Αμμόλοφοι στην αρένα

Δεν ησυχάζουν τα τρένα

ξενυχτώντας σε άδειους σταθμούς.

Διαπλέκονται ταμπέλες, ράγες, φανάρια

κι εσύ τριγυρίζεις στου Ρέντη

σκορπίζοντας χολή, ξύδι

και αγιασμούς.

Αμμόλοφοι στην αρένα,

οι ταυρομάχοι βλασφημούν.

Τα κόρνα των ταύρων σφαδάζουν,

με μανία το παρελθόν μας τρυπούν.

Δεν κοιμούνται οι νύχτες

ξενυχτώντας σε οίκους ανοχής.

Διαπλέκονται ταμπέλες, γραφεία, πουτάνες

κι εσύ ξεκουρντίζεις τις ώρες,

λιβανίζοντας αιδοία,

νόθας βροχής.

Για …

(Ι)

Φώτα και προβολείς,

μου δείχνουν το δρόμο…

Αλήθεια, για ποιό δρόμο(;)

Για ποιά αφετηρία(;)

Για την Ευτυχία;

Για την Ειρήνη;

Για την Αγάπη;

Για την Πρόοδο;

Για την Ευημερία;

Για την Αλληλεγγύη;

Για την Αλήθεια;

Για τον Έρωτα;


(ΙΙ)

Για τη Φύση;

Για το Θεό;

Για τη Μουσική;

Για τη Λογοτεχνία;

Για την Ποίηση;

Για τη Δημοκρατία;

Για τη Δικαιοσύνη;

Για την Αξιοκρατία;

Για τον Πολιτισμό;

Για ………………

…….……………

…………………..

Από α – ι

(I)

α)Ξόδευε του ορίζοντα

τις όμορφες εικόνες

και την καρδιά σου γέμιζε,

με ερωτοανθώνες.

β)Οι πίκρες ομορφαίνουνε

τη σύντομη ζωή μας

και όλα τα προβλήματα,

βούτυρο στο ψωμί μας.

γ)Κρυφό χαμογελάκι μου,

φώτιζε τη ματιά της

κι εσύ παραπονάκι μου,

πέσε στην αγκαλιά της.

I)

δ)Γλυκό Χελιδονάκι μου

πάρ’ της καρδιάς τους χτύπους

κι απο το μπαλκονάκι μου,

χίλιους ερωτοστίχους.

ε)Κρυφό παραθυράκι μου

άνοιξε όταν γνέφει,

να φύγουν πίκρες και καημοί

και της ψυχής τα νέφη.

 

(ΙΙI)

στ)Η ψυχή, όσο πληγώνεται

τόσο και η ανάσα φαρμακώνεται.

Η καρδιά κι αν δοκιμάζεται,

η αμαρτία, ουδέποτε δαμάζεται.

ζ)Ένα γλαρόνι βούτηξε

στου νού σου τ’ ακρογιάλια

κι έφερε στα κύματα,

ερωτομαϊστράλια.

V)

η)Γοργόνα της Νεάπολης

Ζαργάνα του Τσιρίγου,

έχεις «ψαριές» με χρώματα

και ευωδιές του τρύγου.

θ)Μπαρμπούνι στη Νεάπολη,

γλαρόνι στο Τσιρίγο,

το πέταγμα σου ακολουθώ,

τα μάτια όταν ανοίγω.

ι)Στα μάτια, βρίσκ’ ωκεανούς

στα χείλη σου, λιμάνια.

Στο γέλιο, χίλιους στεναγμούς,

στα χέρια, γιαταγάνια…

Με φιλάς γλυκά

Έλα γαριφαλάκι μου,

κρυφοκαημέ, αηδονάκι μου,

δρόμο να μου ανοίξεις.

Έλα Καλοκαιράκι μου,

κρυφολυγμέ, αεράκι μου,

τον κόσμο να μου δείξεις.

Με φιλάς γλυκά στα μάτια,

στ’ ουρανού τα σκαλοπάτια.

Με φιλάς γλυκά στα χείλη

και ζηλεύουνε οι ήλιοι.

Με φιλάς γλυκά στο στόμα

κι ονειρεύομαι ακόμα.

Πληγή αγιάτρευτη

Αλήτης του Αιγάλεω,

στον Πειραιά αλάνι,

μάτωνε τη Νίκαια,

βεντέτες και στη Μάνη.

