Το φιλαράκι της παρέας

Μιλούν οι χτύποι της καρδιάς

και στων φιλιών τους πόθους

σεργιανίζουν.

Γλιστρούν τα λόγια της βραδιάς

και των ματιών τους χρόνους

αβγατίζουν.

 

Κρατούν τα χέρια δυνατά

του ουρανού το θόλο

προσκεφάλι.

Γιορτή του έρωτα η θωριά,

ηδονικά στο μώλο,

στ’ ακρογιάλι.

 

Χειροκροτάει ασταμάτητα ο Μορφέας,

γιατ’ είναι φιλαράκι της παρέας.

Χειροκροτάνε και χορεύουν τα γλαρόνια,

στέλνουν ευχές για να περνούν ερωτικά τα χρόνια.

Ο δρόμος σου

Ο δρόμος σκοτεινός

κλαίει ο ουρανός.

Στα μάτια σου η βροχή

δεν έχει ενοχή.

 

Ποιά μοίρα σε ταξίδεψε

μέσ’ στης ζωής την μπόρα

και η καρδιά μου ζήλεψε

και ταξιδεύει τώρα.

 

Ο δρόμος ανοιχτός

τον πνίγει κουρνιαχτός.

Τα λόγια σ’ οδηγούν

αδιέξοδα να βρουν.

 

Ποιός σου χαμογέλασε

τους δρόμους σου να μάθει

και η ματιά σου απέδρασε

για της βροχής τα πάθη.

Στις πύλες του Ταινάρου

Στης Μάνης τα περάσματα

σε μαγεμένα βράχια,

του Ταϋγέτου άσματα

στολίζουν τη ζωή.

Στου χρόνου τα χαλάσματα

της ομορφιάς τα στάχυα,

κρυφοκοιτούν τα πέλαγα

φωτίζουν την ψυχή.

 

Στις πύλες του Ταινάρου

ελπίδες ξαγρυπνούν.

Στις αγκαλιές του φάρου

καημοί δεν κατοικούν.

 

Στου πόνου το αγκάλιασμα

στης πίκρας το ταξίδι,

του έρωτα τ’ απάγκιασμα

στου χρόνου την πληγή.

Στης μνήμης το χορτάριασμα

της λήθης το λεπίδι,

ήρθε και πήρε όνειρα

και τα ’κλεισε στη γή.

Στον έρωτα μια ’μέρα

Μία ανεμώνα στο γκρεμό,

στους βράχους του Ντιβάχη.

Κρατάει ήλιο κι αγιασμό,

στου έρωτα τη ράχη.

 

Μία λιμνούλα στη σπηλιά,

στα βράχια του Κουρνάρου.

Μετράει χάδια και φιλιά,

τους έρωτες του φάρου.

 

Μία καρδούλα που χτυπά,

στα στήθια του αέρα.

Ζητάει ταξίδια μακρινά,

στου έρωτα μιά ’μέρα.

 

Μία ελπίδα π’ αλυχτά,

στο μώλο τ’ Άη – Δημήτρη.

Παραμιλώντας ξενυχτά,

για έρωτα αλήτη. ή (για του έρωτα την τύχη)

Δεν έχει ο έρως μηχανές

Στη γειτονιά του έρωτα

σεργιάνησαν τρεις νέοι

κι άρχισαν τα ξενέρωτα,

το INTERNET τι λέει.

 

Το ένα κορίτσι «άραξε»

το άλλο; Χαμογελάει.

Το τρίτο άμμο άρπαξε,

στα μάτια τους πετάει.

 

Στη γειτονιά του έρωτα

έπεσ’ αμηχανία,

τα πάθη αφανέρωτα

στα D.V.Dη μανία.

 

Δεν έχει ο ΕΡΩΣ μηχανές

με νάιλον κουμπάκια,

να καθορίζεις οργασμούς

και πίττες με σουβλάκια.

