Ο μονομάχος

Σε μια γυάλα ο μονομάχος,

πάντα τριγυρνάει μονάχος,

δεν γουστάρει συντροφιά.

Έχει βάλει στο μυαλό του,

αρχηγό τον εαυτό του

και μοναδική ομορφιά.

Στης ερημιάς το καθεστώς,

πώς να ζήσεις μοναχός(;)

Χωρίς μια καλημέρα.

Πώς να περάσει η μέρα(;)

Πώς να ρολάρει η καρδιά,

δίχως μια πονηρή ματιά(;)

Μήπως είναι υπερβολές(;)

Με καταδίκασαν οι φόβοι μου

στα κάτεργα του νου με φυλακίσαν,

στα δυό με κόψανε οι πόθοι μου

που τ’ άμοιρο κορμί μου αγνοήσαν.

Τι να τις κάνω τις αρχές

και πάντα, στο μυαλό μου τύψεις(;)

Μήπως και είν’ υπερβολές

των ισχυρών ανακαλύψεις(;)

Με βασανίζουνε οι σκέψεις μου

ποτέ κανένα, μην κατηγορήσω,

με καταδιώκουνε οι θέσεις μου,

ποτέ μου άνθρωπο μην αδικήσω.

Οι τρεις κόρες

(Ι)

Τρέχω στ’ Απρίλη τη γιορτή

δυό χείλη να τρυγήσω

κι από της λεύκας το χαρτί,

τρεις κόρες να κεντήσω.

Όμορφες σαν την Άνοιξη,

σαν της ψυχής κατάνυξη.

Η πρώτη τραγουδά τον έρωτα,

η δεύτερη μιλά γι’ αγάπη

κι η τρίτη η φαρμακερή,

στου χάρου το κιτάπι

κλείνει του χάρου μάτι.

Μήπως και τον τρελάνει

κι άλλο κακό στη γη δεν κάνει.

(ΙΙ)

Παίρνω τ’ Απρίλη κατιφέ

μεσ’ στ’ όνειρο πλαγιάζω

και στης Πανδώρας το μπαχτσέ,

τρεις κόρες αγκαλιάζω.

Όμορφες σαν την Άνοιξη,

σαν της ψυχής κατάνυξη.

Η πρώτη τραγουδά τον έρωτα,

η δεύτερη μιλά γι’ αγάπη

κι η τρίτη η φαρμακερή,

στου χάρου το κιτάπι

κλείνει του χάρου μάτι.

Μήπως και τον τρελάνει

κι άλλο κακό στη γη δεν κάνει.

(ΙΙ)

«Οι τρεις κόρες» υπάρχουν και σε παραλλαγή, αλλά με το ίδιο ρεφρέν.

Τρέχω στης Μάνης τη γιορτή

δυό χείλη να τρυγήσω,

στην αμμουδιά της Καλογριάς,

τρεις κόρες να κεντήσω.

Όμορφες σαν την Άνοιξη

σαν της ψυχής κατάνυξη.

Παίρνω της Μάνης ομορφιές

μεσ’ στ’ όνειρο πλαγιάζω,

στου Ταϋγέτου τις κορφές,

τρεις κόρες αγκαλιάζω.

Όμορφες σαν την Άνοιξη,

σαν της ψυχής κατάνυξη.

Στους ίδιους κόσμους

Βραδιάζει, ξημερώνει,

στους ίδιους δρόμους, η μοναξιά πάντα

μας ενώνει…

Βραδιάζει, ξημερώνει,

στους ίδιους πόνους, η απονιά πάντα

μας πληγώνει…

Χλωμιάζει, αναρρώνει,

στους ίδιους υπονόμους, η σκουριά πάντα

μας χαρακώνει…

Χλωμιάζει, αναρρώνει,

στους ίδιους κόσμους, η καταχνιά πάντα

μας σκοτώνει…

Έχει…

(Ι)

Έχει η ζωή εφτά τροχούς,

τους άπιστους κι αμαρτωλούς,

με χίλια τους στριμώγνει.

