Του Έρωτα και της Ζωής

Του Έρωτα και της Ζωής

 

 

 

«Σε όσους αγαπούν»

 

…Δε χάνονται αυτές οι μάχες

η ζωή έχει ομορφιές και γλύκες απρόβλεπτες

μην προσπεράσουν

μη χαθούν άσκοπα

στα καλέσματα των σειρήνων…

 

 

 

 

 

«Του έρωτα και της ζωής»

 

Βαθυκόκκινες

του σιδερά οι λάμες

οι φλόγες του έρωτα τις λαμπάδιασαν

 

Δεν πεταλώνεται

ο φτερωτός σκοπευτής

 

 

 

 

 

 

 

 

Τα καλντερίμια

και τα πλακόστρωτα της καρδιάς

οδηγούν το δροσερό αεράκι

στο σούρουπο

για την αγρύπνια των πόθων

 

Τα ποδάρια έχουν φτερούγες

αχρήστευσαν τους πεταλωτές

 

 

 

 

Της πανσέληνου η φεγγοβολιά

ξεχύνεται στα σήμαντρα

της γοητείας

στη φωτιά της ματιάς σου

 

 

Οι φουσκοθαλασσιές

και τα κύματα της καρδιάς σου

κουβαλούν

τους θησαυρούς της γης

από τα κατάβαθα των ωκεανών

από τις σπηλιές των ταράντων

 

 

 

 

 

Άμαξες με ολόλευκα άλογα

στολίζουν το λιακωτό της σκέψης

Το αλώνισμα του έρωτά σου

Τη σπορά στους κάμπους των παιδιών

Το κρασί της αγάπης και της χαράς

Τα χλιμιντρίσματα της καρδιάς

στο μπαλκόνι της γης

 

 

 

 

 

Από το Βέρμιο

η μούσα του έρωτα

η θεά της σοφίας

αγναντεύουν την παραμυθένια

πολιτεία να απλώνεται πάντα

ερωτική

Σαν το κατάλευκο Σέλι

αγνή

Σαν την Αραπίτσα υπερήφανη

Σαν τα Τρία Πέντε πηγάδια

μοναδική

 

 

Στον παράδεισο του Αγιοπελαγίτη

τα πλατάνια ανταμώνουν το σούρουπο

με τον ποταμό των πόθων

να σιγομουρμουρίσουν

τα μυστικά του έρωτά τους

για τη φύση

για τον άνθρωπο

 

 

 

Τα θαλασσοπούλια

αγναντεύουν μέσα από τα πυκνά σου μαλλιά

τις χαρές της Άνοιξης

 

Το πολύχρωμο χαλί

στον αργαλειό της μνήμης

Το σφιχταγκάλιασμα των κρίνων

Τα ερωτικά κουδουνίσματα της στάνης

Του κοπαδιού τα σκιρτήματα

Τις μελωδίες του αντίλαλου

Τα χαρούμενα ανέμελα

πειράγματα των παιδιών

στο ρέμα της Χελιδονούς

στο γεφύρι της Κοσκάραγας

Στις βρυσούλες των ονείρων

από τα κεραμίδια της ψυχής

στις γειτονιές των αγγέλων

 

 

 

 

Από τις κορφές του Ψηλορείτη

με τα κοπέλια πλάι της

ξανοίγει του αετού η συντρόφισσα

 

Καρδιές που φτερουγάνε

Χέρια που τρέμουν αμήχανα

Μάτια γεμάτα θάλασσες

Στήθια με κάμπους ανθοφορεμένους

Ψαρόβαρκες που κουβαλάνε όνειρα

Λαχταριστές αρμαθιές

με χυμούς ντροπής σε ολοκόκκινες παρειές

Πόθους

σε παρθεναγωγεία νεοσσών

Ιδρωμένα κορμιά σε φυλακισμένους

Λύτρωση σε κολασμένους αγριόχοιρους

Δροσοσταλίδες σε φλογισμένα χείλη

 

 

 

Τα τριζόνια

καλούν ρυθμικά τη νύχτα

για να ναρκώσει τα μελισσόπουλα ως το ξημέρωμα

για να στείλει τ’ αγριοπερίστερα στη φαμελιά τους

για να σμίξουν οι καρδιές στις καυτές τους κυψέλες

για να κλάψουν οι χήρες και οι μοναχοί

 

Αναβλύζει ερωτισμό και μυστήριο

το ηλιοβασίλεμα

Να του εξομολογηθείς σιγοτραγουδώντας

 

 

 

 

 

 

Έρχεται το σκοτάδι

Όλα τα δημιουργήματα της φύσης μας

ταιριάζουν στην απόχρωσή τους

 

Η λεμονιά του κήπου μας σκούρυνε κι αυτή

μόνο τα ευτυχισμένα κουτσομπολιά

των σπουργιτών

και τα φιλόξενα κεραμίδια τους

σπάνε στα χρώματα του νού

 

Το σούρουπο

ωθεί τα νυχτοπούλια

στης Τεπαινοιάτεισσας

το νυφοπάζαρο

αναψοκοκκινισμένα

από ντροπούλες

κι αναστολές

 

 

 

 

Η νύχτα

βαφτίζει τους κεραμυδόγατους

σ’ ευτυχισμένους γαμπρούς

και τα βατράχια να ερωτοτροπούν

στις χαβούζες και στις λιμνούλες

του Αγίου – Όρους

 

 

Στις ρούγες

τα γηρατειά ν’ αναπολούν

τη μιζέρια των πόθων

στα χρόνια της υποκρισίας

και του πρέπει

Χαμένα χρόνια

Χαμένοι έρωτες

Χαμένοι καιροί

Χαμένα νιάτα

Χαμένα ηλιοβασιλέματα

 

 

 

 

 

 

 

Στο λιοστάσι της χαραυγής

αμύνονται τα κριάρια

από του επιβήτορα τα κόρνα

από τα ερωτικά τσιμπήματα

των μελισσών

 

Στο λόφο των πελαργών

γράφουν τραγούδια της αγάπης

οι καλογριές του έρωτα

φορώντας κόκκινα νυφικά

 

Στα χειμαδιά οι τσοπαναραίοι

Προξενητάδες στο πάντρεμα

ανθρώπου και φύσης

Προφήτες και άρχοντες

Ραβδοσκόποι και άγιοι

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Χορεύουν πεντοζάλι σ’ ερωτικά βράχια

Η Γαύδος με τις Χανιώτισσες

τους κρατάει το μαντήλι η Αμνάτος

Ντελικανής σκουπίζει τον ιδρώτα

του πάθους τους

γλυκοζηλεύει ο Μινώταυρος

της σιωπής τους

 

Καμαρώνει το Αρκάδι

για τις λυγερόκορμες Κρητικοπούλες

και τους βρακοφόρους των αστεριών

 

 

 

Τα λευκάόρη

ταιριάζουν μαντινάδες της λευτεριάς

Ψάλλουν τραγούδια του έρωτα

οι Ανωγειανοί των αετών

Στα φτερά τους

θωρούμε τον πανάρχαιο λυράρη

να ταΐζει κοντιλιές μήτρες μαγισσών

να γλυκοτραγουδά στην αγάπη

να σκορπά σπέρμα σε στείρες ψυχές

 

Λυγώνεται

ο αμούστακος καλόγερος

κοιτάζοντας στα κλεφτά

τα στήθια της Πούλιας

 

 

 

 

 

 

 

Μεγάλωσε κι η φυλακή μας

γέννησαν μοναστήρια

οι πολυκατοικίες του οίκτου

 

Τρέχουν οι χρόνοι

σπούδασέ τους δάμασέ τους

οι ωκεανοί είναι σίγουροι

πάλεψε άφοβα

Να τρέμεις τα ποταμάκια

της υπόκλισης του ναί του μάλιστα

τις ανέραστες καλημέρες

τα παγωμένα χειροφιλήματα

 

 

 

 

Ο Ταΰγετος ξαγρυπνά

μετράει τα άστρα και τους θεριστάδες

 

Το γλυκοχάραμα ονειρεύεται

πασχίζει να χαλιναγωγήσει

κύκλωπες με ορθάνοιχτα μάτια

νυσταγμένες συνειδήσεις

να δανειστεί το φως των αστεριών

να φωνάξει τα νιάτα

και να τα χτίσει

αυτόφωτα

 

Να χορέψει μαζί τους

περήφανους χορούς

Ελεύθερες σκέψεις

στις πηγές της αγάπης και του έρωτα

 

 

 

 

 

 

Στις αγορές

δε θ’ ανακαλύψεις χαμένες ευκαιρίες

 

 

 

 

Ο έρωτας

χρειάζεται πόνο για να μην πονά

Φλόγες για να μην καίγεται

 

 

 

Η αγάπη

θέλει θυσίες για να θυσιαστεί

στο βωμό της ολοκλήρωσης

του ονείρου

Στο θαύμα της ζωής

 

 

 

 

Τα ραβασάκια της εφηβείας

οι νότες του καρδιογραφήματος

και η ευωδιά μέθης

του κιτρινισμένου χαρτιού

ζωγραφίζουν τον έρωτα

με όλες τις αισθήσεις

και αποχρώσεις της ζωής

 

 

 

Ευτυχία και τύχη

να σώζονται ιστορικοί της φύσης

Φτερωτοί και τετράποδοι τόμοι

με τους ερωτικούς συχνούς διαλόγους τους

υπενθυμίζοντας

στον άωτο εθελότυφλο

άνθρωπο

πως υπάρχει ακόμη ήλιος

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

«Τα μάτια σου»

 

Κοράλια ωκεανών

Διαμάντια και κολόνες ναών

 

Πολύτιμοι λίθοι

Ανεκτίμητοι σα γιαγιά παραμύθι

 

Οξυγόνο της φύσης

Μιλούν στην καρδιά μου πριν ψιθυρίσεις

 

Στις φλέβες μου αίμα

Μιλούν με αλήθειες μισούνε το ψέμα

 

Φτερούγες των αετών

Προσευχές και αγιάσματα μοναχών

 

Κάμποι λουλουδιασμένοι

Πουλιά και άνθρωποι ευτυχισμένοι

 

Δροσοπηγές και ποτάμια

Οάσεις ψυχών αγάπης πλοκάμια

 

Δύναμη και κουράγιο

Σε φουρτουνιασμένες καρδιές το μουράγιο

 

 

Στον άνθρωπο που λατρεύω…

Στα μάτια που μου δίνουν φως…

Π.Λ.

 

 

 

Στο Λιακωτό του Νού

ΣΤΟ ΛΙΑΚΩΤΟ ΤΟΥ ΝΟΥ

 

 

 

Πρόσωπα των επεισοδίων –

Ηθοποιοί – Άνθρωποι των γραμμάτων –

Δημιουργοί – Καλλιτέχνες – Απλοί άνθρωποι

(όλων των τάξεων κι επαγγελμάτων)

(Απ’ όλα τα διαμερίσματα της χώρας)

Τα βασικά πρόσωπά μας είναι:

1ο πρόσωπο) Η κυρά – Νεφέλη: Η ψυχή των ιστοριών μας.

2ο πρόσωπο) Ο Γιάγκος:Ο περιθωριακός του χωριού –

παλιός μουσικός.)

3ο πρόσωπο) Ο Θεόφιλος: Ο πρώτος και μοναδικός έρωτας της κυρά- Νεφέλης, ο ξενιτεμένος.

4ο πρόσωπο) Ο Μαθιός:Ο άντρας της κυρά-Νεφέλης,

ναυτικός μία ζωή.

Δεν τον υπολογίζει η κυρά του

ούτε για σκυλί.

5ο πρόσωπο)Η Πολύμνια:Η ερωτιάρα,

νόθο κορίτσι εξώγαμο

πολύ ωραία γυναίκα ,νυμφομανής.

6ο πρόσωπο) Η γιαγιά-Καλιώ:Γριά αλκοολική

που περιμάζεψε

την Πολύμνια

για παρεούλα.

7ο πρόσωπο) Ο Γάκης:Ψαράς, πανέμορφος

αλλά μισογύνης

επειδή τον είχε παρατήσει

μωρό η μάνα του.

8ο πρόσωπο) Η Λιλίκα:Είναι ο Λουκάς

ομοφυλόφιλος, ζευγάρι

με το Γάκη.

9ο πρόσωπο)Ο παπά – Σπήλιος: Ο παπάς της περιοχής,

απολαυστικότατος.

10ο πρόσωπο) Ο γέρο – Μαγκουράς:Μικροπωλητής,

ανίκανος σεξουαλικά

από 16 χρονών.

11ο πρόσωπο) Ο Χαΐρης:Ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές –

πολυτεχνίτης.

12ο πρόσωπο) Ο Καριόκας: Ο αστυνόμος, γλύφτης

κερασφόρος, άδικος κ.ο.κ

13ο πρόσωπο) Η Αφρούλα:Η αστυνομικίνα,

άπιστη, φιγουρατζού,τρακαδόρισσα.

14ο πρόσωπο) Η Ουρανία:Θρησκόληπτη, νεωκόρισσα

καρφί, αντροχωρίστρα.

15ο πρόσωπο) Η Αγαθούλα: Ανύπαντρη,

μισεί τους άντρες,

μεγάλη λεσβία.

16ο πρόσωπο) Η Χαρίκλεια:Όμορφο κορίτσι

ερωτευμένη με το Νυχτάκο

17ο πρόσωπο) Ο Νυχτάκος:Υπηρετεί τη θητεία του

στο πεδίο βολής Κρήτης

18ο πρόσωπο) Ο Καράμπελας: Ένας πενηντάρης εργένης (εκ πεποιθήσεως) που γουστάρει τις πιτσιρίκες, εικοσιπεντάρες; Είναι γριές γι’ αυτόν.

Τα πρόσωπα αυτά ζουν στην ίδια περιοχή, συναναστρέφονται καθημερινά…

Πικάντικες ιστορίες, κωμικοτραγικές καταστάσεις, δράματα, προξενιά κ.ο.κ

Επίσης ζούμε και ιστορίες ( εκτός των σημερινών) παλαιότερες, από τις αφηγήσεις της κυρά – Νεφέλης. Το περιεχόμενο τους (κάθε ιστορία) κάτι διαφορετικό.

Καμιά ιστορία δε μοιάζει με την άλλη.

Υπάρχει πάρα πολύ γέλιο, τραγούδια, χοροί, απρόοπτα…

Παρεξηγήσεις, Έρωτες, Λύπες, Χαρές, Μυστήρια, Ήθη κι Έθιμα, Πανηγύρια, Γάμοι, Βαφτίσια, Κηδείες, Βεγγέρες, Ανέκδοτα, Γιορτές κ.ο.κ

Ονόματα που θα χρησιμοποιήσω…

ΘεόναΓιαννούριΜαρίνη –

Γάκαινα – Γριά Καυλέισα– Καλταμπάνενα –

Γαλιώτενα – Ποτάκι – Καραμανάκι – το παληκαράκι –

ο κουλός – η μουγκή

η Μουσουλίαη Μπαλαμπάνενα

Ευθυμία – Ελπίδα – ο Μαράκας

ο Γκριανέας – ο Χοντζέας – Κίρκη

το ταταράκι – ο σαμαρατζής – Λυδία

Ερατώ – Μελπομένη

1ο πρόσωπο

Η κυρά – Νεφέλη

Μια ωραία γυναίκα (μεσόκοπη), με χιούμορ, πανέξυπνη, χρυσοχέρα, (φαγητά, γλυκά, εργόχειρα κ.λ.π).

Γράφει καταπληκτικούς στίχους και μουσική (τραγουδοποιός). Λέει άριστα τον καφέ, στέλνει μηνύματα με τα κινητά της (έχει 7 κινητά) τα οποία κρέμονται από το λαιμό της. Δίνει συμβουλές, όποιος θέλει να στείλει μήνυμα (γενέθλια, ονομαστική εορτή, γάμο κ.ο.κ)

Η κυρά-Νεφέλη αναλαμβάνει τη σύνταξη του μηνύματος…

Έρχονται τακτικά γνωστοί και άγνωστοι τραγουδοποιοί και παίρνουν στίχους της ή τραγουδιστές τραγούδια της…

Έρχονται από διάφορα μέρη της Ελλάδος να την γνωρίσουν…

Φεύγοντας θα τους δώσει κι ένα τραγούδι που έγραψε εκείνη τη στιγμή για τον τόπο τους…

Η κυρά-Νεφέλη είναι φαινόμενο, η φήμη της κάθε ημέρα μεγαλώνει, θεριεύει. Αυτή όμως απλή, προσιτή, γλυκομιλούσα…

Δίπλα από το παλιό πιάνο της υπάρχει ένα κουτί σκαλιστό με τρύπα επάνω, όποιος έχει ευχαρίστηση ρίχνει τον οβολό του για να ευχαριστηθεί και η κυρά-Νεφέλη (να σημειωθεί ό,τι με τα έσοδα αυτά βοηθάει ανθρώπους με ανάγκες).

Η κυρά-Νεφέλη δεν συμπάθησε ποτέ τον άντρα της (Μαθιό) που παντρεύτηκε δια της βίας…

Ο έρωτας που την καίει ακόμα είναι του Θεόφιλου που της απαγόρευσε ο σκληρός πατέρας της να τον παντρευτεί.

Έτσι αναγκάστηκε ο ερωτευμένος νεαρός να την κάνει στο εξωτερικό, Αυστραλία; Καναδά; Αργεντινή; ή Βραζιλία, που κάπου εκεί είχε μακρινούς συγγενείς.

… Όταν πεθαίνει (πνίγεται) ο Μαθιός η κυρά – Νεφέλη στέλνει γράμμα στην εκπομπή της Χατζηβασιλείου για να βρει τον αγαπημένος της (μακριά της για σαράντα χρόνια περίπου).

Γίνονται πολλά απρόοπτα, ξεκαρδιστικά…

2ο πρόσωπο

Ο Γιάγκος

Είναι ο περιθωριακός του χωριού (του νησιού), ιδιόρρυθμος, με τη σκέψη να τρέχει πότε εδώ, πότε αλλού, σέβεται μόνο τα παιδιά και αντιπαθεί πολύ τους μεγάλους. Χλευάζει την εξουσία και τους σοβαροφανείς, δε μασάει από μεγάλα λόγια…

Παλιός μουσικός (παίζει ακορντεόν, πιάνο κ.λ.π)

Έχει παρατήσει τα νυχτερινά κέντρα (που έπαιζε σαν μουσικός) επειδή τον έφτυσε μια τραγουδίστρια – χορεύτρια, συζούσαν για 8 χρόνια, την ανέδειξε σε φίρμα κι αυτή τον πούλησε…

Ζει ολομόναχος παρέα με τα τραγούδια του.

Παίζει όργανο όποτε γουστάρει αυτός ή όταν του πει η κυρά-Νεφέλη, μόνο τότε…

Όπου βρεθεί λέει τον ίδιο σκοπό (Μικρό τριανταφυλλάκι της μοίρας μας δισάκι…

Μα το τραγούδι που τον εκφράζει απόλυτα είναι: “Και οι παλιές αγάπες;”

Τους στίχους και τη μουσική έχει γράψει ο ίδιος ο Γιάγκος. Είναι ένα πανέμορφο ζεϊμπέκικο, όταν έχει κέφια ο Γιάγκος και το λέει σε γλέντια, γίνεται οχ α μ ό ς…

3ο πρόσωπο

Ο Θεόφιλος

Ο ξενιτεμένος για 40 χρόνια αγαπημένος της κυρά-Νεφέλης…

Εμφανίζεται στην εκπομπή της “Χατζηβασιλείου” μετά από ενέργειες της καλής του…

Σπαρταριστές ιστορίες διαδραματίζονται.

… Ο Θεόφιλος είναι και σπουδαίος ζωγράφος, αυτοδίδακτος…

4ο πρόσωπο

Ο Μαθιός

Ο άντρας της κυρά-Νεφέλης, που τον είχε σαν σφουγγαρόπανο, δεν τον υπολόγιζε καθόλου, ιδίως τώρα που έχουν περάσει τα χρόνια…

Άλλωστε δε ζούσαν και για πολύ χρόνο μαζί, επειδή αυτός ήταν ναυτικός κι έλειπε απ’ το νησί…

Σε έξη μήνες θα έπαιρνε τη σύνταξή του, αλλά σ’ ένα ναυάγιο πνίγηκε κι έτσι η κυρά-Νεφέλη έμεινε χήρα…

5ο πρόσωπο

Η ΠΟΛΥΜΝΙΑ

Πανέμορφη, ερωτιάρα, νυμφομανής, δεν αφήνει ούτε αρσενικό βάτραχο, όποιος άντρας της κάνει γλυκά μάτια την κατέκτησε και τον απολαμβάνει…

Η Πολύμνια δίνει μια μπουκάλα κρασί ή άλλο ποτό στη γιαγιά – Καλιά την μεθάει και οργιάζει στη σοφίτα ή στ’ άχυρα του στάβλου…

Πάντα παίρνει προφυλάξεις, φοβάται τις αρρώστιες και τις εγκυμοσύνες…

Σημ.Πολύμνια: (Πώς εξηγείται τ’ όνομά της χιουμοριστικά.

Στο Μεσολόγγι έλεγαν πολύ-μνιά (εξού το Πολύμνια))

6ο πρόσωπο

Η γιαγιά – Καλιώ

Γριά αλκοολική, βασανισμένη, έκανε βίζιτες στο λιμάνι, σα νέα…

Περιμάζεψε την Πολύμνια (εξώγαμο) για παρεούλα της…

Φυσικά η μια εκμεταλλεύεται την άλλη, με τον τρόπο της, θα εξαρτηθεί από τις ανάγκες κάθε μιάς…

7ο πρόσωπο

Ο Γάκης

Ομορφόπαιδο, ψαράς στο νησί, γεροδεμένος με πολύ ωραίο κορμί.

Δεν του αρέσουν καθόλου οι γυναίκες, που λιώνουν φυσικά γι’ αυτόν…

Συζεί με τη Λιλίκα (ομοφυλόφιλος – ο Λουκάς, που γνώρισε στον Πειραιά) και ζουν σαν κανονικό ζευγάρι…

Εκτυλίσσονται καταπληκτικές ιστορίες, κουτσομπολιά, απρόοπτα…

8ο πρόσωπο

Η Λιλίκα

Λουκάς (ομοφυλόφιλος), ζευγάρι αχώριστο με το Γάκη.

Τον Λουκά είχε παραπλανήσει σε ηλικία εννέα ετών, ένας θείος του (υποτίθεται έπρεπε να τον προσέχει).

Έκτοτε ο Λουκάς έπαιζε με κορίτσια, με κούκλες, μιλούσε με νάζι, ήθελε να εγχειριστεί…

Σ’ ένα ταξίδι του ο Γάκης στον Πειραιά τον συνάντησε σ’ ένα καφέ.

Ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα κι έκτοτε έγιναν ζευγάρι αγαπημένο, χωρίς να αντιμιλά ο ένας στον άλλο…

Συζούν στο νησί…

9ο πρόσωπο

Ο παπά – Σπήλιος

Ο ιερέας της περιοχής με τρεις ενορίες (λόγω έλλειψης παπάδων).

Είναι χήρος, μέθυσος, ψεύτης μεγάλος (αλλά χωρίς δόλο), φαντασιόπληκτος, φιλότιμος, γυναικάς, χοραταντζής, απολαυστικότατος.

Όλες οι ιστορίες του είναι απίθανες, πρωτόγνωρες, ξεκαρδιστικές…

10ο πρόσωπο

Ο γέρο – Μαγκουράς

Μικροπωλητής, αλλά σου φέρνει και ό,τι ζητήσεις από τη Χώρα (πρωτεύουσα).

Είναι καλοκάγαθος, ευθύς, φιλαλήθης, είναι ανύπαντρος (λόγω ανικανότητας).

Σε ηλικία 15 ή 16 ετών κτηνοβατούσε και η σκύλα πάνω στη συνουσία του έκοψε το πέος.

Το μυστικό αυτό το γνωρίζει ο ίδιος, ο γιατρός του αγροτικού ιατρείου (δε ζει πια) και η κυρά – Νεφέλη που της το είχε εκμυστηρευτεί ο ίδιος ο Μαγκουράς…

11ο πρόσωπο

Ο Χαΐρης

Ο άνθρωπος για κάθε δουλειά, πιάνουν τα χέρια του, καταπληκτικός.

Γεωργικές εργασίες, οικοδομικές, υδραυλικά, κτηνοτροφία κ.ο.κ

Είπε κάποτε μια γιαγιά:

«Αυτός μια μέρα θα κάνει χαΐρια (προκοπή)» κι έτσι του ’μεινε η ρετσινιά, χαΐρης…

12ο πρόσωπο

Ο Καριόκας

Ο αστυνόμος της περιοχής, αυστηρός (όπου τον παίρνει όμως), άδικος, γλείφτης, αργόστροφος (σχεδόν ηλίθιος).

Παίζει το ματάκι του με τις γυναίκες, μπανιστήρι στα βράχια των γυμνιστών (στη σπηλιά του έρωτα)…

Αλλά η γυναίκα του (η Αφρούλα) τον κερατώνει κανονικά και πολύ πιθανόν με τις ευλογίες του (φαναροκερατάς ο Καριόκας)

… Μια μέρα του ’κλεψαν τα ρούχα (στους γυμνιστές) και τρόμαξε να γυρίσει σπίτι του…

Οι σκηνές που διαδραματίστηκαν, είναι όλα τα λεφτά…

13ο πρόσωπο

Η Αφρούλα

Είναι η γυναίκα του αστυνόμου, έκφυλη, ναζιάρα, φιγουρατζού, τρακαδόρισσα, ψωνίζει βερεσέ χωρίς ποτέ να εξοφλεί τους λογαριασμούς.

Φοράει κέρατα του «μαλάκα» όπως ακριβώς τον αποκαλεί…

Χρησιμοποιεί την όποια εξουσία του άντρα της για ιδιοτελείς σκοπούς της.

14ο πρόσωπο

Η Ουρανία

Γυναίκα θρησκόληπτη, χαμηλοβλεπούσα, αντροχωρίστρα, ρουφιάνα, νεωκόρισσα στις εκκλησίες και δεξί χέρι του παπά – Σπήλιου και γκόμενά του πότε – πότε, όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν…

15ο πρόσωπο

Η Αγαθούλα

Γεροντοκόρη, στρυφνή, μισεί όλους τους άντρες. Γλυκοκοιτάζει κοριτσάκια, συνευρίσκεται ερωτικά με την Αφρούλα, την Πολύμνια κ.α

Είναι ντυμένη σαν άντρας (το μουστάκι μόνο της λείπει)…

Χορεύει καταπληκτικά ζεϊμπέκικο, τσάμικο, πάντοτε οπλοφορεί (πιστόλι, μαχαίρι).

16ο πρόσωπο

Η Χαρίκλεια

Πανέμορφο κορίτσι, ντυμένη προκλητικά, ερωτευμένη τρελά με το Νυχτάκο, που υπηρετεί στα Χανιά (πεδίο βολής)

… Κάθε τόσο πηγαίνει στην κυρά – Νεφέλη και της υπαγορεύει μηνύματα στο κινητό, για να τα στείλει στον έρωτά της, που είναι μακριά στην Κρήτη…

… Η Χαρίκλεια διατηρεί καφετέρια στο νησί και ουζομεζέδες, τσίπουρο κ.λ.π.

Πολλά βράδια γίνονται ανεπανάληπτα γλέντια, μέσα στην ομορφιά, στο κέφι, στο τραγούδι, στον έρωτα…

17ο πρόσωπο

Ο Νυχτάκος

Χοντρούλης (αρκετά), ο έρωτας της Χαρίκλειας, υπηρετεί στο πεδίο βολής Κρήτης (Ακρωτήρι Χανίων).

Παίρνει τα μηνύματα της αγαπημένης του, τα αντιγράφει σ’ ένα τετράδιο και δε χορταίνει να τα διαβάζει (ξέρει πως είναι δημιουργίες της κυρά – Νεφέλης).

Άλλωστε κι αυτός από την ίδια πηγή «εμπνέεται» στα μηνύματά του…

18ο πρόσωπο

Ο Καράμπελας

Πενηντάρης εργένης, του αρέσουν τα μεγάλα ταξίδια και οι μικρές γυναίκες. Εικοσιπεντάρες είναι γι’ αυτόν μεσόκοπες, προτιμάει από 16 έως 22 ετών. Γουστάρει ερημικές ακρογιαλιές, κάνει γυμνισμό και διαβάζει ακούραστα.

… Μια πιτσιρίκα τρελά ερωτευμένη μαζί του, δεν ακολουθούσε τους δικούς της στα κτήματα. Καθημερινά διαπληκτιζόταν με τη μητέρα της…

Ο Γιάγκος τα γνώριζε όλ’ αυτά και μια νύχτα που τάχε πιει, του σκάρωσε ένα τραγουδάκι.

«Μάνα δε θέλω στις δουλειές, στους κάμπους στα παλιάμπελα. Γουστάρω στις ακρογιαλιές στ’ αρχίδια του Καράμπελα»…

ΣΤΟ ΛΙΑΚΩΤΟ ΤΟΥ ΝΟΥ

… Η κυρά Νεφέλη ζει σ’ ένα όμορφο νησί, απολαμβάνοντας την αρμύρα της θάλασσας, τις μυρωδιές καθ’ εποχής του χρόνου, δίχως άγχος.

Παρέα με τις αναμνήσεις μιάς πολυτάραχης ζωής και τους γειτόνους της που τη λατρεύουν…

Τα χαρακτηριστικά της αποδεικνύουν μια πανέμορφη γυναίκα (στην δεκαετία του 1950).

Καλλίγραμμη, δίχως περιττά κιλά, σαρκώδη χείλη, μάτια φεγγάρια, καμαρωτή περπατησιά.

Κρατάει πάντα στα όμορφα δάχτυλά της ένα κομπολόι μεγάλο, πρωτοφανές για γυναίκα, παίζοντας ακούραστα τις βαριές του χάντρες.

Στο στήθος της κρέμονται εφτά κινητά τηλέφωνα(όπως ακριβώς στους δεσποτάδες τα εγκόλπια).

Δε γνωρίζει πολλά γράμματα, αλλά έχει διαβάσει όλες τις βιβλιοθήκες του κόσμου.

Διαβάζει κάθε βράδυ όταν έχει πια ησυχάσει από τις επισκέψεις έως τις πρώτες πρωινές ώρες.

Κοιμάται δύο με τρεις ώρες το εικοσιτετράωρο.

«Θα χορτάσω ύπνο όταν με συνοδεύσει στους αιωνίους μονάς ο μπάρμπα Μιχάλης» Λέει τακτικά, σε όσους τον ρωτούν, πως τα βγάζει εις πέρας…

… γράφει καταπληκτικούς στίχους και ποιήματα, γράφει μελωδίες, χωρίς να παίζει κάποιο μουσικό όργανο (εδώ την συμπληρώνει ο Γιάγκος, στο πεντάγραμμο)

… έρχονται πάρα πολλοί τραγουδοποιοί για να την γνωρίσουν, να φάνε απίθανα γλυκά κουταλιού, από τα χέρια της φτιαγμένα, μεζεδάκια νοστιμότατα και φυσικά στίχους ή μελωδίες…

Επίσης οι επισκέπτες της κυρά – νεφέλης απολαμβάνουν τις πανέμορφες ιστορίες της.

Είναι η αφήγηση της τόσο καταπληκτική, νομίζεις πως ζεις στα τεκταινόμενα της ιστορίας της.

Αφηγείται τόσες ιστορίες η κυρά – Νεφέλη που αν καταγράφονταν στο χαρτί, θα γέμιζαν πολλούς τόμους…

Εξιστορεί με καθαρή, αισθησιακή φωνή, μοναδική χροιά, σε καθηλώνει…

Μιλάει ατέλειωτες ώρες δίχως να κουράζεται ή να χάνει τον ειρμό της, φυσικά διεκπεραιώνει και τις δουλειές της ημέρας (μαγείρεμα, πλύσιμο, να φορτίσει τόσα κινητά (πάντα μπερδεύεται με τόσους φορτιστές), ξεσκόνισμα, τάισμα των οικόσιτων, ποτίζοντας τον κήπο και τ’ άνθη της…

…Λουλούδι, Νυχτολούλουδο την ευωδιά σου

δώς μου, ερωτευμένος να μεθώ

στις γειτονιές του κόσμου…

Η Χαρίκλεια της φιλάει τα χέρια, με δακρυσμένα μάτια, για το μήνυμα που της υπαγόρευσε σήμερα, ημέρα γενεθλίων του Νυχτάκου της. Είναι μακριά της σήμερα(δεν του έδωσαν άδεια) από την Κρήτη, πεδίο βολής στο Ακρωτήρι Χανίων.

Κυρά Νεφέλη, μου έκανες το ωραιότερο δώρο σήμερα, πώς θα στο ξεπληρώσω;

Η κυρά – Νεφέλη χαμογέλασε με ικανοποίηση, χτυπώντας τις χάντρες του κομπολογιού πιο έντονα.

Χαρίκλεια μου η χαρά είναι δική μου, γιατί θυμάμαι τα νιάτα μου που ήταν όλα τόσο μα τόσο διαφορετικά…

Δεν τολμούσαμε να σηκώσουμε μάτια στ’ αγόρια, ήταν μεγάλη αμαρτία και ατίμωση για την οικογένειά μας.

Είχαμε και την κατακραυγή του κόσμου, δεν τολμούσαμε ν’ αγαπήσουμε και ν’ αγαπηθούμε…

Παντρευόμαστε αυτόν που κανόνιζε ο κύρης μας ή ο μεγάλος αδελφός μας…

Άστα να πάνε, ζωή μαρτύριο, φτού – φτού – φτού(φτύνει τον κόρφο της).

Έχεις μερικούς φαρισαίους υποκριτές, ηθικολόγους στα λόγια μόνο:

« Τι εποχές τότε, με ήθος, ευγένεια, Χριστιανικά σπίτια, παρθένες κοπελιές» κι ένα σωρό σαπουνόφουσκες Χαρίκλειά μου, πονηριά, ρουφιανιά, κακός κόσμος, ο αδελφός σκότωνε τον αδελφό. Απόρροια της ανέχειας, της αμορφωσιάς, των κλειστών κοινωνιών, όλοι έπαιζαν κρυφτούλι…

Γινόντουσαν χειρότερα αίσχη, αιμομιξίες, βιασμοί, κτηνοβασίες, αλλά τα κουκουλώνανε.

Δεν υπήρχαν οι τηλεοράσεις, τόσες εφημερίδες, περιοδικά, διαδίχτυα, κινητά. Ούτε τηλέφωνο δεν είχαμε, ένα καβουρδιστήρι είχε στο καφενείο ο παππούς σου ο συγχωρεμένος, με μανιβέλα. Έβαζες τόση δύναμη στη φωνή σου που ακουγόσουν και χωρίς αυτό…

Πώς να ξυπνήσει ο κοσμάκης;

Πόλεμοι, εμφύλιοι, πλιάτσικο, φόβος και τρόμος, εξορίες και δε συμμαζεύεται. Άρα όλα μέλι – γάλα, ηθικά και χριστιανικά, πήγαινε η κτηνοβασία και η μαλακία καπνός.

Κοριτσάκι μου ζήσε το Νυχτάκο σου κι αν δε σου κάνει αυτός, άλλον κι άλλον. Να γνωριστείτε καλά, στις χαρές, στις λύπες, στον έρωτα – μόνο να τον βάζεις από κάτω μη σε σκάσει χά – χά, γελούν κι οι δυό τους.

… Αν ταιριάξουν τα χνώτα σας κάνετε το μεγάλο βήμα, γάμο, οικογένεια. Όταν ο ένας λέει βουνό κι ο άλλος γιαλό, πάμε γι’ άλλα Χαρικλάκίιιι…

όχι θα ζήσεις με κάποιον ολόκληρη ζωή, επειδή κάνει στον πατέρα σου, ας τον παντρευτεί εκείνος…

τους χάλασε την όμορφη συζήτηση ο Γιάγκος χτυπώντας τα παραθυρόφυλλα και τραγουδώντας το γνωστό τραγούδι του «Μικρό τριανταφυλλάκι της μοίρας μας δισάκι…»

Ο Γιάγκος είναι περίπου στα εξήντα, μέτριο ανάστημα, γένια και μαλλιά λευκά, σκουφί ή τραγιάσκα πάντοτε. Τα πουκάμισα του και γενικώς τα ρούχα του λουλουδιαστά σαν ανθόκηπος, ιδίως η γραβάτα, μεγάλη με λουλούδια ή μ’ έντονους χρωματισμούς.

Χειμώνα – Καλοκαίρι, μονίμως ξυπόλητος…

Τα λόγια του δεν έχουν ποτέ συνοχή, ξεφουρνίζει ό,τι του καπνίσει, από το ένα θέμα στο άλλο, δεν μπορείς να τον παρακολουθήσεις. Δεν πιστεύει τους σεβάσμιους(ηλικιωμένους) ή τους παπάδες ή τους δημάρχους ή τους αστυνομικούς ή τους πολιτικούς. Ακούει με θρησκευτική ευλάβεια τα παιδιά και τους εφήβους(κορίτσια και αγόρια) συζητάει μαζί τους για ολόκληρες ώρες, σοβαρά – σοβαρά. Τους μαθαίνει μουσική, τραγούδια κι ανέκδοτα, τα παιδιά τον υπεραγαπούν κι αν κάποιος τον ειρωνευτεί ή τον χλευάσει έχει να κάνει μαζί τους…

Για του λόγου το αληθές, πήραν τα ρούχα του Καριόκα(αστυνόμου) όταν έκανε μπανιστήρι στη σπηλιά του έρωτα… (Ο Καριόκας είχε κλείσει στο κρατητήριο το Γιάγκο επειδή δε φορούσε παπούτσια και δυσφημούσε το νησί στους επισκέπτες) (άκουσον – άκουσον)

… Ο έρωτας του Γιάγκου (πλατωνικός) είναι η κυρά – Νεφέλη. Δεν υπάρχει ημέρα να μην περάσει από την αυλή της με κάποιο δωράκι, λουλούδι ή ψάρι ή όστρακο…

Θα του ετοιμάσει η κυρά – Νεφέλη καφέ ή υποβρύχιο(βανίλια). Θα του υπαγορεύσει κάποια μελωδία της κι ο Γιάγκος θα την γράψει στο πεντάγραμμο (μεγάλη βοήθεια για την κυρά – Νεφέλη). Θα της ψωνίσει, θα της κάνει διάφορες εξυπηρετήσεις και πολλές φορές θα φάνε παρέα…

Ευχάριστος πολύ ο Γιάγκος, δεν έχει δημιουργήσει ποτέ πρόβλημα στο νησί…

Μικρό τριανταφυλλάκι της μοίρας μας δισάκι,

Τις ρούγες ομορφαίνεις, τους νέους ξαποσταίνεις,

Γλυκομοσχοβολάς – γλυκομοσχοβολάς

Σε πήρε κάποιο χέρι, εν’ άσπρο περιστέρι,

Σε γλυκοφίλησε, σε κάνει φυλαχτό του

Στον κόσμο το δικό του, σε γλυκοκοίμησε.

Μικρό τριανταφυλλάκι ελπίδα κι αεράκι

Αγρίεψαν οι χρόνοι κράτησε το τιμόνι

Ως το ημέρωμα – ως το ημέρωμα.

Σε πήρε κάποιο χέρι, εν’ άσπρο περιστέρι,

Σε γλυκοφίλησε, σε κάνει φυλαχτό του

Στον κόσμο το δικό του, σε γλυκοκοίμησε.

Συνεχίζει στο παλιό πιάνο της κυρά Νεφέλης παίζοντας και τραγουδώντας ο Γιάγκος

Μικρό τριανταφυλλάκι, κάθε μικρό παιδάκι

Σε θέλει στα όνειρά του, ναρθείς στη γειτονιά του

Ως το ξημέρωμα – ως το ξημέρωμα.

Σε πήρε κάποιο χέρι, εν’ άσπρο περιστέρι,

Σε γλυκοφίλησε, σε κάνει φυλαχτό του

Στον κόσμο το δικό του, σε γλυκοκοίμησε.

Μπράβο Γιάγκο είσ’ αηδόνι, του λέει με αγάπη η κυρά – Νεφέλη και ο Γιάγκος κρυφολιώνει καμαρώνοντας, αλλά μούγκα (ούτε μιλιά).

Τον τρώνε το δύστυχο δυό καημοί, της τραγουδίστριας – χορεύτριας που τον κορόιδεψε (αφού την έκανε πρώτα φίρμα) και της κυρά – Νεφέλης, που αν τούλεγε να πέσει να πνιγεί, θα το έκανε ευχαρίστως χωρίς δεύτερη λέξη…

… Χτυπάει το ένα κινητό της κυρά – Νεφέλης, είναι από τα Χανιά ο αγαπημένος της Χαρίκλειας.

