Μεσ’ στο τζιπ που τρέχει

(Ι)

Μεσ’ στο τζιπ μία κουκλάρα,

φουλ τα γκάζια κι όλο νάζια,

«με πορείες κι ιστορίες»

φουλ τα γκάζια κι όλο νάζια,

«μ’ ιστορίες κι αμαρτίες»

φουλ τα γκάζια κι όλο νάζια.

Μεσ’ στο τζιπ μιά σοφερίνα,

ξετρελαίνει την Αθήνα,

μεσ’ στο τζιπ τέτοιο ουρί(;)

Ως κι ο έρως απορεί.

 

(ΙΙ)

Μεσ’ στο τζιπ ποτέ δε βγαίνει,

σε τρελαίνει, σ’ ανασταίνει,

«με πορείες κι ιστορίες»

σε τρελαίνει, σ’ ανασταίνει,

«μ’ ιστορίες κι αμαρτίες»

σε τρελαίνει, σ’ ανασταίνει.

Μεσ’ στο τζιπ μιά νηρηίδα,

έπαθα, όταν την είδα,

μεσ’ στο τζιπ τέτοιο ουρί(;)

Ως κι ο έρως απορεί.

Κι όλοι εμείς(;)

(Ι)

Βγαίνουν παρέα οι καημοί,

σε σκοτεινά μπαράκια

κι όλοι εμείς(;)

Μικροαστοί,

γκάλοπ σε μηχανάκια.

Ξύνουν μαχαίρια τις πληγές, απ’ τα θολά κανάλια

κι όλοι εμείς(;) Δροσοπηγές, για άρρωστα κεφάλια.

Τρέχουν οι πόνοι στα στενά,

στις πολυκατοικίες

κι όλοι εμείς(;)

Στο πουθενά,

τροφή για αδικίες.

Κάνουνε «μπάζες» τις γιορτές, οι δήθεν παντογνώστες

κι όλοι εμείς(;) Με το ΥΠΟ*, στα φούμαρα, στις μόστρες.

*ΥΠΟ= Υπουργείο Πολιτισμού

(ΙΙ)

Βγάζουνε πάντα τα στραβά,

σαν πρότυπα, εικόνες

κι όλοι εμείς(;)

Με τα χαζά,

παράθυρα, πυλώνες.

Παίρνουν των αηδονιών λαλιά, τη δίνουν σε κοράκια

κι όλοι εμείς(;) Ούτε μιλιά, κουφοί στα καμπανάκια.

Τρέχουν σε «νώθαι εκπωμπαί»

να τα οικονομήσουν(;)

Κι όλοι εμείς(;)

Στον καναπέ,

για να μας ευνουχίσουν.

Και βρίσκονται πάσα στιγμή, κρατώντας το φραγγέλιο

κι όλοι εμείς(;) Οι κριτικοί, που χάσαμε το γέλιο.

(ΙΙΙ)

Και κρύβουν όλες τις χαρές,

μέσα στις ανασφάλειες

κι όλοι εμείς(;)

Στο εκκρεμές,

με πούδρες και βεντάλιες.

Μας σπρώχνουν μέσα στη φωτιά, με άσπρες και μαστούρες

κι όλοι εμείς(;) Μάτια κλειστά, σε μπούρδες κι αγιαστούρες.

Και κλέβουνε τον μπεζαχτά,

με γλώσσα ή μετάνοιες

κι όλοι εμείς(;)

Μέσ’ στα σκατά,

TV και περηφάνιες.

Στον άλλο κόσμο οι ψυχές, μας λεν ότι αγιάζουν

κι όλοι εμείς(;) Επίκυψη σ’ αυτούς που μας βιάζουν.

 

Ο μονομάχος

Σε μια γυάλα ο μονομάχος,

πάντα τριγυρνάει μονάχος,

δεν γουστάρει συντροφιά.

Έχει βάλει στο μυαλό του,

αρχηγό τον εαυτό του

και μοναδική ομορφιά.

Στης ερημιάς το καθεστώς,

πώς να ζήσεις μοναχός(;)

Χωρίς μια καλημέρα.

Πώς να περάσει η μέρα(;)

Πώς να ρολάρει η καρδιά,

δίχως μια πονηρή ματιά(;)

Μήπως είναι υπερβολές(;)

Με καταδίκασαν οι φόβοι μου

στα κάτεργα του νου με φυλακίσαν,

στα δυό με κόψανε οι πόθοι μου

που τ’ άμοιρο κορμί μου αγνοήσαν.

Τι να τις κάνω τις αρχές

και πάντα, στο μυαλό μου τύψεις(;)

Μήπως και είν’ υπερβολές

των ισχυρών ανακαλύψεις(;)

Με βασανίζουνε οι σκέψεις μου

ποτέ κανένα, μην κατηγορήσω,

με καταδιώκουνε οι θέσεις μου,

ποτέ μου άνθρωπο μην αδικήσω.

Οι τρεις κόρες

(Ι)

Τρέχω στ’ Απρίλη τη γιορτή

δυό χείλη να τρυγήσω

κι από της λεύκας το χαρτί,

τρεις κόρες να κεντήσω.

Όμορφες σαν την Άνοιξη,

σαν της ψυχής κατάνυξη.

