταλλαγμένου αιδοίου…

Πέθαναν επειδή

ήταν άνεργοι οι νεκροθάφτες

της προόδου και των πανανθρώπινων αξιών,

τα κοράκια και οι ύαινες

του σκότους, της αγραμματοσύνης,

της κομπίνας και του ρουσφετιού…

(VI)

Για να φωτίζουν

τις παρέες μας και τις πορείες μας,

γυάλισαν τις αχτίνες

των ήλιων μας, οι Φάροι και οι σκεφτόμενοι Άγγελοι.

Εμείς για να ξεχωρίσουμε

δεν είμαστε ίσιοι κι όμοιοι –

τις ρυπαίνουμε βάναυσα με αντικατοπτρισμούς

ή ορθότερα,

τις βρωμίζουμε, τις παραβιάζουμε,

τις εκβιάζουμε, τις βιάζουμε.

Σκορπίζοντας παντού απόβλητα

και πολύχρωμες αχτίνες λέιζερ,

για να ονειρευόμαστε

στις χωματερές

και στα νεκροταφεία

των εθνικών οδών…

(VII)

Με Θεϊκές δοξαριές,

μας συνοδεύουν στα

ρυθμικά και μελωδικά

άσματα της ψυχής.

Εμείς βροντοφωνάζοντας,

άναρθρα, άχρονα, άκομψα, άχαρα,

ημίγυμνοι, αξιολύπητοι, ρυπαροί,

έρποντας, γλύφοντας

και με τα κέρατά μας,

λάβαρα στην ομίχλη

και στη σκουριά, στην οξειδωμένη σκέψη,

τριγυρίζοντας στα όμοια, στα ομοιόμορφα

και συγχρόνως στα πανάσχημα…

Κρατώντας αποστάσεις ασφαλείας

από τη σκέψη, την ιστορία, τη συνέπεια,

τη μόρφωση, την κριτική…

Χάνοντας πολύτιμο χρόνο, φαιά ουσία,

στα γήπεδα, στα σίριαλ, στα τηλεδικεία,

στης ψυχής το κουρέλιασμα…

(VIIΙ)

Μετράμε ακροαματικότητες,

τηλεθεάσεις διαφημιστικών μηνυμάτων,

με κουρντισμένα χαμόγελα,

σε απέραντα μπορντέλα λήθαργου,

σε κωλοχανεία σήψης,

μπόχας, σκόνης χρυσίζουσας,

μόνιμης και νόμιμης νάρκωσης.

Γέμισαν οι καναπέδες από τα κουφάρια μας,

ενώ οι λακκούβες έχουν την

δικιά τους κρυφή ιστορία,

αλλά ως σήμερα, δεν μιλούν, δεν απαντούν,

απλά, χάσκουν στους λογής-λογής επιστάτες.

Στα υπερκέρδη μπροστά,

τα σιδερικά διαγωνίζονται σκληρά,

ποίο θα γίνει πρώτο, άμορφη μάζα,

με τα νεώτερα θύματα,

με το μεγαλύτερο οίκτο,

στα παράθυρα των ειδήσεων…

(IX)

Η ύλη είναι άυλη,

δεν έχει πολλές απαιτήσεις η ζωή,

είναι λιτοδίαιτη, είναι ολιγαρκής,

θέλει ελάχιστα για να λάμψει

και να προκόψει στον κόσμο της

τον πανέμορφο, τον μοναδικό…

Χρειάζεται

πνευματική τροφή η ζωή,

μια δύναμη Θεϊκή, διαχρονική,

για να αντιμετωπίσει κεραυνούς εν αιθρία,

κακουχίες, τσουνάμι, λοιμούς λιμούς,

δυστυχία ξαφνική, καταποντισμούς, θυμούς,

κι αμέτρητους σεισμούς

Υ. Γ.

Της ζωής οι τυχεροί,

ας προσέξουν λιγάκι και τους άτυχους,

αυτούς που ίσως αύριο, γίνουν τυχεροί

και οι σημερινοί ευνοούμενοι, καλότυχοι,

στο μέλλον μη βρεθούν στη θέση τους…

… Το πρόβλημα δεν το έχουν, όσοι δεν έχουν να χάσουν

τίποτα…

 

Ένα χαμόγελο, μιά καλημέρα

(Ι)

Μιά καλημέρα στείλε μου,

με του καπνού τις ζωγραφιές,

με της φωτιάς τις στάχτες.

Ένα χαμόγελο ήλιε μου,

αυτό που στέλνουν οι καρδιές,

όταν τους βάζουν φράχτες.

Μιά καλημέρα στείλε μου,

με τη δροσούλα απ’ την αυγή,

με τα φτερά της σκέψης.

Ένα χαμόγελο ήλιε μου,

βάλσαμο, μύρο στην πληγή,

που δεν μπορείς ν’ αντέξεις.

(ΙΙ)

Μιά καλημέρα στείλε μου,

με το παράπονο αηδονιού,

με την ηχώ καμπάνας.

Ένα χαμόγελο ήλιε μου,

με γλυκοδοξαριά βιολιού,

με προσμονή της μάνας.

Μιά καλημέρα στείλε μου,

με τις φτερούγες αετού,

με ευωδιές τ’ Απρίλη.

Ένα χαμόγελο ήλιε μου,

απ΄ την αυλίτσα του σπιτιού

κι αγαπημένα χείλη.