Κυρά Νεφέλη μου, τι βάλσαμο ήταν το μηνυματάκι που μου ’στειλε το Χαρικλάκι, σ’ ευχαριστώ εκ μέρους της ερωτευμένης μου καρδιάς. Σε λίγο έχω έξοδο και θα πιώ στο παλιό λιμάνι δυό τσικουδιές στην υγειά σας.

Νάσαι καλά Νυχτάκο μου, πολύχρονος, καλός πολίτης. Πρίν λίγο έφυγε η Χαρίκλεια γιατ’ ήταν ώρα ν’ ανοίξει την καφετέρια. Όσον αφορά τις ευχαριστίες σου, είναι χαρά μου Νυχτάκο να επικοινωνώ με τους νέους, βγάζω και τ’ απωθημένα μου χά – χά – χά (γελάει)

Σε παρακαλώ κυρά – Νεφέλη μου, ένα σπέσιαλ μηνυματάκι να στείλω στο μωράκι μου.

Ένα λεπτό να συμβουλευτώ τα ερωτικά μου τεφτέρια ( με νάζι).

Άκου Νυχτάκο, γράφεις;

Είμαι σε θέση μάχης κυρά – Νεφέλη, όλος αυτιά.

Νάμουν αετός να πέταγα,

να ρχόμουν στη φωλιά σου,

να πάρω απ’ τα χειλάκια σου

τη γλύκα, τ’ άρωμά σου…

Νυχτάκο γράφε άλλο ένα:

… Και στα σκαλιά της σκέψης μου

μερόνυχτ’ ανεβαίνω, βρίσκω παντού

τα χνάρια σου,

σεργιάνι τα πηγαίνω…

Ένα – ένα Νυχτάκο να της στέλνεις με ρέγουλα, μη σου πάρει τον αέρα χά – χά – χά

Κυρά – Νεφέλη μου είσαι ο θηλυκός Γκάτσος, σ’ ευχαριστώ πολύ – πολύ – πολύ – φιλιά πολλάαα…

Παρακαλώ αγόρι μου, πάντα υγεία…

… Ο Γιάγκος παρακολουθεί όλη τη συνομιλία ελαφρώς προβληματισμένος (λόγω ζήλειας).

Θέλει ο καημένος την κυρά – Νεφέλη κατ’ αποκλειστικότητα, να μην μιλάει σ’ άλλον άντρα…

… Ξαφνικά, οι καμπάνες της εκκλησίας ηχούν πένθιμα…

η κυρά – Νεφέλη κάνει το σταυρό της και λέει στο Γιάγκο τρυφερά:

– Δεν πάς να μάθεις τι συμβαίνει Γιάγκο μου, θα με φάει η αγωνία…

Ο Γιάγκος δίχως άλλη λέξη, έχει βγεί στο δρόμο, πρίν την πλατεία συναντάει τον παπά – Σπήλιο.

Τι έγινε παπά – Σπηλιά (τον αποκαλεί έτσι, επειδή ο παπάς πότε – πότε πηγαίνει κρυφά στη σπηλιά του έρωτα για μπανιστήρι. Παπά – Σπήλιος, παπά – Σπηλιάς κατά Γιάγκο)

Κρεμάστηκε στο πάνω χωριό ο μπάρμπα Γιώργης ο Σπέντζουρας. Είχε προβλήματα και αυτοκτόνησε, νόμισε έτσι θα τα λύσει…

Πάμε Γιάγκο να κόψουμε κίνηση; Θα περάσουμε καλά…

Βρε παπά – Σπηλιά, σε φουρκισμένο άνθρωπο, τι καλά να περάσουμε. Να πάρω και τ’ ακορντεόν, μήπως έχουν και μεζεδάκι;

Καλά εσύ ζείς στον κόσμο σου βρε Γιάγκο, δε σε παρεξηγώ…

Παπά – Σπηλιά (ειρωνικά) αν θέλεις μάτι καλό και να περάσεις καλά, στη σπηλιά του έρωτα, ξέρεις εσύ το δρόμο. Άσε τους κρεμασμένους με τη φούρκα τους, άλλωστε στην κρεμάλα θα σ’ έχει ο Άγιος Πέτρος και θα την χορτάσεις…

Πά – Πά – Πά – Πά, μην ξεχάσεις να ποτίσεις τον ανθόκηπο και μαραθούν τα λέλουδα, Μπετόβεν.

Αν δεν ήσουν τεμπέλης κι άχρηστος δε θα γινόσουν παπάς.

Πάντοτε οι δυό τους είναι σαν το σκύλο με τη γάτα. Κατά βάθος ο παπά – Σπήλιος φροντίζει κι αγαπάει το Γιάγκο…

… Εν τω μεταξύ μαζεύτηκε κόσμος στην πλατεία. Ο ένας έλεγε το κοντό του ο άλλος το μακρύ του.

Τι καλός άνθρωπος ήταν ο συγχωρεμένος…

Αμαρτίες πλήρωσε ο δύστυχος…

Σαν το σκυλί στ’ αμπέλι πήγε…

Μα καλά βρε αδερφέ, με φούρκα…

Ταξίδι για την κόλαση πάνε οι αυτόχειρες…

Τα παιδιά του πώς θα βγούνε στην κοινωνία…

Να πόνεσε άραγε…

Με το δίκαννο, θα ήταν καλλίτερα;

Όχι με λουκουμόσκονη, θάταν πιο γλυκός ο θάνατος…

Παπά μου, δουλεύει το χρηματιστήριο, από παντού ’κονομάει το ράσο…

Για σένα θα εισηγηθώ να πας στο πυρ το εξώτερον. (Λέει γελώντας ο Παπά- Σπήλιος)

Τα πηγαδάκια μεγαλώνουν, οι συζητήσεις φουντώνουν, φυσικό επακόλουθο μετά από ένα τέτοιο γεγονός…

… Ο Γιάγκος μάζεψε τις πληροφορίες που χρειαζόταν και τρέχοντας στην κυρά – Νεφέλη (για να μεταφέρει τα νέα) αρχίζει να της εξηγεί με το νι και το σίγμα, τα διαδραματισθέντα…

Γιάγκο μου, εμείς για την ψυχούλα του θα πούμε ένα τραγουδάκι.

… Ήταν ο καημένος ο Γιωργής καλός φίλος, ευαίσθητος, αγαπούσε τα πουλιά, τα λουλούδια, αγαπούσε όλο τον κόσμο.

Κυρά – Νεφέλη μου όλα καλά που μας λες, το κυριότερο όλων δεν το είχε, αφού μισούσε τη ζωή του, να το αποτέλεσμα…

και συνεχίζει ο Γιάγκος: (Έχοντας χάσει τελείως τη λογική των όσων λέει).

Η γιαγιά μου τραγουδούσε πολύ όμορφα, η γάτα σου γέννησε;

Απόψε θα κάνει κρύο ή ζέστη;

Μετά από μερικά «αλαλούμ» μπαίνει στην κανονική συζήτηση (άλλωστεαυτό είναι και το κυρίως γνώρισμα του Γιάγκου. Μιλάει για ένα θέμα, πολύ λογικά με άποψη καταπληκτική και γνώσεις. Στη διάρκεια της συζήτησης εκτροχιάζεται για λίγο και ξαναμπαίνει στην ευθεία…)

Πηγαίνει στο πιάνο, χτυπάει μια συγχορδία, κυρά – Νεφέλη καλά είναι από Μι μινόρε; Στο ρεφρέν έχουμε οξείς φθόγγους, πάμε και σου κάνωTRASPORTO εάν δε βγαίνεις…

«Μάνα τραγουδά το γυιό της»

Τον κανακάρη μου, τον πήρε η βροχούλα,

που γύρευε λεβέντες παραγυιούς.

Το παλικάρι μου, κοιμάται σ’ άλλους τόπους,

μου γνέφει και μου ζωγραφίζει ουρανούς.

Σύννεφα, καημοί μου, χελιδόνια,

ο γυιός μου τα λουλούδια αγαπά,

στρώστε με ροδοπέταλα παλάτι,

σαν της μανούλας νάν’ η αγκαλιά.

Το φυλλοκάρδι μου, το πήρε η αυγούλα,

που γύρευε αγάπες με αητούς.

Το παλικάρι μου, μην το ξυπνάτε ήλιοι,

μην κλάψει και μου πάρει όλους τους λυγμούς.

Σύννεφα, καημοί μου, χελιδόνια,

ο γυιόκας μ’ αγαπούσε τα πουλιά,

στρώστε με πούπουλα παλάτι,

σαν της μανούλας νάναι η φωλιά.

… Η κυρά – Νεφέλη και ο Γιάγκος κάνουν το σταυρό τους (δακρυσμένοι) και λένε με μια φωνή:

«Μελωδικό κι αρμονικό ταξίδι νάχεις φίλε μας κι αδελφέ μας, καλή ψυχή…»

(Συνήθως αυτά τα λόγια έλεγαν όταν αποχαιρετούσαν κάποιον γνωστό ή φίλο, για το αιώνιο ταξίδι του.)

Ψυχομοσχοβολιές

Ψυχομοσχοβολιές

 

Στίχοι και ποιήματα του Τάκη Λουκαρέα

 

…Ψυχομοσχοβολιές

για τις Μανιάτικες

καρδιές…

 

Με την καρδιά μου

ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΡΕΑΣ

 

 

 

Πρόλογος

…δουλεύω στο εργαστήρι του μυαλού μου, σιγομουρμουρίζω

τα εσώψυχά μου, μετριάζω τον πόνο μου,

μεθώ πάνω σε λευκά χαρτιά και σε πεντάγραμμα.

«ΦΕΥΓΟΥΝ ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ ΣΟΥ

ΦΟΒΙΣΜΕΝΑ ΟΤΑΝ ΤΡΑΓΟΥΔΑΣ»

Το πιστεύω βαθειά…

Εάν τα τραγούδια μου αγαπηθούν

Και φθάσουν στα χείλη του κόσμου, θα νοιώσω πανευτυχής…

Εάν περάσουν «αέρας» δε θα στεναχωρηθώ, θα πω :

«τραβούσα μοναχικό δρόμο και η ευθύνη

ανήκει σε μένα που ζω στο κόσμο μου.

Δεν έχω προσαρμοστεί στις εξελίξεις του πολιτισμού μας»…

Ευτυχώς ή δυστυχώς … «ψυχομοσχοβολιές», τί θεία λέξη…

 

Με αγάπη Τάκης Λουκαρέας

ΚΑΛΑΜΑΤΑ

 

 

1.Μάνη μου οι ομορφιές σου

Όνειρό μου, ξαναγυρνάς…

Λίβανο χρυσό και σμύρνα…

Στα απάτητα μας μέρη.

 

Γύρισε αστροφεγγιά μου…

Να κουρντίσεις την καρδιά μου.

Θα γιορτάσει όλη η Μάνη…

Του Ταΰγετου λιβάνι.

 

Οίτυλο, Δυρό, Λιμένι…

Αχ1 νεράιδα ευλογημένη.

Γύρισε, η μέσα Μάνη…

Πύργο τη φωλιά σου κάνει.

 

Όμορφες Μανιατοπούλες…

Μαυροφορεμένες γριούλες.

Οι λεβέντες τραγουδούνε…

και προσμένουν να σε ιδούνε.

 

Γύρισε βαλανιδιά μου…

Μάνη μου μοσχοβολιά μου

Γύθειο και Γερολιμένας…

Άνθος της Λεβεντογέννας.

 

Τα καΐκια και οι βαρκούλες…

Στολισμένα σα νυφούλες.

Όλοι θα ‘ναι στις χαρές σου…

Μάνη μου οι ομορφιές σου.

 

 

 

 

2.Με του λαϊκού μας ημίθεους

 

Μεσ’ του Άδη τους μπαχτσέδες

έρχονται όλοι οι γλεντζέδες,

οι ημίθεοι πλειάδα,

ευωδιάζει όλη η Ελλάδα.

 

Θράκη, Ήπειρος και Μάνη

Ούζο και κρασί χαρμάνι.

Κρήτη, Ρούμελη νησιά

Θα ανάψει η ζεϊμπεκιά.

 

Μακεδονία και Μοριάς,

Πανδαισία ομορφιάς.

Τα ποτήρια τους τσουγκρίζουν

Και τα όργανα κουρντίζουν.

 

Μάρκος, Νίνου και Τσιτσάνης

Τα φαρμάκια να γλυκάνεις.

Μπέλλου, Κυριαζής, Σκαρπέλης,

Στα ταξίδια θαν’ ο Μπέμπης.

 

Μπάρμπα Γιάννης, Μπαγιαντέρας

(Παπαϊωάννου) (Δημ. Γκόγκος)

της Ανάστασης αέρας.

Στράτος (τεμπέλης), Μοσχονάς και Ρόζα (Εσκενάζυ)

Χιώτης και Μητσάκης πόζα (και οι δυο πρόσεχαν πάρα πολύ την εικόνα τους )

 

Αχ! Θεούλη μου ομορφιές

Και ψυχομοσχοβολιές.

Ο Λοϊζος, ο Καλδάρας

Στα τραγούδια της Ελλάδας.

 

Σέμσης (Σαλονικιός) και Τομπούλης κέφια

Η Σεββάς Χανούμ δυό ντέφια. (Σεβαστή Παπαδοπούλου)

Γαβαλάς, Αναγνωστάκης

Βούλα Πάλλα, Μανωλάκης. (Αγγελόπουλος)

 

Μάθεσης και Ευτυχία (Παπαγιαννοπούλου)

Χατζηχρήστος, Τσαουσάκης,

Με τα χωρατά του ο Μπάτης.

 

Ο Ζαμπέτας κι ο Καζάνας (Σπύρος Λιβιεράτος κρουστά)

Ρίτα (Σακελαρίου), Διονυσίου, «μάγκας» (μπαγλαμάς του Μπάτη, κατασκευής 1925)

Στα μπουζούκια κι ο Καπλάνης

Χάρε απόψε θα παθάνεις.

 

Τούντα, Νούρος και Στελάκης (Περπινιάδης)

Ξεφαντώνει ο κοσμάκης.

Ψάχνει ο Τάσος (Σχορέλης) την κολώνια

Τάξιμο του Τσίλα (Τσιτσάνης) χρόνια.

 

Κηρομύτης και Χρυσίνης

Κι όλοι οι μουσικοί της Σμύρνης

Χαίρε αγάλια η ψυχή τους

Κι ο Μαγνισαλής μαζί τους.

 

Βέμπο Γούναρης, Ξυλούρης,

Ο μπαρμπα-Μαθιός (τουμπελέκι – ταμπουράς) κι ο Σούλης (ούτι).

Ατταλίδης, Ροβερτάκης

Λαύκας και Καραπατάκης.

 

Αχ! Θεούλη μου τραγούδια

Του παραδείσου λουλούδια.

Να ποιοι Ελλάδα σ’ ομορφαίνουν

Και τους κάνεις να πεθαίνουν.

 

Λεμονόπουλος, Δελιάς,

Μακρυδάκης και Νταλκάς.

Παίζουνε και τα κλαρίνα,

Θα χορεύουν ένα μήνα.

 

Καρακώστας και Χαλκιάς.

Περδικόπουλος τραγούδι,

Ο Λαβίδας στο σαντούρι.

 

Παίζει ο Σούκας (Βασίλης), ο Σαλέας,

Μερακλώθηκε και ο Στέας (Άλκης).

Γράφει ο Τσάντας τα στιχάκια

Κι ο Χριστάκης στα μεράκια.

 

Άρχοντας ο Νίκος Γκάτσος

Ο Παπάζογλου, ο Κλουβάτος.

Είναι όλοι αγκαλιασμένοι,

Άσημοι και δοξασμένοι.

 

Πυθαγόρας, Περιστέρης

Κι ο κακούργος (Σουσαλμής – σαντούρι από Μυτιλήνη)χρυσοχέρης.

Θαύμα ο Σειληνός χορεύει

Και ο καστρινός μαγεύει.

 

Ο Σουγιούλ κι ο Σακελάριος

Ζωγραφίζει ένας Άγιος (Γιάννης Τσαρούχης)

Ευσταθίου, Ποτοσίδης

Τον Αρμάο να κουρντίζει.

 

Στη συνέχεια ζωγραφίζει

Και ο Στέλιος Καζαντζίδης.

Τραγουδά σιωπούν τα’ αηδόνια

Και ανθίζουν τα κλώνια.

 

Θεοφιλόπουλος διευθύνει,

Χριστοδούλου στίχους δίνει.

Είναι η σύνταξη μεγάλη,

Δε χωρούν στο πάλκο άλλοι.

 

Περιμένουν τη σειρά τους

Για να πούνε τα δικά τους.

Τα ποτήρια τους τσουγκρίζουν

Και στη πίστα αλωνίζουν.

 

Οι Άγγελοι, οι Προφήτες

Οι διαβόλοι και οι αλήτες.

Τους μεγέψαν τα μπουζούκια

Και του Άδη τα κουτούκια.

 

Στη ρετσίνα ο Μουφλουζέλης

Κι ο Παπάζογλου ο λεβέντης.

Χατζηδάκης μελωδίες

Και ο Μόσχος ιστορίες

 

Τραγουδάει ο Περπινιάδης,

Ξεσηκώνεται ο Άδης.

Παίζει όμορφα ταξίμια

Και μερώνει τα αγρίμια.

 

Τραγουδά ο Χατζηαντωνίου,

Ζήνωνος και Γερανίου.

Στα «τρελά του» ο Μπονάτσος

Και χαμογελάει ένας μπάτσος.

 

Να ποιοι Ελλάδα σ’ αγαπούνε

Και δεν θέλαν να σε δούνε,

Μ’ ηχορύπανση, με μπούρδες

Και τραγούδια για αρκούδες.

 

 

 

 

«Αγάπης και Σεβασμού Μνημόσυνο»

 

Στους δασκάλους μας, που ζουν πάντα ανάμεσά μας και η ψυχή βρίσκει ήσυχο λιμάνι, στη λαϊκή τέχνη τους

 

 

 

 

 

3.Ηθοποιό, Πολιτισμός

 

Άγγελος εζήτησε να συναντήσει αειμνήστους

Απ’ τον Άγιο Πέτρο άδεια, να πάρει την ευχή τους.

Τι έργα το χειμώνα ανεβάζουν ή τις νύχτες του Καλοκαιριού

Και με χαρά να τους ειπεί, για το σπίτι του ηθοποιού.

 

Ηθοποιοί, κομπάρσοι,

Του σανιδιού οι άσσοι

Συνθέτες

Και των ψυχών εκθέτες.

 

Πρόβες ατελείωτες με κέφι, χωρίς δεκανίκια,

Είναι όλοι αγκαλιά, δίχως βεντετιλίκια.

Πρώτος, δεύτερος προφίλ ή πλάνο κοντινό,

Υπηρετούν τη τέχνη, φωτίζουν τον ουρανό.

 

Τη χώρα μας φωτίζουν

Δε μας αναγνωρίζουν

Τα νιάτα μας διδάσκουν,

Από μισθό δεν πάσχουν.

 

Αιμίλιος Βεάκης, Κοκκίνης και Μαυρέας

Κωτσόπουλος, Λογοθετίδης, οι πρώτοι της παρέας.

Ευθυμίου, Τσαγανέας, ο κοντός μας Ρίζος, ο Σταυρίδης

Ο γλυκύτατος Διανέλος και ο Χριστοφορίδης.

 

Ο Κούν και ο Τζαβέλας

Πνευματικός αέρας.

Διδάσκει ο Κατσέλης,

Ήθος και ιδρώτα θέλεις.

 

Κοτοπούλη, Αυλωνίτης, Μερκούρη, Παξινού

Μινωτής, Λαμπέτη, η τροφή του νου.

Χορν, Μυράτ, Καρέζη, Κατσέλη και Κυνέλη

Νέζερ (Χριστόφορος), Βασιλειάδου, λάδι, κρασί και μέλι. (Ευλογημένες τροφές (μεταφορικά της ψυχής))

 

Διαμόρφωσαν γεννιές

Και ψυχοομορφιές.

Με σε υπνότιζαν,

Πνευματικώς εφώτιζαν.

 

Βασίλης Διαμαντόπουλος, Μανέλης, Βουγιουκλάκη,

Παπαγιαννόπουλος, Μαλαίνα Ανουσάκη.

Αργύρης, Φιλιππίδης, Κεδράκας, Λειβαδίτης

Σταρένιος, Βέμπο και η χρυσή φωνή της.

 

Άνθρωποι της τέχνης

Πνευματικής μας μέθης.

Λιμάνια του μυαλού

Του αγνού πολιτισμού.

 

Νέζερ (Μαρίκα), Τσαγανέα με βαριά φωνή η Νοταρά

Περιφρονούσαν όλοι δόξα και παρά.

Δεμίρης, Καραγιώργης, ο Αττίκ στο πιάνο

Βοηθοί, κομπάρσοι, τεχνικοί, στα πλατώ επάνω.

 

Στη ζωή μας ειν’ οι τέχνες

Της ψυχής μας οι καθρέφτες.

Οι ηθοποιοί, ποιούν τα ήθη

Και «χτυπούν» τη λήθη.

 

Κάνουνε ταινίες, ο Φιλοποίμην Φίνος,

Ο Κώστας Καραγιάννης, δίσκου χτυπά ο Μίνως.

Του Ορέστη Λάσκου η σκηνοθεσία,

Θεία φωνή ο Κατράκης, γλυκειά η Φωκά Μαρία.

 

Τέχνη που μας σέβεται

Κόσμος που τη χαίρεται

Θεούλη μου ομορφιές,

Γιατί εδώ οι ασχήμιες.

 

Γράφουν μουσική Σουγιούλ και Χατζιδάκις,

Σενάρια ο Σακελάριος, θεϊκες πενιές Ζαμπέτας και Μητσάκης.

Άλμα, Καστρινός και Σειληνός χορεύουν

Τα άψογα μπαλέτα τους, τις καρδιές μαγεύουν.

 

Ασταμάτητα δουλεύουν

Ποτέ δεν κοροϊδεύουν

Έχουν καλαισθησία

Η τέχνη έχει αξία.

 

Λαμπρούκος (Λάμπρος Κωνσταντάρας), Στρατηγού, Πάλλης, Ντίνος Ηλιόπουλος

Αγάπη μου ουάουα συνεχίζει ο Ρηγόπουλος.

Παγκράτη (Ρένα), Ανδριανός (Βάσος), Γώγου (Κατερίνα), Χηνάς (Φάνης), Βουρνάς (Λευτέρης)

Έπαιξαν σε παράσταση που δεν τιμά εμάς.

 

Ευαίσθητοι οι καλλιτέχνες

Της κοινωνίας δέχτες,

Συμπάσχουν, αγαπάνε

Και ψυχοβοηθάνε.

 

Ο Μίμης ο Φωτόπουλος, Φέρμης και Φέρμας μάγκας

Ζαννίνο, Λοχαϊτης, Μεταξά και Χρήστος Νέγκας.

Γκρινιάζει στα studio του Άδη ο Πατσιφάς,

Ο Ορνεράκης ζωγραφίζει με κέφι σκηνικά.

 

Πάσχουν, γλυκοσατυρίζουνε

Τη ζωή πλουτίζουνε

Αμβλύνουνε το πνεύμα

Έστω και μ’ ένα νεύμα.

 

Μηλιάδης, βάχος ο Γιαννόπουλος, Παντελής Ζέρβός,

Μέμα Σταθοπούλου, Παπαδόπουλος, ο θρυλικός Αγκόπ (Φίλιος Φιλιππίδης)

Σκηνοθετεί ο Νικολαΐδης, ο Στολίγκας, ο Μορίδης

Χρόνης Εξαρχάκος κι άλλοι άξιοι που τιμούσαν το σανίδι.

 

Με δουλειά και ήθος

Μπαίνει ένας λίθος,

Στης τέχνης το παλάτι

Ας κάνουμε όλοι κάτι…

 

Ο Μπουγιουκλάκης με φεϊγ-βολάν στις λαϊκές του άδη,

Ο Μυλωνάς τη Βασιλάκου υποδέχεται μ’ αγάπης χάδι

Ο Λυκομήτρος το ρόλο μελετάει. Αστράφτουν όλοι, διαβάζουν

Στου παράδεισου το θέατρο «Ελλάδα» παράσταση ανεβάζουν.

 

Μπουλούκια θεατρικά

Με πρόχειρα σκηνικά,

Φλόγες πολιτισμού

Ήθους και στοχασμού.

 

Ο Ψαθάς σκυφτός να γράφει, δίπλα του γράφεςι ο Πρετεντέρης

Ο Φρέντυ Γερμανος, ο Νίκος Τσιφόρος, γλύκας και λεβέντης

Ο Μποστ στρίβει τις μουστάκες, γράφει ανορθόγραφα,

Νέο έργο : «τοις αναιργείτσας τ’ αμπαιλοχώραφα »

 

Σενάρια ανθρωπιάς

Του ήθους και της καρδίας,

Σενάρια της αγάπης

Και όχι αυταπάτης…

 

Τραγωδίες, κωμωδίες, δράματα ταινίες

Φυσικά, με ήθος σενάρια, μελωδίες

Στα πλατώ οργασμός, ποιότητα απλότης,

Λουλούδια που μοσχοβολούν, αγνότητα της νιότης.

 

Παραδειγματιζόμαστε

Γύρω σας μαζευόμαστε.

Τα αστέρια σας ακοίμητα

Ρουφάμε τα μηνύματα.

 

Άμυνά μας, βάλσαμό μας είν’ η μνήμη

Όσοι λησμονούν, είναι στης κόλασης καμίνι.

Ζείτε όλοι στη καρδιά κι ανάμεσα μας,

Εσείς γλυκαίνετε τα πικρά όνειρά μας.

 

Τον Άγγελο ξεπροβόδισαν

Τα αστέρια του ουρανού,

Για το σπίτι του ηθοποιού,

Φώτο και ευχές του έδωσαν.

 

 

Να και η Ζαφειρίου η Ελένη,

Η πιο γλυκιά μανούλα, πάντα μαυροντυμένη.

 

Στη δίαιτα ο Παπαμιχαήλ, παίζει και χορεύει,

Κι η Ρένα Βλαχοπούλου, άδοντας μαγεύει.

 

Η αγαπημένη μου, Ελένη Χατζηαργύρη,

Σπάνια διαμαντόπετρα, μονάκριβο στολίδι.

 

Έρχεται –γλυκύτατος- ο Μίμης Χρυσομάλης

Με κείμενα του Φασουλή, σενάρια υπό μάλης

 

 

 

 

4.της Αγάπης λόγια

 

Ηζωή μου ακύμαντη, ταξιδεύοντας

στο απέραντο πέλαγος των ματιών σου…

 

Οι ώρες μου κυλούν αθόρυβα, χτυπώντας το ρολόι

Της καρδιάς σου, τους δείχτες μου…

 

Η ψυχή μου ελεύθερος καβαλάρης, την οδηγεί στα

Μονοπάτια της ευτυχίας η θέληση σου …

 

Εμπιστεύομαι τα όνειρά μου, στο γλυκό σου ύπνο

Αγκίζοντας Εαρινές καμπάνες …

 

Ζωή, Αγάπη, Έρωτας, ξεθωριασμένα εάν δε

Τα χρωμάτιζες με ανεξίτηλους ήλιους …

 

Πετάω με δυνατές φτερούγες που εσύ ύφανες στον

Παραδοσιακό αργαλειό της αγάπης …

 

Οι σκέψεις, οι επιθυμίες, οι πόθοι μου, περνούν

Από τα φίλτρα της κατάλευκης γοητείας σου …

 

Εσύ που έγραψες τον ύμνο των Αγγέλων

Του έρωτα, στο πεντάγραμμο της καρδιάς μου …

 

Εσύ που ενορχήστρωσες τη συμφωνία της

Σκέψης μας και οδηγεί κάθε λεπτό την ανάσα μας …

 

Εσύ κοινωνός του νου …

Με μπρούσκο κρασί της Αθανασίας …

 

 

 

 

 

 

 

5.Του ήλιο το λουλούδι

 

Σήμερα π’ άνθισαν του ήλιου τα λουλούδια

Μπόλιαζες τις λευκές και σκάλιζες τραγούδια.

Έσβησαν οι φλόγες στης Άνοιξης τ΄ αστέρια,

Πήραμε τους δρόμου με άσπρα περιστέρια.

 

Κύματα με χρώματα,

Θύμησες με νούφαρα,

Γλάροι που αρμενίζουνε,

Όνειρα που σου ‘κρυβα.

 

Τραγουδούσες την αυγή και χόρευες το δείλι,

Φύλαγες στις γειτονιές μη σβήσει ο καντήλι.

Μάγευες χαράματα αηδόνια κι αγωγιάτες,

Χρώματα της Ίριδας κερνούσες τους διαβάτες.

 

Κύματα με χρώματα,

Θύμησες με νούφαρα,

Γλάροι που αρμενίζουνε,

Όνειρα που σου ‘κρυβα.

 

Έδιωχνες τα σύννεφα με ύμνους του Τσιτσάνη

Χόρευες σαν έβλεπες από ψηλά τη Μάνη.

Έδιωχνες το κουρνιαχτό με λόγια του Σκαρίμπα,

Καλότυχοι οι άνθρωποι που σ΄ είχανε πυξίδα.

 

Κύματα μ’ αρώματα,

Σύννεφα με θύμησες,

Τόσα βράδια πέρασαν,

Μα εσύ δε γύρισες.

 

 

 

 

6.Πού να κοιμάσαι;

 

Καλντερίμια, ζωγραφιές, ζάχαρη με λάδι,

Εστεκόσουν δίπλα μας κι έφεγγες στο σκοτάδι.

Γλύκαινες τ’ απόβραδο, λάβωνες τη μιζέρια,

Βότανα του έρωτα μας έδινες στα χέρια.

 

Σου ‘γνεφαν οι καλαμιές,

Του σιταριού χρυσάφια,

Λαγούς, λιοντάρια ημέρωνες,

Στις θημωνιές ελάφια.

 

Στέγη σε στέγη έτρεχες, σαν το μικρό σπουργίτη

Αγάπη, ήθος έφερνες, στης νιότης μας το δίχτυ.

Ήσουν σημείο αναφοράς, κρατούσες ανθοκλάδια,

Στο Πανταζί που διάβαινες ή ερχόσουν απ’ τα Γράιδια.

 

Σου ‘γνεφαν οι καλαμιές,

Του σιταριού χρυσάφια,

Λαγούς, λιοντάρια ημέρωνες,

Στις θημωνιές ελάφια.

 

Σίγασαν στις ρούγες μας, πειράγματα και γέλια,

Χτύπησε εσπερινός, τα δώδεκα Ευαγγέλια

Πέρασαν Χριστούγεννα, Σωτήρος, το άλλο Πάσχα,

Σε καρτερούμε ξάγρυπνοι, που να κοιμάσαι τάχα;

 

(Στο μαστρο – Παύλο)

(Πανταζί & Γράιδια είναι τοποθεσίες στο χωριό μου Ρίγκλια (Μάνη))

 

 

 

7.

 

πώς να μιλήσεις για αγάπη,

τι να πεις για τη φιλία,

σ’ αφήνουν

να αισθάνεσαι

τα ανθρωπόμορφα

θηρία;

 

 

7.Δρόμοι μονόδρομοι …

 

Πήρα στα χέρια την ελπίδα πριν πεθάνει

Την έντυσα μ’ αγάπης νυφικά

Τη γνώρισα στου δρόμου τα κορίτσια

Στ’ αγόρια που περνούσαν βιαστικά.

 

Είσαι μονάχος

Μεσ’ στα πλήθη που αλαλάζουν,

Είσαι πουλί

Μεσ’ στα πουλιά που δεν πετούν

Είσαι παιδί

Μεσ’ στα παιδιά που δε γελούνε,

Είσαι πηγή

Μεσ’ στις πηγές που σε διψούν.

Είσαι τραγούδι

Που έχεις γίνει μοιρολόι

Είσαι το θύμα

Και για σένα φταίμε όλοι.

 

Πήρα στα χέρια της αγάπης τα στολίδια

Τα μοίρασα στους δρόμους της καρδιάς,

Μα όσοι πρόσμεναν στα γυάλινα σοκάκια

Τους σέρβιραν ψεύτικα δώρα της φωτιάς.

 

Είσαι μοναχός

Μεσ’ στα πλήθη που αλαλάζουν,

Είσαι πουλί

Μεσ’ στα πουλιά που δεν πετούν,

Είσαι παιδί

Μεσ’ στα παιδιά που δε γελούνε,

Είσαι πηγή

Μεσ’ στις πηγές που σε διψούν.

Είσαι τραγούδι

Που έχεις γίνει μοιρολόι

Είσαι το θύμα

Και για σένα φταίμε όλοι.

 

 

(Για τον Παύλο Σιδηρόπουλο)

 

 

 

 

8.Τελευταίος ζεϊμπέκικος

 

Σ’ ένα τραπέζι μόνος, με μια ρακή στο χέρι

Κοιτούσες προς τον ουρανό πριν έλθει μεσημέρι.

Θόλωνε το βλέμμα σου και τρέμανε τα χείλη,

Δίπλωνες στα δάχτυλα, το κεντητό μαντήλι.

 

Περνούν εργάτες, φίλοι και εικόνες

Απ’ του μυαλού σου τις οθόνες.

Όνειρα βαθιά στη μνήμη

Και η ζωή σιγά- σιγά να σβήνει.

 

Σηκώθηκες, αγνάντεψες, του πλάτανου τα χρόνια,

Ζεϊμπέκικο τα έκανες, στου χάρου τα αλώνια.

Σαν τα διαμάντια έπεφταν, του ιδρώτα σου οι σταγόνες

Θεέ μου ετούτος ο χορός, να κράταγε αιώνες.

 

Αηδόνι είσαι και αητός

Στον πόνο, στη μιζέρια ο γιατρός.

Η φωνή σου δε θα σβήσει

Και νεκρούς θα αναστήσει.

Η φωνή σου θαν’ αιώνια

Και στου άδη τα αλώνια.

 

(Για το Στέλιο Καζαντζίδη)

 

 

 

 

9.Τριγυρνάει ο ήλιος μόνος

 

Όργωνες στον ουρανό καϋμέ μου,

Δε σ’ αντάμωσα και απόψε ακριβέ μου.

Σταύλιζες ζαρκάδια στη σελήνη

Μα δε γύρισες με των πουλιών τα σμήνη.

 

Έχουνε τ’ αστέρια ξεθωριάσει

Η βροχή δε λέει να κοπάσει,

Τριγυρνάει ο ήλιος μόνος

Κι είν’ αβάσταχτος ο πόνος.

 

Τρύγαγες στα σύννεφα αητέ μου

Μα πικράθηκα κι απόψε στεναγμέ μου.

Κυνηγούσαν μες στα δάση του μυαλού μου

Κι έσπασαν το κάδρο του ουρανού μου.

 

Έχουνε τ’ αστέρια ξεθωριάσει,

Η βροχή δε λέει να κοπάσει,

Τριγυρνάει ο ήλιος μόνος

Κι είν’ αγιάτρευτος ο πόνος.

 

 

 

 

 

 

10.Πού είσαι απόψε;

Ήλθες απόψε στην άκρη της πλατείας,

Στα χείλη είχες τριαντάφυλλο κλειστό.

Τρεμούλιαζε στο άνοιγμα της γρίλιας

Ομορφονιά, σου ‘γνεφε σ’ αγαπώ.

 

Μια μάνα σε περίμενε

Καμάρι της, χαρά της.

Τα γιορτινά σου ετοίμαζε,

Λάμπουν τα όνειρά της

 

Γλέντια χαρές, αγάπης και γιορτάσια

Χαλάσματα από σεισμό καρδιάς.

Μια τσάρκα σου, στης λίμνης τα λιοστάσια,

Στην έστησαν, η τρέλα κι ο φονιάς.

 

Μια μάνα σε περίμενε

Δίπλα στο εικονοστάσι.

Δυο μάτια κατακόκκινα

Στου πουθενά τη στάση …

«Καλό σου ταξίδι …»

 

 

 

11.Αρτέμιδος και Ονείρου

 

Το σπίτι στην Αρτέμιδος, δεν έχει παραθύρια

Κλεισμένα εκεί τα όνειρα, τα βάσανα είναι μύρια.

 

Στον πόνο και στο κλάμα μας, η πόλη νυσταγμένη

Φοράει το μαύρο νυφικό, την έχουν τυφλωμένη.

Φοράει στα πόδια σίδερα, κερένια τα φτερά της,

Λάμια τρελή, αχόρταγη, που τρώει τα παιδιά της.

 

Το πρωινό της Κυριακής, ήλθαν τα χελιδόνια

Ελεύθερα τραγούδαγαν, δικά τους τα μπαλκόνια.

 

Στη ζάλη και στη σκοτεινιά, μας έγνεφε ο Ήλιος

Πως οι καιροί αλλάζουνε, μονάχα αυτό ειν’ ίδιο.

Τα χελιδόνια δε μισούν, οι αετοί δε μας ζηλεύουν

Πεθαίνουν από γηρατειά και τη ζωή λατρεύουν.

 

 

 

12.

…Γοργόφτερο δελφίνι

σε ταξιδεύει

στα παλάτια της αγάπης …

 

 

 

12.στης ψυχής το περιβόλι

 

Στην πόρτα του παραδείσου

Ειν’ ένα κυπαρίσσι

Στη ρίζα του κυπαρισσιού

Μια κρυσταλλένια βρύση

 

Ο Χάρος εβουλήθηκε να κάμει περιβόλι.

 

Βάζει τις νιες για λεμονιές, τους νιους για κυπαρίσσια,

Βάζει και τα μικρά παιδία, γαρούφαλα και βιόλες,

Βάζει και τους μεσόκοπους, γύρω τριγύρω φράχτες,

Βάζει και τα καλά παιδιά, μυρωδικά στους κήπους.

 

Και κάθε Πέμπτη δειλινό,

Κάθε Σάββατο βράδυ,

Κι όσο περνάει ο καιρός,

Ο πόνος περισσεύει.

 

Θεέ μου να πέρναγα κι εγώ, απ’ αυτό το περιβόλι.

 

Να ξερίζωσε λεμονιές, να κόψει κυπαρίσσια

Να πάρω και στα χέρια μου, γαρούφαλα και βιόλες

Και να γλυκοκουβέντιαζα και λίγο με τους φράχτες

Να βάλω και στα χέρια μου μυρωδικά απ’ τους κήπους.

 

(Βασίζεται σε Μανιάτικο Μοιρολόι)

 

 

 

 

 

13.Στη Μάνη μας

 

Α! Πιείτε αγαποβότανα και κάψτε αγιοκέρια

Τα χρόνια μας τα δίσεκτα να γίνουν περιστέρια .

 

Πάρε γοργόφτερο αετό

Στη Μάνη με ευλάβεια

Κοτρώνια, χώμα, άνθρωποι,

Εκεί ειν’ όλα άγια.

 

Α! Διώξτε τους αβανιάρηδες τους νεοπλουτισμένους.

Χορτάτους θελει η Δήμητρα κι όχι δυστυχισμένους.

 

Πάρε γοργόφτερο αετό

Στη Μάνη με ευλάβεια

Κοτρώνια, χώμα, άνθρωποι,

Εκεί ειν’ όλα άγια.

 

Α! Είν’ η ζωή παράδεισος, κρασάκι παρεούλα,

Στο χώμα θα σε βάλουνε, αρχόντισσα ή δούλα.

 

Πάρε γοργόφτερο αετό

Στη Μάνη με ευλάβεια

Κοτρώνια, χώμα, άνθρωποι,

Εκεί ειν’ όλα άγια.

 

Α! Καλά τα πλούτη, τα χρυσά και η χλιδή, μαγεία

Μα πνεύμα και καλή καρδιά φέρνουν την ευτυχία.

 

Πάρε γοργόφτερο αετό

Στη Μάνη με ευλάβεια

Κοτρώνια, χώμα, άνθρωποι,

Εκεί ειν’ όλα άγια.

 

 

(Σημ.: Αβανιάρηδες = συκοφάντες)

 

 

 

 

 

 

 

14.Αηδόνι και Αητέ μου

 

Είσαι η φωνή η πνοή μου,

Των ουρανών πηγή,

Δροσίζονται οι Αγγέλοι,

Παίρνω κι εγώ ζωή,

Δροσίζονται οι Αγγέλοι

Των ουρανών πηγή.

 

Αηδόνι και Αητέ μου, απάτητη κορφή,

Τη φύση ομορφαίνει η θεία σου μορφή.

Σαν το μελίσσι τρέχω παίρνω τη γύρη σου,

Αηδόνι και Αητέ μου, μέλι τα χείλι σου.