Μέτρησα και ρώτησα

Μέτρησα τις νύχτες μου

και τα όνειρά μου.

Ρώτησα τις πίκρες μου

και τα βάσανά μου.

 

Μέτρησα τα λόγια μου

κι όλες τις σιωπές μου.

Ρώτησα τα χάδια μου

και τις αντοχές μου.

 

Μέτρησα τα πάθη μου

τους εγωισμούς μου.

Ρώτησα τα λάθη μου

σημάδια του κορμιού μου.

 

Μ’ ερωτήσεις και μετρήσεις σαν κι αυτές,

δεν προκύπτουν λύσεις καθαρές, σωστές.

Θέλει πάθος η πορεία της ζωής,

θέλουν βάθος οι τροχοί της μηχανής.

Αχ! Αυτός ο χρόνος

Πώς διαβαίνει ο χρόνος,

οι ’μέρες πως περνούν.

Ερωτηματικά που καίνε,

απάντηση ζητούν.

… Σοφοί δεν εξηγούνε,

δε γράφουν, δε μιλούν.

Όλα θολά, ομιχλώδη,

ίσως τα πει η Θώδη.

 

Πως διαβαίνει ο χρόνος,

οι ’μέρες πως περνούν.

Ερωτηματικά που καίνε,

απάντηση ζητούν.

… Σοφοί δεν εξηγούνε,

δε γράφουν, δε μιλούν.

Ίσως φωνή Κυρίου,

ή Άντζελα Δημητρίου;

 

 

Πώς διαβαίνει ο χρόνος

οι ’μέρες πως περνούν.

Ερωτηματικά που καίνε,

απάντηση ζητούν.

… Σοφοί δεν εξηγούνε,

δε γράφουν, δε μιλούν.

Όλα στο φλού, ζωή νάχεις

… τις λύσεις έχει, ο πλανητάρχης…

Του νού οι φαντασιώσεις

Στα βάθη των αιώνων,

σε ιστορίες άγριες.

Στη γη των παγετώνων,

’συ τραγουδούσες άριες.

 

Καθόσουν σ’ ένα θρόνο

και φυγουράριζες

του νού σου φαντασιώσεις –

Μα στην ουσία γκάριζες.

 

Στα πλάτη και στα μήκη,

σ’ ονειρεμένες χώρες σου.

Κρατούσες τον πλανήτη,

στης τέχνης τις αιώρες σου.

Πρέπει ν’ αγαπάς πιστά

Σε βράχους, σε νησάκια

πουλούσαν ταξιδάκια

και κλέβαν ουρανό.

Σε πόλεις, σ’ εκκλησίες,

σε φτωχοσυνοικίες,

πουλούσαν το Θεό.

 

Σε λόγκους, σε γεφύρια,

στα γύφτικα τσαντίρια,

πουλούσαν χαϊμαλιά.

Σε δούλους, σ’ αιχμαλώτους,

σε έσχατους, σε πρώτους,

τους έκλεβαν φιλιά.

 

Δεν κερδίζεις στη ζωή

εάν δεν αγαπάς πιστά.

Δεν ελπίζεις στην αυγή,

ευθεία αν δεν προχωράς.

Δεν γυρίζει το ποτάμι

Χαθήκανε οι ομορφιές,

τα λόγια της παρέας.

Ξεθώριασαν οι αγκαλιές,

τα φώτα της αυλαίας.

 

Παγίδευσαν τα δειλινά

τις ώρες και τα σπίτια.

Πληγώσανε τα ορφανά,

τα ξέγνοιαστα σπουργίτια.

 

Αχρήστευσαν και τις καρδιές

να μη ρυθμοχτυπούνε.

Φιμώσανε και τις ματιές

τους έρωτες μη ’δούνε.

 

Δε γυρίζει πίσω το ποτάμι,

τρέχει πάντοτε εμπρός.

Θα τα πάρει όλα το τσουνάμι

και η γη θάναι γκρεμός.