Νύχτα τον πήραν τα πουλιά

απο του χάρου τη θηλειά,

τον πήγανε στ’ αστέρια.

Μα τους αφόπλησε η γή

και δεν γιατρεύετ’ η πληγή,

με νόμους και νυχτέρια.

Μαχαίρι του υπόκοσμου,

άσπρη, κλοπές, απάτες,

ξαργύρωνε τα άλλοθι

με των νονών τις πλάτες.

Πάλι ζάλη

Μου ’ρθε στο κεφάλι πάλι η ζάλη,

μιά βουτιά πάνω στα στρώματα.

Πασχαλιά μου άνθησες στην πάλη,

στου κορμιού τα χαρακώματα.

Ηδονή μου άστραψες και πάλι,

στ’ ουρανού της τα πατώματα.

Μου ’ρθε στο κεφάλι πάλι ζάλη,

μιά βουτιά μέσα στην κόλαση.

Ηδονή μου άλλαξες κανάλι

κι είναι μακριά η όαση.

Πασχαλιά μαράθηκες και πάλι,

στου μυαλού της την απόδραση.

Στη μοίρα καρτέρι

Δεν πάγωσαν μόνο αγκαλιές και χαρακώματα,

αβγάτισαν οι υπερβολές, τα μαχαιρώματα.

Δε λύγισαν μόνο γειτονιές και πανανθρώπινα,

μα χλώμιασαν οι ομορφιές και τα χαρμόσυνα.

Διαδρόμοι, λιμάνια, λεωφόροι και παροχές,

πλανήτες, φεγγάρια, ’βδομάδες και εποχές.

Τα ίδια πάντα ακούμε, ακροβατώντας,

φυλάμε καρτέρι στη μοίρα, μονολογώντας.

Τα ίδια πάντα κρατάμε, αγανακτώντας,

φυλάμε καρτέρι στη μοίρα, μοιρολογώντας.

Δε τέλειωσαν μόνο οι αντοχές και τα αισθήματα,

τερμάτισαν οι συμβουλές με τα συνθήματα.

Δε χάθηκαν μόνο φωτεινά και αξιαγάπητα,

μαράθηκαν φανταστικά, αγνά κι απάτητα.

Ταξίδευε ο λογισμός

Ταξίδευε ο μαρασμός

σε χώρες πλαστικές,

με ξένους ανθρώπους

και σάλεψε ο λογισμός

γι’ αγάπες μακρινές

και ξάστερους τόπους.

Δε λύνονται προβλήματα

με λόγια ή αυταπάτες.

Αργά, χλιαρά, τα βήματα

μ’ ανάσες και διαλείμματα,

για να κυρτώνουν πλάτες.

Ταξίδευε και η ψυχή

σε λάγνες αγκαλιές,

σε πόθου λιμάνια

και μάτωνε η προσευχή

σ’ ακάνθινες τριανταφυλλιές,

σε μνήμης γιορντάνια.

Μάτια μου

Μάτια μου μεγάλα, κοραλένια,

με φωτίζει η δικιά σου έννοια.

Από Γύθειο, Ελαφονήσι

στης Αγάπης το μεθύσι

και Νεάπολη, Τσιρίγο

γιά του Έρωτα τον τρύγο.

Μάτια μου μεγάλα, φορεσιά μου,

ταξιδεύεις τα όνειρά μου θαλασσιά μου.

Καλώς ήλθες στον Ευρώτα

στης Κρανάης μας τη ρότα.

Στο Διρό στη μέσα Μάνη

η καρδιά για να γλυκάνει.

Στους Μολάους, στο Γεράκι,

αχ! να σ’ έβλεπα λιγάκι.

Τρώγλη η ψυχή τους

Τρέχω στων λεωφόρων τα συμπλέγματα,

στα βρώμικά τουςPARKING αναπνέω.

Φώτα κρυμμένα κι αναχώματα

κι όταν μου γελάει αυτή, εγώ της κλαίω.

Βλέπω στα τηλεκανάλια και στα γήπεδα,

παράθυρα και τσόντες ζωγραφίζουν.

Μπόχα, βρισιές, σε όλα τα επίπεδα,

για την ανατροφή μου(;) Αυτοί φροντίζουν.

Τζάκια θλιμμένα στα λασπόμυαλα,

η ευτυχία κουρδισμένη με ενέσεις.

Τρώγλη η ψυχή τους και λαμπόγυαλα,

Θεοί τους είν’ η χλύδα κι οι ανέσεις(;)