Η θάλασσά σου

Η θάλασσα γαληνεύει

μόνο στην αγκαλιά σου.

Τα καράβια χορεύουν

πάντοτε στα φιλιάσου…

 

Ζωγραφίζουν γλαρόνια ταξίδια του νού σου.

Οι αμμούδες ξεκλέβουν τις φωτιές του κορμιού σου.

Παρακαλάει ο ορίζοντας και τραγουδάει για σένα,

λιμάνια φιλόξενα, να βρίσκεις στα ξένα.

 

Αγριεύουν τα κύματα,

ζητάν’ εξηγήσεις.

Μοίρα μου, αρμύρα μου,

φρόντισε μην αργήσεις…

 

Θάλασσά μου – θάλασσά μου, ταξιδεμένα όνειρά μου.

Θάλασσά μου – θάλασσά μου, μπαρκάρανε και τα φιλιά μου.

Θάλασσά μου – θάλασσά μου

… Ναυαγός στην κάμαρά μου…

Δε χρειάζονται οι αναβολές

Αν θες να λησμονήσεις τη βροχή

και όλους τους χιονιάδες.

Ταξίδεψε στα μάτια μου

κι άραξε στην ψυχή μου,

γιορτές και Κυριακάδες.

 

Αν θέλεις να κερδίσεις τη ζωή,

τα πάθη να δαμάσεις.

Ταξίδεψε στα χάδια μου

κι άραξε στο κορμί μου,

μέθη να δοκιμάσεις.

 

 

Αν θέλεις ν’ αποχτήσεις χρώματα,

του έρωτα αρώματα,

πίσω, ποτέ μην κάνεις.

Ταξίδεψε σε θάλασσες,

να βρείς στο Αιγαίο μάγισσες,

τ’ όνειρο να γλυκάνεις.

 

Δε χρειάζονται οι αναβολές

και οι δικές μου συμβουλές.

Δε χρειάζεσαι άλλα υλικά,

ο έρωτας; Όλα τα νικά…

Των ματιών τις ροπές

Ταξίδια η ψυχή ζητάει,

σε άγνωστους τόπους ξενυχτάει

κι εσύ στα χαμένα γυρνάς.

Στολίζει η καρδιά μ’ αστέρια,

ορίζοντες, πούλιες, Καλοκαίρια

κι εσύ τα σκοτάδια ρωτάς.

 

Τραγούδια η ζωή σκαρώνει,

Σαββάτο βράδυ ξεσαλώνει

κι εσύ στα σοκάκια αλυχτάς.

Σταυρώσαν τα φιλιά του Ιούδα,

ξορκίσαν το Χριστό, κάψαν το Βούδα

κι εσύ τα ευρά προσκυνάς.

 

Πρέπει τα αισθήματα να ξεχωρίζεις

και των ματιών τις ροπές.

Πήρες παραδείγματα κι ακόμα βρίζεις,

δεν ντροπιάζονται οι ντροπές…

Ροσμαρί

Ταράχτηκε η θάλασσα

γλυκοχαράματα.

Είδε στον ύπνο της

κουρσάρους, μιάσματα,

την πιάσαν φουρτούνες.

Μετράει τα καράβια της

και τις γοργόνες της.

Γνέφει στους κάβους

και στους θαμώνες της,

σε γλάρους και σκούνες.

 

Ροσμαρί, Ροσμαρί,

χωρίς εσένα δεν μπορεί,

στα χάδια σου να φθάσει.

Ροσμαρί, Ροσμαρί,

μ’ εσένα μόνο θα χαρεί

και θα σε απολαύσει.

Έτσι διαβαίνουμε

Στις γειτονιές του κόσμου

απόχτησα φίλους

γνώρισα ήλιους,

βάλσαμο στις πληγές.

Άνθη και χρώματα

ήθη κι αρώματα,

χίλιες νάχα ζωές.

 

Και στα θολά ανθρώπων

γνώρισα φόνους

πάλεψα πόνους,

κάρβουνα στις ψυχές.