 

Στο νου και στη καρδιά μου,

Ήλιε Φεγγάρι μου,

Σε γλυκοκαμαρώνω,

Μαργαριτάρι μου,

Σε γλυκοκαμαρώνω Ήλιε

Φεγγάρι μου.

 

Αηδόνι και Αητέ μου, απάτητη κορφή,

Τη φύση ομορφαίνει η θεία σου μορφή.

Σαν το μελίσσι τρέχω παίρνω τη γύρη σου,

Αηδόνι και Αητέ μου, μέλι τα χείλι σου.

 

Είσαι Θεά Νεράιδα,

Ανθέ της Άνοιξης,

Γλυκειά σα μελωδία,

Θεία Κατάνυξης,

Γλυκειά σα μελωδία,

Ανθέ της Άνοιξης.

 

Αηδόνι και Αητέ μου, απάτητη κορφή,

Τη φύση ομορφαίνει η θεία σου μορφή.

Σαν το μελίσσι τρέχω παίρνω τη γύρη σου,

Αηδόνι και Αητέ μου, μέλι τα χείλι σου.

 

 

15.Έσπειρα το γέλιο σου

 

Γλάροι σε ξεκούραζαν

Φύκια σε νανούριζαν,

Δελφίνια και χρυσόψαρα

Μου μήνυσαν και το ‘ξερα.

 

Έρχεσαι με τα κύμματα

Μ’ αγάπης προσκυνήματα

Δόξα και πλούτη άφησες

Στην αγκαλιά μου χάθηκες.

 

Έσπειρα το γέλιο σου

Βαθύριζο Ευαγγέλιο σου,

Άνθισε η στέγη μου

Της μοίρας το τεφτέρι μου.

 

 

16.Ποιο τραγούδι να σου γράψω

 

Όταν ήλθες στη ζωή μου

Κι άγγιξες τα δυο μου χέρια,

Με τη σκάλα της καρδιάς μου

Σε ανέβασα στ’ αστέρια.

 

Έρχεσαι στα όνειρά μου, κυβερνάς το λογισμό μου

Είσαι όλη μου η ζωή, η ανάσα μου, το φως μου.

 

Ποιο τραγούδι να σου γράψω,

Να σε γλυκονανουρίζει

Η ανεμελιά, το γέλιο

Στο χειλάκι σου ν’ ανθίζει

 

Ότι αγκίζεις να γελάει, ότι θες να γίνεται

Κάθε σου προβληματάκι, μονομιάς να λύνεται

 

17.Ηλιόχαρη

 

Είσαι τώρα η Άνοιξη

Κι έχεις μάτια θάλασσες

Είσαι κόρη άρρητη

Μα σε λούζουν μάγισσες.

 

Κάθε σχόλη έρχονται

Δάση, λίμνες πλάι σου,

Κάθε βράδυ γίνεται

Μάχες για τη χάρη σου.

 

Είσαι τώρα Ηλιόχαρη

Έφτασες στο γούρμασμα

Θέλεις σκάλες θάλασσες,

Μα αητούς στο κούρνιασμα.

 

Κάθε σχόλη έρχονται

Δάση, λίμνες πλάι σου,

Κάθε βράδυ γίνεται

Μάχες για τη χάρη σου.

 

 

(άρρητη = αδύνατο να περιγραφεί

γούρμασμα = ωρίμαση)

 

 

 

18.Στη δικιά μας τη φωλιά

 

Με τηςΆνοιξης τ’ αστέρια και του γερακιού φτερά

Θα σου χτίσω μια φωλίτσα να κοιμώμαστ΄ αγκαλιά.

 

Όταν θα γλυκοχαράζει και ξυπνούνε τα πουλιά

Θα σου λέω καλημέρα, με τα πιο γλυκά φιλιά.

 

Όταν θα γλυκοβραδιάζει και κοιμούνται τα πουλιά

Θα σου λέω καληνύχτα με του κόσμου τα φιλιά.

 

Έτσι θα περνούν τα χρόνια κι αν τελειώσει η ζωή

Μια για πάντα αγκαλιασμένους θα μας εύρει η αυγή.

 

 

 

19.Καλή σου νύχτα

 

Βάτσινό μου αεράκι μου

Γέλασε μου βάσανό μου

 

Όσο η ζωή κυλάει

Η καρδιά μου αλυχτάει

 

Στις βεγγέγες σε γυρεύω

Λίγη αγάπη ζητιανεύω,

 

Μην αργείς παράπονό μου

Χάνω το συλλογισμό μου.

 

Χάρισε μου τα φτερά σου

Να πετάξω στη φωλιά σου,

 

Πάρε με από τα χέρια

Μη χαθώ τα μεσημέρια,

 

Στα ακρώρεια στις πλαγιές

Στης ψυχής μου τις σπηλιές,

 

Μύρο μου και βάλσαμό μου

Γύρε στο προσκέφαλό μου …

… καλή σου νύχτα …

 

 

(Βάτσινο = βατόμουρο

αερικό = φάντασμα

βεγγέρα = βραδινή διασκέδαση σε σπίτι με καλεσμένους

ακρώρεια = βουνοκορφές

αλυχτώ = φωνάσκω)

 

 

20.Όλα μας τα όνειρα

 

Όμορφό μου λιόγερμα, μου ‘στειλες χαρμόσυνα,

Αδώρητη μου πέρδικα, σου ΄στειλαν αλίμενους,

Αζήλευτη παρέα μου, ξόδευες σ’ αχάριστους,

Πήραμε τη στράτα μας και βρήκαμε μνημόσυνα.

 

Όλα μας τα όνειρα, όλες οι ελπίδες μας

Σκόρπισαν και χάθηκαν, άσπρισαν οι μνήμες μας

Μαύρισαν τα κρίνα μας, πούλησαν τις τύχες μας,

Έδιωξαν τους φίλους μας, ξόφλησαν τις μέρες μας.

 

Μοίραζες και μοίραζα, αμέτρητα ανεκτίμητα,

Έδινες κα έδινα κάθε τι που ζήταγαν,

Έμεινες και έμεινα, χρόνια στα αζήτητα,

Σκάλιζες και σκάλιζα, της λήθης μας τα βήματα.

 

Όλα μας τα όνειρα, όλες ο ελπίδες μας

Βρέθηκαν και γιόρτασαν, χάθηκαν οι μνήμες μας,

Άσπρισαν τα κρίνα μας, πήραμε τις τύχες μας,

Ήλθανε οι φίλοι μας, έλαμψαν οι ημέρες μας.

 

 

 

21.Στην Εαρινή φωνή

 

Στη νάκα σε νανούριζαν

Ο Ορφέας και οι μούσες,

Η Μελπομένη σ’ έντυσε

Με της φωνής το πέπλο.

 

Η Παναγιά σου χάρισε

Το θείο όνομά της

Και τα αηδόνια της ψυχής

Σου ‘δώσαν τη λαλιά τους.

 

Η χώρα σου σε χαίρεται,

Ο κόσμος σε δοξάζει,

Το άστρο σου μεσουρανεί,

Είσαι καρπός αγάπης.

 

Η Παναγιά σου χάρισε

Το θείο όνομά της

Και τα αηδόνια της ψυχής

Σου ‘δώσαν τη λαλιά τους.

 

(Στη Μαίρη Λίντα)

 

 

22.Κρέμασε τα αστέρια στο λαιμό

 

Βάλε κορίτσι του γιαλού

Για φορεσιά τους κάμπους,

Μελίσσια και πουλιά του νου

Σε καρτερούν στους κάβους.

 

Κρέμασε τ’ άστρα στο λαιμό

Να λάμψει η γειτονιά σου

Από τη φλόγα των ματιών

Κι από την ομορφιά σου.

 

Βάλε στο μέρος της καρδιάς

Το ολόγιομο φεγγάρι

Και με τα αηδόνια της φωτιάς

Ο ύπνος να σε πάρει.

 

Κρέμασε τ’ άστρα στο λαιμό

Να λάμψει η γειτονιά σου

Από τη φλόγα των ματιών

Κι από την ομορφιά σου.

 

 

23.

Τα καυτά βότσαλα

Ροδοπέταλα,

Ραίνουν το διάβα σου …

 

 

 

24.Οι σκέψεις του τρελού σου

 

Στην κάψα του Καλοκαιριού σου

Γνώρισα τη φλόγα σου,

Στη φλόγα του κορμιού σου

Βρήκα τη μανιέρα μου.

 

Είναι οι σκέψεις του τρελού σου

Που λιώνει, χτυπιέται, ξενυχτάει

Σ’ άλλο φιλί, σ’ άλλο κορμί

Δε πρόκειται να πάει.

 

Στα χείλη σου τα φλογερά

Γνώρισα τον Αύγουστο

Στον Αύγουστο του Έρωτα

Τα βράδια; Αξημέρωτα …

 

Είναι οι σκέψεις του τρελού σου

Που λιώνει, χτυπιέται, ξενυχτάει

Σ’ άλλο φιλί, σ’ άλλο κορμί

Δε δύναται να πάει.

 

Στα μονοπάτια του έρωτα σου

Γνώρισα τις χάρες σου

Στη χάρη σου ορκίστηκα

Στις φλογερές «ματάρες σου»

 

Είναι οι σκέψεις του τρελού σου

Που λιώνει και χτυπιέται

Σ’ άλλο φιλί, σ’ άλλο κορμί

Πως δε θα σπαταλιέται.

 

(Μανιέρα = τεχνοτροπία)

 

25.Μανόλια μου

 

Είσαι μαργαριτάρι μανόλια μου,

Είσαι μαγνάδι και η μαλάγρα μου,

Είσαι η μαγιά μου, μακροθυμία μου,

Είσαι μαγνήτης κι η μαγεία μου.

 

Σα μαθητούδι μεθώ μαϊστράλι μου,

Μαιεύομαι, μύρο μαγιάτικο,

Μαικήνας μαϊνάρω μαΐστρα μου,

Μακραίνω μελωδίες μακρόσυρτες

 

Είσαι μακροκλιματολογία μανόλια μου,

Είσαι μανδύας και μαντινάδα μου,

Είσαι μαρμαρυγή και η μαυλίστρια μου,

Είσαι μεγαθυμία μαλαματένια μου.

 

Σα μαθητούδι μεθώ μαϊστράλι μου,

Μαιεύομαι, μύρο μαγιάτικο,

Μαικήνας μαϊνάρω μαΐστρα μου,

Μακραίνω μελωδίες μακρόσυρτες.

 

(μαγνάδι = αραχνοΰφαντη μαντίλα

μαικήνας = πλούσιος προστάτης των γραμμάτων και των τεχνών

μαϊνάρω = κοιτάζω, γαληνεύω

μαΐστρα = η μεγαλύτερη κεραία ιστιοφόρου και το πανί που κρέμεται από αυτή

Μακροκλιματολογία = κλάδος που εξετάζει την κλιματολογική συνθήκη ολόκληρης της γης

Μαρμαρυγή = λάμψη, ακτινοβολία

Μανόλια = φυτό με μεγάλα μυρωδάτα άνθη)

 

 

 

 

 

26.Νότες νοητές

 

Να ‘σουν νάκα να με νανούριζες

Νταντά μου και Νηρηίδα μου,

Νουμηνία, Νεφελοκοκκυγία μου,

Νούφαρο μου και νουθεσία μου.

 

Νεφελοβατώ, νήχομαι και νείρομαι

νεογιλός, νεοσσός, νεοφώτιστος,

Νηφάλιος, νεραϊδογέννητος,

Ντελάλης σου νεφέλη και νερομάνα.

 

Νογώ, νιώσμα ναρκοπέδιο νου,

Νάρκισσοι, νάδροι ο νόστος σου,

Ο νήδυμος σου, νυχτωδίες και νυχτολούλουδα,

Νυχτοκόπος, νέμομαι το νυμφώνα σου.

 

Νεφελοβατώ, νήχομαι και νείρομαι

νεογιλός, νεοσσός, νεοφώτιστος,

Νηφάλιος, νεραϊδογέννητος,

Ντελάλης σου νεφέλη και νερομάνα.

 

(νιώσμα = αίνιγμα

νηφάλιος = ήμερος, ατάραχος

νήχομαι = κολυμπώ

Νεφελοκοκκυγία = φανταστική πόλη πουλιών στα σύννεφα, φαντασιοπληξία

νεφελοβατώ = είμαι εκτός πραγματικότητας

νεφέλη = σύννεφο

νήδυμος = ύπνος αδιατάραχτος

νερομάνα = πηγή άφθονου νερού

Νηρηίδα = γυναίκα ωραία λυγερή

νείρομαι = ονειρεύομαι

νεογιλός = πρωτοεμφανιζόμενος

νάδροι = αρωματικά φυτά

νόστος = επιστροφή στην πατρίδα

νουμηνία = νέα σελήνη)

 

 

27. Πρώτος χορός

 

Έλα πρώτη στο χορό

μάτια μου να σε χαρώ

να σε βλέπουν τα πουλιά

και να χάνουν τη λαλιά,

να σε βλέπουνε τ’ αστέρια

και να βγαίνουν μεσημέρια,

να σε βλέπουν τα λουλούδια

και να γίνοντ’ αγγελούδια

να σε βλέπουνε τα χρόνια

και να γίνονται λαμπιόνια

να σε βλέπουν τα αγοράκια

και να γίνονται αντράκια,

να σε βλέπουν πατεράδες

να γκρινιάζουν οι μανάδες,

να σε βλέπουνε παππούδες

και να παρατούν τις γριούλες

να σε βλέπουν καλογήροι

κι ας μην έχουν μοναστήρι,

να σε βλέπουνε δυο μάτια

να σε κλείσουν σε παλάτια.

 

Θα σε λούζουνε με χίλια χρώματα

Θα σε ντύνουν με της γης τα χρώματα

 

 

28.Δεύτερος χορός

 

Έλα πρώτη στο χορό

Χόρεψε να σε χαρώ,

να σε βλέπουνε οι πέτρες

και να γίνονται καθρέφτες,

να σε βλέπει ο πηλός

και να γίνεται χρυσός,

να σε βλέπουν οι παπάδες

και να νοιώθουν δεσποτάδες,

να σε βλέπουν οι φαντάροι

και να φτερουγάν σα γλαροί,

να σε βλέπουν οι αλήτες

και να γίνονται προφήτες

να σε βλέπουν οι τσιγγάνοι

και να γίνονται λιβάνι,

να σε βλέπουν τσιφλικάδες

και να χάνου τους παράδες,

να σε βλέπουνε οι μήνες

και να γίνοντ’ άσπρες χήνες

να σε ιδούν πιτσιρικάδες

για να παίξουνε αμάδες.

 

Θα σε λούζουνε με χίλια χρώματα

Θα σε ντύνουν με της γης τα χρώματα

 

 

 

29. Τρίτος χορός

 

Έλα πρώτη στο χορό

Κούκλα μου να σε χαρώ

να σε βλέπουν τα κοχύλια

και να γίνουν δαχτυλίδια

να σε βλέπουν οι πανσέδες,

και να γίνονται μπαχτσέδες,

να σε βλέπουν οι χειμώνες

και να γίνοντ’ ανεμώνες,

να σε βλέπουν τα καμένα

και να γίνοντ’ ανθισμένα,

να σε βλέπουν οι μανάδες

και να γίνονται αλάνες,

να σε βλέπουν τα συντρίμμια

και να γίνουν καλντερίμια

να σε βλέπουν τα σπουργίτια

και να γίνουν άσπρα σπίτια

να σε βλέπει η δυστυχία

και να γίνετ’ ευτυχία,

να σε βλέπουν τα γεράκια

και να γίνονται μεράκια

 

Θα σε λούζουνε με χίλια χρώματα

Θα σε ντύνουν με της γης τα χρώματα

 

 

30. Τέταρτος Χορός

 

Έλα πρώτη στο χορό

Κόρη μου να σε χαρώ

να σε βλέπουν πονεμένοι

και να νοιώθουν μαγεμένοι,

να σε βλέπουν ορφανοί

και να μη νοιώθουν μοναχοί,

να σε βλέπουν αραπάκια

άσπρα να γίνουν ναυτάκια,

να σε βλέπουν γέροι άρρωστοι

και με μιας να ‘ρθει η νιότη,

να σε βλέπουν «ναυαγοί»

και να γίνοντ’ αρχηγοί,

να σε βλέπουν τα τσιμπούκια

να γίνουν γλυκά μπουζούκια,

να σε βλέπουν οι συκιές

και να γράφουν μουσικές

να σε βλέπουν τα λουλούδια

και να γράφουνε τραγούδια

να σε βλέπουν τα πουλιά

και να παίζουνε βιολιά

 

Θα σε λούζουνε με χίλια χρώματα

Θα σε ντύνουν με της γης τα χρώματα

31. Πέμπτος χορός

 

Έλα πρώτη στο χορό

γόησσα να σε χαρώ

να σε βλέπουνε τα φύλλα

και να γίνουν κόκκινα μήλα,

να σε βλέπουνε οι μνήμες

να γεμίζουνε τις λίμνες,

να σε βλέπουν «τα καλάμια»

να γεμίζουν τα ποτάμια

να σε βλέπουν «λυγαριές»

να γεμίζουν οι πηγές,

να σε βλέπουν χελιδόνια

να τους δίνεις τα μπαλκόνια,

να σε βλέπουν ερημιές

να γεμίζουν φαμελιές,

να σε βλέπουν τ’ αμπέλια

να μεθούνε από τα γέλια

να σε βλέπουνε οι ελιές

και να γίνουν κοπελιές,

να σε βλέπουνοι φτωχοί

να χορτάσουν το ψωμί

 

Θα σε λούζουνε με χίλια χρώματα

Θα σε ντύνουν με της γης τα χρώματα

 

 

32. Έκτος Χορός

 

Έλα πρώτη στο χορό

βλάμισσα να σε χαρώ

να σε βλέπουν μαθητές

να γινούν καθηγητές,

να σε βλέπουνε τ’ αγρίμια

να σου κάνουνε τσαλίμια

να σε βλέπουνε τα κρίνα

και να παίζουν μαντολίνα,

να σε βλέπουν τα κουκούτσα

να γεμίζουν τα κατρούτσα,

να σε βλέπουν οι πλερέζες

και να γίνονται μεζέδες

να σε βλέπουν οι καρδιές

και να ρίχνουν μπαταριές

να σε βλέπουν τα Τουρκάκια

και να γίνοντ’ Ελληνάκια

να σε βλέπουν οι εχθροί σου

και να γίνουν παραγυιοί σου

να σε βλέπουν λεμονιές

κα ν’ ανοίγουν αγκαλιές

 

Θα σε λούζουνε με χίλια χρώματα

Θα σε ντύνουν με της γης τα χρώματα

 

 

33. Έβδομος Χορός

 

Έλα πρώτη στο χορό

μάγισσα να σε χαρώ

να σε βλέπουν οι ιτιές

και ν’ ανάβουνε φωτιές

να σε βλέπουν εκκλησιές

να γεμίζουν συνοικίες

να σε βλέπουν μοναστήρια

και να κάνουν πανηγύρια

να σε βλέπουν γειτονιές

και ν’ ανθίζουν πασχαλιές

να σε βλέπουν οι βοσκοί

και να παίζουν μουσικοί,

να σε βλέπουν καρδερίνες

να χορεύουν έξι μήνες,

να σε βλέπουνε τα αηδόνια

και να λιώνουνε τα χιόνι

να σε βλέπουν «τα αρνάκια»

και να φεύγουν τα φαρμάκια

να σε βλέπουν «κατσικάκια»

και ν’ αρχίζεις τα ναζάκια

 

Θα σε λούζουνε με χίλια χρώματα

Θα σε ντύνουν με της γης τα χρώματα

 

 

34. Όγδοος Χορός

 

Έλα πρώτη στο χορό

αρχόντισσα να σε χαρώ,

να σε βλέπουν τα κοτσύφια

και να σφάζουν χίλια ερίφια,

να σε βλέπουν τα μαντήλια

και ο χορός να φτάνει μίλια

να σε βλέπουν τα παιδιά

να γλεντάνε τα χωριά,

να σε βλέπουνε οι βάρκες

να χειροκροτούν οι ναύτες,

να σε βλέπουν τα βαπόρια

να γεννούν και τα κοκόρια,

να σε βλέπουνε οι μάντρες

και να σφάζονται οι άντρες,

να σε βλέπουν αστυνόμοι

και ν’ αλλάζουνε οι νόμοι,

να σε βλέπουν δικαστές

και να γίνονται ληστές,

να σε βλέπουν Ιεχωβάδες

και να τρέμουν οι παπάδες

 

Θα σε λούζουνε με χίλια χρώματα

Θα σε ντύνουν με της γης τα χρώματα

 

 

 

 

35. Ένατος Χορός

 

Έλα πρώτη στο χορό

Γλύκα μου να σε χαρώ,

να σε βλέπουν οι «μοντέρνοι»

και να γίνονται ανέμοι,

να σε ιδούν σπαγκοραμμένοι

να γινούν ξεμωραμένοι

να σε βλέπουν βασιλιάδες

να γινόνται μασκαράδες

να σε βλέπουν κολασμένοι

να γινού αγιασμένοι,

να σε βλέπουν τα μαχαίρια

και να γίνουν περιστέρι,

να σε βλέπουν τα ρεμάλια

και να σκύβουν τα κεφάλια,

να σε βλέπουν οι ληστές

και να γίνουν ποιητές

να σε βλέπουν τα σκουπίδια

και να γίνονται παιχνίδια

να σε βλέπουν «τα στραβά»

και να γίνονται παιδιά

 

Θα σε λούζουνε με χίλια χρώματα

Θα σε ντύνουν με της γης τα χρώματα

 

 

 

 

36. Δέκατος Χορός

 

Έλα πρώτη στο χορό

Άνοιξη να σε χαρώ,

να σε βλέπουν οι ασχήμιες

και να μένουνε στις μνήμες

να ιδούν αδικημένοι

και να βγουν δικαιωμένοι

να σε βλέπουνε οι πίκρες

και να γίνουν όλες γλύκες

να σε βλέπουν Αμερικάνοι

και να νοιώθουνε σα χάνοι,

να σε βλέπουν οι Εγγλέζοι

που ο λαός τους περιπαίζει,

να σε βλέπουνε οι Γάλλοι

να γινόνται παπαγάλοι,

να σε βλέπουν Γερμανοί

να πληρώσουν την ποινή

να σε βλέπουν Ιταλοί

μοιάζουμε σα μια φυλή,

να σε βλέπει η Ολλανδία

και να σου ζητά «φυτεία»

 

Θα σε λούζουνε με χίλια χρώματα

Θα σε ντύνουν με της γης τα χρώματα

 

 

37. Ενδέκατος Χορός

 

Έλα πρώτη στο χορό

Γοργόνα μου να σε χαρώ,

να σε βλέπουνε στη Μάνη

να πηδούν ως το ταβάνι,

να σε βλέπουν στο Νιοχώρι,

να τους τρώει το ξεροβόρι,

να σε βλέπουνε στον Πύργο

και να λεν πως έχουν τρύγο,

να σε βλέπουν στη Σαϊδόνα

και να σ’ έχουνε κολώνα,

να σε βλέπουνε στα Ρίγκλια

και να σε φιλούν στα χείλια,

να σε ιδούν στον Αη-Νικόλα

και να σου τα δώσου όλα,

να σε ιδούν στον Αη-Δημήτρη;

Θα τους πάρεις και το σπίτι,

Να σε ιδούν και σην Τραχήλα

(το ταταράκι) μη σου κάμει καμιά νίλα

να σε ιδούν στο Νομιτσί;

Θα σε κάνουνε χρυσή.

 

Θα σε λούζουνε με χίλια χρώματα

Θα σε ντύνουν με της γης τα χρώματα

 

 

 

 

38. …Τα κύμματα ζωγράφιζαν

τη λάμψη των ματιών σου…

 

 

 

39. Α και Ω

 

Αρχή και τέλος είσαι εσύ, στης γης τ’ αλφαβητάρι

Σε ξεφυλλίζω, σε μετρώ και δε σε αποστηθίζω.

Γυρίζω τις σελίδες σου, γνωρίζω τα όνειρά σου

Πιστεύω πως σε κέρδισα, μα πάλι ξαναρχίζω.

 

Να μου εξηγήσεις σταυραϊτέ, πως πρέπει να σε μάθω

Ρώτα τη πούλια, τη βροχή κι απόκριση δεν παίρνω,

Στα σύννεφα που ρούγευες εγίνανε χαλάζι,

Οι γλάροι μου εμύνησαν, είσαι πυγολαμπίδα.

 

Να στείλω αγριοπερίστερα στην κορυφή του Ολύμπου;

να πάρω απ’ τους θεούς κάθε χρυσό χαμπέρι.

 

Η Άρτεμις σε πρόσμενε να πάτε στο κυνήγι,

Η Αφροδίτη καρτερεί νυφούλα να σε ντύσει.

Απόλλωνας και Αθηνά σου έστρωναν τραπέζι,

Ο Δίας με τη Δήμητρα γλυκόπλεναν το στάρι.

 

Η Ήρα και ο Ήφαιστος σου έφτιαχναν βραχιόλια

Η Εστία με τον Ερμή στόλιζαν τα προικιά σου.

 

Ο Άρης επολέμαγε να φέρει καλεσμένους,

Ο Ποσειδώνας μου ‘στειλε γαλάζιο περιστέρι.

 

Στους κάβους και στα πέλαγα σε λούζαν οι γοργόνες

Στις λίμνες και στους ποταμούς, μιλούσες στα κοχύλια

Και τα καράβια πρόσεχες να ‘χουν καλά ταξίδια,

Στους ναυτικούς μας έδινες από καρδιές κουράγιο

Και στα πουλιά της θάλασσας χάριζες τα φτερά σου.

 

Η Άνοιξη σε καρτερεί μαζί για να ανθίστε.

 

Ο Διόνυσος φέρνει κρασί (ε)τοιμάζει πανηγύρια

Η Περσεφόνη λαμπερή, στεφάνι από τις μούσες.

 

Τ’ αστέρια θα ‘ ναι στη γιορτή, κουμπάρος μας ο Ήλιος

Άλφα μου Ωμέγα είσαι συ κι είμαστε ευτυχισμένοι.

 

 

 

 

 

40. Για τα νιάτα τα φευγάτα

 

Εραστές του θανάτου σας

Των μηχανών του κυβισμού σας.

Πάντοτε βιαστικοί, τέρμα τα γκάζια

Κόκκινες μπίλιες, του χάρου γρανάζια.

 

Μπουμπούκια πριν ανθήσετε

Έρωτα και φύση απολαύσετε,

Τρέχετε ασυλλόγιστα

Στο τέρμα της ζωής να φτάσετε.

 

Βουτιές στου πέλαγού σας

Των ιδανικών, του λογισμού σας.

Πάντοτε μυστικοί, πάντα φευγάτοι,

Άρνηση δύναμης … στου χάρου το άτι.

 

Λουλούδια προτού να δύσετε,

Με νέκταρ τα Πασχαλινά σας βάψετε

Εγκράτεια και σύνεση

Το δέντρο της ζωής μην κάψετε.

 

 

 

41. Οι βράχοι πονάνε και κλαίνε

 

Ζωγράφιζες τα κύματα του νου σου

Μεθούσα με το μύρο του κορμιού σου.

Καθρέφτιζες τη τρικυμία της απουσίας σου,

Παγιδεύτηκα, στην επιθυμία της ικεσίας σου.

 

Οι βράχοι πονάνε και κλαίνε

Ψέματα όμως δε λένε.

Τα δέντρα διψάνε, πεθαίνουν

Μόνα τους όμως δε μένουν.

 

Μελαγχολούσες όταν έβλεπες αδικίες,

Ήμουν πλάι σου και σου ταίριαζα μελωδίες.

Δραπέτευσες, όταν φτερούγες απέκτησες,

Πουλήθηκες, για κόκκους χλιδής και απέτυχες.

 

Γελούνε χορεύουν οι βράχοι

Για να μη νιώθουν μονάχοι.

Τα δέντρα φουντώνουν, θεριεύουν

Με του λίβα το φύσημα αγριεύουν.

 

 

 

42. Σκέφτεσαι φωναχτά

 

Σκέφτεσαι φωναχτά,

Πεθαίνεις ταχτικά.

Αγωνίζεσαι, πονάς, χτυπιέσαι,

Παλικαρίσια σκέφτεσαι,

Χελωνίσια τρέφεσαι,

Βασανίζεσαι, πουλάς, πουλιέσαι.

 

Όταν φτάσεις στου ουρανού την άκρη,

Όταν τρέξει από τα μάτια σου ένα δάκρυ.

Όταν οι θάλασσες γίνουν ποτάμια,

Όταν οι ωκεανοί γινούν λιμάνια.

 

Σκέφτεσαι ταχτικά

Πεθαίνεις φωναχτά.

Αναπαύεσαι, γελάς, βαριέσαι,

Μεταξένια δέρνεσαι,

Ανοιξιάτικα ανέχεσαι,

Θρησκεύεσαι, μισείς, ξεχνιέσαι.

 

Τώρα έφτασες στο τέρμα του ουρανού σου,

Τώρα στέρεψαν τα μάτια του μυαλού σου.

Κι αν οι θάλασσες σε πνίγουν χρόνια,

Τώρα οι ωκεανοί σε σκέπασαν αιώνια.

 

 

 

43. Μικρός που είναι ο κόσμος

 

Μου παραγγείλαν τα πουλιά, της νιότης τα λουλούδια,

Αν φτιάξω πύργο και χρυσά, ποτέ δε θα πεθάνω .

 

Μεγάλος θαν’ ο κόσμος μου, οι θάλασσες δικές μου

Τη γη να μη λογίζομαι, μήτε Θεό κι ανθρώπους.

 

Τα βράδια δεν κοιμόμουνα, μετρούσα τους παράδες,

Τη μέρα όλη έτρεχα, χτυπούσα καλοσύνες.

 

Ανάσταση, Πρωτομαγιά, που γιόρταζαν οι μνήμες,

Αγνάντευα απ’ το πύργο μου, αυτά είν’ όλα βιός μου.

 

Ήρθανε χιόνια στη καρδιά, τα σύννεφα με πνίγουν,

Οι λύρες αραχνιάσανε, σκουριάσανε οι πύργοι.

 

Στερέψανε οι θάλασσες, το γάλα της χελώνας,

Οι πέρδικες δεν κελαηδούν, ψυχοραγεί ο ήλιος.

 

Τη γη που δε λογάριαζα, θα έχω για κρεβάτι

Και τα πουλιά της λησμονιάς, θα φαλτσοτραγουδάνε.

 

Αν με ρωτήσει ο Θεός, τι να του απαντήσω,

Τα αηδόνια πως με γέλασαν; τα αρώματα της νιότης;

 

Για τα φλουριά για τα χρυσά, πως πούλαγα ελπίδες;

Π’ αγόραζα το δίκιο μου κι επλήρωνα φονιάδες;

 

Αντί κρασί, μέλι χαράς, θησαύριζα απ’ το κόνιο;

Τα νιάτα περιγέλαγα, τις γριούλες αδικούσα;

 

Μπροστά Σου Ακριβοδίκαιε, είμαι γυμνός και μόνος,

… μικρή και ψεύτικη η ζωή, μικρός που ‘ναι ο κόσμος …

 

 

 

 

 

44. Το ταξίδι της ζωής

 

Βάλαμε αιώρα για το ταξίδι,

Που θα μας βγάλει πάνω σ’ ακρώρεια.

Είχαμε δύναμη πλέρια, θάρρος,

Πάθος και όρεξη, κόπους δε νοιώθαμε.

 

Ημέρες και χώμα, όνειρα χίλια,

Κάθε μας βήμα, άλικοι σκύλοι.

Πέτρες και νύχτες, έπερνε ώρες

Ήλθαν ματρόνες, έφυγαν φίλοι.

 

Βάζαμε αντέτι για την πατρίδα

Να μας διαβάζει πάνω σ΄ Ελλάδα.

Αίμα ιδρώτας, άδικες θέσεις

Λύσεις επώδυνες, λόγια κερένια.

 

Διαβήκαμε τώρα στης γης το κατώφλι,

Έρχεται μάχαιρα και πύρινη μπόρα.

Οι λύσεις τα ξόρκια όλα ματαίως,

Για το ζυγό του δίκιου μας, ήλθε η ώρα.

 

Σημ: αιώρα= κρεμαστό κάθισμα

Ακρώρεια =βουνοκορφή

Άλικος = βαθυκόκκινος, φλογάτος

Ματρόνες = ιδιοκτήτριες οίκου ανοχής

Αντέτι = συνήθεια, έθιμο

 

 

45. Απρόδοτος Έρωτας

 

Είσαι ο απροσπέραστος, ο απροσμάχητος

Ο απροσκύνητος, ο απυρπόλητος,

Είσαι ο αβάσκαντος κι ο άβατος

Ο αναμορφωτής μας.

 

Για σένα ανθόσπαρτε, ανθόστρωτε,

Ανθοφορώ, ανταγαπώ κι αντιλαλώ.

 

Είσαι ο αγονάτιστος, ο αδώρητος,

Ο αειθαλής, ο αεικίνητος,

είσαι ο αετόμορφος και οαέναος,

Ο αξιαγάπητος μας.

 

Για σένα αδυνάστευτε, αδούλωτε,

Αναπνέω, αρωματίζω κι ασκαυλώ.

 

Είσαι ο ασκανδάλιστος, ο ασκοτείνιαστος,

Ο ασκόρπιστος, ο αστραπόμορφος,

Είσαι ο αγιασμός κι ο ακταιωρός,

Ο αναμάρτητος μας.

 

Για σένα ασπρομάλλη, ασταύρωτε

Αστερώνω, αστράφτω, άδω και αγαπώ.

46. Άχαρο έρωτας

 

Είσαι ο ακατήχητος, ο ανίσκιωτος,

Ο άκοσμος, ο άκομψος,

Είσαι ο άχαρος κι ο αθέατος,

Ο αχρήαστος μας.

 

Για σένα αδίστακτε, ανίκανε

Αγριεύω, αλαλάζω κι αλαλώ.

 

Είσαι ο αλιβάνιστος, ο αντίχρηστος,

Ο αλίμενος, ο άπιστος

Είσαι ο άλυπος κι ο αμαυρός

Ο ασεβέστατος μας.

 

Για σένα ανθρωπάκιο, άχρωμο,

Αναβράζω, αμύνομαι και αλυχτώ.

 

Είσαι ο αλήτης, ο αμελητέος,

Ο αμαρτωλός, ο αμάζευτος,

Είσαι ο ανάγωγος κι ο άλαλος,

Ο αρχολίπαρος μας.

 

Για σένα αστόλιστε, ανέραστε

Αγωνίζομαι, άγχομαι κι αλγώ.

 

 

 

47. Τα περιστέρια του έρωτα

 

τον έρωτα τον αγλαό

τον αδαμαντοκόλλητο

τα περιστέρια χαίρονται

τον έχουν αυτονόητο.

 

Η ζωή έχει χάρες, είν’ απλές και φυσικές

Δεν τις χρειάζονται φτιασίδια, της Περσίας τα στρωσίδια.

 

Τον έρωτα τον αγλαό

Το χιλιοτραγουδισμένο,

Τα περιστέρια νοιώθουνε

Είναι αποδεδειγμένο.

 

Η ζωή έχει χάρες, όμορφες και φυσικές

Δεν τις χρειάζονται ενέσεις και πολλές-πολλές ανέσεις.

 

Τον έρωτα τον αγλαό

Το δαχτυλοδειχτούμενο

Τα περιστέρια γεύονται

Κι αυτό είναι ζητούμενο.

 

Η ζωή έχει χάρες και η φύση έχει φροντίσει

Μα του πιο τέλειου δημιουργήματος η τρέλα θ’ αφανίσει.

 

Τον έρωτα της αγυρτείας

Τον κονσερβοποιημένο

Τα περιστέρια δε μιμούνται,

Τον έχουν περιφρονημένο.

 

Η ζωή έχει χάρες, άρπαχτες μη προσπεράσουν

Πόσοι και πόσοιτις αγνόησαν, νόμιζαν δε θα γεράσουν

 

Τον έρωτα των μηχανών

INTERNETVIDEOT.V. OTE

τα περιστέρια αγνοούν

δε τον υιοθετούν ποτέ.

 

Η ζωή είναι πολύ μικρή, σαν όνειρο, είσαι σήμερα παιδί

Αύριο πρωί πρωί, τάβλι ή εκδρομή με το ΚΑΠΗ

 

 

(αγλαός = λαμπρός φωτεινός

αδαμαντοκόλλητος = κόσμημα που έχει επικολλημένα διαμάντι

αγυρτεία = απάτη, κομπογιαννιτισμός)

 

 

 

48. …Γλαρόνια σε νανουρίζουν

ταξιδεύοντας τα όνειρα σου

στο φωτοστέφανο του ορίζοντα …

49. …και του χρόνου

 

Άλλοι σκέπτονται για εμάς

Άλλοι αποφασίζουν

Οι μηχανές αισθάνονται

Χορτάρι μας ποτίζουν

 

Τρόφιμα θα παίρνουμε

Μόνο από κομπιούτερ

Οι ομορφιές μας γίνονται

Με κρέμες και από ρούτερ

 

Φακέλωμα ταχέως και ηλεκτρονικό

… παντού η ίδια σκέψη,

η Χούντα στο σπιτάκι μας

και δεν αρθρώνεις λέξη.

 

Σε πίνακες τα δάση μας

Κολύμπι σε πισίνες

Κι ο χρόνος από δώδεκα

Οκτώ έχει γίνει μήνες

 

Τον ήλιο θα χαιρόμαστε

από φωτογραφίες

Ζώα, πουλιά, τον έρωτα

Μόνο στις ιστορίες.

 

Γάτοι δεν ερωτεύονται

Οι τράγοι; Κατσικούλες

Οι υπερήφανοι αετοί;

Κατάντησαν κοτούλες.

 

Οι πέρδικες; ελύσαξαν

Οι σκύλοι; τραγουδάνε

Τα περιστέρια; κόρακες

Οι άνδρες; Θα γεννάνε.

 

Παιδία από κλωνοποίηση

Σαχάρα οι βοσκότοποι

Πως μετάλλαξαν τη ζωή

Οι άθλιοι κερδοσκόποι

 

Στη πλάτη σου θα κουβαλάς

Καλάσνικωφ και κλιματιστικό

Θα γίνεσαι «μπαλάκι»

Για να μη σ’ έχουν νηστικό.

 

Χάθηκαν οι αξίες μας

Σπανίζει το φιλότιμο

Για τα ευρώ τα ντόλαρς

Σε κάνουν σπιούνο και άτιμο.

 

Σκέπτονται πάντα οι αχόρταγοι

Τα πλούτοι να αυγατίσουν

Σκοτώνοον γυναικόπαιδα

Χοντρά αν οικονομήσουν.

 

Οι μετοχές, τα κέρδη τους

Θα πνίξουν τα παιδίά τους,

Αφού τη γη σκοτώνουνε,

Ευθύνη θαν’ δικιά τους.

 

Φροντίζουν οι αθεόφοβοι

Αν γίνει η γη καμίνι

Να κάνουν μεταστέγαση

Στην άνυδρη Σελήνη

 

…Υποσχαίσις γεια

δοιθαιν, ζοει

χλυιδατοι…

…ώλα με δώσοις

…φραπαί κε κεινητώ

…Αι βυβά,

χοροίς … Πατώ

(Σημ: Σαν τη κατάντια της τελευταίας στροφής έχουν καταντήσει

τη φύση και τη ζωή μας)

 

 

 

50. Δυο φίλοι

 

Είχανε μιαν άκρη του ουρανού να μένουν,

Στα χέρια τους, ψυχή και το νου να δένουν.

Βύζαξαν γάλα σε μια παραμάνα,

Έπαιξαν, αγάπησαν, στην ίδια αλάνα.

 

Για μια γυναίκα γκρέμισαν

Της νιότης το παλάτι

Για ένα πείσμα, για μια γυναίκα

Για ένα ινάτι.

 

Τον ήλιο αγκάλιαζαν κάθε μέρα και συζητούσαν,

Τα βράδια, με το φεγγάρι γλεντοκοπούσαν

Στις χαρές και το πόνο, ήταν αντάμα,

Όλα τα μοίραζαν, ως και το κλάμα.

 

Όλα γκρεμίστηκαν

Σα χάρτινος πύργος

Για το φουστάνι, για μια γυναίκα

Στην άκρη ο φίλος.

 

 

51. Υποκρισία και αχαριστία

 

ένα σπουργίτης χόρευε στου ποταμού την άκρη

κι όπως καθρεφτίζονταν τον τράβηξε η δίνη.

Φωνάζει, χτυπάει τα φτερά, βοήθεια ζητάει.

