Τρέμεις μέλλον και παρόν

Παραλλαγές και αλλαγές

στο νου και στο κορμί σου,

δεν θέλεις τη βροχή μαζί σου.

Κόλλησες με το παρελθόν

και τρέμεις μέλλον και παρόν.

 

Ακροβατείς και αδικείς

πορείες και συνθήματα,

θολώνεις συναισθήματα.

Τρόμαξες με τις αλλαγές

του κόσμου τις συναλλαγές.

 

Θέλουν χορούς τα πανηγύρια

και γέλια θέλουν τα τσαντίρια.

Θέλουν βολές της γης οι στόχοι

κι η έρημος; Ανεμοβρόχι.

 

ή (και όχι φυλακές οι πόθοι)

Τα αρχικά μου

Πουλιά ρωτάω και φωτιές

του Ταϋγέτου λαγκαδιές,

πού ’ναι τα λογικά μου;

Χλωμά παιδιά δεν απαντούν

κι οι τύψεις με περιγελούν,

λάθος και τ’ αρχικά μου;

 

Μα δε γνωρίζω γράμματα,

ούτε τη διαδρομή μου.

Πώς να διακρίνω τραύματα

που καίνε το κορμί μου;

… Είμαι του κόσμου απόστημα,

τα αρχικά μου; Πρόσχημα.

Λόγια άλλα να μη λές

Στου κόσμου τις βιτρίνες

σε σκονισμένα γήπεδα,

χρωμάτιζες κερκίδες

και μύθου επίπεδα.

 

Στου κόσμου τα λουλούδια

ζητάς χειροκροτήματα,

γελάνε τα τραγούδια

κι όλα τα συγκροτήματα.

 

Στου κόσμου τ’ ακρογιάλια

σε ξεχασμένες θάλασσες,

πλακώσαν τα τσακάλια

τους κάβους χάλασες.

 

Λόγια άλλα να μη λές,

γιατί πηγαίνουν στράφι.

Άστοχες πήγαν κι οι βολές

και οι ευχές στο ράφι.

Όλα όμορφα;

Ομορφιές παντού, όλα όμορφα, πανέμορφα.

Έτσι ομορφαίνει και η διάθεσή σου με

όλες τις όμορφες εικόνες, με τα όμορφα

φτερουγίσματα της ζωής και του μυαλού.

Όταν οι διαδρομές σου προχωρούν στην ομορφιά,

με όμορφες εναλλαγές, σίγουρα θα σ’ ανταμώσουν

κι άλλες ομορφιές, ομορφότερα περάσματα,

πανέμορφες εκπλήξεις σε περιμένουν.

Οι ομορφιές πηγαίνουν πακέτο με όλες

τις ομορφιές και τα όμορφα χρηστά συναισθήματα.

Σε πανέμορφα πρόσωπα

ανήκουν τα όμορφα χαμόγελα και σε

αισθήματα ομορφάδας και κάλλους ανήκουν

οι ομορφιές της φύσης και της δημιουργίας.

 

 

Εσύ ν’ αφήσεις την ομορφιά ελεύθερη, να

σε οδηγεί σε όμορφους τόπους που θα

χτιστεί πανέμορφα το μέλλον σου.

Γιατί θα έχει μπολιαστεί με την ομορφιά,

με την όμορφη σκέψη, τους όμορφους σκοπούς.

Ομορφότερος είναι αυτός που κρύβει στον

εσωτερικό του κόσμο, ομορφιές κι αρώματα,

που σκέπτεται και ενεργεί όμορφα, που

κοιμάται και ξυπνάει μέσα στην ομορφιά.

Πρέπει να κάνεις πάντα όμορφες σκέψεις

για να συμβούν ομορφότερες στιγμές στον

εαυτό σου και στο περιβάλλον σου.

Η ομορφάδα και ο πλούτος ψυχής, είναι

τ’ ομορφότερο ταίριασμα. Ομορφαίνουν και

ό,τι αγγίζεις κι ό,τι ποθείς κι ό,τι σκέπτεσαι,

ομορφαίνουν την καθημερινότητά μας,

το αύριο μας, την πορεία του όμορφου κόσμου…

 

… Ομορφονιές και ομορφόπαιδα σε

πανέμορφες ονειρεμένες γειτονιές, με

παρέες όμορφες, με όμορφα οράματα.

Γλυκοονειρεύονται, ομορφοερωτεύονται,

για την πανέμορφη ζωή και ευτυχία τους

για την ισόβια ομορφιά της υγείας τους,

για την πανέμορφη μελλοντική οικογένειά τους.

