Aητέ του Πειραιά

Ξεκίνησες μ’ εμπόδια,

για της ζωής το γλέντι

κι έψαχνες τα εφόδια

στην αγορά του Ρέντη.

Αητέ του Πειραιά,

κανείς δεν έδωσε παρά.

Παιδί της ορφανής,

κανείς δε νοιάστηκε κανείς.

Ξεκίνησες με όνειρα,

για της ζωής το δρόμο,

συνάντησες λασπόνερα

και την ψευτιά στον κόσμο.

Εφήμερες δόξες

(Ι)

Στις λεωφόρους, βλέπω τη φωτογραφία σου

σε γιγαντοαφίσες…

Κανένας οδηγός, δεν δίνει σημασία

στο χρώμα των ματιών σου…

Στις πλατείες, βλέπω τη φωτογραφία σου

σε γιγαντοοθόνες…

Κανένας περαστικός, δεν δίνει σημασία

στο χρώμα των μαλλιών σου…

Στα γήπεδα, βλέπω τη φωτογραφία σου

σε διαφημιστικά ταμπλώ…

Κανένας φίλαθλος, δεν δίνει σημασία

στο χρώμα των νυχιών σου…

(ΙΙ)

Σε προβλήτες λιμανιών,

Είδα τη φωτογραφία σου…

Ξεθωριασμένη, παγωμένη,

Ξεφτυσμένη, ταλαιπωρημένη,

Λησμονημένη…

Δεν έμοιαζε καθόλου

Με φωτογραφία…

Σα… Σαν…

(Ι)

Σα λίκνο με ανθόφυλλα,

σα φλόγ’ απ’ αγιοκέρι.

Σαν Άνοιξης χαμόγελο,

σαν αγκαλιά της μάνας.

Σα δρόμος του εσπερινού,

σα χάδι της καμπάνας.

Σα δάκρυ στην επιστροφή,

σαν της χαράς το κλάμα.

Σαν παραμύθι της γιαγιάς,

σαν όαση ερήμου.

Σα μελωδία ονειρική,

απ’ τις εννέα Μούσες.

(ΙΙ)

Σα λειτουργιά εξωκλησιάς,

σαν Πασχαλιάς το μίσχο.

Σαν της καρδιάς τ’ απάγκιασμα,

από έρωτα φουρτούνα.

Σαν ήλιος στο χαμόγελο,

του χιλιοαδικημένου.

Σα νεύμα στο παράθυρο,

μικροξενητεμένου.

Σαν της ερήμου την πηγή,

της στείρας το κοπέλι.

Σαν της γριούλας την ευχή

και τη σοφία γέρου.

(ΙΙΙ)

Σαν την φτερούγα αετού

και σαν παιδιού το γέλιο.

Σαν τη χαρά του Ποιητή,

τραγούδι να τον λένε.

Σαν μελωδία ερωτική,

του έρωτ’ αρμονία.

Σαν ευωδιά λεμονανθού,

που ζωγραφίζει αγάπες.

Σαν πρωινό της Κυριακής,

που γλυκοτραγουδάει.

Σαν της μανούλας φυλαχτό,

πούχεις στα φυλλοκάρδια.

V)

Σαν προσευχή αμαρτωλού

κι ελπίδα λιποτάχτη.

Σα νυχτοφύλακα όνειρο,

δασκάλου Αλφαβητάρι.

Σαν του παπά την Κυριακή,

του εργάτη το Σαββάτο.

Σαν πολιτεία που ζητά,

χώρους για να γιορτάζει.

Σα βάδισμα μικρών θεών,

πάνω σε λαμαρίνες.

Σα βάκιλοι σε έξαρση,

σε καταδικασμένους.

(V)

Σαν ποταμός που δεν γυρνά,

να σώσει τα παιδιά του.

Σαν πόλεμος που πολεμά,

μόνο να πολεμάει.

Σαν πυρκαγιά που χάρισε,

ζωή σε δυό δενδράκια.

Σαν τη λαλιά του πετεινού,

σαν τράγου το κουδούνι.

Σαν τη βροχούλα που χτυπά,

της γης την ξεραΐλα.

Σαν την κραυγή του κόρακα,

ILOVEYOU όταν της λέει.


(VΙ)

Σαν δάσος λυγερόκορμο,

που κάψαν τα παιδιά του.

Σα φάμπρικ’ αξιοθρήνητη,

πούχασε τους εργάτες.

Σαν αηδονάκι άλαλο,

που ψάχνει τη φωνή του.

Σα χελιδόνι πούμεινε,

μέσ’ στην καρδιά Χειμώνα.

Σαν ίαση απο βάκιλους,

σα χάρη ισοβίτη.

Σα ’ρημοκλήσι πούχασε,

της ερημιάς τα κάλλη.

(VΙΙ)

Σα λίμνη με τους κύκνους της,

που χάρισαν σε γύπες.

Σα νίκη ακριβοθώρητη,

που αμαύρωσαν κηφήνες.

Σαν παραδείγματα Χριστού,

που μοίρασαν σ’ αφέντες.

Σα βράχος υπερήφανος,

που άλλαξε συνήθειες.

Σα βάδισμα της πέρδικας,

στου ξυραφιού την κόψη.

Σαν αετού τον εγγονό,

πούγινε καρδερίνα.

 

(VΙΙΙ)

… Σε διαδρομές ονείρων σου,

διόδια να πληρώνεις.