Οι συγγενείς οι χωριανοί με μιας εκουφαθήκαν…

Εκαρτερούσαν τη στιγμή να τον εκδικηθούνε

Απ’ όλους ο καλύτερος με τίμιο βιός, ήθος και ντομπροσύνη.

 

Η φύση κιο Θεός φροντίζει τους εργατικούς

και τους καλοσυνάτους,

ο πεύκος εταξίδευε στου ποταμού τους δρόμους

Ο απελπισμένος πιάστηκε κι απ’ τη ζωή κρεμάστηκε,

Επήρε τη φαμίλια του και τα υπάρχοντα του.

Άλλαξε φίλους, συγγενείς, βρήκε άλλη πατρίδα

Έστησε νέο σπιτικό, ζούσε απλά και με πολλές ελπίδες.

 

Σαν ήλθαν χρόνοι δίσεκτοι, ανημποριά και θλίψη

Μαράθηκε η γειτονιά, γύπες και νεκροπούλια

Οι φίλοι του και οι συγγενείς, οίκτο κι έλεος ζητάνε,

Ο σπουργιτάκος; λήθη στα παλιά, των χωριανών τις ζήλιες.

Εναύλωσε τρικάταρτο, με τ’ αγαθά του κόσμου

Κι απ’ το φονιά του ποταμού, για τους χαροκαμένους.

 

Υποδοχέςκαι αγκαλιές, λόγοι και πανηγύρια

Ο ποταμός εσάστησε, στο ίδιο μέρος ήθελαν το φίλο σταυρωμένο

Ο σπουργιτάκος χάρηκε, ευτύχησε να ιδεί τον κόσμο μονιασμένο

Οι χωρικοί στη μοιρασιά, εγίνακαν «κουβάρι»

Δε λογαριάσαν συγγενείς, φίλους, γονείς και αδέλφια

 

Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΠΙΚΡΑΘΗΚΕ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ

ΚΑΙ Ο ΜΙΚΡΟΣ ΣΠΟΥΡΓΙΤΗΣ ΜΑΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ

 

 

 

52. Το βράδυ πώς να κοιμηθώ

 

Το σούρουπο μου έγνεφες συχνά

Να φέρω ασκήσεις και λυτάριο

Μα έχανα τα λόγια μου …

…θα … σου τα φέρω … αύριο.

 

Το βράδυ πώς να κοιμηθώ

Κοιμόσουν στο μυαλό μου,

Όταν λαλούσε ο πετεινός

Περνούσες από εμπρός μου.

 

Τα μεσημέρια που αγουροξυπνάς

Θέλεις δυο τρις φραπέδες,

Τσιγάρα και τηλεκοντρόλ

Ν’ αλλάζεις καναπέδες.

 

Το βράδυ πώς να κοιμηθώ

Γυρίζω στα μπαράκια,

Μουγκάθηκαν και οι πετεινοί,

Σε σέρνουν μηχανάκια

 

 

53. Στα χέρια των ονείρων τους

 

Έχει ο κάμπος ομορφιές,

Γελάνε κι οι βουνοκρορφές,

Ο έρωτα ανοίγει τα φτερά του,

Ποιος ζωγραφίζει τη χαρά του;

 

Οι λυγερές της Άνοιξης

Κοχύλια και λουλούδια

Τα παλληκάρια στη σειρά

Του έρωτα τραγούδια

 

Έχει η πλατεία πασχαλιές

Ανθίσαν και οι αγκαλιές

Πανηγυρίζει η αγάπη τώρα,

Μήπως σήμανε η ώρα;

 

Να πάρουνε τη μοίρα τους

Κορίτσια και αγόρια

Στα χέρια των ονείρων τους

Και να μη βάζουν όρια.

 

 

54. Θάλασσα

 

Είσαι πλανεύτρα θάλασσα

Γλυκειά και λατρεμένη,

Σκληρή είσαι μάγισσα

Μαύρη φουρτουνιασμένη.

 

Είσαι απέραντο χαλί

Με μύριες αποχρώσεις

Εκεί που δίνεις τη ζωή

Μπορεί να μετανοιώσεις.

 

Δίνεις τα πλούτη απλόχερα

Δεν κάνεις διάκρισης,

Γίνεσαι τόσο άδικη

Φτωχούς αν μαυροντύσεις.

 

Εσύ ενώνεις τους λαούς

έθνη δεν ξεχωρίζεις

παιδάκια αφήνεις ορφανά

και τις καρδιές μαυρίζεις.

 

 

55. Ο φάρος

 

Στέκει μονάχος έρημος, στ’ αγιάζι στο λιοπύρι,

Γκρίζος κεφάτος γέρικος, στης Μάνης τ’ ακρωτήρι.

 

Παρέα έχει τα πουλιά που τον περιγελούνε,

Είναι και τρεις ρομαντικοί να φωτογραφηθούνε.

 

Άγριες σχόλες και γιορτές, ποτές του δε γνωρίζει

Καράβια βάρκες ναυτικούς, πάντοτε θα φροντίζει.

 

Χαράματα μεσάνυχτα, χιονιάδες ξεροβόρια

Ξάγρυπνος υπερήφανος, νταντεύει τα βαπόρια.

 

Ποτέ δεν ερωτεύτηκε γλαρόνι ή την πούλια

Έχει για πάντα στη καρδιά όμορφη ψαροπούλια.

Του Γκόγκου (Μπαγιαντέρα) η πανέμορφη, γεμάτη σφουγκαράδες

Όταν περνάει από μπροστά, τον πιάνουν οι νταλκάδες.

 

 

56. Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ

 

Άδολος ήσουν για πάντα

άδοτος να είσαι φίλε,

άβατος θα είσαι αιώνια

άχραντος ήσουν και μείνε.

 

Βάρβιτοι να σε κοιμίζουν

Βάμπιροι μη σε ξυπνούν

Βάναυσα μη σου φερθούν

Βάσκαμα μη σε φορούν.

 

Γάντζωμα;Δεν του ταιριάζεις

Γόνιμος είσαι στους τρόπους,

Γέννημα ψωμιού κι αγάπης

Γήτεμα γι’ αυτούς κι ανθρώπους.

 

Δάκρυσμα της κάθε λύπης

Δαίδαλος και στις ασχήμιες,

Δάσκαλος ήθους και λήθης

Διάκοσμός μας και στις μνήμες.

 

Εβένινος και κατάλευκος

Ελεύθερος και χαρμόσυνος

ελληνόμορφος και βαγιόκλαδος

Ειρηνόφιλος και ανθόσπαρτος.

 

Ζάβαλη σε κατάντησαν

Ζεμάτισαν τις ελπίδες σου,

Ζήτουλα θα σε ήθελαν

Ζούριασμα στις θυσίες σου …

 

(άδολο = χωρίς δόλο, άκακο, αθώο

άδοτος = δε πουλήθηκε

άβατος =απάτητος

άχραντος = αμόλυντος, αγνός

βάμπιρος = βρικόλακας

βάρβιτος = έγχορδο μουσικό όργανο

γόνιμος = δημιουργικός

γήτεμα = μάγεμα

δαίδαλος = απροσπέραστος διάδρομος

ελευθέριος = γενναιόδωρος

ζάβαλης = ταλαίπωρος, δυστυχής

ζούριασμα = ατροφία)

 

 

57. …Τα φύκια έγιναν

ολόχρυσες κορδέλες

στολίζοντας τους δρόμους

της ευτυχίας σου …

 

 

58. Τετέλεσται

 

Τρέξε βρε κόφτη αγριοκόρακα

Να πάρεις και ότι απόμεινε,

Άφησε τα δάκρυα το κούρνιασμα

Μάθε βρε κόφτη πως γέρασες.

 

Άδικα βρε κούφε μας μοίραζες

Λύπη και δάκρυα, κούρσεψες

Μόνους αθώους κι ανήμπορους

Μάθε βρε κούφε πως ξόφλησες.

 

Μόνο βρε λάβρε αθήλαστε

Μίνα και μίσος μνησίκακε,

Τρέχεις στις ρούγες, λαγόκαρδε

Λάθρα να πάρεις μπαλσάμωμα.

 

Ράγισαν όλα οπτόπλινθε,

Τέλειωσαν όλα μισέλληνα,

Χάθηκαν όλα μισάνθρωπε,

Έσβησαν όλα, τετέλαεσται…

 

(κούφος = ματαιόδοξος

μίνα = υπονόμευση, ραδιουργία

λάβρος = βίαιος

κόφτης = επιτήδειος να αποσπά χρήματα ή δώρα

μπαλσάμωμα = βάλσαμο

οπτόπλινθος = το τούβλο)

 

 

 

58. Τα μαύρα λευκά

 

Στράτες με ποδήλατα

Δρόμοι με ζωίλατα,

Αγάπες με πανσέληνο

Μυρωδιές με σέλινο …

 

Κόντρες με ποδόσφαιρο

Νύχτες σε λιθόστρωτο,

Ρούγες σε ανάμνηση

«η ζωή» σε άρνηση.

 

Φίλοι σε απόγνωση,

Δόσεις, τηλεόραση ….

Άνοιξη με καύσωνα

«εφιάλτες» με παράσημα.

 

Αέρας με «καυσόξυλα»

«χρέος» που δεν όφειλα,

δίκιο που το χάνουμε,

πίκρες να γλυκάνουμε;

 

«Σκόνες και πλυντήρια»

γυάλινα τα κτήρια,

τάφροι με ανθόνερα

«πνίγουν τα λασπόνερα».

 

«Ξύπνιοι» και αεριτζήδες

τρέμουνε τους «βιολιτζήδες»,

είναι όλοι μια παρέα

αλληλοδιαδοχή, ωραία.

 

Ανίκανοι μας κρίνουμε

Χάπια να μας δίνουνε

Όνειρα σε καραντίνα,

Του Κορέλι μαντολίνα.

 

Μαύρα; Λευκά τα βάφουνε

Τους κρίνει και σε γράφουνε,

Πλησιάζοντας τις κρίσεως η ώρα

Σου τάζουνε αεροπλανοφόρα…

 

 

 

59. Χρόνια ανήλιαγα

 

άνθος άτρωτο

βόλι άστοχο

νέφος άχρομο

μένος άδικό,

 

…Δόξα μίζερη

τίγρης ήμερη,

λίρα κάλπικη

μνήμη χάρτινη.

 

Έρως άρρωστος

Φίλος άπληστος

Κήπος άνυδρος

Κλήρος άκληρος

 

Μάτια τζίτζικα

Χέρια πρίγκιπα

Λόγια κίβδηλα

Χρόνια ανήλιαγα.

 

 

60…. Μη χειρότερα

 

Ψεύτικα αντικείμενα,

Χάρτινα σοκάκια μας

Ξεχάστηκαν τα βράχια μας,

ξύλινα τα κείμενα.

 

Ποδόσφαιρο δις … μύρια,

Άνθρωποι απάνθρωποι

Βόλεμα και βάκιλοι,

Ανίατα τα κτίρια.

 

Δικάζουν στα παράθυρα,

Ο τζόγος οξυγόνο μας

Δισκέτες η κρυψώνα μας,

Χωματερές με λάφυρα.

 

Λύσεις μας οι άσχετοι,

Άσπρισαν τους νέους μας

«σίριαλ με ωραίους μας»,

μέλλον μας οι άπληστοι …

 

(βάκιλοι = μικρόβια)

 

 

61. «ΕΙΡΗΝΗ»

«ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ»

«ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑ»

λέξεις δίχως νόημα κι αξία,

όταν τις λένε

ανθρωπόμορφα θηρία.

 

 

62.Ύψιστε (SOS)

Θεέ μας βοήθησε όλους τους σκεπτόμενους

συνέτισε αυτούς που «χτίζουνε» ιστορίες.

Κάψε τους προστάτες και τους εμπλεκόμενους

κι αυτούς που τ’ αγιάσματα, εκθέτους ως αμαρτίες.

 

Πανίσχυροι βομβαρδίζουνε

ολόκληρο πλανήτη.

Παρείσακτοι «ξεκοκαλίζουνε»

μέσα σε ξένο σπίτι.

 

Ύψιστε ξεκούρασε όλους τους ταλαιπωρημένους

σώριασε όσους αφήνουνε πίσω τους χαλάσματα,

δώσε κουράγιο και δύναμη σ’ αδικημένους

ρίξε πύρινη καταιγίδα για όλα τ’ αποβράσματα.

 

Με ναρκωτικά πλουτίζουνε

καμένα όνειρα και δάση,

ότι αρνητικό, το διαφημίζουνε,

πως τους ανέχεται ακόμα η πλάση…

 

 

63. Η πίστη είναι ζωή

 

Βάλε να πιω Παρθένα μου

τον Ήλιο να ευνουχίσω.

Μακρύ ‘ναι το σκοτάδι μου

και πώς θα τον γνωρίσω;

Ντυμένος είναι στα λευκά;

θα ιδώ μαυροντυμένο,

αν είναι μέσα στα χρυσά,

τον νοιώθω σκουριασμένο.

 

Μισώ τα’ αστέρια, τα πουλιά, τα ζώα, τους ανθρώπους,

τη μάνα που με γέννησε, Χριστό, τους Άγιους Τόπους.

 

Τώρα γλυκειά Παρθένα μου

Ήλιους θα ζωγραφίζω

η νύχτα μου έγινε ζωή

βιβλία ξεφυλλίζω.

Είναι τα μάτια της ψυχής

η πίστη μ’ έχει σώσει,

βλέπω τα δένδρα τα βουνά

κι η φύση ό,τι έχει δώσει.

 

Ό,τι υπάρχει αγαπώ, ανθόσπαρτη η καρδιά μου

Αυτός που πέθανε για εμάς, πάντα βοήθεια μου.

 

 

 

 

 

64. Πώς έχει γίνει η ζωή μας

 

Πώς να μιλήσεις για αγάπη

Γέμισε η ζωή μας λάθη,

Πώς να γνωρίσεις την αλήθεια

Οι γιαγιάδες πια δε λένε παραμύθια,

Πώς να βρεις ψυχομοσχοβολίες

Αφού μας ξεριζώνουν τις καρδιές.

 

Για να κοροϊδέψουν την αγάπη

Σου έχουν χρυσωμένο χάπι,

Για να μη ψάχνεις την αλήθεια

Σου έχουν άσπρη παραμύθα,

Αλάνες ρούγες, ομορφογειτονιές

Όλα σε εικόνες κονσέρβες, ηλεκτρονικές.

 

Πώς να μιλήσεις να γελάσεις

Δεν έχεις χρόνο ούτε να κλάψεις,

Πώς να μιλήσεις μ’ έναν φίλο

Σ’ έχουν φιμωμένο σαν σκύλο,

Κι όταν ρετάρει η καρδιά σου μάγκα

Σου έχουν ετοιμάσει βιάγκρα.

 

 

65. Δεν υπάρχει γειτονιά

 

Στη παλιά μας γειτονιά

Κάθε Κυριακή και σχόλη

Στις αλάνες παίζαμ’ όλοι.

Στης ταβέρνας το στενό

Εκεί γύρω στις εννιά,

Σ’ έκλεινα στην αγκαλιά μου

Λαχταρούσε η καρδιά μου,

Βλέπαμε τον ουρανό …

 

Δεν υπάρχει γειτονιά,

Τις αλάνες τσιμεντώσαν

Και στ’ ανήλιαγο στενό

Πέφτει μόνο παγωνιά,

Για την πρέζα για τη δόση

Η καρδιά θα ανταμώσει

Και δε βλέπεις ουρανό…

 

 

 

66. Μια βραδιά στη γειτονιά μας

 

Μια βραδιά στη γειτονιά μας

έστω και στα όνειρά μας,

να στηθεί γιορτή μεγάλη, ακριβέ μου φίλε.

Να ‘ρθουν κοπελιές γειτόνοι

Να μην είμαστε πια μόνοι,

Αν θα ξημερώσει πάλι, αδερφέ μου μείνε.

 

Τι να λογαριάσεις τότε

Καλημέρες ή φιλιά,

Πώς να προχωρήσεις τώρα

Με αγνώστους σε κελιά.

 

Που να πεις τα μυστικά σου;

Πώς να μοιραστείς χαρές;

Όλοι τότε στο πλευρό σου

Και σ’ ακούγαν οι αυλές.

 

Μια βραδιά στη γειτονιά μας

Να ανθίσει η αγκαλιά μας,

Γέλια χωρατά τραγούδια, μ’ αναφιλητά το κλάμα,

Να ‘ναι όλοι οι ξεχασμένοι

Να ‘ρθουν κι οι συγχωρεμένοι

Να γεμίσει η καρδιά αγγελούδι, μήπως και γίνει

Το θαύμα.

 

 

 

67. ΣινέΌνειρα

 

Τα καλοκαίρια στο σινέ φυτειά

Στον Έσπερο ή κάτω στα Αστέρια

«με δόσεις» το έργο δυο φορές

από τα πέντε μεσημέρια

 

Κατιφέδες στην αυλή σπαρμένοι,

Βασιλικά και γιασεμιά,

Μοσχοβολούσε η ψυχή μας,

Μεθούσαμε τη γειτονιά.

 

Το εισιτήριο; Απρόσιτο

Που να βρεθεί δεκάρα

Αν δε το κατακτούσαμε

Επάνω σε τελάρα.

 

Τάμ – τάμ σόδα ή λεμονάδα

Φυστίκι Αιγίνης ή μπιράλ

Όσο για πάστες ή για κοκ

Σπάνια τη βγάζαμε νορμάλ …

 

 

 

68. Τη μοίρα στα χέρια κράτησε

 

Μας «διδάσκουν» νύχτα ημέρα από παράθυρα,

Κατακλύζουν τη ψυχή μας από νάυλον λάφυρα.

Μετάλλαξαν κάθε γεύση κι ομορφιά της γης μας,

Τα κομπιούτερ κυβερνάνε κι ερεθίζουν το κορμί μας.

 

Ζαλισμένος ο λαός, τη πάτησε,

(προδομένος) τρέχει ο τρελός, δε κράτησε,

όνειρα κι αξίες, στα σκουπίδια,

λαμαρίνες, μπαρ και τζόγος, για ελπίδα …

 

Κάθε λίγο γίνονται σφυγμομετρήσεις,

Με υποσχέσεις και με θα, οι κυβερνήσεις

Του χλιδάτους «τους αφράτους» να ενισχύσεις,

Τόσα χρόνια, είδες να σου δίνουν λύσεις;

 

Τη μοίρα σου στα χέρια, κράτησε,

Μη περιμένεις άλλο, επαναστάτησε,

Οράματα, ιδέες, να διαφυλάξεις,

Ζωή κι ελπίδα, να διδάξεις …

 

 

 

69. Η ζωή μας

 

Γιορτάζει απόψε η γειτονιά

Χαίρεται η φιλία

Λάμπει απόψε η ανθρωπιά

Πεθαίνει η κακία

 

Η ζωή μας είναι το κερί

Που ανάβεις να φωτίσει,

Έως ότου το κερί καεί,

Η ζωή μας έχει σβήσει.

 

Γελούν τα μάτια τα πουλιά

Και οι καρδιές γλεντάνε,

Γελούνε οι γέροι τα παιδιά

Τα όργανα «βαράνε».

 

Η ζωή μας είναι ο χορός,

Έως ότου τον χορέψεις,

Θυμάσαι ήσουν νεαρός

Γέρος σα τελειώσεις.

 

 

70. Να το πάλι απόψε το φεγγάρι

 

Στα περιβόλια της Ηρώων έτρεχες, μικρό παιδί,

Στον Αη-Δημήτρη έφερες, πίκρα πολύ.

Σάλεψε η ζωή τα λογικά σου, φτωχό παιδί,

Κρατούσες φιλία, ήθος, ευγένεια, ψηλά πολύ.

 

Δε θα ακουστούν ξανά τα ρετρό σου

Τον Αύγουστο που γιορτάζεις,

Η κιθάρα το ακορντεόν σου,

Αράχνιασαν και δεν αδειάζεις.

 

Έφερνες ευτυχία, γέλιο από καρδιές, χρυσό παιδί,

Έφερες δυστυχία, χωρίς να το θέλεις, άτυχο παιδί,

Στην Παπατσώνη δε φάνηκες ακόμη, αγνό παιδί,

Το Κουτιβάκι να κουρντίστε περιμένει, αμελής πολύ.

 

Στ’ ανθισμένα της ψυχής περιβόλια,

Με τον Προκόπη και το Γούλο καντάδα

Το μαστρο Σπύρο πάρε μπορμόλια,

Στο Σουμή μας, Ριζοσπάστη και Καρέλια τσιγάρα.

(Στον αείμνηστο Σωτήρη Σπαντιδέα)

 

 

 

71.Τα διαμάντια του λαού

 

Μπαγιαντέρας Χατζηχρήστος

Ήτανοι μελωδικοί

Βαμβακάρης και Τσιτσάνης

Ήταν οι αυθεντικοί.

Χιώτης, Σπόρος και Ζαμπέτας

Ήταν οι εκπληκτικοί

Στράτος Νίνου Σαμιωτάκι

Οι ανεπανάληπτοι.

 

Έλα πάρε με σεργιάνι με τραγούδια του Τσιτσάνη

Έλα πάμε στο φεγγάρι με πενιές του Βαμβακάρη

 

Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι το αυθεντικό

Το δημοτικό τραγούδι

Είναι γνήσιο ελληνικό.

Τόσο όμορφα τραγούδια

Μένουνε αθάνατα

Τη ζωή μας συντροφεύουν

Έως τα γεράματα

 

Αχ! Ελλάδα αγαπημένη στην καρδιά μας ριζωμένη,

Τα ωραία σου τραγούδια, του παραδείσου λουλούδια.

 

 

72. Της ζωής μας ευωδίες

 

Ζεϊμπέκικος, Χασάπικος, Συρτός και Τσιφτετέλι

Τσάμικος, Καλαματιανός, Μπάλος και Καγκέλι.

Θρακειώτικος, Νησιώτικο, Σούστα, Συρτός στα τρία

Γιουρούκικος, Σιλιβριανός, Ελληνική Ιστορία.

 

Χοροί τραγούδια

Της καρδιάς λουλούδια

Χαρές ψυχομοσχοβολίες,

Ανθίζουν αγκαλιές.

 

Αργείτικος, Χανιώτικος, Πεντοζάλης και Κοφτός

Τσακώνικος, Ηπειρώτικος, Συρτός και Ποντιακός.

Μανιάτικος, Ικαριώτικος, της Ρόδου πηδηχτός

Νησιώτικοι, Καμηλιέρικοι, της πλάσης οργασμός.

 

Χοροί της λεβεντιάς

Τραγούδια της καρδιάς.

Μοσχοβολά Ελλάδα

Της φύσης πατινάδα.

 

Μπαϊντούσκα, Ζωναράδικος, Πάτημα, Καρσιλαμάς

Χορεύοντας με το θεό μιλάς, φτερούγες αποκτάς.

Μαντιλάτος, Καβαντορίτικος, Καρκυραϊκός

Μακεδονίτικος και για τους χορούς μας, λαός ξεχωριστός.

 

Χοροί της ομορφιάς,

Ανάσταση καρδιάς.

Τη φύση εξυμνούν,

Τον άνθρωπο τιμούν.

 

 

 

73. 7 ημέρες θα ήθελα

 

ΔΕΥΤΕΡΑ

Όραμα θείο στους νέους μας

Να ‘μουν λυτάριο στα άλυτα,

Στ’ αγόρια τον έρωτα και τα χαρμόσυνα,

Τα κορίτσια νυφούλες, κακίες θα έπνιγα.

 

ΤΡΙΤΗ

Λίπασμα στη γη μας που κάψαμε,

Τα δέντρα και τα ποτάμια που χάθηκαν,

Να ‘φερνα πίσω και τα καλφόπουλα,

Ψάρια και ζώα που μας σιχάθηκαν.

 

ΤΕΤΑΡΤΗ

Όνειρα ακήρατα σ’ όσους κοιμόντουσαν

Όμορφα σπίτια με κήπους σ’ ανέστιους

Ανέσπερους όλους που νοιάζονταν

Γι’ ανήμπορους σκύλους και για συνάνθρωπους.

 

ΠΕΜΠΤΗ

Αλάνες για αγόρια κορίτσια, να έπαιζαν,

σύννεφα αστέρια να ξαναγέλαγαν,

θόρυβοι άγχος; Στ’ απόσπασμα,

έρωτας φύση; Να γλένταγαν.

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Ήθελα να ‘μουν καλός Άγγελος

Να μοίραζα αγάπη κι ανθόνερα

Σ’ όσους εδίψασαν σε αγκαθότοπους,

Σ’ αδικημένους βοήθεια, τα νυχτοήμερα.

 

ΣΑΒΒΑΤΟ

Σκλάβους και δούλους, σ’ ανάσταση,

συγχώρηση σ’ όσους αμάρτησαν,

σε δρόμους του σκότους και της απόρριψης

φώτιση για όσους «εχάθηκαν».

 

ΚΥΡΙΑΚΗ

Ήθελα να ‘μουν το βάλσαμο

φιλάργυρου κι αρρώστιες να γιάτρευα,

ρόδινα νιάτα στους γέροντες,

το χάροντα αιώνια θα νάρκωνα.

 

 

73. Μάνη μου αγαπημένη

 

Όσοι σε λαχταρούν σε θαυμάζουν σε ποθούν

Όσοι σε καμαρώνουν σε χαίρονται σε εξυμνούν

Όσοι σε νοσταλγούν σε σέβονται σε εκτιμούν

Όσοι σε εορτάζουν σε σκέπτονται και σε πονούν.

 

Του Ταϋγέτου είσαι και Θεών το άστρο

Εσύ που εβύζαξες ΡΙΤΣΟ κα ΒΡΕΤΤΑΚΟ.

Μάνη μου γλυκιά χιλιοτραγουδισμένη

Πάντα οι Μανιάτες να ‘στε ευτυχισμένοι

Μάνη μου γλυκιά χιλιοαγαπημένη

Να ‘στε οι Μανιάτες πάντοτε μονιασμένοι.

 

Όσοι σε τραγουδούν σε φροντίζουν σε αγαπούν

Όσοι σε διαφημίζουν σε χρειάζονται σε βοηθούν

Όσοι σ’ αποζητούν σε νοιώθουν σε φιλούν

Όσοι στα άγια χώματα σου κατοικούν.

 

Μάνη μου γοργόνα του Ταινάρου κόρη

Της Βασιλικής το δάσος, τα απάτητά σου όρη

Μάνη που υμνείς, μοιρολογάς το πόνο

Μάνη μου σκληρή εσένα θέλω μόνο

Μάνη μου ξελογιάστρα, σβήνεις τα βάσανά μου

Άγρια ομορφιά, είσαι πάντα στη καρδιά μου.

 

Κορφολογήματα

Στους εργάτες της τέχνης

και του πνεύματος

που έδωσαν τη ζωή τους

…για τη ζωή μας …

 

Π.Λ.

 

 

 

 

ΚΟΡΦΟΛΟΓΗΜΑΤΑ

 

 

Δε φωτίζονται πια οι στρατώνες

των νέων

ξεχασμένων ευκαλύπτων

 

Τα υγρά μάτια

δε δακρύζουν πια

για κολάσεις περιστεριών

για άλικα ποτάμια

για νύχτες Αφγανιστάν

 

 

Η μπούργκα της ψυχής τους

πιο μαύρη

από τη λευκή αγχόνη της λήθης

ζωγραφίζει

κλινοθόνες άχρωμων παιδιάδων

στα παράθυρα της συσκότισης

 

 

 

 

Αρουραίοι του σαθρού κάμπου σποράς

πηγές κιτρινισμένων αιμάτων

από ξεχασμένους

καιρούς κορφολογήματος

 

Λιβάδια

που σημαδεύουν τον κηπουρό τους κατάκαρδα

Θηράματα

που γιορτάζουν τα γενέθλια του κυνηγού τους

Δήμιοι

που αυνανίζονται για λίγα κέρματα

και μερικά σποράκια ροδιού

 

 

 

 

Δενδρογαλιές

φτύνουν κανελογαρίφαλα

στα ακρώρεια της άδικης

και αχάριστης

εξουσίας του μεσονυχτίου

 

Ο γανωματής αραδιάζει σκουριές

στους ορίζοντες της ψυχομάνας του αερικού

εξουσιάζοντας

τα χλωμά κλωνάρια

του πανάρχαιου πηγαδιού

 

Η αγάπη του γίγαντα της αμάθειας

προσμένει το χιονιά του Παρνασσού

στα λαγκάδια του φθόνου

βαστώντας αποσκευές των τσακαλιών

τσουγκρίζοντας μνήμες μίσους

και μαυροδάφνη από σπέρμα νυχτερίδας

 

 

 

 

 

 

Τα νεκροπούλια άχρωμα μοιρολογούν

τη γέννηση της σαύρας του Δούναβη

τον ερχομό της Άνοιξης

του χαμαιλέοντα

 

Ανατριχιάζει η χαίτη του βασιλιά

της ζούγκλας

από το βρυχηθμό της γαζέλας

 

Ξημερώνει η νύχτα

των παθών και του πάθους

 

Νυχτώνει η μέρα

της αγρύπνιας και της προσμονής

 

Μας παγώνει μας πληγώνει

ο ήλιος του απομεσήμερου

περιγελά ως και τα νούφαρα

ξύνοντας αμήχανα τ’ αχαμνά του

 

 

 

 

 

 

 

Μπαρουτόβολα στην καπνοδόχο

του Βαρδάρη

στα ξωτικά της λιμνοθάλασσας

οργιάζουν οι καραμούζες του χάους

στα φυλάκια της ειρήνης

 

Απέλπιδες και οι γνώμες των μποστανιών

Οι ρόγες δακρύζουν στα έρημα βράχια

Χολή και ξύδι στους αυλόγυρους

καρβουνόσκονη στα λιοτρόπια

και στις επιθυμίες

 

 

 

 

 

 

 

Ζευγαρώνουν

ολόλευκα περιστέρια

με κατάμαυρους γύπες ξηρασίας

Επαιτούν στο μαιευτήριο

οι καρεκλοκένταυροι

το φιλοδώρημα

από την προσμονή

και την υπομονή

αγονάτιστων λύκων

 

 

 

 

Γύρισε Οδυσσέα στις ξόβεργές σου

 

 

Τα μυρμήγκια κουβαλούν άοκνα

παραπατώντας

στα ψηφιδωτά του άδη

γκρεμίζοντας επαύλεις κολασμένων

και νουθετώντας επαίτες

 

 

Γούρμασαν τα Σαββατόβραδα

των βραχονησίδων

του κάμπου και της ανατολής

 

Οι τσουκνίδες εγκυμονούν βότσαλα γυρισμού

τα παιδιά τους μαραίνονται

ανθοφορώντας

σε πίνακες ρουτίνας

 

Τα λιόκλαδα καβουρδίζουν

ψίχα καρπουζιού

στα στενοσόκακα των λεωφόρων

της αποχαύνωσης

 

 

 

 

 

Από τις ορμητικές ορδές του Ρήνου

ξεχείλισε

ο χείμαρρος του Ιλισού

πνίγοντας

αμούστακους ναύτες και υπερήφανους καβαλάρηδες

παιδικές χαρές και γηρατειά γελαστά

λιοτρίβια και κοιμητήρια γλάρων

αγάπες παλιές και έρωτες νεογνών

 

Οι τσακισμένες βάρκες του ναυαγίου μας

δένδρα Χριστουγέννων

παρηγοριάς κι Ελπίδας

κεριά Ανάστασης

κλαδιά ανθισμένα

μνήμης και αμνησίας

 

 

 

 

 

 

Ο Θεσσαλικός κάμπος

διδάσκει φιγούρες ζεϊμπέκικου

και καρσιλαμά στις νεράιδες

και στους Απριλιανούς της βίας

Στους αμετανόητους κόρακες του βάλτου

χαρίζει

κομπολόγια μνήμης και ντροπής

 

Οι καπνοί του

από καλαμιές βρώμης

θυμίαμα σ’ όσους λησμονούν

κρυψώνες σ’ όσους λαχταρούν

να ιδούν το πέρασμα

από τη ζούγκλα

στα γαλανά νερά του αρχιπελάγους

ν’ αντικρίσουν την ομορφιά της γης

και να κλάψουν πικρά

σφίγγοντας τα δόντια

Στα λάθη μας στα μίση μας

Στα συμφέροντά τους

 

 

Γλέντησε τη μοναξιά των λουλουδιών

Η παρέα των πορνολάγνων

των αρρωστημένων ονείρων

των αχυρένιων προτύπων

γεννά τη μοναξιά

επωάζει την εξάρτηση

 

 

 

Στείροι μπροστάρηδες καραβανιών

στείρες φουσκοθαλασσιές

στείρα φαντασία

στείρος ορίζοντας

στείρες συνειδήσεις

 

 

 

 

 

 

 

 

Ταξίμια

του Αυγουστιάτικου φεγγαριού

Βάλσαμο ψυχής

για τους ξεριζωμένους γίγαντες

Μαθήματα ήθους

για τους νεοφερμένους νάνους

Σχολείο κρυφό

για τους επίδοξους σωτήρες

Όνειρο γλυκό

για τα παιδιά για τα πουλιά

για τις θύμησες για τα μελλούμενα

 

 

 

Το σπέρμα του Σωκράτη

του Πλάτωνα

του Αισχύλου του Αριστοφάνη

του Ρίτσου του Γκάτσου

σιγοκαίει

φουντώνει

θεριεύει

παλεύει

νικά χωρίς θύματα

φωτίζει τους ορίζοντες

άνευ μεταλλαγμένων αστεριών

και εγκαθέτων ήλιων

Περιβόλια με πανέμορφους

επιβήτορες του πνεύματος

σκαλίζουν

μπολιάζουν

γεννούν

καθοδηγούν

ξαγρυπνούν

χωρίς να εξαργυρώνουν

Αγαπούν

αγαπούν

αγαπούν

 

 

 

 

Γέννησε η αυλή μας

γέννησε η πασχαλιά μας

γέννησε ο ουρανός μας

γέννησε ο ορίζοντας μας

γέννησε η ψυχή μας

γέννησαν οι φίλοι μας

γέννησαν τα παιδιά μας

γεννά η Ελλάδα

 

 

 

 

 

 

«Χαμογελούν οι αστροφεγγιές»

 

Χορεύοντας τα κύμματα

Και σιγοτραγουδώντας

Τη μοναξιά παρηγορούν

Σκορπάνε τη συμπόνια

 

Σκαλίζοντας οι αετοί

Τα σπλάχνα της κακίας

Στέλνουν στα νειάτα όνειρα

Στους άτυχους Ελπίδα

 

Χαμογελούν οι αστροφεγγιές

Στα ορφανά του δρόμου

Στους άρρωστους στα γηρατειά

Στους αγαναχτησμένους

 

Σκαλίζοντας οι αετοί

Τα σπλάχνα της κακίας

Στέλνουν στα νειάτα όνειρα

Στους άτυχους ελπίδα

 

Στίχοι – Μουσική

Παναγιώτης Λουκαρέας

 

 

 

«Ανθοφορεθήκαν τα μπαλκόνια»

 

Ήλθε το κύμα κι έκλεισε

Τους χτύπους της καρδιάς μου

Της μόνης ζωγραφιάς μου

Και τ’ όνειρο μου έσβησε

 

Μαυροφορεθήκαν τα γλαρόνια

Λάθος προχωρήσαν τόσα χρόνια(;)

 

Ήλθε ο μπάτης κι άνοιξε

Της μοίρας το τεφτέρι (μου)

Ο λίβας και τ’ αστέρι (μου)

Έσβησαν ό,τι εκείνη άγγιξε

 

Ανθοφορεθήκαν τα μπαλκόνια

Χρυσοστολιστήκανε τα χρόνια

 

Στίχοι – Μουσική

Παναγιώτης Λουκαρέας

 

Καλό Ταξίδι

ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ

(ποιητική συλλογή)

 

 

«Είναι μικρός ο κόσμος»

 

(Ι)

 

Στο ταξίδι σου, ν΄ αγκαλιάσεις τον κόσμο,

είναι μικρός,

χωράει στις αγκαλιές σου,

μη σε γελάει το μάτι,

είναι μικρός

να το θυμάσαι.

 

Στις ανοιγμένες αγκαλιές

χωρούν ουρανοί,

σύννεφα κι αστέρια,

χωρούν φεγγάρια και Ήλιοι κι ορίζοντες χωρούν.

 

Στις ανοιγμένες αγκαλιές

χωρούν οι ωκεανοί,

τα καράβια, οι φάροι, τα δελφίνια,

οι γλάροι, τα κύματα, τα λιμάνια,

χωρούν όλες οι ομορφιές, οι αγάπες

και τα όνειρα, ναι χωρούν

όλα τα όνειρα.

 

(ΙΙ)

 

Μη σε γελάει το μάτι,

χωρούν Άνοιξες, Καλοκαίρια, Έρωτες

χωρούν Φθινόπωρα και Χειμώνες.

χωρούν τα δάση, τα πουλιά,

ναι, χωρούν όλα τα πουλιά και τα ζώα.

 

Ναι, χωρούν οι αετοί, οι νυφίτσες,

τα σπουργίτια

και οι ελέφαντες χωρούν

και τα περιστέρια χωρούν

και οι ψυχές χωρούν

 

Οι Παλαιστίνιοι και οι Ισραηλίτες

οι Άραβες και οι Αμερικάνοι χωρούν,

οι μαύροι και οι λευκοί,

οι κίτρινοι και οι διαφορετικοί χωρούν

.

Ναι, χωρούν όλοι,

να το θυμάσαι,

όλοι χωρούν,

γιατί είναι μικρός ο κόσμος

και είναι Μεγάλες οι αγκαλιές σου…

 

 

 

«Όλα πρέπει να διαφέρουν »

 

Ταξιδεύω και ονειρεύομαι,

ταξιδεύω και συλλογιέμαι

ταξιδεύω και χάνομαι στα πλάτη του κόσμου.

 

Στον κόσμο το διαφορετικό υποκλίνομαι,

νοσταλγώ τον τόπο μου,

αγαπώ περισσότερο την Ελλάδα μου.

 

Το διαφορετικό μ’ ερεθίζει,

μου ερεθίζει την περιέργεια για το άγνωστο,

εκεί που τα άγνωστα γίνονται πιο γνωστά,

τα γνωστά πιο οικεία

και τα οικεία πιο συγγενή.

 

Τα συγγενή πιο διαφορετικά, πιο όμορφα,

τα όμοια πιο άσχημα, πιο ατελή.

 

Η τελειότης και η ισορροπία

βρίσκεται στα διαφορετικά, συλλογιέμαι.

 

«όλα διαφέρουνε στη γη

γι’ αυτό ισορροπούμε

έχουμε αγάπη στη ζωή

γι’ αυτό και τραγουδούμε.»

 

 

 

«Καλό Ταξίδι»

 

(Ι)

 

Ταξιδεύοντας με του μυαλού τα πανιά,

ξαγρυπνούμε στο χαλί της σιωπής,

παραδειγματιζόμαστε

αλιβάνιστοι, θυμωμένοι, με κουράγιο «φθαρμένο».

 

Στης ψυχής τους δρόμους

αυτοϊκανοποιόμαστε,

με την πανσέληνο του πάθους

πειραματιζόμαστε

θύτες του δίκιου μας τραγουδούμε «φάλτσα».

 

 

Μεσάνυκτα και κάτι, απογειωνόμαστε

από τη νεκρική λίμνη…

…Σκοτάδι με άπειρες αποχρώσεις…

 

Άγνωστη η πορεία μας

άγνωστες αφετηρίες, αποφάσεις κίβδηλες

και το μέγεθος τη πίκρας μας «δυσανάγνωστο».

 

Άγνωστοι κόσμοι

σε διαδρόμους υπομονής,

προσμονές άνισες με τα κυκλάμινα

μεταλλαγμένα.

 

 

(ΙΙ)

 

Οι ώρες ανίκανες οφθαλμολάγνες,

οι ημέρες σιωπηλές, διάτρητες,

οι μήνες να ερωτοτροπούν με τις συννεφιές.

 

Οι χρόνοι, εξουθενωμένοι συσκέπτονται,

αποφασίζουν δόλια,

κάτω από συνθήκες ηχορύπανσης

και απόλυτης σιωπής διαπραγματεύσεων.

 

Οι αιώνες αρνούνται μεθοδικά

τα πάθη και τα λάθη τους,

αλισβερίσι ήθους.

