Παραμυθένια

Σου μιλούσα ατελείωτα,

με το τραγούδι της καμπάνας,

σε καλούσα ασταμάτητα.

Με τον καημό της μάνας,

σε στόλιζα παθιασμένα,

με χρώματα της Άνοιξης.

Σε φρόντιζα παραμυθένια,

με αρώματα θείας κατάνυξης.

Σε νανούριζα, σε νανουρίζω

και δεν θα πάψω ποτέ να σε νανουρίζω.

Με το τραγούδι της καμπάνας,

με τον καημό της μάνας…

Με χρώματα της Άνοιξης,

με αρώματα θείας κατάνυξης…

(ΙΙ)

Σου μιλούσα και πάντα θα σου μιλώ…

Σε καλούσα και πάντα θα σε καλώ…

Σε στόλιζα και πάντα θα σε στολίζω…

Σε φρόντιζα και πάντα θα σε φροντίζω…

Ατελείωτα,

Ασταμάτητα…

Παθιασμένα,

Παραμυθένια…

 

Στα Χανιά

Δυό χρόνια, πεδίο βολής της Κρήτης,

επάνω στ’ Ακρωτήρι των Χανίων.

Υπηρέτησα επί χούντας, σαν σμηνίτης

κι αγάπησα παράφορα τη Χώρα των Σφακίων.

Στο Βενιζέλειο Ωδείο, μαθητής

και ο Καλούτσης, ο γλυκός καθηγητής.

Σινέ – Απόλλων, άμιλλας διαγωνισμοί,

ισόβιοι στο μυαλό μου οργασμοί.

Ψαρέματα στη Γαύδο, για τις κακαβιές,

ανεξίτηλες στο χρόνο μολυβιές.

Φύλλο και φτερό

Στη Χαλκίδα θάρθω μιά βραδιά,

θέλω την καρδούλασου να κλέψω.

Μούχες πει σαν ήμασταν παιδιά:

«Μόνο εσένα θέλω να μαγέψω»

Στου Ευρίπου τα τρελά νερά,

μου δάνεισε ο έρωτας φτερά.

Στη Χαλκίδα θάρθω μιά βραδιά,

θέλω την καρδούλα σου να κλέψω.

Μούχες πει σαν φιληθήκαμε παιδιά:

«Σ’ άλλον άντρα δεν θα επιτρέψω»

Στης παλίρροιας τον τρελό χορό,

θα τα κάνουμ’ όλα, φύλλο και φτερό.

Στη Χαλκίδα

Ήσουν η στερνή μου ελπίδα,

κοριτσάκι στη Χαλκίδα.

Μεσημέρι με το τρένο,

δυό μερόνυχτα προσμένω.

Στου Ευρίπου την παλίρροια,

οι τσιγγάνοι με μπακίρια,

Τσιφτετέλια οι τσιγγάνες,

χάνουν τα παιδιά οι μάνες.

Ψάχνω για να βρώ τη Μπέλλου

στα φτερά κάποιου Αγγέλου.

Πήγε «χ ά ρ α μ α» κι η δόλια,

στης «Σ τ ε ν ή ς» τα περιβόλια.

Είσαι η στερνή μου ελπίδα,

κοριτσάκι στη Χαλκίδα…

Χάθηκε κι αυτό το τρένο,

ξέχασα να περιμένω…

Την Αθήνα έβαλα σε στοίχο

Την ιστορία της Αθήνας έβαλα σε στοίχο,

πόλεμοι, χρυσοί αιώνες και πολιτισμός.

Τις αμαρτίες της πόλης έστησα στον τοίχο,

διάσημοι, αστοί σπουδαίοι κι ένας συρφετός.

Δεν πεθαίνει η Πόλη

μόνο τσιμεντώνεται,

δε θα μείνει πλέον μόνη,

η Ομόνοια τη χρεώνεται.

Την ιστορία της Αθήνας βάζω στη φορμόλη,

χρώματα, μνημεία και Αρχαίους υμνωδούς.

