Στ’ αζήτητα οι αγάπες

Ψάχνω για κάλλη κι ομορφιές

μέσ’ στου μυαλού τη χίμαιρα,

στο παρελθόν, στο σήμερα,

μ’ όνειρα κι αυταπάτες.

Στ’ αζήτητα οι αγάπες,

ψυχρές κι ανέραστες ματιές,

του έρωτα λαβωματιές.

Στου γκρεμού την άκρη

τραβάμε τα αισθήματα,

γι’ ανούσια προβλήματα

χύνουμε μαύρο δάκρυ.

Αόρατα βαπόρια

Δείχνει τους μύθους η φωτιά,

πουλιά στο περιβόλι μας,

στ’ αζήτητα οι ρόλοι μας

κι ο εαυτός μας χώρια.

Γράφει τη ρότα μιά μυρτιά,

πάνω σε θάλασσα πλατειά,

μ’ αόρατα βαπόρια.

Δεν συμφωνούν τα νούφαρα

στο λογισμό της λίμνης.

Πάρ’ το σκαρί που σου ’φερα,

στη λησμονιά μη μείνεις.

Ανθόφυλλα δε μάδησα

Τρέχει με χίλια ο καιρός,

μας τάχει κάνει θάλασσα,

ό,τι ωραίο χάλασα,

το πήρανε τα χρόνια.

Κι ο βράχος μονάχος, σιωπηλός,

δεν τον βαραίνει ο σταυρός

που τον κρατά για χρόνια.

Ήμουν παιδί και γέρασα,

με την καρδιά δε γέλασα,

αόρατα κρατιώμουν.

Ανθόφυλλα δε μάδησα,

είχα κοντά μου μάγισσα,

για νάϋλον νοιαζώμουν.

Μόνος

Στην τελευταία σου πνοή

και του κορμιού η ανάπαυση,

στου χρόνου τη διάσταση,

να της ψυχής σου ο Απρίλης.

Σε μιά συννεφιασμένη αυγή,

σ’ αθανασίας την πηγή,

ξυπνάει ο Άη – Βασίλης.

Με άνθη και δενδράκια

και μελωδίες συντροφιά.

Θάσαι μόνος σε δρομάκια,

που κελαϊδούν αόρατα πουλιά.

Του χρόνου ο φωτογράφος

Στης αγάπης τη φωλιά

Καλοκαίρι μύρισε,

η Ελπίδα γύρισε

και ο έρωτας ζωγράφος.

Η καυτή του πινελιά,

σε ολόγυμνα κορμιά,

είν’ του χρόνου ο φωτογράφος.

Απαθανατίζει

τις ερωτικές στιγμές.

Πάντα ζωγραφίζει,

του καιρού το εκκρεμές.

Η ζωή μας

Τρέχ’ η ζωή χωρίς φειδώ,

δίχως να σκέφτεται,

σ’ άνομα μπλέκεται,

σε ατραπούς, σε γολγοθάδες,

ολοχρονίς, σχόλες, γιορτάδες.

Φεύγ’ η ζωή χωρίς αιδώ,

πάντοτε βιάζεται,

τάχα κουράζεται,

σε ποταπά, συννεφιασμένα,

σ’ αμαρτωλά, ξεθωριασμένα.

Όσο κι αν μας πληγώνει,

άλλο τόσο μας καμαρώνει.

Όσο κι αν μας αδικεί,

άλλο τόσο μας εξυμνεί.

Όσο κι αν μας φαρμακώνει,

άλλο τόσο μας αποζημιώνει.

Έτσι περνάει η ζωή μας

Στους δρόμους μποτιλιάρισμα,

στις γειτονιές(;) Τσιμέντα,

στα κάλλη ξεκαθάρισμα,

για ομορφιές(;) Κουβέντα.

Έτσι περνάει η ζωή μας,

σε μαύρο χάλι η ψυχή μας.

Της μόρφωσής μας τα εφόδια(;)

των σίριαλ τα επεισόδια.

Στη γλώσσα ανακάτεμα,

πολιτισμός(;) Στη σέντρα,

οι σκέψεις στο ανάθεμα,

πορείες(;) Με βουκέντρα.

Σε βρήκα

Πέρασες με στρατιώτες

μέσ’ σε νόθες εμπειρίες,

γέρασες με ταξιδιώτες,

μέσ’ σε χίλιες ιστορίες.

Σαν σπουργιτάκι πέταξες

σε βρήκα στον καημό μου,

σαν αηδονάκι λάλησες

σε βρήκα στ’ όνειρό μου.

Έζησες με καπετάνιους

σε φουρτούνες και μπουνάτσες,

με προφήτες επουράνιους,

σε σοφίτες και ταράτσες.

Μη μ’ αρνηθείς

Με τα πουλιά ζωγράφιζες τη συντροφιά,

τραγούδια σκάρωνες για τα παιδιά

και στην καρδιά μας φλόγες.

Εσπερινούς στα σύννεφα και στις ψυχές,

σκορπούσαν τα γλαρόνια εποχές,

σ’ ερωτικές πυρόγες.

Καρδερίνα στ’ αφανέρωτα,

σε βράδια αξημέρωτα,

γιατί αργείς(;)

Γερακίνα μου, φτερούγισε,

τα σίδερά μου λύγισε,

μη μ’ αρνηθείς.

Το φινάλε

Άλλα τραγούδια δεν θέλω να μου πείς,

γι’ Άνοιξες, νύχτες, ερωτοκαμώματα

και ερωτοκουκουλώματα.

Βαρέθηκα τα ψεύτικά σου λόγια

κι όλα τα νόθα στολίδια της γιορτής.

Προαισθάνομαι φινάλε εποχής

κι ώρα ν’ αλλάξουν ρότα δρομολόγια.

Και το φινάλε έφθασε,

ώρα για αποδράσεις,

το συρματόσχοινο έσπασε,

στο τέρμα δίχως στάσεις.

… Ο Έρωτάς μας έσβησε

και η αυλαία έκλεισε…