 

Γιατί να μην ανθίζουν οι διαδρομές μας

γιατί να ξεθωριάζουν τα ταξίδια μας (;)

 

Γιατί νοσούν οι σφηκοφωλιές

και τα κοχύλια των λεωφόρων πενθούν (;)

 

Γιατί μετράμε αντίστροφα

ομορφιές και αριθμούς (;)

 

Γιατί δε μάθαμε,

μετρώντας λαθεμένα, νούμερα και προσμονές(;)

 

Καλό ταξίδι…

 

 

 

«Αλλά»

 

Σε δέρνουν οι τυφώνες

στων πυραμίδων τους δρόμους,

ανεβαίνεις με αγκομαχητά, με ιδρώτα,

αλλά,

με τις δικές σου δυνάμεις,

με το δικό σου φως,

με τη δικιά σου λάμψη.

Είσαι αυτόφωτη και αυτάρκης,

είσαι καμάρι και παράδειγμα,

είσαι συννεφιασμένη και Ηλιόλουστη,

είσαι παιδί μα και γυναίκα,

είσαι πεδιάδα αλλά και οροσειρά,

είσαι Θεά ουράνια,

αλλά …

Και Μάνα Γήινη…

 

 

 

«Αμήχανα»

 

Διάβαζα το σενάριο της ζωής σου

και μάντευα ό,τι δεν ήταν γραμμένο…

 

Κρατώντας αμήχανα τα χέρια σου,

αφήνω τη ματιά μου ελεύθερη,

να καλπάσει…

 

Αγνάντεψα το κενό της ψυχής σου,

έλαμπε το σκοτάδι της σκέψης σου,

παραμιλούσαν οι εμμονές σου…

 

Μπλέχτηκαν με τις αχτίνες του ήλιου

τα λόγια μου και ξεστράτισαν,

από τα μονοπάτια του ορίζοντά σου

κύλησαν στ’ αδιέξοδα του χρόνου μου,

αντέγραψαν το σενάριο,

αμήχανα,

λοξοδρόμησαν και χάθηκαν,

στην ομίχλη του νου…

 

 

«Γιατί Θεέ μου»

 

Ταξιδεύω στα ρηχά

και συναντώ χάος στις ψυχές και στις σκέψεις.

 

Ταξιδεύω βαθιά

και βρίσκομαι στην επιφάνεια των αισθημάτων.

 

Προσπερνώ το χάος των ψυχών

και τα επιδερμικά αισθήματα,

φθάνω στη κορυφή της ζωής,

στο θαύμα της φύσης.

Τι κάλλος τι ομορφιά Θεέ μου…

 

Τυφλοί και άωτοι άνθρωποι,

τρέχουν για την καταστροφή τους,

ανεβαίνουν εκούσια το γολγοθά τους.

 

Όλα μάταια, όλα εφήμερα,

γιατί τόση κακία, τόση φιλαργυρία, τόση τρέλα,

γιατί άρρωστα πάθη και εκούσια λάθη (;)

Γιατί, γιατί, γιατί τόσος πόνος

γιατί το τελειότερο δημιούργημα Σου να νιώθει τόση μοναξιά

κι εγκατάλειψη, γιατί, γιατί, γιατί Θεέ μου…

 

 

 

 

 

«Καλό σου ταξίδι ήλιε μου»

 

Καλό σου ταξίδι ήλιε μου

στα θολά μονοπάτια της σκέψης μας

μην λοξοδρομήσεις,

είναι πολύ κοντά οι αχτίνες σου,

ζυγώνουν οι φωτεινές σου ελπίδες,

στα νησιά της αιωνιότητας πλησιάζουν οι χάρες σου,

φθάνουν στις καμινάδες,

που ακούραστα φωτίζουν τις χαρές σου.

 

Μη διστάσεις ν’ αντισταθείς ήλιε μου,

είσαι η ελπίδα των αποσκιαδερών,

είσαι των χαμάληδων η ανάσα,

η αναπνοή των κεκοιμημένων είσαι.

 

Μη διστάσεις ν’ αντισταθείς ήλιε μου,

είσαι η ευχή κατατρεγμένων δούλων,

είσαι η ψυχή αθώων εσταυρωμένων,

ο τίμιος σταυρός της Ανάστασης είσαι,

ήλιε μου…

Καλό σου ταξίδι,

Ήλιε μας…

 

 

 

 

 

«Καλό σου ταξίδι»

 

Βλέπεις τα περασμένα, σκοτάδια και ντροπές μόνο,

ό,τι είναι μπροστά σου αθώο, το μισείς.

Ναι τα μισείς όλα,

από άγνοια ή από φόβο

και τα φώτα και τους καθρέφτες μισείς,

γιατ’ είναι συνήγοροι της αλήθειας,

είναι αδέκαστοι μάρτυρες,

είναι εχθροί σου φανταστικοί.

 

Αποφεύγεις την εικόνατους,

διώχνεις κάθε αντικείμενο

ή σκέψη που μοιάζει με φως.

 

Είσαι ένα μικρό νούφαρο

και σε παρομοιάζουν με άνυδρο βράχο,

είσαι μια πυγολαμπίδα

και σε ταυτίζουν με ηφαίστειο πόνου και μίσους.

Το μίσος δεν είναι άμιλλα

και η άμιλλα δεν γειτνιάζει ποτέ με το μίσος

 

Ταξίδεψε στον άλλο σου εαυτό,

γνώρισε τον Άνθρωπο,

ταξίδεψε στην ελάχιστη ζωή

να γνωρίσεις τη ματαιότητα.

Να ταξιδεύεις πάντοτε,

θα γνωρίσεις ομορφιές,

πελάγη, φουρτούνες,

λιμάνια, αγάπες, έρωτες,

νοσταλγία, προσμονή…

 

Στα ταξίδια σου,

ίσως ανακαλύψεις την ψυχή σου

που χρειάζεται φως και \αέρα,

που επιθυμεί ν’ αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί,

που αγωνιά, πασχίζοντας να κερδίσει

τα χαμένα ηλιοβασιλέματα της αγάπης.

Καλό σου ταξίδι…

 

 

 

«Αταξίδευτος»

 

Μην τρέχεις

μη σε φοβίζει της βροχής το ταξίδι,

ταξίδεψε κι εσύ,

πότισε την άγνοιά σου με εικόνες,

με χρώματα ουρανών,

με ηλιόλουστες καληνύχτες.

 

Μην τρέχεις,

μη σε φοβίζει η ημέρα του αύριο,

ίσως δεν υπάρξει συνέχεια του σήμερα.

Απόλαυσε στο ταξίδι σου κάθε στιγμή,

κάθε σου βήμα.

 

Μην τρέχεις άσκοπα, αταξίδευτα, άχρωμα,

η προσφορά σου στην αιωνιότητα

θα είναι η απληστία σου,

τα λάφυρα της καχυποψίας σου,

η άοσμη σάρκα σου

και η ασχήμια της στασιμότητάς σου…

 

 

 

 

 

«Ταξιδευτής άγνωστος»

 

Μέσα στης πόλης τα στενά, μικρός σπουργίτης,

στους μονόδρομους, στ’ αλσύλλια, λαθρεπιβάτης.

Μέσα στα πλήθη, ταξιδευτής άγνωστος,

στις λεωφόρους, στις πλατείες, σε στάδια,

με τροχοφόρα, ταξιδευτής ανύπαρκτος,

στα κιτρινισμένα πάρκα,

στις ερειπωμένες παιδικές χαρές,

κάτοικος ξεχασμένος, ταξιδευτής λυπημένος και χαρούμενος,

 

Στα γυάλινα κτίρια,

στο θόρυβο, στην τρέλα,

στο άσκοπο τρέξιμο, ταξιδευτής του ονείρου,

στου Καλοκαιριού τις αρπαχτές, στων ημετέρων το χορό,

στον πολιτισμό του κώλου, στων ημετέρων το σκοπό,

τσαλακωμένο εισιτήριο

και ακροατής ακούσιος…

 

 

 

 

«Όλοι νικητές»

 

Τα όργανα ακούρντιστα,

με τ’ ασχημοφτιαγμένα σκαριά της ομίχλης

συνωστίζονται στα λιμάνια.

 

Ο μάγος στηρίζει τα μπράτσα της μπόρας,

η δυνατή κραυγή του, απόψε ξενιτεύτηκε,

οι αποσκευές των λουλουδιών

δεν ακολούθησαν, λάθος παράγγελμα.

 

Αμαρτίες και σάβανα

στις εξέδρες χαιρετούν,

άλογα βαμμένα λουλακί, παρελαύνουν.

 

Όλα τα περιστέρια έχουν αυτοκτονήσει,

πριν αιώνες, ο γεράκος με τα σπόρια

στις χούφτες τα περιμένει ση Μαδρίτη

κάθε πρωινό, χρόνια τώρα, μα η πλατεία άφτερη.

 

Τ’ απογεύματα τους έχουν στήσει καρτέρι,

κυνηγοί άσφαιροι, στην αρένα,

γνωρίζουν τις διαδρομές τους οι επιστάτες,

είναι ο αγώνας άνισος, πάντα νικάνε τα περιστέρια

 

Με τα πρησμένα πόδια

ο γκέκας ταξιδεύει,

ζητά αλλαγή φρουράς και κραυγές,

μα είναι αλυσοδεμένος ο γύπας

με κλώνους λεβάντας, τέλειωσε το θυμίαμα,

δεν ξεχωρίζει τους ανθρώπους,

είναι τυφλός ο βρικόλακας

βλέπει μόνο την κόλαση

νάρχεται από μακρινό ταξίδι χωρισμού.

 

Όλοι ζητωκραυγάζουν

η ομίχλη εκλιπαρεί κλαίγοντας,

τα όργανα γλυκοκελαϊδούν,

νανουρίζουν τα λιμάνια,

σε λίγο όλοι, ησυχάζουν, με τη νίκη τους,

ναι, όλοι είναι νικητές… Καληνύχτα…

 

 

 

 

«Δεν είναι όλα ίδια»

 

Της λεμονιάς τ’ ανθάκια

σε νανούριζαν

χωρίς ύπνο οι αξίες σου,

άυπνες πάντα,

πάντοτε ανθηρές, πάντα σε νανούριζαν τ’ ανθάκια,

 

Περπατούσες, περπατούσες, ταξίδευες , ταξίδευες

και ξεχώριζες τα αδελφωμένα και τα πολύ μακρινά,

ξεχώριζες όλες τις βουνοκορφές τις χιλιανθισμένες

να χαϊδεύουν τα πελάγη,

ξεχώριζες τα βότσαλα από τις τρικυμίες,

τις μυρτιές από τους υάκινθους.

 

Ξεχώριζες τα ποτάμια από τις πίκρες

και τις πίκρες από τις αστραπές,

όλα τα ξεχώριζες, τα λίγα και τα καθόλου

και τα πολύ μακρινά

και τ’ αδελφωμένα,

όλα τα ξεχώριζες.

 

Μη ζητάς εξηγήσεις τώρα από τους παπαγάλους,

ξενιτεύτηκαν οι αντιδράσεις,

αντέδρασαν οι αμμόλοφοι,

ανθίζουν οι έρημοι

και τα κατάρτια σφυρηλατούνται

στις οάσεις και στα καπηλειά.

 

Της λεμονιάς τ’ ανθάκια, έγιναν αστέρια,

αποκοιμήθηκαν οι αξίες σου,

δεν περπατάς, αιωρείσαι, δεν ταξιδεύεις,

έγινες σχοινοβάτης, φακίρης,

αιθεροβάμων,

ξέχασες να ξεχωρίζεις,

παπαγαλίζεις, μόνο παπαγαλίζεις,

πόσο μοιάζουν οι αξίες, μονολογείς,

πόσο μοιάζουν τα όνειρα, μην είναι αργά(;)…

 

Στον ορίζοντα οι γλάροι, ο μπάτης, οι μέλισσες,

τα ψαροπούλια, οι βαρκάρηδες, ζωγραφίζουν,

με τα χρώματα της καρδιάς τους, ζωγραφίζουν

«ουράνια τόξα», δεν μοιάζουν όλα,

δεν είναι ίδια όλα, δεν είναι αργά,

υπάρχει ελπίδα, υπάρχει φως…

 

 

 

 

«Πώς να χορτάσεις τον κόσμο»

 

(Ι)

 

Πώς να χορτάσεις τον κόσμο,

είναι μικρή η ζωή σου,

μια σταλιά είναι,

δεν έχεις άλλο χρόνο, τέλειωσε το ταξίδι σου,

ναι τέλειωσε,

πριν καλά – καλά αρχίσει.

Πώς να χωρέσουν οι καημοί σου

σε τόση μιζέρια,

με τόσες αγορές,

υπερκατανάλωση,

αγορές, αγορές , χωρίς αίσθημα και φειδώ.

 

Πώς ν’ ανθίσουν δρόμοι

και να βρουν τα βιβλία το δρόμο τους,

τα γράμματα τη σειρά τους,

το στοίχο τους οι λέξεις

και οι τόνοι τον τόνο τους(;).

 

(ΙΙ)

 

Πώς οι αδιέξοδοι λεωφόροι

ν’ αγκαλιάσουν το φως, τη σήμανσή μας

και τα φώτα πως θα νικήσουν

της νάρκωσης την ομίχλη,

παντού αράχνες, τι να σου κάνουν τα φώτα.

Πώς να ντυθούν τα ψάρια

από την εκμετάλλευση των λεπιών

και του ιωδίου την άμπωτη(;).

 

Οι ωκεανοί πώς να χορτάσουν τα κύματα(;)

Αποκοιμήθηκαν,

ναρκώθηκαν με τις τοξικές αγάπες μας,

ξαγρυπνούσαν αιώνες

για τη ζωή μας μην ξεπουληθεί.

 

Όλα έχουν ένα τέλος, οι ποταμοί νοσούν

και η ζωή μας που μισεί τη ζωή, νοσεί.

 

Οι φυλλωσιές κουράστηκαν, με τέτοια ζωή,

ξεπουλήθηκαν, για τριάκοντα αργύρια,

αντί πινακίου φακής.

 

Ημέρα γιορτής χωρίς επισήμους,

φτερούγισαν και οι κυνηγοί ανεπίσημα,

με παραλλαγής στολές… Τι κρίμα…

 

 

 

 

 

 

«Ο Αποσπερίτης»

 

Μαγεύτηκες και δε γύρισες Αποσπερίτη μου.

Σκοτείνιασαν τα μονοπάτια μας,

τα όνειρά μας άλλαξαν εποχές,

αράχνιασαν χρόνους οι ελπίδες μας…

 

 

Οι αχτίδες του φεγγαριού μας άλλαξαν ρότα,

βασίλεψαν οι βεγγέρες και τα μεσημέρια μας.

 

Ξοδέψαμε όλα τ’ αγιοκέρια και το λιβάνι μας,

κλαδέψαμε τις κληματόβεργες της καρδιάς μας,

δεν υπάρχει σταγόνα κρασιού για της ζωής μας το πανηγύρι.

 

Ποιός θα φωτίζει τώρα της ψυχής μας τους δρόμους,

ποιός θα αφουγκράζεται της αγρύπνιας μας τον ύπνο,

ποιός θα κουράζεται, για να μας ξαποστάσει.

 

Μαγεύτηκες και δεν γύρισες Αποσπερίτη μου,

το ταξίδι σου χωρίς επιστροφή,

το ταξίδι σου χωρίς γυρισμό, Αποσπερίτη μου…

 

 

 

 

«Τα αισθήματα σε κόπωση»

 

Το γαλάζιο των ματιών σου,

ατέλειωτες τρικυμίες,

αφιλόξενο μουράγιο

και φωλιές γλάρων, στων βράχων τ’ αρμυρίκια.

 

Η κάθε σου λέξη,

πύρινη λαίλαπα, χωρίς γυρισμό ξημέρωμα,

επιστρόφια λύπης

και ευχές βασανισμένων αρχόντων του σκότους.

 

Η κάθε σου κίνηση,

μαχαίρια φονικά,

ιστοί λάβαρων μίσους

και χοροί σειρήνων σε καμένη γη απογόνων.

 

Το γαλάζιο των ματιών σου,

ατέλειωτες σιδηροτροχιές λαβύρινθου,

που οδηγούν τα αισθήματα σε κόπωση…

Το γαλάζιο των ματιών σου…

 

 

 

 

«Στη μανούλα, μαμά» (ΣΤΗ ΔΑΝΑΗ)

Οι φυλλωσιές και τα πουλιά

ξενιτεύτηκαν.

 

Τα δένδρα έχασαν τα κορμιά τους,

οι κόλακες είχαν ανάγκη την πρασινάδα τους.

 

Τα κοράκια του βάλτου

μεθούν,

με την πυρκαγιά και το θάνατο.

 

Άλλαξαν πορεία

τα σύννεφα και τα όνειρα.

 

Η ζωή τρέχει, ανήμπορη, αδύναμη

και απροσάρμοστη,

στα νέα δρομολόγια.

Κουράστηκαν οι αισθήσεις,

χειμώνιασε στις καρδιές…

 

Σε λίγο θ’ αρχίσει

ο τρύγος και το λιομάζωμα.

 

Υπάρχουν ακόμα καρποί.

Υπάρχει ακόμα καιρός…

 

 

 

 

«Δρόμοι δίχως γυρισμό»

 

Τριγυρίζει στα εσώψυχα της νύχτας

με της Γαλιώταιναςτο πατίνι,

ζωγραφίζοντας τα τσίτια και τις κορδέλες της

με τα χρώματα της Πούλιας.

 

Παραπονιέται ο πήχης σου

για το ξεπούλημα

του σιταριού

για το κόντημα του φιλότιμου

κλαίει.

 

Αδιαφορώντας για θύματα, θυσίες

και θαύματα,

αναζητάς μέτρα και εικόνες

διάφανες.

 

Μα η αδιαφάνεια είναι τρόπος

της φύσης τους, της ζωής τους σκοπός.

 

Μην τριγυρίζεις άσκοπα,

δεν υπάρχουν ανθώνες στα βαλτοτόπια.

 

Τα περιστέρια, φτερουγάνε μόνο στους εφιάλτες τους.

Πληγωμένη και η ελπίδα της ομίχλης τους.

Τραβάνε δρόμους δίχως γυρισμό…

Γλυκοχαράζει

Γλυκοχαράζει

 

Αφιερώνω την ποιητική μου

συλλογή«γλυκοχαράζει»

με θαυμασμό και αγάπη

στη βουλή των εφήβων

και στον αιώνιο έφηβο

ΑΝΤΩΝΗ ΣΑΜΑΡΑΚΗ

 

 

 

 

 

 

 

Βούρκωσαν τα βράχια του Ταίναρου

Της Βασιλικής το δάσος

έστησε μοιρολόι

 

Η Παναγιά η Γιάτρισσα

ταΐζει στο ξέφωτο

τα περιστέρια

της νιότης και της ορφάνιας

 

 

 

 

 

 

 

Στη σπηλιά του Έρωτα

οι νυχτερίδες

ασπρίζουν τις φτερούγες τους

με ασβέστη της Πασχαλιάς

 

Τα μωρά βυζαίνουν

στις ρόγες της κληματαριάς

και με το γάλα της λεχώνας

οι νέοι γράφουν συνθήματα

στις πλάτες των σκαντζόχοιρων

 

Ο τίμιος ιδρώτας μετάληψη Θεία – Αγίων

Το ξερό ψωμί του εργάτη αρτοκλασία Θεού

Οι ώμοι των χαμάληδων προσκυνητάρια

 

 

Οι καρδιές κονταροχτυπιούνται

με Αγγέλους και δαίμονες

Οι καμπάνες σπαταλάνε την ηρεμία των ήχων

Πέρασε κι αυτό το ηλιοβασίλεμα

Η αυγή

άργησε να ρίξει τα πλοκάμια της

στα αθώα πρόσωπα των παιδιών

 

Αργόφτερος

Κι ο αητός του δίκιου μας

 

…Πότε θα ξημερώσει…

 

 

 

 

Πανηγύρια και γέλια

στα τσαντίρια και τα χαμόσπιτα

Τα σκουπίδια μεταλλάσσονται

σε χαρές παιδιών

 

Η ευτυχία τρώγοντας γλυκό ψωμί

και χωρατεύοντας με τη θράκα

νανουρίζει τους τσιγγάνους

 

Άνοιξε τα πανιά σου

για το λεμονόδασος της αγρύπνιας

για τη φωλιά των δελφινιών

 

Στα πατητήρια της Σαντορίνης

οι άγιοι χυμοί

ξυπνούν καρδιές και κλειδωμένα όνειρα

Χαμογέλασε στους κόκκους της αμμουδιάς σου

μύριες οι αποχρώσεις των ονείρων σου

Ψάλλε στη χορωδία της οικουμένης

να γίνει αρτιότερη η συμφωνία του σύμπαντος

 

Ευχαρίστησε τα στάχυα και τα σύννεφα

η Μάνη σε προσμένει με τα αυγά Ανάστασης

 

Κλείσε εικόνες

στις ρίζες των ροζιασμένων χεριών

Την περηφάνια τον ιδρώτα το όνειρο

βαθύριζο Ευαγγέλιο σου

χαμογέλασε…

 

 

Άνοιξε το βήμα σου

πάλεψε με τους γίγαντες της αδικίας

Συγχώρεσε τ΄ αγκάθια

και τις δαγκάνες των καβουριών

Το ταξίδι σου μικρό

χαμογέλασε…

 

Τα δάκρυα του Σαββατόβραδου

διαμάντια ψυχής και οφθαλμών

τσουγκρίζοντας καϋμούς και έρωτες

στα καπηλειά των ονείρων

Το ξύπνημα της Κυριακής ευωδιές και γαλήνη

τυμπανοκρουσίες και τιτιβίσματα

 

Στα μακρυνά ταξίδια του νου

τα γλαρόνια

και οι κεραυνοί

Σου γράφουν μηνύματα

…γλυκοχαράζει…

 

 

 

 

 

Κρέμονταν από τα καμπαναριά των εκκλησιών τα σπουργίτια

και με τις πανοπλίες του Λεωνίδα

απωθούσαν το Αυγουστιάτικο χαλάζι

της μιζέριας και της εγκατάλειψης

 

Οι παπαδιές ύφαιναν μεταξένια ράσα

στα παιδιά του γκιώνη

που καρτερούσαν το άστρο της Ανατολής

να δροσίσει της μοναξιάς τα σταφύλια

 

Στο σταυροδρόμι των λουλουδιών

δυό πεταλούδες αγνάντευαν

το λιόγερμα των μπαχτσέδων

Και οι μέλισσες με ακονισμένα ξυνάρια

σκάλιζαν τα σπλάχνα του κουρασμένου μπάτη

 

 

 

Στα βότσαλα καθρεφτίζονταν ολόγυμνες γοργόνες

αναμασούσαν τα φύκια οι γλάροι

και τα ψάρια έστηναν χορό

 

Χόρεψε κι εσύ

κάτω από το φως των σκοτεινών αστεριών

Μέτρησε τους κόκκους της άμμου

νυχτώνει δε θα προφθάσεις

 

Τα βάσανά σου

να μεταλλάξεις σε ορχήστρα χρωμάτων

Το κλάμα σου

σε γλυκόπιοτο κρασί των ουρανών

Τα μουντά όνειρά σου

σε ανεξίτηλα χρώματα της Ίριδας

 

 

 

Οι προσευχές σου

καλντερίμια ανθόστρωτα

και γέλια παιδιών

…γλυκοχαράζει…

 

 

 

 

 

 

 

 

Τα μάρμαρα

ρούγεψαν με τους νεκρούς του Ταΰγέτου

και τα μισοκοιμισμένα κυπαρίσσια

στέλνουν τον καυτό ίσκιο τους

στα στήθια

λευκοντυμένης χήρας

 

Οι ομορφιές

σε ανήλιαγα θεμέλια μοναστηριού

Κι ο γεροκότσυφας τραβώντας το μαλλί της αράχνης

μονολογούσε

Τα παιδιά κρυώνουν

ας μάθουν γράμματα

 

 

 

 

 

Διάβασε το άπλυτο χέρι τσιγγάνας μη διστάσεις

θα ιδείς τα μελλούμενα

χαραγμένα με το σουγιά του Κολοκοτρώνη

 

Μην πολεμάς την Αγάπη δεν μαραίνεται

τα μποστάνια της

αιώνες τώρα ρουφούν τους χυμούς

του Ευρώτα

 

Οι Θεοί του Ολύμπου

μετρούν με το καντάρι του χρόνου

τα σκιρτήματα της καρδιάς

τις ομορφιές της ζωής

την Αρμονία στης γης το μωσαϊκό

 

 

 

 

Είσαι ελεύθερος

πίστεψε στη δύναμη της φύσης

συμφιλιώσου με τους νόμους της

άρμεξε τη γύρη της

Φυλαχτό σου και πολύτιμη παρακαταθήκη

ό,τι σου εμπιστεύθηκε

 

Γέμισε τα κανόνια της καρδιάς σου

με βόλια αυτοπεποίθησης

Άφησε τα μωρά να σε νανουρίσουν

Ψάλλε σε άθεους

Μοίρασε δίκαια το καρβέλι σου

Διώξε τις φωνές της Κασσάνδρας

Μην αφήσεις

να σκοροφάνε τη σπορά σου

…γλυκοχαράζει…

 

 

 

Ψιθύρισε τα μυστικά σου στα αυτιά του πετροκότσυφα

Τραγούδησε την αγάπη σου

να ακουστεί ο αντίλαλος της στο φαράγγι του Βυρού

Να ανθίσουν οι πέρδικες

Να στήσουν χορό οι Μανιατοπούλες

γνέθοντας όνειρα

Και οι γέροι με τους γκράδες να χτυπούν τα μοιρολόγια

της χαμένης νιότης τους

καπνίζοντας θυμάρι

 

 

 

 

Ερωτοτροπούν οι αλογόμυιγες

στα υγρά καπούλια φοράδας

που μάταια πασχίζει να συνετίσει

το ατίθασο πουλάρι του Αυγερινού

 

Χαμογελούν

οι χορταριασμένες αυλόπορτες του μυαλού μας

Οι ποντικοί ροκανίζουν ασταμάτητα το χρόνο

στο κελάρι του αγωγιάτη

 

 

 

 

Τρέξε

περιμένουν καρτερικά οι Αθάνατοί μας

αρματωμένοι με τσάϊ και ρίγανη του Ταΰγέτου

και τη πίστη τους

Φαρμακώνουν τα ξενόφερτα ήθη

και τις ασχήμιες των τεράτων

 

Τελειώνει ο Εσπερινός στον Προφήτη – Ηλία

άναψαν φωτιές

Θα χορέψουν ως την αυγή μαζί μας

και θα φύγουν ξανά

με τα πρώτα χλιμιντρίσματα της καρδιάς

και του νου μας

…γλυκοχαράζει…

 

 

 

 

 

Τα τριαντάφυλλα αρμέγουν τις μέλισσες

και οι λεμονανθοί του Ηπειρώτικου πεντάτονου

Αργείτικα ακροκέραμα στο καταφύγιο της μοίρας μας

 

Ακολουθώντας τους απέραντους δρόμους

του Μέγα Αλέξανδρου

μικρό το ταξίδι σου

ένας ύπνος και δυο ξενύχτια

 

Τα αστέρια

ξέχασαν να βασιλέψουν αποκοιμήθηκαν

μέθυσαν με του βοσκού τη φλογέρα στα πλάγια

 

Οι γαλατάδες χάθηκαν στους λόγγους της λησμονιάς

Οι τράγοι

δεν επιτρέπουν το άρμεγμα

παγκοσμιοποιήθηκαν

 

 

 

Οι υπολογιστές

δε δακρύζουν η βροχή ψάχνεται απεγνωσμένα

 

Τα ράσα των παπάδων

άσπρα κολάρα και αστραφτερές λιμουζίνες

Δύσκολα τα Καλοκαίρια του σιταριού

παντού σκουπίδια και υποσχέσεις

 

Το γιασεμί δε θ’ ανθίσει κλαίει

μόνο κλαίει του ‘κρυψε την ανάσα το μπετόν

 

Έβαλαν στα χελιδόνια διόδια

μπήκε στα μπαλκόνια ενοικιοστάσιο

 

Μοσχοβολούν στο Πέραμα και στις χωματερές

τα γέλια

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αριθμοί παντού νούμερα

δε χρειάζονται πια τα ξερονήσια

Αρκούν μερικές δισκέτες

Ας ναρκωθούν τόμοι και βιβλιοθήκες

 

Η Αγάπη

Ο Έρωτας

Το Γέλιο

Δεν εξορίζονται μόνο αβγαταίνουν

 

 

Αναστάσιμες ψαλμωδίες

στα φυλλοκάρδια σου

Προχώρα

Το Νέκταρ της Ζωής

Σου ανήκει

…γλυκοχαράζει…

 

Διάφορες Μονοδίες

ΔΙΑΦΩΝΕΣ ΜΟΝΩΔΙΕΣ

 

«Χορωδίες μοναξιάς»

 

Ξεθωριάσματαουράνιων τόξων, λέξεων, ιδεών,

πορνολαγνείες και βοθρολύματα εικόνων.

Ασχήμιες και εξομοιώσεις ανόμοιων οριζόντων.

Αυγουστιάτικων πανηγυριών, εθίμων,

στο καταχείμωνο.

Τραγουδώντας τη χαρά της ζωής,

με κραυγές

διάφωνης

μονωδίας

και πολυπρόσωπων

χορωδιών μοναξιάς

 

 

 

«Κλακαδόρος οίκτου»

 

Μη φράζεις μη σφαδάζεις,

μη δικάζεις μη σπαράζεις,

μη λες ότι γνωρίζεις.

Δεν είσαι η φύση πάνσοφη και ακριβοδίκαιη.

Δεν είσαι πολιτισμός ξάστερος.

Πόθος ανιδιοτελής δεν είσαι.

 

Ξεπουλάς αγνούς ορίζοντες κι ουρανούς γνώσης.

Πανανθρώπινες αξίες παζαρεύεις,

σε σταυροδρόμια αγορών μιζέριας και οίκτου.

Επαίτης και ευνούχος, σε λεωφόρους διαπλοκών.

 

Σ’ αλισβερίσια και υποκλοπές υποκλίνεσαι.

Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης πνεύματος,

ναρκοθετείς ναρκώνεις.

Στα παραμύθια τους,

στις χωματερές του μυαλού τους,

χειροκροτείς κλακαδόρε υποσχέσεων.

 

 

 

«Εξορκίζοντας, εξορκίζοντας»

 

Πετροβολώντας λήθαργους κι αποξηράνσεις πνεύματος.

Αξιώνοντας μπροστάρηδες οδών αυτόφωτους αστροφορούντες.

Παρακινώντας βαλτομένα όνειρα ορμητικών χειμάρρων βίας.

Αντικαθιστώντας σκουριές και ναφθαλίνες λευκοσκοταδισμού.

Επαναφέροντας ευωδιές και αρώματα διαδρομών ήθους.

Καλλιεργώντας αξιοκρατών φυτώρια, νηπιαγωγεία Άνοιξης.

Αγριεύοντας μέλισσες πλουτισμού, μυρμηγκοφωλιές εργασίας.

Παρακολουθώντας σύννεφα τροχιάς λαθεμένης και μπόρας φόνισσας.

Νουθετώντας άνομους πολυπράγμονες, αξίας ανύπαρκτης.

Εξορκίζοντας χαχανητά ρουσφετολόγων, μηδαμινής υπόστασης.

Εξοστρακίζοντας βλήματα πάθους, για αχρείαστα λάφυρα.

Προσελκύοντας νεράιδες, μούσες και όνειρα ψυχομοσχοβολιών.

 

 

«Ανθοτόπια»

 

Φτερουγάει η ζωή σου στην αιωνιότητα

Παραμένει το άρωμά σου αναλλοίωτο

 

Αιωρείται η μορφή σου στην καθημερινότητα

Παραμένει η ψυχή σου στο απυρόβλητο

 

Καθρεφτίζεται το χαμόγελό σου στον ήλιο

Παραμένει η οπτασία σου στο Σεληνόφως

 

Καθοδηγεί το πνεύμα σου σε ανθοφορίες

Παραμένει η γαλήνη σου σε ανθοτόπια

 

 

 

«Προς τι;»

 

Ανέραστοι λόγιοι, προς αποχαύνωση,

Κερασφόροι θλίψης, προς μαλάκυνση,

Οσφυοκάμπτες δήμιοι, προς τελμάτωση,

Λεωφόροι μίσους, προς αγκαθότοπους.

 

Μεγαλόσχημοι κόλακες, προς αποφυγήν,

Δραγουμάνοι συμφερόντων, προς εξαθλίωση,

Καρεκλοκένταυροι εξουσιάζοντες, προς αγχόνη,

Ακροθαλάσσια υπονόμων, προς λαιμητόμους.

 

Αηδονόγλωσσοι αηδοί, προς κώφωση,

Οφθαλμοπόρνοι κακοτέχνες, προς τύφλωση,

Κερδοσκόποι αδίσταχτοι, προς αδιέξοδα,

Αστροφορούντες ουρανοί, προς συσκότιση.

 

 

 

«Συνυπεύθυνοι»

 

Δεν μισώ τους βασανιστές μου,

Δεν συγχωρώ τις παραλήψεις μου,

Είμαι συνυπεύθυνος του σκότους μας,

φταίω που τα παιδιά δε γελούν,

Μελαγχολώ για πουλιά που εξορίστηκαν.

Για ερημικές τσιμεντένιες πολιτείες,

για κουρντισμένους κατοίκους θλίβομαι…

 

 

Πενθώ για απαξιωτικές προσφορές

υλικού Ανθρώπινου,

για τιμητικές τζόγου και ύλης,

Πικραίνομαι

για λαμαρίνες χλιδής,

ευεργέτες και σωτήρες.

 

Μοιρολογώ

αξιών κατάντιες και λαθών διαδρομές.

Λυπάμαι

για ανέραστες νύχτες οίκων ενοχής

για πανσέληνους φουρτουνιασμένων ήχων

και αγκαθότοπων κύματα

 

 

 

Α. «Πενθώ για …»

 

Πενθώ,

για χρόνια και Άνοιξες που λοξοδρόμησαν,

για ιδέες απαίδευτες στατικές,

για όνειρα που φιμώθηκαν καταμεσήμερο,

για φαμελιές που θρηνούν άγουρα βλαστάρια,

για σπιτικά που κλαίνε πατρίδες στα ζάρια,

για σωτήρες της ειρήνης αιματοβαμμένους χολής,

γι’ αγαπημένες γειτονιές που φτερούγισαν βίαια,

για μωρά που βυζαίνουν αίμα και αδικία,

για παιδιά που δε γνωρίζουν χάδια γονιού,

για χαροκαμένες, που δε θ’ ακούσουν

κλάμα αγγέλου,

έρωτα καμπάνα…

 

 

Β. «Πενθώ για …»

 

Πενθώ ,

για αγγελικές μορφές και εωσφόρων ψυχές,

για ετερόφωτους ήλιους βαρυχειμωνιάς,

για υποτελείς αστέρων,

για αμαθείς και κατασκότεινους,

για αδίσταχτα φεγγάρια πλουτισμού

μιας σελήνης βαρυπενθούσας…

 

 

 

 

Α. «…της αποχαύνωσης…»

 

Τρέχουν οι θάλασσες του ναυαγίου (μας),

στις βουνοκορφές των ησυχαστηρίων (σας),

στις λιμνοθάλασσες των εξαπτερύγων (μας),

στ’ αφουγκράσματα της χιονοθύελλας (σας),

στα μεσούρανα των καπηλευτών (μας),

στην άβυσσο της ανατριχίλας (σας),

στη μέριμνα της αποχαύνωσής (μας).

 

Β. «…της αποχαύνωσης…»

Τρέχουν τα ποτάμια των αναστεναγμών (μας),

στις σφηκοφωλιές των καθωσπρεπισμών (σας),

στις προμήθειες των καταναγκασμών (μας),

στα παροπλισμένα συννεφόνειρά (σας),

στα χιονοβαμμένα αναστενάρια (μας),

στην εξαργύρωση των πεπραγμένων (σας),

στην αποσυμφόρηση της αποχαύνωσης (μας).

«Μην πληγώνεις»

 

Μην πληγώνεις τα στάχυα,

αποκοιμήθηκαν τα Καλοκαίρια

 

Μην πληγώνεις τους αμπελώνες,

μέθυσαν οι μαυροδάφνες…

 

Μην πληγώνεις τα λιοτρόπια,

σε λησμονούν οι Άνοιξες…

 

Μην πληγώνεις τις φυλλωσιές,

ξενιτεύονται τα πουλιά…

 

Μην πληγώνεις τα βότσαλα,

αυτοκτονούν οι κύκνοι…

 

Μην πληγώνεις τις θάλασσες

αιμορραγούν τα κύματα…

 

Μην πληγώνεις τις βουνοκορφές,

μαυροφορεθήκαν οι νυφάδες…

 

Μην πληγώνεις τα Σαββατόβραδα,

μεταλλάχθηκαν οι γειτονιές…

 

Μην πληγώνεις χαρές παιδιών

… χρειάζονται κουράγιο οι αισθήσεις…

«Πώς να σ’ αγαπήσω»

 

Πώς να σ’ αγαπήσω, δε μου το επιτρέπουν.

Πώς να σου εξηγήσω, αφού με φιμώνουν.

Πώς να σε δοξάσω, πάντα με τρομάζουν.

Πώς να σε διδάξω, αφού με καταδιώκουν.

Πώς να σε γιορτάσω, πάντα με εξαγριώνουν.

Πώς να σε γλιτώσω, καθημερινά με λιώνουν.

Πώς να σε κρατήσω, «αέρα» καθαγιάζουν.

Πώς να σε γιατρέψω, πάντα με αρρωσταίνουν.

Πώς να σε κοιμίσω, αφού με τουφεκίζουν.

Πώς να σε ξυπνήσω, αφού με ναρκώνουν …

 

 

 

«Κλωσούν – Κλωσούν – Κλωσούν»

 

Σιγά σιγά και ταπεινά,

ακόμη σιγά, πιο σιγά, πιο ταπεινά,

μη σπάσουν «τα ωά».

Κλωσούν τ’ αρνίθια,

θέσεων, προθέσεων,

μέσων, λιμνών,

σπουδών, ιδεών.

Κλωσούν μιζέρια νου,

λιμάροντας αγχόνες ανιδιοτέλειας …

Κλωσούν τζάκια ευνούχων,

ευνουχίζοντας επιβήτορες …

Κλωσούν γηρατειά ναφθαλίνης,

θάβοντας μοσχοβολιές νιάτων …

Κλωσούν σκότος οίκτου, κατάντιας,

κρύβοντας τους ήλιους …

Στέλνοντας στα κολαστήρια τους φάρους …

οδηγώντας στην πυρά τους βιβλιοφάγους …

 

 

 

«Οι λαθρα ….»

 

Οι λαθραναγνώστες

συνταξιοδοτήθηκαν πρόωρα στα κανάλια,

σκλαβώθηκαν από τις αναλφάβητες μηχανές

κατακτώντας μοναξιά,

ανέραστα ηλιοβασιλέματα,

αποστροφή για τις χαρές της ζωής …

 

Οι λαθρεπιβάτες

έχασαν τη στάση ζωής,

πλαστικοποιήθηκαν οι διαδρομές της ψυχής.

Έχασε τη μαγεία του το «στριμωξίδι» …

 

Οι λαθροκυνηγοί

έχασαν τις στολές παραλλαγής,

έγιναν φωλιές για πουλιά

που θυσιάστηκαν

στο βωμό της απληστίας …

Φαρμακωμένων φυτών,

φρούτων επιδημιών …

 

Οι λαθρομετανάστες

αγκυροβόλησαν στο ορμητήριο της Ομόνοιας

πριν τους κατασπάραξαν οι γύπες …

Αλιβάνιστοι ασαπούνιστοι,

μη σβήσουν τα χνώτα της άπονης,

της σκληρής πατρίδας τους …

Λιβάνι, σαπούνια και ήλιο

προσφέρουν τα σπουργιτάκια της ανέχειας …

 

Οι λαθρέμποροι

απογοητεύτηκαν, άνεργοι χωρίς μέλλον.

Νόμιμοι αντιπρόσωποι και εκπρόσωποι

ανέλαβαν κλαδέματα συγκομιδές,

μαύρου χρυσού,

ονείρων λευκών …

 

 

«Η στέρνα του ήλιου»

 

Στην απύθμενη αειθαλή καταπράσινη

στέρνα του,

όνειρα γνώσεις καθρεφτίζονται ατέλειωτα.

Κι ο ήλιος ποτίζει βλαστάρια,

αγώνων ρίζες αιωνόβιες.

Άγουρα πρόσωπα ωριμάζει,

στης γης το λιοστάσι.

Επιθυμίες και λαχτάρες

βοτανίζει τραγουδώντας,

στις κορφές των κυμάτων σκέψης.

Συνετίζει κουκουβάγιες και νάρκισσους

ψιθυρίζοντας παροιμίες,

στα ασχημοφτιαγμένα στερνά τους.