Η πρώτη τραγουδά τον έρωτα,

η δεύτερη μιλά γι’ αγάπη

κι η τρίτη η φαρμακερή,

στου χάρου το κιτάπι

κλείνει του χάρου μάτι.

Μήπως και τον τρελάνει

κι άλλο κακό στη γη δεν κάνει.

(ΙΙ)

Παίρνω τ’ Απρίλη κατιφέ

μεσ’ στ’ όνειρο πλαγιάζω

και στης Πανδώρας το μπαχτσέ,

τρεις κόρες αγκαλιάζω.

Όμορφες σαν την Άνοιξη,

σαν της ψυχής κατάνυξη.

Η πρώτη τραγουδά τον έρωτα,

η δεύτερη μιλά γι’ αγάπη

κι η τρίτη η φαρμακερή,

στου χάρου το κιτάπι

κλείνει του χάρου μάτι.

Μήπως και τον τρελάνει

κι άλλο κακό στη γη δεν κάνει.

(ΙΙ)

«Οι τρεις κόρες» υπάρχουν και σε παραλλαγή, αλλά με το ίδιο ρεφρέν.

Τρέχω στης Μάνης τη γιορτή

δυό χείλη να τρυγήσω,

στην αμμουδιά της Καλογριάς,

τρεις κόρες να κεντήσω.

Όμορφες σαν την Άνοιξη

σαν της ψυχής κατάνυξη.

Παίρνω της Μάνης ομορφιές

μεσ’ στ’ όνειρο πλαγιάζω,

στου Ταϋγέτου τις κορφές,

τρεις κόρες αγκαλιάζω.

Όμορφες σαν την Άνοιξη,

σαν της ψυχής κατάνυξη.

Στους ίδιους κόσμους

Βραδιάζει, ξημερώνει,

στους ίδιους δρόμους, η μοναξιά πάντα

μας ενώνει…

Βραδιάζει, ξημερώνει,

στους ίδιους πόνους, η απονιά πάντα

μας πληγώνει…

Χλωμιάζει, αναρρώνει,

στους ίδιους υπονόμους, η σκουριά πάντα

μας χαρακώνει…

Χλωμιάζει, αναρρώνει,

στους ίδιους κόσμους, η καταχνιά πάντα

μας σκοτώνει…

Έχει…

(Ι)

Έχει η ζωή εφτά τροχούς,

τους άπιστους κι αμαρτωλούς,

με χίλια τους στριμώγνει.

Έχει η ματιά χίλιες ματιές,

που βλέπει τις λαβωματιές

και τρυφερά επουλώνει.

Έχει η ψυχή εφτά ψυχές,

ξάγρυπνη την κρατούνε,

τα δίκαια, τα άδικα,

πάντα ακολουθούνε.

(ΙΙ)

Έχει η καρδιά δυό ζυγαριές

και ακριβοζυγίζει,

τις κρύες, τις καυτές βραδιές,

με πάθος τις χωρίζει.

Έχει η φωτιά τις κλειδαριές

κι όλο διπλοκλειδώνει,

τις άσπρες, τις μοναχικές βραδιές,

στου χρόνου το σεντόνι.

Έχει η στιγμή χίλιες στιγμές

που καρτερούν το δείλι,

να τρελαθεί το εκκρεμές,

ν’ ανάψουνε τα χείλη.

(ΙΙΙ)

Έχει η ευχή δυό κλειδαριές,

κλειδώνει, ξεκλειδώνει.

Άλλες κλειδώνει την αυγή,

άλλες σε σχόλες, σε γιορτή

κι άλλες τις βαλαντώνει.

Έχει η ζωή και τους ασκούς,

φουσκώνει, ξεφουσκώνει,

για πλούσιους και γιά φτωχούς,

για ιστορίες που ακούς,

γι’ άλλες που κρυφολιώνει.

Πρώτη του Απρίλη

Πρώτ’ Απριλιά επρόβαλε

το χρόνο λιθοβόλαγε,

με ευχολόγια και φιλιά.

Πρώτ’ Απριλιά ξημέρωσε

και η καρδιά μας χρέωσε,

σκιρτήματα ερωτικά.

Πρώτη του Απρίλη,

ανθίζουνε τα χείλη,

γλυκαίνουν κι οι καρδιές.

Πρώτη του Απρίλη,

οι έρωτες, οι ήλιοι,

γλυκαίνουν κι οι βραδιές.

Απρίλης

Τον μήνα Απρίλη,

ανθίζουνε τα χείλη…

Τα ξερά κορμιά, βγάζουν κλαδιά,

οι γέροι, γίνονται παιδιά.

Οι νέοι, ερωτεύονται,

ομορφιές και κάλλη ονειρεύονται…

Τα σήμαντρα οι καρδιές χτυπούνε,

τον φτερωτό Θεό εξυμνούνε…

Έρωτας

Του έρωτα η κρυφή ματιά

μέσ’ στην καρδιά είν’ πυρκαγιά

και στη ζωή ο φάρος.

Κοχύλια σ’ όμορφη αμμουδιά,

γέλιο στα χείλη απ’ τα παιδιά,

διδάγματα και θάρρος.

Στον έρωτα ο χωρισμός

της μοναξιάς είναι καημός,

στη σκέψη φέρνει τρέλα.

Χωρίζει νιάτ’ απ’ τη ζωή,

δρόμος για την καταστροφή,

στον πόνο(;) Πήγαιν’ έλα.