Η ομορφιά δεν φοβάται, δεν εκλιπαρεί,

δεν είναι δουλοπρεπής, δε ζηλεύει, δε μισεί.

Ομορφαίνει περισσότερο αυτούς που τη φροντίζουν,

που φέρονται με όμορφους τρόπους, στη φύση

και στον συνάνθρωπο. Ομορφαίνει αυτούς

που έχουν πάντα, ομορφιές στην ψυχή

και στη σκέψη τους.

Ομορφαίνει, ομορφαίνει, ομορφαίνει,

η ομορφιά πάντα ομορφαίνει και δεν πεθαίνει…

Όλα χλωμά;

Χλωμά παιδιά, χλωμές παιδικές χαρές,

χλωμά παιδικά όνειρα, χλωμά παιδικά οράματα.

Αγάπες χλωμές, όλα γίνηκαν χλωμά τις μέρες μας.

Χλωμά φιλιά, έρωτες χλωμοί, συνέχεια,

καθημερινά, δίχως αναβολή όλα θα χλωμιάζουν;

Μα όλα χλώμιασαν, ως πότε θα χλωμιάζουν;

Χλωμοί άνθρωποι σε δρομάκια χλωμιασμένα

και οι παρέες τους κατάχλωμες, σε χλωμά στέκια.

Έχουν χλωμιάσει και τα χαμόγελα, ακόμη

και οι σκέψεις είναι ολόχλωμες…

Στο χλωμιασμένο μεσημέρι του Αυγούστου,

ο περίπατος χλωμιάζει επάνω στα χλωμά

φύλλα. Έγινε χλωμότερος από τις χλωμές

ανταύγειες των χλωμών παραθύρων

της παλιάς χλωμής συνοικίας.

 

 

Όλα χλωμά, χλωμιασμένα, χλωμιάζουν

περισσότερο και τις χλωμιασμένες κατάχλωμες

στιγμές μας. Βοηθούν στην ψυχική μας

χλωμάδα, οι χλωμές κατάχλωμες ειδήσεις,

των χλωμών καναλιών που χλωμιάζουν

τα χλωμά βράδια μας…

Οι χλωμές αχτίδες του ήλιου χύνονται

από το χλωμό στερέωμα τ’ ουρανού,

χλωμιάζοντας περισσότερο του ορίζοντα

τη χλωμάδα…

Χλωμιάζει μέρα με τη μέρα, το χλωμό

παρόν και το χλωμό μέλλον του χλωμού,

κατάχλωμου τόπου μας. Έτσι μεταλλάσσεται

από χλωμιασμένους βρυκόλακες και

εξ’ αιτίας της χλωμής μας εξυπνάδας.

 

 

Χλωμιάζουν τα πάντα με τις χλωμές

αποφάσεις οφφικιούχων ανδρών χλωμών

και ανικάνων. Που έχουν εγκαταστήσει

στο χλωμό σβέρκο μας, οι χλωμοί

νομοθέτες των χλωμών εκλογικών νόμων.

Για να διαιωνίζεται η χλωμή κατάσταση,

που χλωμιάζει κάθε πρόοδο

και κάθε ευημερία, των πολλών

και χλωμών κατοίκων της χλωμής,

κατάχλωμης μπανανίας μας…

Για να ξεχλωμιάσει το μέλλον μας,

η χλωμή ψυχή μας, τα χλωμά

πιστεύω μας. Όλοι μαζί, δίχως

σκέψεις χλωμές, ας αγκαλιάσουμε

το φως και την ελπίδα…

Ο τσελεμεντές

Στης Κορίνθου τα διόδια

’πέσαν ’πάνω μας δυό βόδια,

μ’ ένα μαύρο κάμπριο μερσεντές.

Μιά χοντρή κι ένας χοντρούλης,

λέει αυτή, λέει ο μπούλης,

μπλέχτηκε ο τσελεμεντές.

 

Διάβαζαν για το παστίτσιο,

ήταν της χοντρούλας βίτσιο,

για τους δυό μας γκαντεμιά.

Είχε το μυαλό μπλοκάρει,

βγήκαν σ’ ερυθρό φανάρι,

μας την κάναν τη ζημιά.

 

Πάει το παλιό μας σκόντα, πούχε άριστα προσόντα,

στα παιδιά μας; Το ταξί τους.

Πάμε για το συνεργείο κι οι χοντροί; Στο μαγειρείο,

στο ζενίθ η όρεξή τους.