Γερόλυκων μοναξιές

συντροφεύει,

ταξιδεύοντας σε χρόνους παρομοιώσεων.

 

Ατίθασους γοητεύει μαγεύει,

περιπλέκοντας στεφάνια μάθησης

για τη στέρνα ερωμένης ευχής επιθυμιών.

Στο λιακωτό της αγάπης,

διδάσκει καλλιφωνία σε κόλακες διάτρητους,

ορθοφωνία σε κόρακες καλλίφωνους, σιωπώντας.

Πρόβες εξουθενωτικές οργανώνει οργώνοντας

χορωδίες μαυρισμένων καναρινιών,

ορχήστρες αηδονιών διαφωνούντων.

Στα αλώνια της χαραυγής

καλλωπίζει χαίτες λιονταριών,

υφαίνει όνειρα με τις πλεξούδες τους,

σε αδύναμους, φοβισμένους κύκνους.

Τα στιλπνά διαφορετικά αδιάφορα

απόμακρα μοναχικά χέλια της στέρνας,

κολυμπάνε ρουφώντας τις αχτίνες του

και φιλτράρουν βοθρομνήματα

προθέσεων αρρωστημένων,

καθαγιάζοντας ορίζοντες …

Ηλιοφάνειας …

 

 

«Τα όνειρά μου»

 

Τα όνειρά μου δελφίνια γοργόφτερα

βουτάνε στα κατάβαθα της ψυχής σου

ανακαλύπτοντας ποτάμια και σπηλιές αγάπης.

Αγκίζοντας στην καρδιά σου θησαυρούς

και φαράγγια ανεξερεύνητα.

Χτυπώντας καμπάνες χαρμόσυνες ερωτικές,

Ουράνιας ενορχήστρωσης συμφωνικές κραυγές.

Ευτυχίας περάσματα μελωδικά,

Αιωνιότητας αρμονικά μονοπάτια …

 

Τα όνειρά μου βότσαλα πολύχρωμα

χτίζουν επαύλεις και μέγαρα

στην ψυχή σου,

ανακαλύπτοντας τη μεγαλοσύνη

της απλότητάς σου,

τη λιτότητα

του πλούσιου βίου σου …

 

Τα όνειρά μου αετοί χρυσόφτεροι,

ανοίγουν δρόμους με τις φτερούγες

της ψυχής σου,

σε ουρανούς ασυννέφιαστους αστροφορεμένους,

σε πελάγη ακύμαντα μαργαριταρένια,

σε κάμπους απέραντους λουλουδιασμένους …

 

Τα όνειρά μου κατάλευκα άλογα

καλπάζουν στα καταπράσινα λιβάδια

της σκέψης σου,

χλιμιντρίζοντας καημοί και πόθοι

παίρνουν αρώματα,

από τους ολάνθιστους

μπαχτσέδες της κάμαράς σου …

 

 

«Η αγρύπνια σου»

 

Το φωτοστέφανο της αγρύπνιας σου

αρωματίζει ορίζοντες και ουρανούς υπομονής …

 

Μερώνει λιόντες και λιόντισσες

στα πανηγύρια των αισθήσεων …

 

Δαμάζει ατίθασα άλογα Μογγόλων

στις στέπες της προσμονής …

 

Δοκιμάζει φρούτα εξωτικά και πικρία

στις αγορές, στα παζάρια ενοχής …

 

Καθαρίζει αυλόγυρους και καλντερίμια

στις βουνοκορφές των ονείρων …

 

Παραμερίζει στόχους και παιδεία βολής

εξοστρακίζοντας κακίες λάσπη και σύννεφα …

 

 

 

«Τα αμαρτωλά σε εξαγνίζουν»

 

Τα καθημερινά σε κουράζουν

Τα ανθρώπινα σε προβληματίζουν

Τα ερωτικά σε αποδυναμώνουν

Τα γήινα σε τρελαίνουν

Τα θεϊκά σε ταλαιπωρούν

Τα εξωγήινα σε εξαγριώνουν

Τα θλιμμένα σε χαροποιούν

Τα χαρμόσυνα σε στεναχωρούν

Τα ευλογημένα σε δαιμονίζουν

Τα αμαρτωλά σε εξαγνίζουν …

 

 

 

«Ταχυδακτυλουργοί της υπόκλισης»

 

Μην περιμένεις θαύματα και παροχές ψυχής,

έχουν στερέψει οι πηγές της Ανθρωπιάς.

Υπάρχουν μόνο χορηγοί ιδιοτέλειας.

Έχουν φτερουγίσει για την άβυσσο του σκότους

τα μελίσσια της ζωής και του πάθους,

έγινε κώνειο ο καρπός του μόχθου τους.

Το ζωογόνο αεράκι του Ολύμπου

έγινε κουρνιαχτός ειδώλων,

έγινε τύφλωση νου.

Το Αρχαίο Ελληνικό πνεύμα

γιγαντοαφίσες

και νομιμόφρονες παρανοϊκότητας.

Ιδρώτες ιδεολόγων Αρχόντων,

νομή ταχυδακτυλουργών υπόκλισης …

 

 

 

«Μπορεί να ευημερούν τα νούμερα»

 

Μη διστάζεις να κελαηδήσεις.

Είναι πολύ ευρύχωρη η αλάνα

του κλουβιού σου.

Μπορεί η λάμψη να χαμήλωσε,

να μίκρυνε το ύψος της.

Σήμερα είναι αρκετά ευρύχωρη,

είναι φωτεινή στο σκοτάδι της.

Αύριο ίσως δεν υπάρχει η ελευθερία της

στα σίδερα και στον ήλιο της.

Μπορεί η φωνή σου

να μεταλλαχθεί σε βογκητά

παλαιού λατομείου.

Μπορεί η ανάσα σου

να βαλσαμωθεί.

Μπορεί να καλλιεργήσουν

μπετόν στο κλουβί σου …

Μπορεί να ευημερήσουν τα νούμερα …

Η φύση (;) … Hζωή (:) … Ο Άνθρωπος (;) …

«Μεταλλαγές»

 

Εκεί που τα ολόλευκα περιστέρια

της Αγάπης,

μεταλλάσσονται

σε κατάμαυρα κοράκια του μίσους.

 

Εκεί που το ήθος η καλοσύνη,

μεταλλάσσονται

σε δικέφαλη αχαριστία.

 

Εκεί που ο ευλογημένος καρπός των μελισσών,

μεταλλάσσεται

σε κώνειο ψυχοφθόρο.

 

 

Εκεί που η ευλογημένη βροχή,

μεταλλάσσεται

σε κατάρα και εφιάλτη

για φτωχές αθώες ψυχές,

για άγουρα ονειροπαρμένα

ηλιοβασιλέματα.

 

Εκεί στην καθαγιασμένη

αιωνόβια ελιά

που μεταλλάσσουν

τα δάκρυα της μνήμης της

σε βοθρολύματα

λησμονιάς και αιώνιου

παγετώνα …

 

 

 

«Στο αλισβερίσι έρποντας»

 

Τα μαχαίρια

και τα σπαθιά φτερούγισαν.

Στις σάρκες του ήμερου ανέμελου

κοιμισμένου μεσημεριού,

αποκοιμήθηκαν.

Ο χορός της παραζάλης

έχασε τα ζάλα του, το φως του

και τις θήκες των μαχαιριών

στα πηγάδια της αγρύπνιας,

στο οροπέδιο της απόγνωσης.

 

Στις βατουριώνες της πλατείας,

φοβισμένοι άφτεροι κελαηδούσαν

με τους μαύρους κύκλους

στα μάτια στη ψυχή του φιδιού.

Στην αβεβαιότητα του χθες μας,

στο αλισβερίσι έρποντας

και ρίχνοντας κέρματα

στη κολυμπήθρα

τη πύρινη

του αύριο μας.

«Μην…»

 

Μην παίρνεις τα σκόρπια και τ’ άγουρα

Μην ακούς ψιθύρους και μισόλογα

Μην κρίνεις επιδερμικά και ανούσια

Μην απολαμβάνεις αστραφτερά και απαίδευτα

Μην κατηγορείς από διαδόσεις και εικασίες

Μην ζηλεύεις τα εύκολα και εφήμερα

Μην κρίνεις και κατακρίνεις χωρίς μαρτυρίες

Μην αδικήσεις με λόγια και πράξεις

Μην κλείνεις αυτιά και νου σε άλλες ιδέες

Μην παραχωρείς αρχές πιστεύω και ήθος

Μην υποχωρείς σε υποσχέσεις και υποκλίσεις

Μην χαρίζεσαι σε εχθρούς του πνεύματος και του δικαίου

Μην θυμώνεις για αδικίες κατηγορίες και ψεύδη

μην προσμένεις ανταλλάγματα από ευεργετηθέντες

μην καταπιάνεσαι με ότι δεν αγαπάς και λατρεύεις

μην είσαι υπηρέτης στις εφευρέσεις του ανθρώπου

μην προσπαθήσεις να πληγώσεις όνειρα κι ελπίδες

 

 

 

 

«Υποσχέσεις …»

 

Παρανόησης λόγια παρηγόριας απρόσιτης.

Απρόσμενης νύχτας καταμεσήμερου.

Παραλλαγής εικόνων λογοκρισίας έρπουσας,

οίκτου σαθρού και νύστας μεθυσμένης.

Υποσχέσεων ορθάνοιχτες πόρτες

κατ’ εξακολούθηση αερίζουσες.

Μιζέριες διπλομανταλωμένες με βάκιλους,

παγόβουνα απορριμμάτων μειδιώντας.

Προσέχοντας ρινίσματα …

Προτρέποντας μηδαμινά …

Εγκαταλείποντας πηγές και λιοστάσια.

Φυλακές σχέσεων προγαμιαίων,

εγκαταλείποντας εξουθενωμένους Ησαίες.

Χορεύοντας με τη λογική του παραλόγου

μεταγκίζοντας λύτρα αιμοκάθαρσης,

από γιατροσόφια κομπογιαννίτη μεταπράτη …

 

 

 

«Προσφορές …»

 

Δονητές διορίζονται για τη διαιώνιση …

Για την ανάταση …

Για της φύσης τις ηδονές …

Χορδίζονται για τα μελλούμενα

άτονες, άχρονες, άχρωμες,

καραμούζες σκότους.

Εμβατήρια συλλέγονται

στις λαϊκές οπλοστασίων.

Προσφορές αντίδωρου,

εφήβων, νεογνών, αθώων σάρκες,

καθαγιάζοντας σκοπούς σχιζοφρένειας,

διακονώντας πλανητάρχες ανέραστους

ιερείς πλαστικοί,

κουρελιάζοντας σημαίας όρκους.

Εκλιπαρώντας μερίδιο, από λάφυρα

αιμάτων τους …

 

 

 

«Θα προφθάσεις (😉»

 

Ανοίγεις τα βήματα για να προφθάσεις,

το χρόνο που καθυστερεί την τύχη σου.

Το χρόνο που δεν περιμένει τα νιάτα σου.

Το χρόνο που βιάζεται να γεράσεις.

Το χρόνο που δεν λογαριάζει τις έγνοιες σου.

Το χρόνο που δεν συγκινείται με ικεσίες σου.

Το χρόνο που δεν λυγίζει με τα βάρη των χρόνων.

Το χρόνο που δεν σπαταλιέται σε μικρά και πανέμορφα.

Το χρόνο που δεν αγωνίζεται μέσα στα χρόνια.

 

Ανοίγεις τα βήματα να προφθάσεις,

Τα όνειρα που δεν θα πραγματοποιηθούν.

Τα όνειρα που θα παραμείνουν όνειρα.

Τα όνειρα που θα σκουριάσουν στο χρόνο.

Τα όνειρα που θ’ αντέξουν στο πείσμα σου.

Τα όνειρα που θα σου γκρεμίζουν υπνοβάτες.

Τα όνειρα που θα προσπερνούν σαν όνειρο.

Τα όνειρα που δεν θ’ αγγίζουν τον ύπνο σου.

Τα όνειρα που θα συνοδεύουν τον αιώνιο δρόμο σου.

 

 

 

«Δεν…»

 

Δεν ζυγίζεις την αγάπη με χρυσάφια και δύναμη.

 

Δεν φυλακίζεις τον έρωτα σε θαλαμηγούς και επαύλεις.

 

Δεν κερδίζεις τον κόσμο μ’ αδικίες κι ομόλογα.

 

Δεν αποκτάς αίγλη με πλαστά ντοκουμέντα, με κάλπικα.

 

Δεν εξοστρακίζεις τη φύση με τη χλιδή και την ύλη.

 

Δεν γιατρεύεις ψυχές με κραιπάλη και νάϋλον.

 

Δεν προχωράς στη ζωή μ’ επιδερμικά κι ακοπίαστα.

 

Δεν ονειρεύεσαι με χαπάκια και σύριγγες.

 

Δεν βρίσκεις λιμάνι με υποσχέσεις και ψέματα.

Δεν ευτυχείς με πανηγυρισμούς και νούμερα.

 

Δεν χαμογελάς προγραμματισμένα και ηλεκτρονικά.

 

Δεν ησυχάζεις με παντογνώστες (;) κι ανέραστους

 

Δεν κοιμάσαι ήσυχος με καταδίκες βιαστών, ληστών, κακούργων,

 

ανέντιμων ….

 

Οι οφφικιούχοι ένοχοι,

 

αποφασίζουν και καταδικάζουν ελεύθεροι,

 

 

με λυκοκραυγές, βεγγαλικά, ποδοπατήματα

και παραστρατήματα …

 

 

 

«Τα όνειρά μας»

 

Όνειρα είναι, μη νοιάζεσαι,

θα ξεθωριάσουν στα κανάλια των χρωμάτων.

Εκεί κολυμπούν οι ψυχοπλάνοι του σκότους.

Αυτοί γνωρίζουν τα χρωματολόγια.

Αυτοί κινούν τις αφετηρίες.

Αυτοί δικάζουν αδέκαστους.

Χωρίς απολογία καταδικάζουν,

δημιουργίεςήλιων …

 

Είναι ελεύθεροι στα δεσμά τους οι ονειροπαρμένοι,

γέμισαν ανθρώπινα μπάζα της ψυχής τα χωνευτήρια.

Δεν είναι οι εποχές για ονειροπόλους,

έτσι αποφάσισαν οι νυσταγμένοι ανοιχτομάτες.

Οι εφιάλτες να περισσεύουν στων παιδιών τα κύτταρα.

Η βία να ξαποσταίνει στα όνειρά τους.

 

Όνειρα είναι, μη νοιάζεσαι, θα ξεθωριάσουν.

Οι γιαγιάδες συγχωρέθηκαν,

στου φθινόπωρου τη γνώση,

στης βαρυχειμωνιάς τ’ αλφαβητάρι.

Τώρα ποιος θα πει στα παιδιά παραμύθια (;)

Ποιός θα τα νανουρίσει με χρώματα κι αστέρια.

… Πώς θα ονειρευτούν τα όνειρά μας (;)

 

 

 

 

«Ύλη»

 

Τα τείχη της ύλης

υψώθηκαν …

Απροσπέλαστα τ’ Ανθρώπινα.

Αφύσικα για τη φύση.

Για τον Έρωτα, αντιερωτικά.

Μίσος για την Αγάπη.

Σκοταδισμός για τους Ήλιους …

 

 

 

«Στην ελπίδα του έρωτα»

 

Κάθισα κάτω από τη σκιά του Αη-Νικόλα,

να γράψω ποίημα ερωτικό.

Τα γαλανά ερωτικά μάτια της θάλασσας,

με κοιτούσαν όλο υποσχέσεις …

 

Τα καράβια κολυμπούσαν γεμάτα λαμαρίνες

Και βιαστικούς χασομέρηδες

Ο ψαράς έπιασε λέπια αμμουδιάς

και καταδικάζει της Ραφήνας τη φεγγαράδα.

Ο νεαρός παραπάτησε, με του ονείρου το πατίνι,

στο πλακόστρωτο της ημιμάθειας.

 

Οι κηδεμόνες, ακόρεστα μετρούν

Ευρώ του μέλλοντος αιματοβαμμένα …

Παπαγάλοι – παμφάγοι –

δεσμοφύλακες ιδεών, συσκέπτονται.

Δεν κλείνουν οι τρύπες με δημιουργίες και δημιουργούς.

Η ζωή τους, των παιδιών τους το χτίσιμο,

είναι τα οπλοστάσια γι’ αθώους χορευτές …

 

Τα κεριά ρουφούν τα κορμιά τους,

ανυπομονούν να κάψουν, βιτρίνας

επιδερμικά τάματα.

Λιώνουν και τα κύματα

στις γραμμές της μοίρας μας.

Οι εικόνες κρεμασμένες -σκεφτικές-

σκυθρωπές – ζωγραφισμένες με

φιγούρες υποκρισίας και

χαρτορίχτρας χαϊμαλιά …

 

Οι μύγες αποτελειώνουν τον αθώο σπουργιτάκο

που αγριοκοίταξε παραλλαγής κοστούμια

και φορεσιές εωσφόρων.

Τα γκάζια ανέραστης σιλικονούχας κούκλας

μεταλλάσσουν αδόνητο γάτο, σε μισογύνη εραστή …

 

Ο παπατζής της πλατείας

χάνει ευκαιρίες σφαλμάτων ασφάλτου,

από άγουρους, άφραγκους, άγιουρους,

ρυθμιστές βαλβίδων αρρυθμίας …

 

Τροχονόμοι ζωγραφίζουν κλήσεις

ονειροπαρμένων της πανσελήνου,

αιμοδοτών στις βίζιτες ευνούχων

που ευνούχισαν φώτισης εμπνεύσεις,

του ηλιοβασιλέματος την ποίηση,

την διάθεση την ερωτική,

την προσευχή για τους κωπηλάτες,

βαρκάρηδες της οροσειράς …

των φουρτουνών μας …

 

Αύριο αν μου αφήσουν το μολύβι του νου

και το ηλιοβασίλεμα ελεύθερο,

θα επιχειρήσω να σου γράψω

ποίημα ερωτικό.

Θα προσπαθώ κάθε ηλιοβασίλεμα

Κάτω από το φωτοστέφανο του

προστάτη της θάλασσας,

ελπίζοντας στο θαύμα του έρωτα,

που ξεχάστηκε …

Στο αλισβερίσι ύλης …

Στα πλαστικά κορμιά θλίψης …

Στη μαυρίλα των λευκών ονείρων …

 

 

«Απολογισμός»

 

Κάθισα να μετρήσω τους καημούς μου.

Να βάλω στίχους και ρυθμούς γόνιμους

στις πίκρες μου.

Να χτίσω ακροκέραμα

στους αναστεναγμούς και στα πάθη μου.

Να κρατηθώ από τα όνειρά μου,

ολημερίς.

Να υψώσω λίγο τον ήλιο της βάρδιάς μου,

μήπωςχορτάσω ψωμί, δίκιου και γνώσης …

 

Έτρεξα να μετρήσω τις χαμένες ευκαιρίες,

να βγάλω απ’ τον αέρα

τις κακίες και τα μίση μας.

Προσπάθησα να κρεμαστώ από το ουράνιο τόξο

της αυλής μου, να γλυκοφιλήσω τ’ αστέρια.

Να υψώσω λίγο

Το χαμόγελο των παιδιών,

μήπως χορτάσουν γράμματα και ιστορία

οι λαοί των σκοταδιών …

Γέλασα πικρά

μετρώντας τις επιλογές μου

Πώς έγιναν τόσα λάθη (;)

Πιστεύω στη ζυγαριά της Θέμιδας σοφέ χρόνε μου.

Πικράθηκα για χρόνια

που έφυγαν άσκοπα, δίχως χρώματα λήθης

Και γαλήνης αρώματα.

Από το δάκρυ ενός παιδιού που ονειρευόταν,

κρατήθηκα γερά.

Δεν πρέπει να ματώσω σκέφτηκα

Κι έκλαψα …

Έκλαψα χαμογελώντας, με τα πουλιά της σιωπής

Υψώθηκε ο επίγειος παράδεισός μου …

Το αυθόρμητο γέλιο ενός παιδιού

είχε τα κλειδιά της κλίμακάς μας …

 

 

 

 

 

«Η αγάπη μας»

 

Η αγάπη μοσχοβολούσε στους φράχτες και στις αλάνες

Δεν υπήρχαν τότε φράχτες στις καρδιές …

Ακουμπούσαν τα φυλλοκάρδια στην αγάπη

να ξαποστάσουν, να χορτάσουν οξυγόνο και φως …

Ο ήλιος της αγάπης γέμιζε μ’ αστέρια

τους ουρανούς της γλυκιάς ρούγας και λιανοτράγουδα

προσμονής

Αγαπούσε η γιαγιά ρούγα όλες τις ψυχές του κάμπου μας

γλυκοτραγουδούσε με του Ολύμπου τις χαρές,

με τις Ανθρώπινες αδυναμίες γλεντούσε η ψυχή.

Κρεμούσε το σταρένιο ψωμί της

στο κορμί του αποσπερίτη που έλαμπε

χορεύοντας στου πόθου το καλντερίμι

και στο γλυκόπιοτο κρασί της καρδιάς …

Στα ματόκλαδα της σχολικής ποδιάς

που ζωγράφιζε υποσχέσεις αγάπης αιώνιας …

Στα ρυτιδιασμένα ματοτσίνορα των γερόντων

που άστραφταν από σοφία και νιάτα …

Στων περιστεριών τους έρωτες …

Στο ερωτικό χαμόγελο, της ανέμελης γειτονιάς μας …

 

 

 

 

 

«ΘΥΜΙΑΜΑ» (Ι)

 

Μη λυπάσαι για τα περασμένα,

να λυπηθείς για τα ίδια σου λάθη,

για την αμνησία σου να κλάψεις,

να πονέσεις,

να γίνεις θυμίαμα στη μνήμη τους.

Μη σε μεταλλάξουν σε μίασμα οι δήθεν

και οι ανίκανοι του σκότους.

Οι χειροκροτητές και οι κλακαδόροι του όχλου.

Εκεί στους παγετώνες των διαπλοκών

που λιώνουν τα κορμιά.

Εκεί που συνωστίζονται με τους

κλιβάνους της αδικίας.

Εκεί στα κρυοπαγήματα

και στις χαρακιές του λίβα

που βρίσκουν καταφύγιο …

 

(ΙΙ)

 

Σκέψου λίγο τη φύση,

τη θάλασσα αγάπησε,

αγκάλιασε τα παιδιά.

Με αλήθειες να ποτίζεις

το δένδρο σου.

Μην υποκύπτεις σε αγαθά ύλης,

στην χλιδή να είσαι καχύποπτος.

Στα επιδερμικά αντίπαλος ισχυρός.

Μείνε θυμίαμα …

Τα μιάσματα ξεχνώνται …

 

«ΦΟΒΑΜΑΙ»

 

Φοβάμαι το θάνατο,

δεν έζησα όπως ονειρευόμουν τα πάθη μου

και τα λάθη μου.

Φοβάμαι τα μακρινά ταξίδια,

δεν έζησα την αγάπη σας,

ήταν απόμακρα τα λημέρια μου.

Φοβάμαι τον ερχομό της νυχτιάς,

δεν έζησα το χάδι του ήλιου σας

βαθιά στα φυλλοκάρδια μου.

Φοβάμαι, φοβάμαι, φοβάμαι …

Αφήστε με να ονειρευτώ,

αφήστε με στην ηρεμία μου ν’ αγαπηθώ,

αφήστε με γαλήνιο να φωτισθώ.

Αφήστε με, αφήστε με, αφήστε με …

Να ζήσω όπως θέλω,

πεθαίνοντας ευτυχισμένος

Ψάχνοντας αφετηρίες

που εσείς

μου στερήσατε …

 

«Μαυρόασπρα Λευκά και Μαύρα»

 

Λευκά κελιά, με Παναγιές μαυροφορεμένες

λευκαίνοντας μοίρας συνθήματα

και μαύρες ελπίδες καταχνιάς …

Λευκοί κόρακες, κόλακες πολύχρωμοι,

ασπρίζοντας Πασχαλιάς υποσχέσεις με χολή,

πίκρας χαμόγελα και συννεφόκαμα …

Μαβιές ύαινες με περιστέρια μαυροσκεπή,

για οζώδη ηλιοβασιλέματα μποστανιών

και σκοτοδίνης λευκές νύχτες καταμεσήμερου ..

Παρέλασης μαυρόασπρα άσματα

νεκρών λεωφόρων,

βαρυπενθούσας πλατείας και στάσεως αφετηριών …

Λευκός κονιορτός κόλασης,

παγόβουνων γκρίζων χείμαρροι

πνίγοντας ονείρων οροσειρές

Και ανέμελων παιδιών

ανθώνες …

Ασπρόμαυρες τρικυμίες νου, αποζητώντας ναυαγών σανίδες

και άγουρες άγκυρες σιωπής …

Διχασμού σίδερα λευκά,

Αλυσίδες μαύρες κι αίματα

Ετερόφωτων κύκνων, σουρουπώματα …

Μαυρίζοντας … Άνοιξες και Λιοτρόπια Ανάστασης …

 

 

 

 

 

«Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ»

 

Πόσο όμορφη είναι η ζωή μας …

Στα χάδια της φύσης,

της μάνας,

στην αγκαλιά του ήλιου.

Πόσο όμορφη είναι η ζωή μας …

Στο φτερούγισμα των γλάρων,

της αρμύρας,

στη σπηλιά του έρωτα.

Στην ανθισμένη αμυγδαλιά

της βαρυχειμωνιάς μας.

Πόσο όμορφη είναι η ζωή μας …

Στον ερχομό της Άνοιξης,

στο δροσερό νέκταρ της άγνοιας μας.

Στο καλημέρισμα των αηδονιών,

στο καληνύχτισμα της Πούλιας,

στο καλώς όρισμα του Χειμώνα,

στα χαμόγελα της ψυχής μας.

Πόσο όμορφη είναι η ζωή μας …

 

 

 

 

 

 

«Μην κλαις»

 

Μην κλαις …

Μέτρησε τα δάκρυά σου με σκέψεις.

Με καθαρό μυαλό ξεχώρισε τους καημούς σου.

Μάζεψε τα κομμάτια της θύμησης

και τα υλικά της ψυχής σου.

Πρώτες ύλες είναι στον κόσμο σου,

στον κόσμο μας,

στις συμπληγάδες της μοίρας μας,

στων παιδιών μας τους Γολγοθάδες.

 

Μην κλαις …

Άγγιξε, έστω, την πλάτη του ονείρου σου.

Μην προσπεράσουν άλλες ευκαιρίες

από τον ταραγμένο ύπνο σου.

Μην ονειρεύεσαι υποτάσσοντας αξίες άλλων,

σε παλαίστρες,

σε Καλλιμάρμαρα σταυροδρόμια

και σε ταξιδιάρικα σύννεφα.

Είσαι μικρός θεός,

Άρχοντας είσαι.

Αποδημητικών, κατάλευκων ασμάτων πρεσβευτής.

Στα μελλούμενα του έρωτα,

Περιστέρι γοργόφτερο,

Γητευτής Αναστάσεως είσαι.

Αγάπησε, αγάπα, μόνο ν’ αγαπάς …

Θα έχει προορισμό η ζωή σου …

Ο κόσμος θ’ αλλάξει …

Μην κλαις …

Να σκέφτεσαι πάντα …

 

 

«Πόσο πολύ μίκρυναν»

 

Πόσο πολύ μίκρυνε των Ανθρώπων η αύρα,

της καρδιάς τους το περιβόλι

και η ζεστασιά της ψυχής τους.

Πόσο πολύ μίκρυνε των ανθρώπων το ήθος,

της γαλήνης τους η διάρκεια

και η θαλπωρή της αγάπης τους.

Πόσο πολύ μίκρυνε των Ανθρώπων η ομορφιά,

της μνήμης τους η ευγένεια

και η ανιδιοτέλεια της προσευχής τους.

Πόσο πολύ μίκρυνε των Ανθρώπων το κάλος,

η πρόσθεση της ευτυχίας τους, αυγατίζοντας

ο πολλαπλασιασμός της δυστυχίας τους.

Πόσο πολύ μίκρυνε η Ανθρωπιά των Ανθρώπων,

η αλληλεγγύη της φιλίας τους

και η υποχρέωση των ευχαριστιών τους.

Πόσο πολύ μίκρυναν τα Ανθρώπινα,

οι Πανανθρώπινες αξίες κόντυναν.

Τ’ ανθρωπόμορφα θηρία βρυχώνται,

Και οι θηριοδαμαστές σε λήθαργο …

 

 

 

«Εφήμερες πραμάτιες»

 

Της μοίρας άγριο περιστέρι,

άχρωμο, χλωμό,

μεσ’ στα λασπόνερα της πόλης.

Άοσμο τριαντάφυλλο

στα μουχλιασμένα δάκρυα,

ελπίδα, πάθος, ικεσία στη χαραυγή.

Στ’ αλισβερίσι φθηνής κι εφήμερης πραμάτιας,

συνοδοιπόρος, γητευτής

Και αοιδός του σκότους

Στ’ αφιλόξενα κορμιά τους,

Παράσιτο, νούφαρο θαμπό

και λαθραίος ταξιδευτής

του ονείρου.

 

 

 

«Προσμονές»

 

Οι άθλοι του Ηρακλή,

εκλιπαρούν,

στην υψικάμινο της αδιαφορίας

μετρώντας πληγές

και χυμούς αποχαύνωσης.

Οι περιπλανήσεις του Οδυσσέα

σε κλίμακες σιδεροδέσμιες,

φτεροκοπούν

σε διαδρομές του Άδη,

ρουφώντας χολή και κώνειο.

Η σκιά του Αντίνοου

στα νυφικά της Πηνελόπης,

ελπίδα, λυγμός και σπέρμα,

αιώνιας σωτηρίας κι εφήμερης

καταδίκης.

Η προσμονή του Άργου,

της απεραντοσύνης θυμίαμα

και της αυγής

ουράνιο δόλωμα …

 

 

 

 

«Ξημέρωσε»

 

(Ι)

 

Ξημέρωσε …

Δάφνες και περιστέρια

συνωστίζονται σε παρελάσεις ρουτίνας,

άχρωμες και άοσμες, απόντων …

Τα αιμάτινα χρώματα,

οι αναθυμιάσεις και οι θόρυβοι.

Ξαγρυπνούν τα νεκρά κορμιά

στην κοιλάδα του μίσους.

 

 

 

(ΙΙ)

 

Ξημέρωσε …

Πλατείες και λεωφόροι γιορτάζουν,

την τρέλα, το αίμα, την αδικία το θάνατο.

Ευλογημένα όπλα, ζήτω και βεγγαλικά.

Η Παναγιά δακρυσμένη κι ανήμπορη

μοιρολογεί.

Ο πόνος της μάνας είναι ίδιος,

δεν έχει σύνορα και πατρίδες ο θάνατος.

Η σταύρωση,

δεν φέρνει πάντα την Ανάσταση …

 

 

 

(ΙΙΙ)

 

Ξημέρωσε …

Μίση και πάθη, εμβατήρια υπόκλισης

για ξένων συμφέροντα.

Αίμα και παρτίδες τζόγου, μονοπωλίων …

Βία για διαφορές λαών, ανύπαρκτες.

Μαύρα, μαύρα, μαύρα για τη λευκή Λευτεριά.

 

 

 

V)

 

Ξημέρωσε …

Στολισμένη η Λευτεριά με αγάπη,

με την αστείρευτη δύναμη της φύσης

βαδίζει αγέρωχα, καμαρωτά,

υπερήφανα.

Χωρίς θυσίες αθώων,

δίχως παραχωρήσεις και προσκυνήματα

καρεκλοκένταυρων,

φουσκωτών και αχυρένιων

Χωρίς λιβανίσματα,

δίχως ζήτω και ζήτωσαν …

 

 

 

«Πρέπει να ζήσουν»

 

Γέμισαν δάκρυα οι δρόμοι,

οι λεωφόροι ξεστράτισαν.

Γέμισαν πελαγίσιο αέρα οι σάρκες,

οι ψυχές αναχώρησαν.

Τα κορμιά αλυσοδεμένα

με των καιρών τη μανία,

τρέχουν στη σπηλιά του φεγγαριού.

Πρέπει να γνωρίσουν τον ήλιο,

να χτενίσουν τις πλεξούδες του Μάη,

να κοσκινίσουν τις ημέρες και τ’ απόβραδα.

Πρέπει να ξεχωρίσουν τα σκουπίδια του πόνου,

από τη σπορά της καταιγίδας,

από τις ηλιαχτίδες των προγόνων μας.

Πρέπει να κλάψουν ….

Πρέπει να ζήσουν ….

 

 

 

«Να ξημερώσει νωρίς»

 

Καρτεράνε τα στάχυα τη γύρη,

για να μεθύσουν τις πέρδικες και τ’ αηδόνια.

Να ξημερώσει νωρίς,

πριν έλθουν οι μέλισσες του βάλτου αχτένιστες.

Πρέπει να τραγουδήσουν στο ξέφωτο,

στο χορό των ζαρκαδιών και της φώκιας.

Να γλυκοφιλήσουν τα σύννεφα και τη βροχή,

πρέπει ν’ ανταμώσουν με τις αναμνήσεις.

Να παντρέψουν την Άνοιξη με τον κρίνο,

να ενώσουν τα δάση με τις κληματαριές.

Με τα κύματα του αρχιπελάγους

να ξεπλύνουν τις αυλές των σπιτιών.

Να χαϊδέψουν τα όνειρά τους,

Πριν κοιμηθούν.

Να ξημερώσει νωρίς…

 

 

«Ξημερώνει»

 

Δεν είναι μακρυά η Ανάσταση,

πλησιάζουν τα πρωτοβρόχια.

Η καμινάδα της καρδιάς,

στέλνει σημάδια στα νιάτα και στους πελαργούς.

Ξαγρυπνούν οι θεοί του Ολύμπου

στο πανηγύρι των λουλουδιών με τις μέλισσες.

Οι κάμποι χορεύουν ασταμάτητα,

με κορυφαία την Αθηνά.

Από τα κουρασμένα πόδια και την ψυχή τους

αναβλύζει αίμα γιορτής και μνήμης.

Έχουν γάμο στα λημέρια τους οι καρδιές,

καλεσμένος τους ο ήλιος της αγρύπνιας.

Η Δήμητρα μαζεύει τα στάχυα

από τον ιδρώτα των κοριτσιών.

Θα ψήσουν άρτους οι νεράϊδες του Ολύμπου

στα σπλάχνα τους.

Ξημερώνει…

Θα φέρουν κρασί περηφάνειας

από την Μονεμβασιά και το Μυστρά

οι Μανιάτισσες, μαυροφορεμένες Θεές.

 

Με λευκά βότσαλα

θα στολίσουν τις ορφανεμένες

ψυχές του Ταϋγέτου,

στο ξωκλήσι του Άη – Λιά.

Πριν νυχτώσει στα χαλάσματα

των κεραυνών και της νεροποντής,

θα έλθουν οι καλεσμένοι,

κρατώντας μαχαίρια κοφτερά,

για να κόψουν τα βλέφαρα του Μορφέα,

στα σταυροδρόμια των φιδιών

Και της φωτιάς.

Ξημερώνει….

 

 

«Στου φεγγαριού τις στράτες»

 

Η ευχή που ξενυχτούσες, αγκαλιά με το φώς,

νωρίς – νωρίς γλάριασε, ονειρεύεται τώρα.

Στου φεγγαριού τις στράτες, λοξοδρόμησες,

μάζεψες ήλιο κι αστέρια, φωνές και σιωπή,

στη γειτονιά του νου, ονειρεύεσαι τώρα.

Μέσα στα κύμματα και στα πλήθη,

ανακάλυψες κορφές από πλατάνια,

παρέες κυπαρισσιών,

πουτάνας παρθενιές και βουλοκέρια.

Τ’ αγόρια ξενιτεύτηκαν, άγουρα, άφτερα,

σε γρανάζια σχόλης,

σε φάμπρικες τ’ ουρανού.

Στις φυλλωσιές της μάνας, αποκοιμήθηκαν

νανουρίζοντας στιγμές, αιώνιες…

Δεν μερώνεις κορμιά φωτιάς,

μάτια λαγού κι εθελοντών πυγολαμπίδες.

Δεν πληγώνεις νούφαρα, με άϋλες σκέψεις…

Στου φεγγαριού τις στράτες, σταυρωμένος,

λοξοκοίταζες.

Μην κλείνεις άλλο τα βλέφαρα στο σκοτάδι μας…

 

 

«Παράσιτο»

 

Είσαι παράσιτο σωλήνα μητρότητας και εγκατάλειψης.

Κροκόδειλος σε καθετήρα φιλάσθενης καληνύχτας.

Γυροβοσκός λεωφόρων και χειμαδιών κτηνωδίας.

Μήλο σάπιο σε βατουριώνες αλσυλλίων και οχετών.

Ντελάλης στα πανηγύρια διαπλοκών και πυροτεχνημάτων.

Οφθαλμολήπτης ερειπίων και οίκων ενοχής.

Προτομή σε σταυροδρόμια νεροποντής και ξόβεργας.

Εφιάλτης μεσημεριάτικου οργασμού σκέψεων.

Στη Σαπιέντζα αιδίων, κυνηγός άοπλος.

Καραβανιών, άμμος απάτητη και κλίνη αλλοθρήσκων.

Πιστός σε διεκδικήσεις αμαρτωλές και σκότους όραμα.

Αχάριστος, στης προσμονής τα ηλιοβασιλέματα.

Νούμερο ανεξίτηλο, σε βιτρίνας κατασκευάσματα.

Είσαι παράσιτο χαραυγής και λαθρεπιβήτωρ ημέρας.

Ναρκωμένος σε σπορές διαδηλώσεων και προσευχής παιδιών.

Είσαι παράσιτο τηλε-φόνων, διαφόνων …….

 

 

«Μύστης και γητευτής αρμονίας»

 

Αλιεύεις καιρούς, καημούς και δίχτυα λάθους.

Στο χειμώνιασμα των αστραπών γίνεσαι δάκρυ

και λογισμός παράλογου.

Πικρό κλάμα σε κρίματα και στα κύματα φλόγα.

Κυματοθραύστης σε χιονοθύελλα και φραγμός πορείας.

Χιονόδρομος σε σκοτεινά σοκάκια και υψικάμινους.

Ασβεστόλιθος Πασχαλιάς, καμίνι αυλόγυρων

και παλιάς γειτονιάς παραμύθι.

Παράθυρο στη μοίρα και στα μελλούμενα του απόβραδου.

Το μέλλον τροχιάς και τραχιάς ιστορίας παράδειγμα.

Διαδρομή δράματος, σε αφετηρία Καλοκαιρινής σιωπής.

Καλοκαιριάτικο κάλεσμα έρωτα, σε κακοκαιρίες

σε πλημμύρες πόθων, παθών και μυσταγωγίας.

Μύστης και γητευτής αρμονίας…

 

 

«Πόσο μεγαλείο»

 

Η φλόγα της ζωής και του πάθους

σχηματίζει και ζωγραφίζει

ασυνέφιαστους ουρανούς.

Ο έρωτας, αρωματίζει Άνοιξες

και ορίζοντες πολύχρωμους.

Η θάλασσα, χαρίζει στα παιδιά,

λεωφόρους,

καταπράσινα φύλλα

κι ευωδιαστά άνθη αγάπης.

Με καμάρι και υπερηφάνεια

υποκλίνεται στο μέλλον

η χαραυγή.

Πόση Σοφία, Θεέ μου…

πόσο Μεγαλείο…

Ο Άρχοντας του Πλανήτη

«Άρχοντα του Πλανήτη»

 

Άρχοντα της ψυχής μας πού βρίσκεσαι Γκάτσο (;)

Στ’ αστέρια στα πέλαγα πού να σε ψάξω

Θυσιάζουν τις μέρες μας σκυλιά και προστάτες

κουρνιάζουν στα τζάκια τους οι επαναστάτες

 

Αξίες οράματα σοφών μας διδάγματα

πεθαίνουν στη λήθη σκουριάσαν μαλάματα

Διευθύνουν δικάζουν οι δήθεν κι οι πόρνες

σε μια νύχτα γκρεμίζουν ιστορία κι αιώνες

 

Άρχοντα της καρδιάς μας πού είσαι Τσιτσάνη (;)

Ήπειρο Θράκη στα νησιά ή στη Μάνη

Τραγούδια ιδέες της τέχνης χρυσάφια

χλιδή και σκουπίδια στα νιάτα αγκάθια

 

Αξίες οράματα σοφών μας διδάγματα

πεθαίνουν στη λήθη σκουριάσαν μαλάματα

Διευθύνουν δικάζουν οι δήθεν κι οι πόρνες

σε μια νύχτα γκρεμίζουν ναούς Παρθενώνες

 

Άρχοντα της ζωής μας πού είσαι Θεέ μας (;)

Παλαιστίνη Σερβία ή Ιράκ Πλαστουργέ μας

Αλωνίζουν οι γύπες των λαών οι φονιάδες

κι Εσύ επιτρέπεις να κλαίνε μανάδες

 

Αξίες οράματα σοφών μας διδάγματα

πεθαίνουν στη λήθη σκουριάσαν μαλάματα

Διευθύνουν δικάζουν σκυλιά και ματρόνες

αλήθεια πού πάνε σύμβολα Παρθενώνες (;)

 

Άρχοντα του πλανήτη πού είσαι λαέ μας (;)

Κοιμάσαι πεθαίνεις ή ζεις ακριβέ μας

Σου πουλούν παραμύθια σου παίρνουν τη σκέψη

η δροσοπηγή του πολιτισμού λαέ θα στερέψει.