(ΙΙΙ)

Μιά καλημέρα στείλε μου,

με παραμύθι της γιαγιάς,

σ’ ονειρεμένο βράδυ.

Ένα χαμόγελο ήλιε μου,

με κρυφοσκίρτημα καρδιάς,

και φεγγαριού το χάδι.

Μιά καλημέρα στείλε μου,

με τα λουλούδια της ζωής,

του Ολύμπου ομορφάδα.

Ένα χαμόγελο ήλιε μου,

με τα τραγούδια της ψυχής

και φως απ’ την Ελλάδα.

V)

Μιά καλημέρα στείλε μου,

με της γοργόνας τα φιλιά,

με τ’ Αλεξάνδρου λόγια.

Ένα χαμόγελο ήλιε μου,

με τους αγώνες αγκαλιά

και αιώνων δρομολόγια.

Μιά καλημέρα στείλε μου,

με τις Διονυσιακές γιορτές,

με του έρωτα τα βέλη.

Ένα χαμόγελο ήλιε μου,

με της Ακρόπολης ματιές,

το Αιγαίο ν’ ανατέλλει.

(V)

Μιά καλημέρα στείλε μου,

με τους ανθούς της λεμονιάς,

με τα φιλιά του Μάη.

Ένα χαμόγελο ήλιε μου,

με μυρωδιές της γειτονιάς,

εκεί που ο νους σε πάει.

Μιά καλημέρα στείλε μου,

με τ’ αρμυρίκια του γιαλού,

με του πελάγου αέρα.

Ένα χαμόγελο ήλιε μου,

με τις εικόνες του μυαλού…

Στου γυρισμού τη μέρα…

 

Η ξενιτιά

(Ι)

Η ξενιτιά είναι φωτιά,

είναι πικρή, είναι φαρμάκι…

Η ξενιτιά είναι σκληρή,

σαν στοιχειωμένος βράχος.

Είσαι μακριά, από φίλους, συγγενείς

και ζεις μονάχος.

Σε ποιούς να πεις μια καλημέρα,

σε ποιόν να πεις δυό λόγια τρυφερά.

Στα ξένα είν’ ατέλειωτη η μέρα

και δεν υπάρχει, αφορμή για τη χαρά.

… Μα και στην αγαπημένη σου

Ελλάδα αν καθίσεις,

το γάλα και το αίμα,

της μανούλας σου θα φτύσεις…

(ΙΙ)

Η ξενιτιά(;) Είν’ ασυγκίνητη,

δεν ξέρει, από έργα κι από λόγια.

Έτσι παραμένει εντελώς ακίνητη,

μα, ξεκουρδίζει

των εσταυρωμένων τα ρολόγια.

Η ξενιτιά(;) Διπλός καημός,

ψάχνεις να βρεις, πού έχει φως(;)

Και βρίσκεις, δάκρυα και ροζασμένα χέρια,

τις σάρκες να ξεσκίζουνε, οι θύμησες, οι έρωτες,

της απονιάς τα κοφτερά μαχαίρια.

Η ξενιτιά(;) Όλους μας μίσησε,

δεν μας λογάριασε καθόλου.

Τα πιο ωραία χρόνια μας, τα λήστεψε

και μας οδήγησε,

στα χνάρια του διαβόλου.

Στο γέρικο παγκάκι

Το πάρκο Ελευθερίας έχω πατρίδα μου,

οι κάδοι απορριμμάτων ζωή, ελπίδα μου.

Το γέρικο παγκάκι είναι το σπίτι μου,

η εκκλησία δίπλα το παραμύθι μου.

Τα τέως πεζοδρόμια

και των σπιτιών οι αυλές,

γίναν σιδεροδρόμια

και θύμησες παλιές.

Με φώτα, με λαμπιόνια, με κορναρίσματα,

η λεωφόρος μοιάζει δίχως προβλήματα.

Αδέσποτα στον ύπνο με συντροφεύουνε,

τα όνειρά μου άλλο δεν κινδυνεύουνε.

Και οι παλιές αγάπες(;)

Ναρκώθηκαν κι αυτές,

μέσα σε αυταπάτες

και κάρτες πλαστικές.

Μην απορείς

Με έδεσες γερά στα παραγάδια,

στα δίχτυα του μυαλού με έκλεισες,

μα είναι πάντα η καρδιά σου άδεια,

ποτέ δεν με κατέκτησες.

Μου έδεσες σφιχτά χέρια και πόδια,

σε λίμνες της ψυχής ταξίδευες,

μα η ζωή σου, πάντοτε σ’ εμπόδια,

τα όνειρά σου, σκότωνες και λήστευες.

Μην απορείς, μην απορείς,

πως όλ’ αυτά δεν τα μπορείς.

Είναι θολή, είναι μαβιά,

της μοίρας σου η μολυβιά.

Τα κύματα στερέψανε

Απ’ τα γαλανά του Αιγαίου

κι από τα λευκά τ’ Ολύμπου,

στο θυμίαμα του ωραίου

και στο άγγιγμα τ’ ονείρου.

Απ’ των σταφυλιών τις ρόγες

κι απ’ της αμμουδιάς τα σπόρια,

θα καούν όλες φλόγες

κι αστεριών τα πανωφόρια.

Στερέψανε τα κύματα,

φουρτούνιασαν τα μνήματα.

Οι λεωφόροι κλείνουν τα ρολά

κι οι ποταμοί χαϊδεύουν τα θολά.

Τα κύματα στερέψανε,

τα μνήματα θεριέψανε.