Σχέδια, βουλεύματα

κέρδη εμπορεύματα,

στέρεψαν κι οι πηγές.

 

Έτσι πάντα διαβαίνουμε

κι έτσι θα προχωράμε.

Ποτέ μας δε χορταίνουμε,

πάντα θα σπαταλάμε.

Οι απροστάτευτοι

Στου ήλιου τις αλάνες

σε χωματόδρομους,

μέσα στη λασπουριά.

Συνάντησα δυό μάνες

αναζητούσαν νόμους,

που σώζουν τα παιδιά.

 

Σε μέρη ξεχασμένα

οι απροστάτευτοι,

πάντα αιμορραγούν.

Τρέχουν απεγνωσμένα

μόνοι, αγιάτρευτοι,

στο αίμα να πνιγούν.

 

Δε φτιάχνει η μοίρα τους φτωχούς

ούτε οι φτωχοί τις μοίρες.

Άλλοι λαδώνουν τους τροχούς

και το αίμα κάνουν λίρες.

Τα παμπόνηρα

Του κόσμου τ’ ανεξήγητα

του νου τ’ ανεκδιήγητα,

πλακώνει ο χαμός.

Στης νύχτας τ’ αφανέρωτα

σε βράδια αξημέρωτα,

δέκα ρίχτερ σεισμός.

 

Σε δρόμους και σε θάλασσες

οι χαρτορίχτρες, μάγισσες,

ανοίξανε πληγές.

Τ’ αστέρια πάλι κρύφτηκαν

και οι ελπίδες σβήστηκαν,

πώς να ’ρθουν οι αυγές; ή (οι γιορτές;)

 

Κόσμε, χαμέ μου κι ώρα μου,

στρώστε την κατηφόρα μου.

Ρήξτε στη στράτα μου όνειρα

κι αφήστε τα παμπόνηρα.

Μόνη στα ξένα

Στου κόσμου τα συνθήματα,

στης μοναξιάς τα βήματα

ψάχνω για ’σένα.

Μα φεύγεις στα διαλείμματα

μέσ’ στου μυαλού τα κρίματα,

μόνη στα ξένα.

 

Στου κόσμου τα χαμόγελα,

μία ζωή σου τό ’λεγα

πρέπει να ζούμε.

Προτίμησες τα «θαύματα»

και κολυμπάς σε τραύματα,

ως πότε να ’δούμε.

 

Στην τρέλα όταν κολυμπάς,

φθάνεις και στην Ιθάκη.

Μα όταν προβλήματα ακουμπάς,

σε τρώνε δράκοι.

… Και σου το παίζει γκόμενα

Ο κόσμος δεν αλλάζει

πάντα σε κάνει χάζι,

δεν εκδηλώνεται.

Η ζήλεια εξιτάρει

χίλια μα δε φρενάρει,

στο τέλος σώζεται.

 

Τα κύματα όταν σκάνε

τις πίκρες κουβαλάνε

και τις βαφτίζουνε.

Η θάλασσα κοιμάται

τίποτα δε θυμάται,

τη φυλακίζουνε.

 

Δε βρίσκεις τέρμα στους καημούς

και στης ζωής τ’ απρόσμενα.

Παντού προβλήματα, λυγμούς

και σου το παίζει γκόμενα.

Με όνειρα ταξίδευα

Τον κόσμο τον τραγούδησα

από μικρό παιδί.

Οράματα δεν πούλησα

και σε καμιά τιμή.

 

Με όνειρα ταξίδευα

στη γη στους ουρανούς.

Στις ομορφιές επίστευα

κι ό,τι ορίζει ο νους.

 

Οι φίλοι με προδώσανε

χιλιάδες μαχαιριές.

Σε άλλους με χρεώσανε

με κάλπικες ζαριές.

 

Τον κόσμο τον βαρέθηκα

μιλάω σοβαρά.

Νόθα, στραβά, τ’ ανέχθηκα

λειψή και τη χαρά.