 

Αξίες οράματα σοφών μας διδάγματα

δάσκαλε μας Σωκράτη δε μας αξίζουν ούτε τα κλάμματα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Με τα όπλα η «Ειρήνη»(;)

Τι περπατάς σε δρόμους σκοτεινούς και αφιλόξενους

τι περιμένεις απ’ ανθρώπους ψυχρούς και αδιόρθωτους

Μην προχωράς σε σοκάκια της ψυχής ανεξερεύνητα

μη σταματάς να λες πως αγαπάς έστω με νεύματα

 

Σήμερα που όλα βιάζονται

κι όλα παραβιάζονται

Στη λογική του χρήματος

του τζόγου του ξεπλύματος

της άνισης ζωής της βιοπάλης

βαρβιτουρικών και παραζάλης

 

Τι περπατάς σε ελαιώνες και πηγές που κάψανε

τι περιμένεις απ’ όσους ραβασάκι ερωτικό ποτέ δε γράψανε

Μην προχωράς σε αδιέξοδα παρόδους και διλήμματα

σταματά τη γή η φωνή σου «κάνε κάτι» τα παιδιά είναι θύματα

 

… Του θράσους της απρέπειας

του γιες της δουλοπρέπειας

Φονιάδες λαών και αδυνάτων

ο κυνισμός λευκών τεράτων.

Επικαλούνται με βομβαρδισμούς «Ειρήνη»

κι έκαναν τη γή καμίνι.

 

 

 

«Να χαιρόμαστε να αγαπιόμαστε…

τι περιμένουμε»

Με τριανταφυλλόνερο και δυόσμο

να φτιάξουμε τον κόσμο

χαρούμενα παιδάκια

δενδράκια και πουλάκια

και ν’ αγαπιόμαστε

 

Με μοσχοβολιές και κρίνα

με φτυάρι και αξίνα

να θάψουμε διαμάχες

τα μίση τους προστάτες

και να χαιρόμαστε

 

Με δενδρολίβανο και ξόρκια

ποτέ εξάρες και όλο ντόρτια

ας στείλουμε μηνύματα

δε θέλουμε άλλα θύματα

τι περιμένουμε

 

 

 

«Μικρό τριανταφυλλάκι»

Μικρό τριανταφυλλάκι

της μοίρας μας δισάκι

Τις ρούγες ομορφαίνεις

τους νέους ξαποσταίνεις

γλυκομοσχοβολάς

 

Σε πήρε κάποιο χέρι

εν’ άσπρο περιστέρι

σε γλυκοφίλησε

και φυλαχτό σε κάνει

στην όμορφή μας Μάνη

σε γλυκοκοίμησε

 

Μικρό τριανταφυλλάκι

ελπίδα κι αεράκι

Αγρίεψαν οι χρόνοι

κράτησε το τιμόνι

ως το ημέρωμα

 

Σε πήρε κάποιο χέρι

εν’ άσπρο περιστέρι

σε γλυκοφίλησε

και φυλαχτό σε κάνει

στην όμορφή μας Μάνη

σε γλυκοκοίμησε

 

Μικρό τριανταφυλλάκι

κάθε μικρό παιδάκι

σε θέλει στα όνειρά του

να ‘ρθεις στη γειτονιά του

ως το ξημέρωμα

 

Σε πήρε κάποιο χέρι

εν’ άσπρο περιστέρι

σε γλυκοφίλησε

και φυλαχτό σε κάνει

στην όμορφή μας Μάνη

σε γλυκοκοίμησε

 

 

Σημείωση: (Υπάρχει και σε άλλη παραλλαγή)

 

 

 

 

 

 

«Ένα βράδυ χιονισμένο»

Το τζάκι αναμμένο

ζεστή και η καρδιά

βράδυ ευλογημένο

εσύ ‘σαι μακρυά

 

Ένα πουλί στο τζάμι

τον πόνο μου ένοιωσε

πήγαν όλα χαράμι

τ’ όνειρο τέλειωσε

 

Μια λυγαριά μυνούσε

στα πετροκότσυφα

αυτή που λαχταρούσε

του πλέκει λιόφυλλα

 

Περάσανε τα χρόνια

ήλθαν γεράματα

όταν θυμάσαι χιόνια

σε πιάνουν κλάμματα

 

 

«Της ζωής ο δρόμος»

Της ζωής μας η διαδρομή

δυό πόδια και μια πιθαμή

Βγάζεις τα μάτια σου

και τα κιτάπια σου

δοξάζεις το χρήμα

δε βλέπεις τα κρίνα

 

Για να γελάσεις δε θα προφθάσεις

και να κερδίσεις στη γη θα τ’ αφήσεις

Δεν προλαμβάνεις ότι κι αν κάνεις

για ένα χαμόγελο αξίζει το όνειρο

 

Της ζωής μας το πέρασμα

δυό ποτά κι ένα κέρασμα

Να πάρω να κάνω

ποιούς θα ξεκάνω

να κάνω να πάρω

και βλέπεις το χάρο…

Άργησες όμως

τελείωσ’ ο δρόμος

 

 

 

 

 

«Για μια ζεστή αγκαλιά»

Παράξενα τα σύννεφα

ποιός θα γλυκοκοιμήσει τα λιβάδια

κλαίει κι ο ήλιος σήμερα

κατάλευκα ‘ναι τα σκοτάδια

 

 

Ναρκώνονται τις Κυριακές

κόποι και φθόνοι λησμονημένοι

προσεύχονται στις λαϊκές

εχθροί μας και φίλοι κατατρεγμένοι

 

 

Παράξενη κι η Πασχαλιά

τα νιάτα τ’ αστέρια λαγοκοιμούνται

προσμένουνε ζεστή αγκαλιά

αλλά κάποιοι δεν τους θυμούνται

«Όνειρο»

Μία πεταλουδίτσα

βράδυα ημέρωνε

μια όμορφη κουκλίτσα

στ’ όνειρο έλιωνε

 

Μετράει τα βήματά της

ως το ξημέρωμα

μιλάει στα κύμματά της

με τ’ άστρα φόρεμα

 

Δε θέλει οι χάρες της

λύπες να γίνουνε

πιάνουν οι προσευχές της

με τ’ όνειρο σμίγουνε

 

Μα η πεταλουδίτσα

αρρώστησε βαρειά

η όμορφη κουκλίτσα

φεύγει με το βορριά

 

Την παίρνουν οι Αγγέλοι

σε τόπους μακρυνούς

να την ποτίζουν μέλι

σε δάση και σ’ αγρούς

 

Ανοίγει τα φτερά της

ρωτάει τα πουλιά

μην είδαν τ’ όνειρό της

σε άλλη αγκαλιά

 

 

«Η ζωή μας»

Ζωή χιλιοτραγουδισμένη

και χιλιοαγαπημένη

Όσο κι αν βιάζεσαι

Και δοκιμάζεσαι

Σε καταριόμαστε

δε σ’ απαρνιόμαστε

Άπαξ σε ζούμε

κι όσο πονούμε

δε σε χορταίνουμε

δε σε μαθαίνουμε

Δε σε χαιρόμαστε

και καμωνόμαστε

πως σε γνωρίζουμε

και δε λυγίζουμε

σ’ όσα χτυπήματα

σε πιέζουν να δίνεις

της γης οι προστάτες

 

 

«Φωτίζεις οράματα»

Μάτια της Πούλιας

φως του Αυγερινού

…. Φεγγαροτράγουδο

 

Λάμψη του Ήλιου

αστέρι της τύχης

…. αποσπερίτη μου

 

Φωτίζεις οράματα

χαρίζεις μαλάματα

 

Το χρυσάφι της γής

στα χέρια κρατάς

ευωδιάζεις τις νύχτες

όλες τις μέρες

μοσχοβολάς

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

«Της ζωής μου Φώς»

Όμορφιά μου όνειρο μου

Αύρα της ψυχής μου μύρο

λάμπεις και μοσχοβολάς

λιώνω όταν με κοιτάς.

 

Όμορφό μου Αγγελούδι

ήσουν στη ψυχή μου εικόνα

σ’ έχει στείλει ο Θεός

να ‘σαι της ζωής μου φως.

 

Ομορφαίνεις ό,τι αγκίζεις

διώχνεις όλες τις ασχήμιες

φέρνεις πλούτη στη ζωή μου

άνθη και πουλιά καλή μου.

 

Όμορφό μου Αγγελούδι

ήσουν στη ψυχή μου εικόνα

σ’ έχει στείλει ο Θεός

να ‘σαι της ζωής μου φώς

 

 

«Έχεις κάτι καλό να πείς»

Στο μαχαλά σ’ αντάμωσα

το λιόγερμα μας έσμειξε

τ’ απόγευμα του εσπερινού

την Ευτυχία ένοιωσα

 

Τραγούδια γέλια στις χαρές

στα δίσεκτα κουράγιο

Έχεις κάτι καλό να πείς

αν ευτυχείς ή δυστυχείς

έχεις κάτι καλό να πείς

 

Έχεις του αηδονιού λαλιά

γλυκοτραγούδα αστέρι μου

Σαν τον αητό να φτερουγάς

περίσσεια αγάπη στην καρδιά

 

Τραγούδια γέλια στις χαρές

στα δίσεκτα κουράγιο

Έχεις κάτι καλό να πείς

αν ευτυχείς ή δυστυχείς

έχεις κάτι καλό να πείς.

 

 

 

 

«Παραφέρεσαι»

 

Δε με κοιτάς στα μάτια

προβληματίζεσαι

το βάζεις και στα πόδια

δεν αγωνίζεσαι

 

Είσαι γυνή του σκότους

στους μύθους σέρνεσαι

δε βλέπεις τόσους κόπους

και παραφέρεσαι

 

Πάντα μιλάς με γρίφους

όλο μ’ αινίγματα

εμπρός σου βλέπεις τοίχους

ψευτοδιλήμματα

 

Είσαι γυνή του σκότους

στους μύθους σέρνεσαι

δε νοιώθεις τους ανθρώπους

και παραφέρεσαι

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

«Τους κλαίν’ οι γειτονιές»

 

Δυό ήλιοι δυό φεγγάρια

το φως δε χόρτασαν

δυό όμορφα παληκάρια

στη γη ξαπόστασαν

 

Ο ένας ήταν Τούρκος

Αχμέτ τον λέγανε

ο άλλος ήταν Κούρδος

κι όλοι το κλαίγανε

 

Δυό ήλιοι δυό φεγγάρια

τη νιότη χάσανε

τους ρίξαν παραγάδια

στον άδη φτάσανε

 

Ο ένας ήταν Κούρδος

Αλή τον λέγανε

ο άλλος ήταν Τούρκος

κι όλοι τον κλαίγανε

 

Τους κλαίνε οι διαβάτες

τους κλαίν’ οι γειτονιές

τους κλαίν’ τα χελιδόνια

κάμποι και ρεματιές

 

Πριν τους χωρίσουν ζούσαν

στην ίδια γειτονιά

τα βράδυα πάντα λέγαν

να κάνουν φαμελιά

 

Παντρεύτηκε ο Τούρκος

του Αλή την αδερφή

επήρε και ο Κούρδος

κάποια Ιρακινή

 

 

 

Δε θέλουν οι μεγάλοι

ειρήνη στους λαούς

η ρουλέτα τι θα βγάλει

κάνουν τους δίκαιους

 

Οι γύπες τα γεράκια

για πετρελαιοπηγές

δολάρια και παλάτια

και στους λαούς πηγές.

 

 

«Νάματα της ψυχής μας»

 

Τρέχουμε όλοι γι’ άπιαστα όνειρα

λαχεία τζόγος δουλειές απόμερα

Φεύγουν τα χρόνια μας αέρας

όσο κρατάει η γλύκα μιας ημέρας

 

Νάματα της ψυχής μας

γιατρειά και βάλσαμο

ειν’ η ήρεμη ζωή μας

κι όχι το μπάχαλο

 

Δουλειά σκληρή σπίτι και τηλεόραση

έτοιμο φαγητό η μοναξιά μας κόλαση

Χυδαία ανήθικα ψεύτικα μας σερβίρουν

τα ζωώδη ένστικτα μας να διεγείρουν

 

Νάματα της ψυχής μας

γιατρειά και βάλσαμο

ειν’ η έντιμη ζωή μας

κι όχι το μπάχαλο

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

«Θύτες και Θύματα»

Έδιωχνες τον κουρνιαχτό

της μοίρας την ασχήμια

έκανες ταξίμια

και μεταλαβιές

 

Έδιωχνες τον κουρνιαχτό

τ’ άσχημο ριζικό σου

μας είχες στο πλευρό σου

στις κακοτοπιές

 

 

Άλλαξαν όμως οι καιροί

στη γή μας άλλοι οι τυχεροί

Έχει η ζωή γυρίσματα

γίνοντ’ οι θύτες θύματα

 

 

Έδιωξες τους φίλους σου

και ότι αποχτούσες

λάβωνες πουλούσες

κάθε μας όνειρο

 

Έδιωξες τα βράδυα μας

της νιότης τα παλάτια

μας έκανες κομμάτια

πόλεμο βρώμικο

 

 

Άλλαξαν όμως οι καιροί

στη γή μας άλλοι οι τυχεροί

Έχει η ζωή γυρίσματα

γίνοντ’ οι θύτες θύματα

«Με αίμα ποτίζουν οι λαοί»

Δυό ήλιοι δυό φεγγάρια

και δυό δροσοπηγές

επαίξανε στα ζάρια

για ξένων διαφορές

 

Πώς να πλυθούν στα ζάρια

οι Κυπριακές πληγές

των Σέρβων και των Κούρδων

οι Παλαιστινιακές…

 

Δυό ήλιοι δυό φεγγάρια

μ’ αίμα ποτίσανε

δύο ξερά κλωνάρια

κι αυτά βλαστήσανε

 

Τα αίματα είναι ίδια

Τούρκων Ιρακινών

διαφέρουν τα παιχνίδια

έναντι των λαών

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

«Ακατοίκητες πόλεις»

 

Πολύβουες πόλεις

τρέχουν ανθρώποι

και βλέπει ο Αντώνης

να κλωτσούν ένα τόπι

 

Δεν περνάει η μέρα

χωρίς ένα χάπι

συνταγές και «ΚΑΡΕΛΙΑ»

γεμάτο τουλάπι

 

Ουρές στους διαδρόμους

ΙΚΑ γιατρείων

ανυπακοή και στους νόμους

τα χάλια σχολείων

 

Λαμαρίνες και τζόγος

η φύση πεθαίνει

και σου λέει ο Νάσος

για πες και τι βγαίνει

 

Όταν ζεις στη λήθη στη νάρκη

και παίρνεις κουράγιο μόνο με χάπι

 

Όταν διδάσκεσαι από παράθυρα

κι έχεις για πρότυπο νάϋλον λάφυρα

 

Όταν αυθαδιάζεις και βρίζεις

σε όλα έχεις γνώμη και σωστή νομίζεις

 

Θα βρούμε πολύ μακριά το φώς

ευθύνες έχει κι ο κυρίαρχος λαός

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

«Σωσίβια στο ναυάγιο»

 

Μεσ’ στο κλάμα μας το γέλιο

στα ανάποδα οι χαρές

της ζωής μας Ευαγγέλιο

του πολιτισμού οι πηγές

 

Μεσ’ στα δύσκολα το θάρρος

τα σωσίβια στο ναυάγιο

οι κακοτοπιές μας φάρος

για ‘να ήσυχο μουράγιο

 

Μεσ’ στις μπόρες η αγάπη

και στα λάθη μας η πείρα

να μη παίρνουμε το χάπι

της ψυχής τους τη σαπίλα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

«Μη ζητάς αγάπες»

Στα σκαλοπάτια σου χτυπιέμαι

πως σε λατρεύω δεν τ’ αρνιέμαι

Έλα για λίγο βάσανό μου να τα πούμε

δείξε μου κατανόηση να ιδής πως θα τη βρούμε

 

Στη γειτονιά σου όλοι ξέρουν

πασχίζουν να σε συνεφέρουν

μήπως και αλλάξεις γνώμη

μα σφυράς αδιάφορα ακόμη

 

Τώρα γονατιστή ζητάς αγάπες

σου γυρίζω κούκλα μου τις πλάτες

μάζεψε αν θέλεις τα κουρέλια σου μικρό μου

μια για πάντα τέλειωσε το βάσανο μου

 

Στη γειτονιά σου όλοι ξέρουν

τα χέρια δίνουν με συγχαίρουν

μπράβο φύγε στην απόφαση σου

είμαστε κι εμείς μαζί σου

 

 

«Κορίτσι κακομαθημένο»

Σε περιμένουμε απ’ τις τρείς μας άργησες

η περιέργεια μας τι θα πείς κι ας βράδυασες

 

Έχεις πλάκες με τους τρόπους που στολίζεσαι

ή στα τραπέζια με τον τρόπο που λικνίζεσαι

 

Πίστευες ότι είσαι η αχτύπητη

έφαγες μια περιουσία αμύθητη

Νόμισες τρελλή πως σ’ εκτιμήσανε

γίνηκαν λαγοί όταν σου τα μασίσανε

 

Σε προσκαλούσαν οι επώνυμοι κι οι άρχοντες

τους φίλους και τους κολλητούς σου τους παράχωντες

 

Νεόπλουτο και κακομαθημένο πρόσωπο

στα παραμύθια σου σκουπίδι έκανες τον Αίσωπο

 

Νόμισες ότι είσαι άτομο σπουδαίο

χώσου μες’ στη τρύπα σου να κάνεις το σγουβαίο

 

Είχες τα μυαλά σου πάνω απ’ το κεφάλι

να ιδούμε αν τα βγάλεις πέρα με τη βιοπάλη

 

Σνομπάριζες τους ποιητές τους καλλιτέχνες τους πανάξιους

έκανες παρέες με λυγούρηδες – δήθεν- κόλακες και άξεστους

 

Κάθε χοντρομαλακία που έλεγες ή αυτοί σου την επέταγαν

πίστευες πως είσαι σ’ όλα ωραία κουτορνίθι σου τα έφαγαν

 

Κάθησε τώρα στου υπόγειου την γκαρσονιέρα

να μη βλέπεις άνθρωπο ήλιο κι αέρα

μείνε μόνη σου παρέα με τις αναμνήσεις

τους φίλους και τους κολλητούς σου να ζητήσεις.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

«Το τσιγάρο»

 

Κοιμάσαι ή ταξιδεύεις

ξυπνάς ή ρητορεύεις

ένα πίσω από τ’ άλλο

στο πάθος σου δεν αμφιβάλλω.

 

Του τσιγάρου η μαγεία

σε στέλνει στο «ΥΓΕΙΑ»

ή στο «ΙΑΤΡΙΚΟ»

για να βρεις γιατρικό

 

Για όποιον δεν καπνίζει

γιούρο δεν αξίζει

δεν ξέρεται τι χάνει

στου φίλτρου το χαρμάνι

 

Τζάκ – πότ στα καρδιακά

μπορεί και στην επάρατο

πνευμόνια κι εγκεφαλικά

θάχει και λείψανο άνετο

 

 

 

« Δεν έχει σημασία»

 

Από λάθος μας ξεκίνησε η ζωή

στο ψέμα καταλήγει

ποιο λούκι πήραμε μαζί

βλέπω τη γη ν’ ανοίγει

 

 

Μη πιάνεσαι από χάρτινα

κι αφήσεις σιδερένια

μη λες εγώ τι θα ‘κανα

γιατί δεν έχει έννοια

 

 

Τα πρώτα κίνησαν στρωτά

στα δεύτερα λακούβες

στα τρίτα και στα τέταρτα

είχαμε και μανούβρες

 

 

Πάντα βιτρίνες έβλεπες

δεν πρόσεχες ουσία

μ΄ όλα τα σίριαλ έδενες

το παίζεις κι αφασία

(το μπίγκ – μπράδερ σου εκκλησία)

 

ΕΝΑΣ ΑΓΑΠΗΣΙΑΡΗΣ

 

Μοναχοκόρη από τη Χιώ μεσ΄ απ’ τα σύννεφα

στέλνει με τους αγγέλους ερωτοσήμαντρα

Μαστίχη και ανθόνερα

Πολλά φιλιά και όνειρα

Χίλιες μοσχοβολιές.

 

Κληματαριά απ΄ τη Σάμο μεσ’ απ΄ τα κύματα

μου στέλνει με τους γλάρους καρδιάς μηνύματα

Αγάπης τραγουδάκια

πελάγου δελφινάκια

θαλασσοζωγραφιές.

 

Μανιατοπούλα θέλω εγώ κόρη μελαχροινή μου

στολίδια της αγάπης σου γέμισε η αυλή μου.

Βάλσαμο ψυχής

λεβεντογέννας γής

με χίλιες αγκαλιές.

 

Μιά καλομάτα του γιαλού στις σκέψεις βυθισμένη

θέλω να κάνω ταίρι μου μα είναι παντρεμένη

Την έχω στην καρδιά μου

πλαγιάζει στα όνειρα μου

χιλιάδες ομορφιές.

Στου κόσμου τις ακρογιαλιές

χιλιάδες αγκαλιές

με λούζει με ανθόνερο

είναι γλυκό το όνειρο.

Είμαι ευτυχισμένος

στ’ όνειρο βυθισμένος.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ΓΛΥΚΕΙΑ ΖΩΗ ΜΑΣ

 

Ένα περιβολάκι με άνθη και φυτά

είν΄ η γλυκειά ζωή μας

είναι η μουσική μας

το γέλιο η ευτυχία αγάπες και φιλιά

 

Μια μικρή λιμνούλα με ψάρια και φυτά

είναι ο κόσμος όλος

του ουρανού ο θόλος

η μόρφωση το πνεύμα και ότι με ιδρώτα καθένας αποκτά

 

Ένα ηλιοβασίλεμα και μια καλή παρέα

Ευοίωνο το μέλλον

δρόμοι αρχαγγέλων

με πίστη στη ζωή μας και σ’ όλα τα ωραία

 

Ένα κουτούκι με κρασάκι και τραγούδια

βραδυές πολιτισμού

ψυχοοργασμού

και τα λαϊκά μας τα πιο όμορφα λουλούδια

 

 

ΜΙΑ ΦΩΝΟΥΛΑ ΒΓΑΛΕ

 

Μικρό μου καναρίνι

γλυκοκελάϊδησε

η μέρα μας αφήνει

σε λίγο βράδυασε.

 

Μικρό καναρινάκι

γλυκονανούρησε

του δρόμου τ’ αλητάκι

μάνα το πούλησε

 

Πανέμορφο πουλί μας

στη φυλακή μας ψάλλε

σκόρπισαν τη ζωή μας

μία φωνούλα βγάλε.

 

Μικρό μου καναρίνι

άλλαξαν οι καιροί

όλους χτυπά η δίνη

και λίγοι οι τυχεροί

 

 

 

 

 

 

ΣΤΟΝ ΤΕΛΗ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΦΕΛΗ

 

Μίλησα στα νούφαρα

της μικρής λιμνούλας

στα χείλη της αυγούλας

το άρωμά μου σου ‘στηλα

 

Πλήρωσα στη θλίψη σου

μα δε μετανοιώνω

δεν εξαργυρώνω

χάρηκα στη νίκη σου

 

Κάθησα και σκέφτηκα

το γύρισμα στο χρόνο

μα δε μετανοιώνω

που σ’ εμπιστεύτηκα

 

Στον Τέλη απ’ τη Νεφέλη

στην ομορφιά του κόσμου

μια ευκαιρία δος μου

 

 

ΧΑΝΕΙΣ ΤΟ ΝΕΚΤΑΡ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

 

Στέλνεις μηχανικά επιδερμικά μηνύματα

πιστεύεις πως μόνο οι άλλοι είναι θύματα.

Άνετη το παίζεις και χειραφετημένη

είσαι στα σίριαλ στο κινητό σου εγκλωβισμένη

 

Χάνεις το νέκταρ της ζωής

φεύγουν τα χρόνια της χαράς

χάνεις τα πλούτη της ψυχής

φεύγουν εικόνες της καρδιάς

 

Πίτσες φάστ φούντ είσαι στις ίδιες γεύσεις

πιστεύεις στα μηχανήματα πως βρίσκεις τις ανέσεις

Χωρίς αδίκημα σ’ έχουν φυλακισμένη

και πριν γνωρίσεις τη ζωή είσαι τελειωμένη

 

Χάνεις το νέκταρ της ψυχής

φεύγουν τα χρόνια της καρδιάς

χάνεις τα πλούτη της ζωής

φεύγουν τα χρόνια της Χαράς

 

 

 

 

 

 

 

ΕΙΣΑΙ ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΜΟΥ

 

Πάρε με στα όνειρά σου

μια βραδυά στην αγκαλιά σου

γλύκα της ψυχής μου μύρο

μες στα στήθια σου να γείρω

 

Χάνω το μυαλό μου

βάσανό μου

όνειρό μου

είσαι το χαμόγελό μου

 

Μην αφήνεις τις ημέρες

να περνούν σαν τους αγέρες

πάμε βόλτα στο φεγγάρι

πριν ο ύπνος να μας πάρει

 

Είσαι το χαμόγελό μου

όνειρό μου

βάσανό μου

έχω χάσει το μυαλό μου… Όνειρό μου

 

 

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ ΜΟΥ

 

Έλα στ’ ονείρου το νησί

με της αγάπης το κρασί

Να βρει η ψυχή σεργιάνι

και η καρδιά λιμάνι

Μαργαριτάρι μου

Ήλιε φεγγάρι μου

 

Στου παραδείσου το γιαλό

αρχόντισσα θα σε φιλώ

Στο ποιο γλυκό φεγγάρι

θα σε στολίζουν γλάροι

Μαργαριτάρι μου

Ήλιε φεγγάρι μου

 

Στων αστεριών τη γειτονιά

με καθετή και πετονιά

θα πιάνουμε κοράλια

αγάπης μαϊστράλια

Μαργαριτάρι μου

Ήλιε φεγγάρι μου

 

 

 

 

 

ΜΕ ΤΟ ΚΙΝΗΤΟΣΟΥ

 

Με το κινητό εξάρτημά σου ξυπνάς

ή νανουρίζεσαι

μέσω INTERNET ώρες μιλάς

ή αυνανίζεσαι

 

Έχεις πλήρη απασχόληση

κονσερβοποιημένη ενασχόληση

οι αισθήσεις προγραμματισμένες

της ψυχής σου οι στιγμές ηλεκτροξεχασμένες

(τελειωμένες)

 

Με το τζόγο ασκόπως σπαταλιέσαι

ή ονειρεύεσαι

με αγνώστους μέσω διαδιχτύου

ψιλοερωτεύεσαι

 

Έχεις πλήρη απασχόληση

κονσερβοποιημένη ενασχόληση

οι αισθήσεις προγραμματιμένες

της ψυχής σου οι στιγμές ηλεκτροξεχασμένες

(τελειωμένες)

 

 

ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΑ

 

Ξέρω τώρα που διαβαίνω

αφού η ζωή μου χάνεται

τι οφελεί κι αν περιμένω

η σχέση μας βιάζεται

Όσο κι αν σε υπομένω

στην καταστροφή πηγαίνω

μ’ έχεις πάντα εγκλωβισμένο

 

Ξέρω τώρα που θα πάω

σ΄ άλλα βρόχια πιάστηκες

όσο κι αν σε καρτεράω

ποτέ σου δε με νοιάστηκες

Σ’ άλλα βρόχια πιάστηκες

μα γρήγορα ξεχάστηκες

άμυαλο τρελλό μου χάθηκες

 

 

 

 

 

 

 

ΑΝΘΙΖΟΥΝ … ΑΝΘΙΖΟΥΝ…

 

Της Κυριακής χαμόγελα

της Πασχαλιάς αγάπες

του ουρανού ανθόνερα

του λογισμού μας στράτες

 

Ανθίζουν τα μπαλκόνια μας

ανθίζουν οι χαρές μας

ανθίζουνε τα χρόνια μας

ανθίζουν γειτονιές μας

Της χαραυγής το πέρασμα

του λιακωτού κεντίδια

ανάμνησής μας κέρασμα

και της ψυχής στολίδια

 

Ανθίζουν τα μπαλκόνια μας

ανθίζουν οι χαρές μας

ανθίζουνε τα χρόνια μας

ανθίζουν γειτονιές μας

 

 

«Περνάει η ζωή σου»

 

Μόνο χτυπιέσαι και θυσιάζεις

μόνο πουλιέσαι και αυθαδιάζεις

μήπως νομίζεις ότι κερδίζεις

όταν γυρίζεις και βρίζεις

 

Στα πόδια σου όλοι υποκλίνονται

τρελλοκόριτσο μόνο σα γδύνονται

Σου λένε χίλια γλυκόλογα

όταν τους δίνεις του κορμιού σου ομόλογα

 

Τρέχεις και στα παράθυρα για να δικάζεις

στα μπαρ σφυνάκια να κατεβάζεις

Κάθε τι που γυαλίζει σε γοητεύει

σκούριασε η κουζίνα σου δε μαγειρεύει

 

Συνήθως οι γεύσεις σου πίτσες και μακαρόνια

ζείς χωρίς ενδιαφέροντα φεύγουν τα χρόνια

Πρότυπό σου χλιδάτα σίριαλ τηλεπαιχνίδια

περνάει η ζωή σου κι έχεις πιάσει μόνο σκουπίδια

 

 

 

 

 

 

«Τα κυκλάμινα»

 

Καμαρώνω τα κυκλάμινά σου

«ψυχομοσχοβολάω»

 

Λύνονται τα περίπλοκα

Ομορφαίνουν τα πανάσχημα

«Σου δίνομαι»

 

«σ’ αφήνομαι»

 

«εξαγνίζομαι»

 

Τα δικά σου κυκλάμινα

είναι του μυαλού μου η άμυνα

Τα δικά σου λουλούδια

είναι της ψυχής μου τραγούδια

 

Χαϊδεύω τα κυκλάμινά σου

«γλυκοονειρεύομαι»

 

Κατορθώνω τα ακατόρθωτα

Ικανοποιώ τ’ ανικανοποίητα

«Σου δίνομαι»

 

«σ’ αφήνομαι»

 

«εξαγνίζομαι»

 

Τα δικά σου λουλούδια

είναι της ψυχής μου τραγούδια

Τα δικά σου κυκλάμινα

είναι του μυαλού μου η άμυνα

 

 

 

 

 

 

 

 

Οι Διαφορές Έχουν Το Ενδιαφέρον

Μια φωνούλα βγάλε

 

Μικρό μου καναρίνι

γλυκοκελάιδησε

η μέρα μας αφήνει

σε λίγο βράδιασε.

 

Μικρό καναρινάκι

γλυκονανούρησε

του δρόμου τ’ αλητάκι

μάνα το πούλησε

 

Πανέμορφο πουλί μας

στη φυλακή μας ψάλλε

σκόρπισαν τη ζωή μας

μία φωνούλα βγάλε.

 

Μικρό μου καναρίνι

άλλαξαν οι καιροί

όλους χτυπά η δίνη

και λίγοι οι τυχεροί

Μικρό Τριανταφυλλάκι

 

Μικρό τριανταφυλλάκι, της μοίρας μας δισάκι

Τις ρούγες ομορφαίνεις τους νέους ξαποσταίνεις

Γλυκομοσχοβολάς, γλυκομοσχοβολάς.

 

Σε πήρε κάποιο χέρι,

εν’ άσπρο περιστέρι,

σε γλυκοφίλησε.

 

Σε κάνει φυλαχτό του,

στο κόσμο το δικό του

σε γλυκοκοίμησε, σε γλυκοκοίμησε.

 

Μικρό τριανταφυλλάκι, ελπίδα κι αεράκι

αγρίεψαν οι χρόνοι, κράτησε το τιμόνι,

ως το ημέρωμα, ως το ημέρωμα.

 

Μικρό τριανταφυλλάκι, κάθε μικρό παιδάκι,

σε θέλει στα όνειρά του, να ‘ρθεις στη γειτονιά του,

ως το ξημέρωμα, ως το ξημέρωμα

Μαργαριτάρι μου

 

Έλα στ’ ονείρου το νησίμε της αγάπης το κρασί

Να βρει η ψυχή σεργιάνικαι η καρδιά λιμάνι

και η καρδιά λιμάνινα βρει η ψυχή σεργιάνι

Μαργαριτάρι μουΉλιε φεγγάρι μου (δις)

 

Στου παραδείσου το γιαλόΑρχόντισσα θα σε φιλώ

Στον Ταρσανά το βράδυθα σε στολίζουν γλάροι

Θα σε στολίζουν γλάροιστον Ταρσανά το βράδυ

Μαργαριτάρι μουΉλιε φεγγάρι μου (δις)

 

Στων αστεριών τη γειτονιάμε καθετή και πετονιά

Θα πιάνουμε κοράλιαΑγάπης μαϊστράλια

Αγάπης μαϊστράλιαΘα πιάνουμε κοράλια.

 

Μαργαριτάρι μου

Ήλιε φεγγάρι μου

Μαργαριτάρι μου

Ήλιε φεγγάρι μου.

Οι αγάπες να φωλιάσουν

 

Άνοιξα τα παραθύρια τ’ ουρανού

οι πέρδικες να λιάσουν τα προικιά τους

Στόλισα τα τρεχαντήρια του μυαλού

να βάλουν οι γοργόνες τα φλουριά τους.

 

Άνοιξα πηγάδια σε ωκεανούς

οι θαλασσοδαρμένοι μη διψάσουν

Στόλισα φεγγάρια και Αυγερινούς

όλες οι αγάπες να φωλιάσουν.

 

Άνοιξα τα καλντερίμια της καρδιάς

άδοντας η αγάπη να διαβαίνει

Στόλισα μ’ αστέρια της χαράς

την Άνοιξη νάναι λουλουδιασμένη.

Όνειρό μου

 

Όνειρό μου ξαναγύρνα, λίβανο, χρυσό και σμύρνα.

Όμορφό μου περιστέρι,

στα απάτητά μας μέρη.

Γύρισε αστροφεγγιά μου, να κουρντίσεις την καρδιά μου.

 

Σε γυρεύω στις πλατείες, στου μυαλού τις συνοικίες.

Όμορφό μου γιασεμάκι,

της ζωής μου μπαλκονάκι.

Τόση ομορφιά τριγύρω, στην αγκάλη σου να γείρω.

 

Θέλω να πετώ για σένα, μα έχω τα φτερά σπασμένα.

Όμορφό μου αγγελούδι

του παράδεισου λουλούδι.

Δάνεισέ μου τα φτερά σου, να ‘ρχομαι ζωή κοντά σου.

 

Άγγελέ μου μην αργήσεις, σε μπαχτσέδες να μ’ αφήσεις.

Σε ανθώνες με πουλάκια,

να προσέχω τα παιδάκια.

Μη κρυώσουν, μη πεινάσουν

την ψυχή τους μη χαλάσουν.

Πώς χάθηκε η ομορφιά

 

Στης φυλακής τη λευτεριά

και στα δεσμά της πόλης,

φτερούγισαν δυό άφτεροι,

μέρα γιορτής και σχόλης.

 

 

Ρωτάει τ’ αγόρι τη νυχτιά

και την αυγή η κόρη:

Πού βρέθηκαν τόσοι καημοί,

στην αγορά, στην Πόλη(;)

 

Στης πολιτείας τα στενά

Στης φυλακής την πύλη,

επέρασαν δυό Άγγελοι

κρυμμένοι σε μαντήλι

 

Ρωτάει την Πάρνηθα ο γιος,

τον Υμηττό η κόρη:

Πώς χάθηκε η αρχοντιά

κι η ομορφιά στην πόλη(:)

Κορίτσι καλοκαιρινό

 

Κορίτσι Καλοκαιρινό, πούχεις σπαθιά για μάτια,

μη μου ζητάς παλάτια

είμαι μικρό και ορφανό.

Σου δίνω την καρδιά μου και τη φτωχή ψαριά μου…

Σου δίνω την καρδιά μου.

 

Κορίτσι Καλοκαιρινό, στα κάλη τα γυμνά σου,

μέσα στην αγκαλιά σου

κρύψε με ν’ αποκοιμηθώ.

Η νύχτα θα με νοιώσει, ποτέ μην ξημερώσει…

Η νύχτα θα με νοιώσει.

 

Κορίτσι Καλοκαιρινό, άνοιξε τα φτερά μου,

Άγγελε κι έρωτά μου

σ’ έχω Θεό και Ουρανό.

Κοιμάσαι στην καρδιά μου, παλάτι στα όνειρά μου…

Κοιμάσαι στην καρδιά μου.

Της Αρετής τα μάτια

 

Στη γειτονιά του φεγγαριού,

στου ήλιου τα δρομάκια,

με τη φωνή του αηδονιού,

σας λέω τραγουδάκια.

 

Τα μάτια σου Αρετούλα μας,

παλάτια στη ζωή μας.

Κι οι δρόμοι της αγάπης σας,

θα προχωρούν μαζί μας.

 

Έχετε ανοιχτή αγκαλιά,

ανθώνες στην ψυχή σας.

Είσθε γλυκόλαλα πουλιά,

θα τραγουδώ μαζί σας.

 

Οι άγγελοι σε στήλανε,

στον κόσμο το δικό μας.

για να σου πούμε Αρετή,

τον πόνο τον κρυφό μας.

 

 

 

Μην έχετε παράπονο,

ότι σας λείπει κάτι,

στου κόσμου ζείτε την καρδιά

και στου Θεού το μάτι.

 

Θα προχωρούμε μ’ Αρετή,

κακίες, στον Καιάδα,

θάχουμε πάντα στην καρδιά,

την όμορφη Ελλάδα.

 

Έχετε ανοιχτή αγκαλιά,

ανθώνες στην ψυχή σας.

Είσθε γλυκόλαλα πουλιά,

θα τραγουδώ μαζί σας.

 

Θα προχωρούμε μ’ Αρετή,

κακίες, στον Καιάδα

θάχουμε πάντα στην καρδιά,

την όμορφη Ελλάδα.

(Θάχουμε πάντα στην καρδιά

εσάς και την Ελλάδα)

 

 

 

 

Οι διαφορές έχουν το ενδιαφέρον

(Για να υπάρξει μέλλον)

 

Όλα διαφέρουνε στη γη, γι’ αυτό ισορροπούμε,

έχουμ’ αγάπη στη ζωή, γι’ αυτό και τραγουδούμε.

 

Διαφέρουν ψάρια και πουλιά, τα ζώα, οι ανθρώποι,

διαφέρουνε και στη λαλιά, διαφέρουνε κι οι τόποι.

 

Όλα διαφέρουνε στη γη, …

 

Έχουμε καθαρή καρδιά, Αγγέλους στην ψυχή μας,

Θα μείνουμε πάντα παιδιά, να’στε κι εσείς μαζί μας,

 

Όλα διαφέρουνε στη γη, ….

 

Πολλά χρωστούμε στους γονείς,

στους φίλους, στους δασκαλους,

να «νοιώθουμε» και τους φορείς,

της χώρας τους μεγάλους.

 

Όλα διαφέρουνε στη γη, …

 

 

 

Μάνα τραγουδά το γυιό της

 

Τον κανακάρη μου τον πήρε η βροχούλα

που γύρευε λεβέντες παραγυιούς

Το παλικάρι μου κοιμάται σ’ άλλους τόπους

μου γνέφει και μου ζωγραφίζει ουρανούς.

 

Σύννεφα καημοί μου χελιδόνια

ο γυιός μου τα λουλούδια αγαπά

στρώστε με ροδοπέταλα παλάτι

σαν της μανούλας νάν’ η αγκαλιά.

 

Το φυλλοκάρδι μου το πήρε η αυγούλα

που γύρευε αγάπες με αητούς.

Το παλικάρι μου μην το ξυπνάτε ήλιοι

μην κλάψει και μου πάρει τους λυγμούς.