Έχει η ματιά χίλιες ματιές,

που βλέπει τις λαβωματιές

και τρυφερά επουλώνει.

Έχει η ψυχή εφτά ψυχές,

ξάγρυπνη την κρατούνε,

τα δίκαια, τα άδικα,

πάντα ακολουθούνε.

(ΙΙ)

Έχει η καρδιά δυό ζυγαριές

και ακριβοζυγίζει,

τις κρύες, τις καυτές βραδιές,

με πάθος τις χωρίζει.

Έχει η φωτιά τις κλειδαριές

κι όλο διπλοκλειδώνει,

τις άσπρες, τις μοναχικές βραδιές,

στου χρόνου το σεντόνι.

Έχει η στιγμή χίλιες στιγμές

που καρτερούν το δείλι,

να τρελαθεί το εκκρεμές,

ν’ ανάψουνε τα χείλη.

(ΙΙΙ)

Έχει η ευχή δυό κλειδαριές,

κλειδώνει, ξεκλειδώνει.

Άλλες κλειδώνει την αυγή,

άλλες σε σχόλες, σε γιορτή

κι άλλες τις βαλαντώνει.

Έχει η ζωή και τους ασκούς,

φουσκώνει, ξεφουσκώνει,

για πλούσιους και γιά φτωχούς,

για ιστορίες που ακούς,

γι’ άλλες που κρυφολιώνει.

Πρώτη του Απρίλη

Πρώτ’ Απριλιά επρόβαλε

το χρόνο λιθοβόλαγε,

με ευχολόγια και φιλιά.

Πρώτ’ Απριλιά ξημέρωσε

και η καρδιά μας χρέωσε,

σκιρτήματα ερωτικά.

Πρώτη του Απρίλη,

ανθίζουνε τα χείλη,

γλυκαίνουν κι οι καρδιές.

Πρώτη του Απρίλη,

οι έρωτες, οι ήλιοι,

γλυκαίνουν κι οι βραδιές.

Απρίλης

Τον μήνα Απρίλη,

ανθίζουνε τα χείλη…

Τα ξερά κορμιά, βγάζουν κλαδιά,

οι γέροι, γίνονται παιδιά.

Οι νέοι, ερωτεύονται,

ομορφιές και κάλλη ονειρεύονται…

Τα σήμαντρα οι καρδιές χτυπούνε,

τον φτερωτό Θεό εξυμνούνε…

Έρωτας

Του έρωτα η κρυφή ματιά

μέσ’ στην καρδιά είν’ πυρκαγιά

και στη ζωή ο φάρος.

Κοχύλια σ’ όμορφη αμμουδιά,

γέλιο στα χείλη απ’ τα παιδιά,

διδάγματα και θάρρος.

Στον έρωτα ο χωρισμός

της μοναξιάς είναι καημός,

στη σκέψη φέρνει τρέλα.

Χωρίζει νιάτ’ απ’ τη ζωή,

δρόμος για την καταστροφή,

στον πόνο(;) Πήγαιν’ έλα.

Στ’ αζήτητα οι αγάπες

Ψάχνω για κάλλη κι ομορφιές

μέσ’ στου μυαλού τη χίμαιρα,

στο παρελθόν, στο σήμερα,

μ’ όνειρα κι αυταπάτες.

Στ’ αζήτητα οι αγάπες,

ψυχρές κι ανέραστες ματιές,

του έρωτα λαβωματιές.

Στου γκρεμού την άκρη

τραβάμε τα αισθήματα,

γι’ ανούσια προβλήματα

χύνουμε μαύρο δάκρυ.

Αόρατα βαπόρια

Δείχνει τους μύθους η φωτιά,

πουλιά στο περιβόλι μας,

στ’ αζήτητα οι ρόλοι μας

κι ο εαυτός μας χώρια.

Γράφει τη ρότα μιά μυρτιά,

πάνω σε θάλασσα πλατειά,

μ’ αόρατα βαπόρια.

Δεν συμφωνούν τα νούφαρα

στο λογισμό της λίμνης.

Πάρ’ το σκαρί που σου ’φερα,

στη λησμονιά μη μείνεις.