Το πουλάκι

Πουλάκι καλλικέλαδο

πουλί παραδεισένιο,

φτερούγισε χαράματα

πάν’ απ’ τον Παρθενώνα.

Ψάχνει τις Καρυάτιδες

τα θαύματα Αρχαίων.

Κλαμένο αναρωτήθηκε

μήπως κι έκανα λάθος;

Μην ήρθανε οι βάρβαροι,

μην ήρθαν τρωγλοδύτες;

Μαυρίσαν τα κειμήλια μας,

ασέλγησαν στις τέχνες;

… Αυτή δεν είν’ η χώρα μου,

εδώ δεν είν’ η Αθήνα!!

 

Αμάξια να την κυβερνούν,

άγχος να εξουσιάζει.

Να τρέχουνε οι άνθρωποι,

στη μοναξιά ντυμένοι.

Στη ζητιανιά τ’ Αρχαία μας

να βρουν τους χορηγούς τους.

Σε καραντίνα η ζωή,

κι οι κάρτες να ανθίζουν…

Θα φύγω θα ξενιτευτώ, στην κόλαση να ζήσω.

Απ’ την Αθήνα πιό καλά, γιατί θα τραγουδάω.

Δε θάχω και προβλήματα, τόση ταλαιπωρία…

Καλλίτερα στην κόλαση

να είσαι κολασμένος,

παρά στην Πόλη των Θεών

να ζεις ευνουχισμένος…

… Κι ισόβια πεθαμένος…

Ωδή σ’ ένα αηδόνι

Στα Σπάτα η Λίντα τραγουδά

μαγεύει τ’ αεροπλάνα

και ταξιδεύει τις καρδιές,

σαν τα μωρά η μάνα.

 

Περνά η φωνή της ουρανούς,

’μερώνει τον πλανήτη

φωτίζει τον Πολιτισμό,

στολίζει κάθε σπίτι.

 

Έχεις χάρες, Θείο Δώρο

και τιμάς (τιμάς) αυτό το χώρο,

τις ψυχές μας σεργιανάς. (δίς)

Κάφροι όμως το χτυπούνε,

στο τραγού (τραγούδι) ασελγούνε.

… Πώς αντέχεις; Δεν πονάς; (δίς)

 

Και με του Χιώτη τις πενιές

Παίρνει ο λαός ελπίδες

και με της Λίντας τη φωνή

του ήλιου τις αχτίδες.

 

Τα λόγια τους γλυκό κρασί

τον έρωτα μεθούνε,

τις λύπες κάνουνε χαρές,

τους πόθους σεργιανούνε.

 

Με «ΦΛΟΓΕΣ» Λίντα απαντάς

σε τραγουδιών σκοτάδια,

με «ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑΤΑ»

βάνεις ζωής σημάδια…

Το δενδράκι

Είπαν τα φύλλα στα κλαδιά

κι οι ρίζες στο δενδράκι,

να μην ανθίζει Άνοιξες

μήτε και σε γιορτάσια.

Γιατί μολύνθηκε η γη,

γιατί πεθαίν’ η πλάση.

Τα βράδια να στοχάζεται

τα δειλινά να κλαίει,

μήπως ξυπνήσουν οι γονείς

απ’ το βαθύ τους ύπνο

και οι ταγοί αναλογισθούν,

μέσ’ απ’ το λήθαργό τους.

 

 

 

 

Μα όλοι βαθιά ναρκώθηκαν,

δεν ξύπνησαν ακόμα…

… Καίν’ το δενδράκι οι νεαροί

κι οι κοπελιές τα φύλλα.

… Στις ρίζες του και στα κλαδιά;

Μπαράκια, καφετέριες…

… Το χώμα που ευωδίαζε;

Άσφαλτος και τσιμέντα…

Η καλή τους

Δυό φίλοι έχουν ορκισθεί,

στα μάτια, στην τιμή τους,

Κανείς δε θ΄ αποχωρισθεί,

τη μοίρα, την «καλή τους».

 

Γράφει η μοίρα τη γραμμή,

πάνω σ’ αυτή βαδίζουν.

Κρατούν κι οι δυό τους την τιμή,

τον έρωτα φροντίζουν.

 

Μα το παιχνίδ’ είναι τρελό,

τρελές και οι συμπτώσεις,

δεν τις χωράει το μυαλό,

στον έρωτα εκπτώσεις;

 

Ήταν η ίδια κοπελιά, πάθος και έρωτάς τους

… Κι έτσι τη βρήκαν τα παιδιά,

στο τρίο της χαράς τους.