 

Σύννεφα καημοί μου χελιδόνια

ο γυιόκας μ’ αγαπούσε τα πουλιά

στρώστε με πούπουλα παλάτι

σαν της μανούλας νάναι η φωλιά

Ταξίδια στη Ζωή και στο Όνειρο

Είναι μικρός ο κόσμος»

Στο ταξίδι σου, ν΄ αγκαλιάσεις τον κόσμο,

είναι μικρός,

χωράει στις αγκαλιές σου,

μη σε γελάει το μάτι,

είναι μικρός

να το θυμάσαι.

Στις ανοιγμένες αγκαλιές

χωρούν ουρανοί,

σύννεφα κι αστέρια,

χωρούν φεγγάρια και Ήλιοι κι ορίζοντες χωρούν.

Στις ανοιγμένες αγκαλιές

χωρούν οι ωκεανοί,

τα καράβια, οι φάροι, τα δελφίνια,

οι γλάροι, τα κύματα, τα λιμάνια,

χωρούν όλες οι ομορφιές, οι αγάπες

και τα όνειρα, ναι χωρούν

όλα τα όνειρα.

Μη σε γελάει το μάτι,

χωρούν Άνοιξες, Καλοκαίρια, Έρωτες

χωρούν Φθινόπωρα και Χειμώνες.

Χωρούν τα δάση, τα πουλιά,

ναι, χωρούν όλα τα πουλιά και τα ζώα.

Ναι, χωρούν οι αετοί, οι νυφίτσες,

τα σπουργίτια

και οι ελέφαντες χωρούν

και τα περιστέρια χωρούν

και οι ψυχές χωρούν

Οι Παλαιστίνιοι και οι Ισραηλίτες

οι Άραβες και οι Αμερικάνοι χωρούν,

οι μαύροι και οι λευκοί,

οι κίτρινοι και οι διαφορετικοί χωρούν

.

Ναι, χωρούν όλοι,

να το θυμάσαι,

όλοι χωρούν,

γιατί είναι μικρός ο κόσμος

και είναι Μεγάλες οι αγκαλιές σου…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Όλα πρέπει να διαφέρουν »

Ταξιδεύω και ονειρεύομαι,

ταξιδεύω και συλλογιέμαι

ταξιδεύω και χάνομαι στα πλάτη του κόσμου.

Στον κόσμο το διαφορετικό υποκλίνομαι,

νοσταλγώ τον τόπο μου,

αγαπώ περισσότερο την Ελλάδα μου.

Το διαφορετικό μ’ ερεθίζει,

μου ερεθίζει την περιέργεια για το άγνωστο,

εκεί που τα άγνωστα γίνονται πιο γνωστά,

τα γνωστά πιο οικεία

και τα οικεία πιο συγγενή.

Τα συγγενή πιο διαφορετικά, πιο όμορφα,

τα όμοια πιο άσχημα, πιο ατελή.

Η τελειότης και η ισορροπία

βρίσκεται στα διαφορετικά, συλλογιέμαι.

«όλα διαφέρουνε στη γη

γι’ αυτό ισορροπούμε

έχουμε αγάπη στη ζωή

γι’ αυτό και τραγουδούμε.»

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Παίρνω»

Παίρνω της νύχτας τα καρφιά

κι ανοίγω ένα πηγάδι.

Μύρο να πίνουν τα πουλιά

απ’ του Θεού την αγκαλιά

κι από της γης το χάδι.

Παίρνω της Άνοιξης ανθούς

και φτιάχνω ένα γεφύρι.

Δρόμο να έχουν οι φτωχοί,

άτυχοι και αμαρτωλοί,

στης γης το πανηγύρι.

Παίρνω της μάνας την ευχή

και μιας αγάπης δάκρυ.

Να κλείσουν όλες οι πληγές,

για να δροσίζουνε πηγές,

σ’ όλης της γης τα μάκρη.

Παίρνω από τα στάχυα τον καρπό

κι απ’ τα λουλούδια γύρη.

Με τα στεφάνια της ελιάς

και τους χυμούς μιας κοπελιάς,

στης γης το τρεχαντήρι.

Παίρνω τη δύναμη αετών,

γι’ άφτερους πληγωμένους.

Για να πετάξουμε μακριά,

με το μερίδιο απ’ τη χαρά,

στης γης τους ξεχασμένους.

Παίρνω το αίμα της καρδιάς,

ποτίζω τα τραγούδια.

Τα στέλνω στα μικρά παιδιά,

σ’ όλου του κόσμου τα ορφανά,

στης γης τα Αγγελούδια

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Καλό σου ταξίδι»

Βλέπεις τα περασμένα, σκοτάδια και ντροπές μόνο,

ό,τι είναι μπροστά σου αθώο, το μισείς.

Ναι τα μισείς όλα,

από άγνοια ή από φόβο

και τα φώτα και τους καθρέφτες μισείς,

γιατ’ είναι συνήγοροι της αλήθειας,

είναι αδέκαστοι μάρτυρες,

είναι εχθροί σου φανταστικοί.

Αποφεύγεις την εικόνα τους,

διώχνεις κάθε αντικείμενο

ή σκέψη που μοιάζει με φως.

Είσαι ένα μικρό νούφαρο

και σε παρομοιάζουν με άνυδρο βράχο,

είσαι μια πυγολαμπίδα

και σε ταυτίζουν με ηφαίστειο πόνου και μίσους.

Το μίσος δεν είναι άμιλλα

και η άμιλλα δεν γειτνιάζει ποτέ με το μίσος

Ταξίδεψε στον άλλο σου εαυτό,

γνώρισε τον Άνθρωπο,

ταξίδεψε στην ελάχιστη ζωή

να γνωρίσεις τη ματαιότητα.

Να ταξιδεύεις πάντοτε,

θα γνωρίσεις ομορφιές,

πελάγη, φουρτούνες,

λιμάνια, αγάπες, έρωτες,

νοσταλγία, προσμονή…

Στα ταξίδια σου,

ίσως ανακαλύψεις την ψυχή σου

που χρειάζεται φως και αέρα,

που επιθυμεί ν’ αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί,

που αγωνιά, πασχίζοντας να κερδίσει

τα χαμένα ηλιοβασιλέματα της αγάπης.

Καλό σου ταξίδι…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Τριαντάφυλλό μου»

Θα στείλω τριαντάφυλλα,

με τα φτερά του ανέμου.

Προσκέφαλο τα φύλλα τους,

να γίνουν όνειρό μου.

Η ομορφιά το κάλλος τους,

να είν’ η συντροφιά σου.

Το άρωμά τους Πασχαλιές,

τραγούδια της αγάπης.

Το φως από το χρώμα τους,

να σου χαρίζει λάμψη.

Και η θωριά τους όραμα,

σ’ ευωδιασμένες στράτες.

Η μουσική απ’ το μίσχο τους,

να σε γλυκοξυπνάει.

Το γέλιο τους Εσπερινός,

Ύμνοι και Ραψωδίες.

Το άγγιγμα προσκύνημα,

σ’ ερημικό ’ξωκλήσι.

Τ’ αγκάθια τους οι προσευχές,

που θα σε προστατεύουν.

Το στήριγμά σου ο κορμός,

για τη ζωή η πίστη.

Και η δροσιά τους βάλσαμο,

σε ’μέρες ξηρασίας…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Πώς να χορτάσεις τον κόσμο»

Πώς να χορτάσεις τον κόσμο,

είναι μικρή η ζωή σου,

μια σταλιά είναι,

δεν έχεις άλλο χρόνο, τέλειωσε το ταξίδι σου,

ναι τέλειωσε,

πριν καλά – καλά αρχίσει.

Πώς να χωρέσουν οι καημοί σου

σε τόση μιζέρια;

Με τόσες αγορές,

υπερκατανάλωση,

αγορές,αγορές , χωρίς αίσθημα και φειδώ.

Πώς ν’ ανθίσουν δρόμοι

και να βρουν τα βιβλία το δρόμο τους,

τα γράμματα τη σειρά τους,

το στοίχο τους οι λέξεις

και οι τόνοι τον τόνο τους(;).

Πώς οι αδιέξοδοι λεωφόροι

ν’ αγκαλιάσουν το φως, τη σήμανσή μας

και τα φώτα πως θα νικήσουν

της νάρκωσης την ομίχλη;

Παντού αράχνες, τι να σου κάνουν τα φώτα.

Πώς να ντυθούν τα ψάρια

από την εκμετάλλευση των λεπιών

και του ιωδίου την άμπωτη(;).

Οι ωκεανοί πώς να χορτάσουν τα κύματα(;)

Αποκοιμήθηκαν,

ναρκώθηκαν με τις τοξικές αγάπες μας,

ξαγρυπνούσαν αιώνες

για τη ζωή μας, μην ξεπουληθεί.

Όλα έχουν ένα τέλος, οι ποταμοί νοσούν

και η ζωή μας, που μισεί τη ζωή, νοσεί.

Οι φυλλωσιές κουράστηκαν, με τέτοια ζωή,

ξεπουλήθηκαν, για τριάκοντα αργύρια,

αντί πινακίου φακής.

Ημέρα γιορτής χωρίς επισήμους,

φτερούγισαν και οι κυνηγοί ανεπίσημα,

με παραλλαγής στολές… Τι κρίμα…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Ταξιδεύω»

(Ι)

Ταξιδεύω στου μυαλού μου τον καθρέφτη

και θολώνω τον αλήτη και τον κλέφτη,

χρόνια τώρα, με το άρωμά σου που μεθώ.

Ταξιδεύω στης ζωής μου τα τεφτέρια

και σου στέλνω της καρδιάς μου περιστέρια,

χρόνια τώρα, με του έρωτα ανθό.

Ταξιδεύω στ’ ουρανού τα μονοπάτια

και γυρεύω τα ολόγλυκά σου μάτια,

μα η Άνοιξη, είναι πολύ μακριά.

Ταξιδεύω σε ξεθωριασμένες σκάλες,

πούχουν σβήσει των ματιών μου οι ψιχάλες,

χάθηκαν τα φώτα σου και η θωριά.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Ταξιδεύω»

(ΙΙ)

Ταξιδεύω και ρωτάω τα λιμάνια,

ταρσανάδες και το γέλιο απ’ τα γεράνια,

τα γλαρόνια και το χρώμα τ’ ουρανού.

Ταξιδεύω και ρωτάω πολιτείες,

τους μπαχτσέδες, λιακωτά και συνοικίες,

Χελιδόνια από το πέρασμα του νού.

Ταξιδεύω και ρωτάω τους διαβάτες,

του ορίζοντα, της νύχτας επιβάτες,

καλντερίμια και σοκάκια της βροχής.

Ταξιδεύω και ρωτάω ηλιοτρόπια,

της καρδιάς και του μυαλού σου ανθοτόπια,

την αρχή και το δι’ ευχών μιάς προσευχής.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Ταξιδεύω»

(ΙΙΙ)

Ταξιδεύω σε χρησμούς και συμπληγάδες,

απ’ τις Μούσες και την Κίρκη, στις Νεράιδες,

χρόνια τώρα, στα ταξίμια, στους Θεούς.

Στα ξενάκια χελιδόνι που γυρνάς,

δε μαθαίνω, πώς κοιμάσαι, αν πονάς.

Χελιδόνι μου – Αχ! Χελιδόνι μου,

ανεξίτηλη εικόνα στο μπαλκόνι μου.

Ταξιδεύω στο Μαντείο, την Πυθία να ρωτήσω

και στο Μάη μαργαρίτες να μαδήσω,

χρόνια τώρα, σου φωνάζω δε μ’ ακούς.

Στα ξενάκια χελιδόνι που γυρνάς,

δε μαθαίνω, πώς κοιμάσαι, αν πονάς.

Χελιδόνι μου – Αχ! Χελιδόνι μου,

ξεθωριάζει η μορφή σου στο σεντόνι μου.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Ταξιδεύω»

V)

Στα εσώψυχά μου ταξιδεύω,

για ναβρώ αγάπης ψήγματα,

στα όνειρά μου σε γυρεύω,

για ναβρώ δικά σου δείγματα.

Μα η πορεία του βοριά,

δε γράφεται ποτέ στο νόμο,

μόν’ της ματιάς σου η θωριά,

αλλάζει την τροχιά στο χρόνο.

Ταξιδεύω στης καρδιάς τα βρόχια,

για να μάθω τα κουρντίσματα,

σ’ άγραφα, γραμμένα πρωτοβρόχια

και στης νιότης τα παθήματα.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

 

«Ταξιδεύω»

(V)

Με τον ήλιο ταξιδεύω στον πλανήτη,

να γνωρίσω ανθισμένες γειτονιές.

Με την Πούλια και με τον Αποσπερίτη,

να κρατήσω επαφή κι αναμονές.

Να μη σβηστούν οι όμορφες ματιές

και της καρδιάς, κρυφά τραγούδια.

Να μη χαθούν ερωτικές φωλιές

κι ευωδιαστά, του νού λουλούδια.

Με τον ήλιο ταξιδεύω στα ουράνια,

σε μπαχτσέδες, σε βεγγέρες του Θεού.

Και ρωτάω τους Αγγέλους, τα γεράνια,

μου είπαν, ο Θεός κοιμάτ’ αλλού…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

 

 

 

«Ταξιδεύω»

(VΙ)

Ταξιδεύω στα φυλλοκάρδια σου,

ναβρώ τα ίχνη απο τα χάδια σου.

Μα η ομίχλη μου κρύβει τον κόσμο σου

και άβατο βρίσκω το δρόμο σου.

Αφετηρίες που κλαίνε κρυφά,

στην παράλογη πίστα του νού σου,

σε οδηγούνε πίσω και στα κλεφτά,

ν’ αλλάζεις το χρώμα του ουρανού σου.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

 

 

 

«Ταξιδεύω»

(VΙΙ)

Ταξιδεύω στα όνειρά μου

και θαλασσοδέρνομαι.

Μούχεις κλέψει τη χαρά μου,

για τίποτα δεν ενδιαφέρομαι.

Αν θα ζήσω ή αν χαθώ,

τον κόσμο και τη ζωή

σιχάθηκα…

Μαζί σου χάθηκα…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Καλό σου ταξίδι ήλιε μου»

Καλό σου ταξίδι ήλιε μου,

στα θολά μονοπάτια της σκέψης μας

μην λοξοδρομήσεις,

είναι πολύ κοντά οι αχτίνες σου.

Ζυγώνουν οι φωτεινές σου ελπίδες,

στα νησιά της αιωνιότητας

πλησιάζουν οι χάρες σου,

φθάνουν στις καμινάδες,

που ακούραστα φωτίζουν τις χαρές σου.

Μη διστάσεις ν’ αντισταθείς ήλιε μου,

είσαι η ελπίδα των αποσκιαδερών,

είσαι των χαμάληδων η ανάσα,

η αναπνοή των κεκοιμημένων είσαι.

Μη διστάσεις ν’ αντισταθείς ήλιε μου,

είσαι η ευχή κατατρεγμένων δούλων,

είσαι η ψυχή αθώων εσταυρωμένων,

ο τίμιος σταυρός της Ανάστασης είσαι.

Ήλιε μου…

Καλό σου ταξίδι,

Ήλιε μας…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Καλό Ταξίδι»

(Ι)

Ταξιδεύοντας με του μυαλού τα πανιά,

ξαγρυπνούμε στο χαλί της σιωπής,

παραδειγματιζόμαστε

αλιβάνιστοι, θυμωμένοι, με κουράγιο «φθαρμένο».

Στης ψυχής τους δρόμους

αυτοϊκανοποιόμαστε,

με την πανσέληνο του πάθους

πειραματιζόμαστε

θύτες του δίκιου μας τραγουδούμε «φάλτσα».

Μεσάνυκτα και κάτι, απογειωνόμαστε

από τη νεκρική λίμνη…

…Σκοτάδι με άπειρες αποχρώσεις…

Άγνωστη η πορεία μας

άγνωστες αφετηρίες, αποφάσεις κίβδηλες

και το μέγεθος τη πίκρας μας «δυσανάγνωστο».

Άγνωστοι κόσμοι

σε διαδρόμους υπομονής,

προσμονές άνισες με τα κυκλάμινα

μεταλλαγμένα.

(ΙΙ)

Οι ώρες ανίκανες οφθαλμολάγνες,

οι ημέρες σιωπηλές, διάτρητες,

οι μήνες να ερωτοτροπούν με τις συννεφιές.

Οι χρόνοι, εξουθενωμένοι συσκέπτονται,

αποφασίζουν δόλια,

κάτω από συνθήκες ηχορύπανσης

και απόλυτης σιωπής διαπραγματεύσεων.

Οι αιώνες αρνούνται μεθοδικά

τα πάθη και τα λάθη τους,

αλισβερίσι ήθους.

Γιατί να μην ανθίζουν οι διαδρομές μας

γιατί να ξεθωριάζουν τα ταξίδια μας (;)

Γιατί νοσούν οι σφηκοφωλιές

και τα κοχύλια των λεωφόρων πενθούν (;)

Γιατί μετράμε αντίστροφα

ομορφιές και αριθμούς (;)

Γιατί δε μάθαμε,

μετρώντας λαθεμένα, νούμερα και προσμονές(;)

Καλό ταξίδι…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Γιατί Θεέ μου»

Ταξιδεύω στα ρηχά

και συναντώ χάος στις ψυχές και στις σκέψεις.

Ταξιδεύω βαθιά

και βρίσκομαι στην επιφάνεια των αισθημάτων.

Προσπερνώ το χάος των ψυχών

και τα επιδερμικά αισθήματα.

Φθάνω στη κορυφή της ζωής,

στο θαύμα της φύσης.

Τι κάλλος, τι ομορφιά Θεέ μου…

Τυφλοί και άωτοι άνθρωποι,

τρέχουν για την καταστροφή τους,

ανεβαίνουν εκούσια το γολγοθά τους.

Όλα μάταια, όλα εφήμερα,

γιατί τόση κακία, τόση φιλαργυρία, τόση τρέλα,

γιατί άρρωστα πάθη και εκούσια λάθη (;)

Γιατί, γιατί, γιατί τόσος πόνος

γιατί το τελειότερο δημιούργημα Σου

να νιώθει τόση μοναξιά

κι εγκατάλειψη, γιατί, γιατί, γιατί Θεέ μου…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Ταξιδευτής άγνωστος»

Μέσα στης πόλης τα στενά, μικρός σπουργίτης,

στους μονόδρομους, στ’ αλσύλλια, λαθρεπιβάτης.

Μέσα στα πλήθη, ταξιδευτής άγνωστος,

στις λεωφόρους, στις πλατείες, σε στάδια,

στα τροχοφόρα, ταξιδευτής ανύπαρκτος,

στα κιτρινισμένα πάρκα,

στις ερειπωμένες παιδικές χαρές,

κάτοικος ξεχασμένος, ταξιδευτής λυπημένος

και χαρούμενος,

Στα γυάλινα κτίρια,

στο θόρυβο, στην τρέλα,

στο άσκοπο τρέξιμο, ταξιδευτής του ονείρου,

στου Καλοκαιριού τις αρπαχτές,

στων ημετέρων το χορό,

στον πολιτισμό του κώλου,

στων υμετέρων το σκοπό,

τσαλακωμένο εισιτήριο

και ακροατής ακούσιος…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Αταξίδευτος»

Μην τρέχεις

μη σε φοβίζει της βροχής το ταξίδι,

ταξίδεψε κι εσύ,

πότισε την άγνοιά σου με εικόνες,

με χρώματα ουρανών,

με ηλιόλουστες καληνύχτες.

Μην τρέχεις,

μη σε φοβίζει η ημέρα του αύριο,

ίσως δεν υπάρξει συνέχεια του σήμερα.

Απόλαυσε στο ταξίδι σου κάθε στιγμή,

κάθε σου βήμα.

Μην τρέχεις άσκοπα, αταξίδευτα, άχρωμα,

η προσφορά σου στην αιωνιότητα

θα είναι η απληστία σου,

τα λάφυρα της καχυποψίας σου,

η άοσμη σάρκα σου

και η ασχήμια της στασιμότητάς σου…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Ο Αποσπερίτης»

Μαγεύτηκες και δε γύρισες Αποσπερίτη μου.

Σκοτείνιασαν τα μονοπάτια μας,

τα όνειρά μας άλλαξαν εποχές,

αράχνιασαν χρόνους οι ελπίδες μας…

Οι αχτίδες του φεγγαριού μας άλλαξαν ρότα,

βασίλεψαν οι βεγγέρες και τα μεσημέρια μας.

Ξοδέψαμε όλα τ’ αγιοκέρια και το λιβάνι μας,

κλαδέψαμε τις κληματόβεργες της καρδιάς μας,

δεν υπάρχει σταγόνα κρασιού

για της ζωής μας το πανηγύρι.

Ποιός θα φωτίζει τώρα της ψυχής μας τους δρόμους;

Ποιός θ’ αφουγκράζεται της αγρύπνιας μας τον ύπνο;

Ποιός θα κουράζεται, για να μας ξαποστάσει;

Μαγεύτηκες και δεν γύρισες Αποσπερίτη μου,

το ταξίδι σου χωρίς επιστροφή,

το ταξίδι σου χωρίς γυρισμό, Αποσπερίτη μου…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Τα αισθήματα σε κόπωση»

Το γαλάζιο των ματιών σου,

ατέλειωτες τρικυμίες,

αφιλόξενο μουράγιο

και φωλιές γλάρων, στων βράχων τ’ αρμυρίκια.

Η κάθε σου λέξη,

πύρινη λαίλαπα, χωρίς γυρισμό ξημέρωμα,

επιστρόφια λύπης

και ευχές βασανισμένων αρχόντων του σκότους.

Η κάθε σου κίνηση,

μαχαίρια φονικά,

ιστοί λάβαρων μίσους

και χοροί σειρήνων σε καμένη γη απογόνων.

Το γαλάζιο των ματιών σου,

ατέλειωτες σιδηροτροχιές λαβύρινθου,

που οδηγούν τα αισθήματα σε κόπωση…

Το γαλάζιο των ματιών σου…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Ήλιε μας ταξιδευτή»

Ήλιε Σοφέ, ταξιδευτή

και της Αγάπης γητευτή

μας, φώτιζε τις νύχτες.

Για να ξυπνούνε τα πουλιά,

νάναι ζεστή η αγκαλιά,

γι’ απόκληρους κι αλήτες.

Ήλιε έρωτά μας και Θεέ

και της ζωής χρυσέ ανθέ

μας, φώτιζε το δρόμο.

Να μη χαθούνε τα παιδιά,

να βγάλουν άνθη τα κλαδιά,

να γειάνουμε τον κόσμο.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Ταξίδευες τα όνειρά μου»

Ταξίδευες τα όνειρά μου στα πέλαγα,

ζωγραφίζοντας γοργόνες και τρεχαντήρια,

στ’ ουρανού το μαγνάδι, στη σκέψη μου.

Ταξίδευες τα όνειρά μου στα θαύματα,

σε ουράνιες μελωδίες, σε λιμνών νούφαρα,

στης καρδιάς τα ερωτοπαιχνιδίσματα.

Ταξίδευες τα όνειρά μου στα όνειρα,

τραγουδώντας σε ανθώνες και παραδείσους,

στης ψυχής τ’ ακριβό σφιχτ’ αγκάλιασμα.

Ταξίδευες τα όνειρά μου

και τη χαρά μου,

κρυφά σεργιανούσα.

Ταξίδευες τα όνειρά μου

και στη θωριά σου,

κρυφά τραγουδούσα.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Του έρωτα κρυφοί επιβάτες»

Σαν ταξιδέψει η καρδιά και ο νούς,

σε γνωστούς και σε άγνωστους τόπους,

μεθούν και γνωρίζουν κρυφούς ουρανούς,

ταπεινούς και λογιών άλλους ανθρώπους.

Σαν ταξιδέψει η ψυχή κι οι ματιές,

σ’ ομορφιές και ατέλειωτες στράτες,

του πόθου σκαρώνουν ζεστές αγκαλιές,

για του έρωτα κρυφούς επιβάτες.

Σαν ταξιδέψει το κορμί κι ηδονή,

σε φεγγαρόλουστες, κοραλένιες αμμούδες,

παράδεισου μύριοι κρυφοί οργασμοί,

με φτερά της ζωής πεταλούδες.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Αμήχανα»

Διάβαζα το σενάριο της ζωής σου

και μάντευα ό,τι δεν ήταν γραμμένο…

Κρατώντας αμήχανα τα χέρια σου,

αφήνω τη ματιά μου ελεύθερη,

να καλπάσει…

Αγνάντεψα το κενό της ψυχής σου,

έλαμπε το σκοτάδι της σκέψης σου,

παραμιλούσαν οι εμμονές σου…

Μπλέχτηκαν με τις αχτίνες του ήλιου

τα λόγια μου και ξεστράτισαν.

Από τα μονοπάτια του ορίζοντά σου

κύλησαν στ’ αδιέξοδα του χρόνου μου,

αντέγραψαν το σενάριο

αμήχανα,

λοξοδρόμησαν και χάθηκαν,

στην ομίχλη του νου…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Αλλά»

Σε δέρνουν οι τυφώνες

στων πυραμίδων τους δρόμους.

Ανεβαίνεις με αγκομαχητά, με ιδρώτα,

αλλά,

με τις δικές σου δυνάμεις,

με το δικό σου φως,

με τη δικιά σου λάμψη.

Είσαι αυτόφωτη και αυτάρκης,

είσαι καμάρι και παράδειγμα,

είσαι συννεφιασμένη και Ηλιόλουστη,

είσαι παιδί μα και γυναίκα,

είσαι πεδιάδα αλλά και οροσειρά,

είσαι Θεά ουράνια,

αλλά …

Και Μάνα Γήινη…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Δρόμοι δίχως γυρισμό»

Τριγυρίζει στα εσώψυχα της νύχτας

με της Γαλιώταινας το πατίνι,

ζωγραφίζοντας τα τσίτια και τις κορδέλες της,

με τα χρώματα της Πούλιας.

Παραπονιέται ο πύχης σου

για το ξεπούλημα

του σιταριού,

για το κόντημα του φιλότιμου,

κλαίει.

Αδιαφορώντας για θύματα, θυσίες

και θαύματα,

αναζητάς μέτρα και εικόνες

διάφανες.

Μα η αδιαφάνεια είναι τρόπος

της φύσης τους, της ζωής τους σκοπός.

Μην τριγυρίζεις άσκοπα,

δεν υπάρχουν ανθώνες στα βαλτοτόπια.

Τα περιστέρια, φτερουγάνε μόνο

στους εφιάλτες τους.

Πληγωμένη και η ελπίδα της ομίχλης τους.

Τραβάνε δρόμους δίχως γυρισμό…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Μόνη στα ξένα»

Στου κόσμου τα συνθήματα,

στης μοναξιάς τα βήματα

ψάχνω για ’σένα.

Μα φεύγεις στα διαλείμματα

μέσ’ στου μυαλού τα κρίματα,

μόνη στα ξένα.

Στου κόσμου τα χαμόγελα,

μία ζωή σου τό ’λεγα

πρέπει να ζούμε.

Προτίμησες τα «θαύματα»

και κολυμπάς σε τραύματα,

ως πότε να ’δούμε.

Στην τρέλα όταν κολυμπάς,

φθάνεις και στην Ιθάκη.

Μα όταν προβλήματα ακουμπάς,

σε τρώνε δράκοι.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Ταξιδευτές»

Ταξιδευτές τ’ ονείρου,

συνοδοιπόροι της βροχής.

Αερικά τ’ απείρου,

πυγολαμπίδες μιάς ευχής.

Ταξιδευτές με στάσεις,

συνοδοιπόροι στις ματιές.

Σ’ ανθρώπων παραστάσεις,

μ’ αγιάτρευτες λαβωματιές.

Ταξιδευτές στ’ αστέρια,

συνοδοιπόροι τ’ ουρανού.

Με απλωμένα χέρια,

στα αμαρτήματα του νού.

Ταξιδευτές με φίλους,

συνοδοιπόροι σ’ ομορφιές.

Ανθόσπαρτοι με ήλιους,

μ’ αρώματα και ζωγραφιές.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Με όνειρα ταξίδευα»

Τον κόσμο τον τραγούδησα

από μικρό παιδί.

Οράματα δεν πούλησα

και σε καμιά τιμή.

Με όνειρα ταξίδευα

στη γη στους ουρανούς.

Στις ομορφιές επίστευα

κι ό,τι ορίζει ο νους.

Οι φίλοι με προδώσανε

χιλιάδες μαχαιριές.

Σε άλλους με χρεώσανε

με κάλπικες ζαριές.

Τον κόσμο τον βαρέθηκα

μιλάω σοβαρά.

Νόθα, στραβά, τ’ ανέχθηκα

λειψή και τη χαρά.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Ο Δρόμος μας»

Ο δρόμος ανηφορικός

μ’ αγκάθια και μοναχικός,

στο πουθενά πηγαίνει.

Ο κόσμος μας γυαλιά, καρφιά,

με κόλπα ηλεκτρονικά,

τις σκέψεις μας ρυπαίνει.

Εγώ θα ζήσω όπως – όπως,

δε λογαριάζω αφορισμούς.

Θα είναι άδικος ο κόπος

και γι’ άλλους υπολογισμούς.

Μη σκέφτεσαι τα αγαθά,

γινήκαν οι καημοί βουνά

μαυρίζει κι η ψυχή μας.

Ο δρόμος μας ολισθηρός,

μα δε γλυστρά προς τα εμπρός,

τρέχει η εποχή μας.

Εγώ θα ζήσω όπως – όπως,

δεν κάνω υπολογισμούς.

Θα είναι άδικος ο κόπος

με βία και αφορισμούς.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Δεν είναι όλα ίδια»

Της λεμονιάς τ’ ανθάκια

σε νανούριζαν

χωρίς ύπνο οι αξίες σου,

άυπνες πάντα,

πάντοτε ανθηρές, πάντα σε νανούριζαν τ’ ανθάκια,

Περπατούσες,περπατούσες, ταξίδευες , ταξίδευες

και ξεχώριζες τ’ αδελφωμένα και τα πολύ μακρινά,

ξεχώριζες όλες τις βουνοκορφές τις χιλιανθισμένες

να χαϊδεύουν τα πελάγη,

ξεχώριζες τα βότσαλα από τις τρικυμίες,

τις μυρτιές από τους υάκινθους.

Ξεχώριζες τα ποτάμια από τις πίκρες

και τις πίκρες από τις αστραπές,

όλα τα ξεχώριζες, τα λίγα και τα καθόλου

και τα πολύ μακρινά

και τ’ αδελφωμένα,

όλα τα ξεχώριζες.

Μη ζητάς εξηγήσεις τώρα από τους παπαγάλους,

ξενιτεύτηκαν οι αντιδράσεις,

αντέδρασαν οι αμμόλοφοι,

ανθίζουν οι έρημοι

και τα κατάρτια σφυρηλατούνται

στις οάσεις και στα καπηλειά.

Της λεμονιάς τ’ ανθάκια, έγιναν αστέρια,

αποκοιμήθηκαν οι αξίες σου.

Δεν περπατάς, αιωρείσαι, δεν ταξιδεύεις,

έγινες σχοινοβάτης, φακίρης,

αιθεροβάμων,

ξέχασες να ξεχωρίζεις,

παπαγαλίζεις, μόνο παπαγαλίζεις.

Πόσο μοιάζουν οι αξίες, μονολογείς,

πόσο μοιάζουν τα όνειρα, μην είναι αργά(;)…

Στον ορίζοντα οι γλάροι, ο μπάτης, οι μέλισσες,

τα ψαροπούλια, οι βαρκάρηδες, ζωγραφίζουν,

με τα χρώματα της καρδιάς τους, ζωγραφίζουν

«ουράνια τόξα», δεν μοιάζουν όλα,

δεν είναι ίδια όλα, δεν είναι αργά.

Υπάρχει ελπίδα, υπάρχει φως…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Στη μανούλα, μαμά» (ΣΤΗ ΔΑΝΑΗ)

Οι φυλλωσιές και τα πουλιά

ξενιτεύτηκαν.

Τα δένδρα έχασαν τα κορμιά τους,

οι κόλακες είχαν ανάγκη την πρασινάδα τους.

Τα κοράκια του βάλτου

μεθούν,

με την πυρκαγιά και το θάνατο.

Άλλαξαν πορεία

τα σύννεφα και τα όνειρα.

Η ζωή τρέχει, ανήμπορη, αδύναμη

και απροσάρμοστη,

στα νέα δρομολόγια.

Κουράστηκαν οι αισθήσεις,

χειμώνιασε στις καρδιές…

Σε λίγο θ’ αρχίσει

ο τρύγος και το λιομάζωμα.

Υπάρχουν ακόμα καρποί.

Υπάρχει ακόμα καιρός…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Ταξίδευε ο λογισμός»

Ταξίδευε ο μαρασμός

σε χώρες πλαστικές,

με ξένους ανθρώπους

και σάλεψε ο λογισμός

γι’ αγάπες μακρινές

και ξάστερους τόπους.

Δε λύνονται προβλήματα

με λόγια ή αυταπάτες.

Αργά, χλιαρά, τα βήματα

μ’ ανάσες και διαλείμματα,

για να κυρτώνουν πλάτες.

Ταξίδευε και η ψυχή

σε λάγνες αγκαλιές,

σε πόθου λιμάνια

και μάτωνε η προσευχή

σ’ ακάνθινες τριανταφυλλιές,

σε μνήμης γιορντάνια.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Ν’ ανθίσ’ η κάμαρά μας»

Σε περιμένω μην αργείς,

με τη βροχούλα γύρισε,

στη μοναξιά μου μίλησε,

ν’ ανθίσ’ η κάμαρά μας.

Και τ’ αστεράκι της αυγής

σημάδι νάναι της γιορτής,

στολίδι στη χαρά μας.

Στο λιακωτό αγκαλιασμένους

να μας θωρεί, η νύχτα, η μέρα.

Να στέλνουμε σ’ ερωτευμένους,

ρόδα, φιλιά, με τον αγέρα.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Στη μοίρα καρτέρι»

Δεν πάγωσαν μόνο αγκαλιές και χαρακώματα,

αβγάτισαν οι υπερβολές, τα μαχαιρώματα.

Δε λύγισαν μόνο γειτονιές και πανανθρώπινα,

μα χλώμιασαν οι ομορφιές και τα χαρμόσυνα.

Διαδρόμοι, λιμάνια, λεωφόροι και παροχές,

πλανήτες, φεγγάρια, ’βδομάδες και εποχές.

Τα ίδια πάντα ακούμε, ακροβατώντας,

φυλάμε καρτέρι στη μοίρα, μονολογώντας.

Τα ίδια πάντα κρατάμε, αγανακτώντας,

φυλάμε καρτέρι στη μοίρα, μοιρολογώντας.

Δε τέλειωσαν μόνο οι αντοχές και τα αισθήματα,

τερμάτισαν οι συμβουλές με τα συνθήματα.

Δε χάθηκαν μόνο φωτεινά και αξιαγάπητα,

μαράθηκαν φανταστικά, αγνά κι απάτητα.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Με τη σκέψη σου»

Στο τρένο της υπομονής,

μόνιμος ταξιδιώτης…

Ψάχνω να ’βρώ τα μάτια σου,

της ψυχής σου το κελάηδημα,

του κορμιού σου την ευωδιά.

Ψάχνω να ’βρώ τα χάδια σου,

το γλυκό σου περπάτημα

στην αλάνα που τρέχαμε παιδιά.

Στο τρένο της προσμονής,

μόνιμος επιβάτης…

Δε θύμωσα,

δεν κουράστηκα,

δε βαρέθηκα,

δεν αγανάχτησα,

γιατί μόνο με τη σκέψη σου, ταξιδεύω, προσμένω,

παίρνω δυνάμεις, καθοδηγούμαι…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Στον κόσμο το δικό σου»

Στα βλέφαρά σου ξαγρυπνούν

οι ουρανοί κι οι θάλασσες,

οι μούσες και οι μάγισσες

στον κόσμο το δικό σου.

Στα μάτια σου γλυκοξυπνούν

οι πόθοι μου και κατοικούν,

μέσ’ στο χαμόγελό σου.

Γοργόνα τ’ Αλεξάνδρου

και του Μαγιού εταίρα.

Στα ακομπανιαμέντα βάρδου,

του Ελ-Γκρέκο θυγατέρα.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Τα πάθη να λυτρώσεις»

Θέλω να ρίξεις δυό ματιές,

στης μοναξιάς τα σύννεφα

και στης ψυχής τα σύνεργα,

τον πόνο να μερώσεις.

Να φύγουν οι λαβωματιές

και του καημού οι μαχαιριές,

τα πάθη να λυτρώσεις.

Ο Γολγοθάς που ανεβαίνω,

δεν έχει τελειωμό.

Το άδικο σου ανασαίνω,

του κόσμου τον κατατρεγμό.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Καλή σου νύχτα θάλασσά μου»

Σα μαγεμένος τρέχω μόνος στα ουράνια,

σαν αετός.

Για την αγάπη σου, μα εσύ δηλώνεις

άγνοια δυστυχώς.

Καλή σου νύχτα θάλασσά μου,

όνειρα, ταξίδια, έρωτά μου.

Όνειρα, ταξίδια, έρωτά μου,

καλή σου νύχτα θάλασσά μου.

Δαιμονισμένος φεύγω πάλι στα πελάγη

και όπου βγεί.

Για το χατήρι σου μου κάνουν δώρα,

εφτά μάγοι ναυαγοί.

Σα λαβωμένος πέφτω, σβήνω,

στου σπιτιού σου τα σκαλιά

και στο κρεβάτι παίρνει η μοίρα σου

το χάρο αγκαλιά.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Όλοι νικητές»

Τα όργανα ακούρντιστα,

με τ’ ασχημοφτιαγμένα σκαριά της ομίχλης

συνωστίζονται στα λιμάνια.

Ο μάγος στηρίζει τα μπράτσα της μπόρας,

η δυνατή κραυγή του, απόψε ξενιτεύτηκε,

οι αποσκευές των λουλουδιών

δεν ακολούθησαν, λάθος παράγγελμα.

Αμαρτίες και σάβανα

στις εξέδρες χαιρετούν,

άλογα βαμμένα λουλακί, παρελαύνουν.

Όλα τα περιστέρια έχουν αυτοκτονήσει,

πριν αιώνες, ο γεράκος με τα σπόρια

στις χούφτες τα περιμένει στη Μαδρίτη

κάθε πρωινό, χρόνια τώρα, μα η πλατεία άφτερη.

Τ’ απογεύματα τους έχουν στήσει καρτέρι,

κυνηγοί άσφαιροι, στην αρένα,

γνωρίζουν τις διαδρομές τους οι επιστάτες,

είναι ο αγώνας άνισος, πάντα νικάνε τα περιστέρια

Με τα πρησμένα πόδια

ο γκέκας ταξιδεύει,

ζητά αλλαγή φρουράς και κραυγές,

μα είναι αλυσοδεμένος ο γύπας

με κλώνους λεβάντας, τέλειωσε το θυμίαμα,

δεν ξεχωρίζει τους ανθρώπους,

είναι τυφλός ο βρυκόλακας

βλέπει μόνο την κόλαση,

νάρχεται από μακρινό ταξίδι χωρισμού.

Όλοι ζητωκραυγάζουν

η ομίχλη εκλιπαρεί κλαίγοντας,

τα όργανα γλυκοκελαϊδούν,

νανουρίζουν τα λιμάνια,

σε λίγο όλοι, ησυχάζουν, με τη νίκη τους,

ναι, όλοι είναι νικητές… Καληνύχτα…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Στους πέντ’ ανέμους»

Οι δρόμοι ανοίξανε φτερά

γι’ άγνωστους κόσμους.

Η βροχή τους κάνει συντροφιά,

στους πέντ’ ανέμους.

Χάθηκαν όλα τα τροχοφόρα

μέσ’ στο διαδίχτυο, μέσα στη μπόρα.

Λοξοδρόμησαν κι οι λαμαρίνες

στα χάδια της Κίρκης και στις Σειρήνες.

Τα βρόχια κλείσαν’ εποχές

μέσ’ στα κομπιουτεράκια.

Τη ζωή πηγαίνουν φυλακή

τα πλαστικά δωράκια.

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»

«Θα σου…»

Θα σου ψιθυρίσω με μια κιθάρα,

τώρα που τελειώνει

του καημού μας η μέρα

και πλαγιάζει ο ήλιος…

Θα σου ζωγραφίσω με ηχοχρώματα,

τώρα που ματώνει

τ’ ουρανού μας η άκρη

κι ωριμάζει η ζωή μας…

Θα σου ιστορίσω για κατορθώματα,

τώρα που μικραίνει

των ονείρων το ύψος

κι έρχεται λήθη για όλα…

ΤΑΚΗ ΛΟΥΚΑΡΕΑ

«ΝΕΑΝΕΣ»