Τις αγωνίες, το χάος, σύννεφο στην πόλη,

ύαινες, του πόνου μεταπράτες, πόρνες κι «αηδούς».

Δεν πεθαίν’ η Αθήνα,

αλλ’ ανακυκλώνεται,

μέσ’ στης τρέλας τη ρουτίνα,

θα χιλιοαναμορφώνεται.

Κοριτσάκι στο Λεβίδι

Κοριτσάκι στ’ όμορφο Λεβίδι,

μου επέστρεψες το δαχτυλίδι.

Στη Δημητσάνα μ’ έκανες μπαρούτι,

ληγμένο στην Ανδρίτσαινα γιαούρτι.

Στη Μεγαλόπολη, με έκανες λιγνίτη,

στην Κυνουρία, σκανδαλιάρη και αλήτη.

Πέτρα στα Λαγκάδια εξοφλημένη

κι επιταγή μεταχρονολογημένη.

Στα Τρόπαια, θριαμβευτή και τροπαιούχο,

στου Άστρους τα πελάγη, «οικοπεδούχο»

Κοριτσάκι μου από την Αρκαδία…

Σ’ έχω κλείσει στην ψυχή μου,

μόνο σαν ερωτική ευωδία…

Κοριτσάκι μου στην Αρκαδία

Κοριτσάκι μου στην Αρκαδία,

φέρνεις ως την Καλαμάτα ευωδία.

Μεγαλόπολη, Τρίπολη, Βυτίνα,

ανέμελα κυκλοφορείς, ’λαφίνα.

Στον ποταμό το μαγικό, το Λάδωνα,

το δειλινό μεσ’ στο κρυφτό σ’ αντάμωνα.

Τραγούδια από τον Τσέρτο και τη Νάντια,

της Εθνικής παράδοσης διαμάντια.

Κοριτσάκι στη Μεσσήνη

Κοριτσάκι στη Μεσσήνη,

τελευταία έχεις μείνει,

στο χορό των κοριτσιών.

Απουσίαζες στο βάλτο,

ή εκπαίδευες το γάτο,

σε ενέδρες ποντικιών(;)

Φιλιατρά, Κυπαρισσία,

σ’ έχουν όλοι για «οσία»

κι όμως τους συκοφαντείς.

Χώρα, Πρώτη, Γαργαλιάνοι,

για τα μάτια σου(;) Ζητιάνοι

κι όλους τους περιφρονείς.

Σου την έφτιαξε ο Μάϊμος

κι ο εγωϊσμός σου, άμμος.

Τώρα λες, τί, πότε και πώς…

Στην έφερ’ ο ηθοποιός.

Κοριτσάκι μου στη Βόρειο Ελλάδα

Κοριτσάκι μου στη Βόρειο Ελλάδα,

στον Άγιο έταξα λαμπάδα,

δεν σ’ αντίκρισε κανείς.

Κατερίνη σε γυρεύω, Αριδαία,

Βέροια, Νάουσα, δεν έχω νέα,

Αξιούπολη, Κιλκίς.

Κοριτσάκι στη Μακεδονία,

θα με τελειώσ’ η αγωνία,

χάνονται κι οι ουρανοί.

Νιγρίτα, Σέρρες, Σαμοθράκη,

Αλεξανδρούπολη, στην Ξάνθη,

Θάσο, στην Κομοτηνή.

Γύρισα όλο τον Έβρο,

δεν μπορώ «ουρί» να σ’ εύρω.

Τον παράδεισό μου χάνω,

στο Σουφλί θε ’να πεθάνω.

Κοριτσάκι στο Λασήθι

Κοριτσάκι στο Λασήθι,

με τα φλογερά σου στήθη,

πόθους μας σκορπάς.

Δείχνεις στον Άγιο – Νικόλα,

τα «υπάρχοντά» σου όλα,

πές μας, πού το πάς(;)

Ιεράπετρα, Σητεία,

λένε: «Βίος Πολιτεία»

Στη Νεάπολη, Ελούντα:

«Μην αρπάξει καμιά πούντα…»