… Για προσευχές στην Παναγιά,

την άδεια να σου δίνουν.

… Στη φύση όταν ακουμπάς,

να πέφτεις σε παγίδες.

… Το δίκιο σου όταν ζητάς,

να κάθεσαι στο εδώλιο.

… Να κυβερνούν τα ψέματα

και να κοιμούντ’ οι αλήθειες.

Με το Θεό μιλά

Κόκκινο, ξεθωριασμένο, γαρύφαλο στο στήθος,

στην πλάτη, κεντημένη καρδούλα βιολετιά.

Φώναζε, χειροκροτούσε και ρώταγε το πλήθος,

ψηλότερο ποιό δέντρο είναι;

Το κυπαρίσσι, ή η Ιτιά;

Άλλοι τον έλεγαν λεχρίτη,

άλλοι του έδιναν κάτι ψιλά.

Άλλοι τον φώναζαν αλήτη,

μα ’κείνος κάθε βράδυ, με το Θεό μιλά.

Πέλαγα τρικυμισμένα μετράει στ’ όνειρό του,

λιμάνια με γυναίκες, ασήκικα κορμιά.

Γλένταγε, νυχτογυρνούσε ρωτώντας το χορό του, ή (το ντορό του)

μακρύτερα ποιός τόπος είναι(;)

Η Ανδαλουσία(;) Ή η Βενετιά(;)

Χάθηκε άδοξα ο ήλιος

Μάγια έκανες και λιώνει,

η πορεία δεν τελειώνει

τη σκιά για να δαμάσει.

Λόγια κάλπικα με γρίφους,

σε θορύβους ή με χτύπους,

πώς η μπάντα θα σωπάσει(;)

Χάθηκε άδοξα ο ήλιος,

σε τρισάγιο ο παπά-Σπήλιος,

τα γεράνια απορήσαν.

Βρέθηκαν πέντε φαντάροι

που φιλούσαν στο παζάρι

κι όλα τα βιτρώ ραγίσαν.

Το κλάμα και το γέλιο

Τα γέλια απ’ τον ταρσανά

τα βήματα μεγάλωσαν,

τη μοναξιά μας μάλωσαν

και του λυγμού τον πόνο.

Μιά φλόγα πίσω απ’ τα βουνά

και ένας λύκος π’ αλυχτά

μας δείχνουνε το δρόμο.

Τρέχουμε κόντρα στη βροχή,

στ’ αγριεμένα κύματα

κι απ’ τη ζωή μαθήματα

πού ’ναι παντού γραμμένα.

Τελειώνει αυτή η εποχή

και γίνεται μιά νέα αρχή

σ’ όλα τα ξεχασμένα.

Το κλάμα και το γέλιο

του κόσμου είναι θεμέλιο.

Χτίζεις τα βήματα

Μοιάζουν τα χείλη σου,

τριαντάφυλλα, γαρύφαλ’ ανθισμένα.

Τα μάτια σου, με θάλασσες

και πέλαγα φουρτουνιασμένα.

Φεύγεις με σύννεφα γοργόφτερα μαβιά,

για να τραβήξεις κι άλλη μία μολυβιά.

Στα ύψη και στα βάθη του ανθώνα,

μα συναντάς μπροστά σου το Χειμώνα.

Κλείνουν τα χέρια σου,

παράθυρα και ξόβεργες γι’ απάτες.

Χτίζεις τα βήματα,

χαμόγελα κι αρώματα γι’ αγάπες.

Νανούρισμα ή εφιάλτης

Θάμαι ο πολεμιστής σου,

ο Χριστός και ο ληστής σου,

ο Καιάδας κι η ζωή.

Θάμαι μύρο και φαρμάκι,

ύαινα και σπουργιτάκι,

η κατάρα κι η ευχή.

Θάμαι πόλεμος κι Ειρήνη,

όαση και γης καμίνι,

που θα καίει τις καρδιές.

Θάμαι και χολή και νάμα,

η καταστροφή, το θάμμα,

που ματώνει τις βραδιές.

Νανούρισμα

Θάμαι στο προσκέφαλό σου,

παραμάνα κι Άγγελός σου,

όνειρα μη φοβηθείς.

Θάμαι ήσυχο λιμάνι,

η φουρτούνα μη σε πιάνει,

στα ταξίδια που ποθείς.

Θάμαι Άνοιξη και Ήλιος,

ο αχώριστός σου φίλος,

στα σκοτάδια σου το φως.

Το ακοίμητο καντήλι,

μέλι και στα δυό σου χείλη,

θάμαι γη και ουρανός.

Του έρωτα κρυφοί επιβάτες

Σαν ταξιδέψει η καρδιά και ο νούς

σε γνωστούς και σε άγνωστους τόπους,

μεθούν και γνωρίζουν κρυφούς ουρανούς,

ταπεινούς και λογιών άλλους ανθρώπους.

Σαν ταξιδέψει η ψυχή κι οι ματιές,

σ’ ομορφιές και ατέλειωτες στράτες,

του πόθου σκαρώνουν ζεστές αγκαλιές,

για του έρωτα κρυφούς επιβάτες.

Σαν ταξιδέψει το κορμί κι ηδονή,

σε φεγγαρόλουστες, κοραλένιες αμμούδες,

παράδεισου μύριοι κρυφοί οργασμοί,

με φτερά της ζωής πεταλούδες.