Έν’ ακκορντεόν και μια κιθάρα

Έν’ ακκορντεόν και μιά κιθάρα

ερωτεύτηκαν.

Μάζεψαν κρυφά τα όνειρά τους

και πορεύτηκαν.

 

Το ακκορντεόν ανοίγει δρόμους

στα πλακόστρωτα.

Η κιθάρα στα σοκάκια άδει

τα ανθόστρωτα.

 

Έν’ ακκορντεόν και μια κιθάρα

τα φτερ’ άνοιξαν.

Κλείσανε στην αγκαλιά τ’ αστέρια

και σεργιάνησαν.

 

Το ακκορντεόν ανοίγει δρόμους

στα πλακόστρωτα.

Η κιθάρα στα σοκάκια άδει

τα ανθόστρωτα.

Έν’ ακκορντεόν και μια κιθάρα

μαζί γέρασαν.

Τις αναποδιές, τις κακουχίες

τις προσπέρασαν.

 

Το ακκορντεόν ανοίγει δρόμους

στα πλακόστρωτα.

Η κιθάρα στα σοκάκια άδει

τα ανθόστρωτα.

Έν’ ακκορντεόν και μια κιθάρα

συγχωρέθηκαν.

Στ’ ουρανού τα περιβόλια ν’ άδουν

ξαναβρέθηκαν.

Είσαι η έγνοια μου

Στα χρώματά σου ταξιδεύω,

με της καρδιάς σου τους ρυθμούς χορεύω,

μάτια μελένια μου.

Τα βήματά σου θα ποτίζω

με δάκρυα μου, να σου θυμίζω

πως είσ’ η έγνοια μου.

 

Κύμα το κύμα ακολουθώ

για νά ’βρω άγκυρας θωριά.

Κύμα το κύμα θα σε βρώ

για να σου δείξω τη στεριά.

 

Στα γλυκοξημερώματά σου

συνάντησα τον έρωτά σου,

μάτια φεγγάρια μου.

Και είπε μ’ έχεις λησμονήσει,

στης τρέλας το γλυκό μεθύσι,

σβήνω τα χνάρια μου.

Έχω δυό πατρίδες

Έχω δυό πατρίδες κι έναν ουρανό,

κάλπικες οι ελπίδες σε τόπο μακρινό.

 

Πού να ξαποστάσω;

Πώς να κοιμηθώ;®

Και στις δυό πατρίδες κουβαλώ σταυρό.

 

Έχω δυό αγάπες, σπασμένα τα φτερά,

η μια κλαίει για μένα, η άλλη με ξεχνά.

®

Έχω δυό θρησκείες και μία προσευχή,

δάκρυα και ιδρώτα, το τέλος μου γι’ αρχή.

®

Έχω δυό ματάκια και μία Παναγιά,

κόλαση τη νύχτα, το αύριο πυρκαγιά.

®

Έχω δυό πατρίδες και όνειρα πολλά,

η μιά αγάπη δίνει, η άλλη τη χαρά.

 

Λιμάνια και οι δύο

για πάντα θα τις νοιάζομαι.®

Σ’ όποιαν μ’ αράξει η μοίρα,

γι’ αυτήν θα θυσιάζομαι.

 

Έχω δυό πατρίδες και νοιώθω τυχερός,

την πρώτη οι γονείς μου, την άλλη ο Θεός.

®

Έχω δυό πατρίδες με έναν ουρανό,

μαζί σας ταξιδεύω, μαζί τους τραγουδώ.

®

Έχω δυό πατρίδες, προβλήματα πολλά,

η μιά δίνει κουράγιο, η άλλη; Αγκαλιά.

®

Ήλιε μας, ρώτα το Θεό

Ήλιε μας, παίξ’ ένα χορό,

νάναι βαρύς ζεϊμπέκικος,

που λάμπει κι όχι ψεύτικος,

οι μοίρες να χορέψουν.

Τα βάσανα ’γίναν σωρό

και αγριεύουν τον καιρό,

με βόλτες να ’μερέψουν.

 

Με το χορό η Ανάσταση και της ψυχής η ανάταση.

Με το χορό η Άνοιξη και της ψυχής κατάνυξη.

 

Ήλιε μας, ρώτα το Θεό,

τι άλλο θα συμβούλευε,

οικοδομή αν δούλευε,

ή ήταν εργατάκι;

Καλή παρέα και χορό, ζεϊμπέκικο να σας χαρώ,

γλυκαίνει το φαρμάκι.

Καλή παρέα και χορό, μέσ’ στης ζωής το καπηλειό,

βάλσαμο στον κοσμάκη.

Ερινύες

Κρατούσες στη φαρέτρα σου τα ηχοχρώματα

και στην ψυχή βαθιά, του νού τ’ αρώματα.

Μα η πλατεία άδειασε νωρίς,

το χρόνο να γυρίσεις πίσω δεν μπορείς,

τώρα κάθεσαι στις δάφνες σου και απορείς…

 

Συνωστίζονται οι ερινύες

κι όλες σου οι αμαρτίες.

Η Μέγαιρα κι η Τισιφόνη,

σου κρατούσαν το τιμόνι…

Οι τύψεις σου κι η Αληχτώ

και το δάκρυ το καυτό…

 

Κρατούσες σαν ανάμνηση τα περιττώματα

και στο μυαλό βαθιά, σάρκες και πτώματα.

Μα η πλατεία γέμισε μαβιά,

το μέλλον και η φύση με γιαπιά

και λες, σ’ ακολουθεί η γκαντεμιά…

Όλα καμένα;

Σε μια νύχτα πυρκαγιάς,

αναρριχήθηκαν.

Και όταν έφθασ’ η βροχή,

δεν αποκρίθηκαν.

 

Στάχτες και καπνοί,

σ’ όλο το διάβα τους.

Θρήνοι και οδυρμοί,

στα παρακάλια τους.

 

Ομάδες και μικροαστοί,

που συμβαδίζανε.

Οι μόδες κι οι βλαστοί,

μας βομβαρδίζανε.

 

Τράπεζες και ταμεία,

οι χωροφύλακες.

Άστεγοι οι ψαγμένοι,

θεματοφύλακες…

 

 

Φυλακισμένος στις σκέψεις σου

ή αιχμάλωτος στις ενοχές σου;

Δούλος στα αισθήματά σου

ή στις ερινύες σου ισοβίτης;

Όμηρος υποσχέσεων ρουτίνας

και γητευτής ψυχοπαθητικών

καταστάσεων;

 

Ποτέ μη βλέπεις χαμηλά,

στ’ ανάξια, στ’ αμαρτωλά,

στ’ ανήθικα, στα σκοτεινά…

Πώς;

Πώς να στολίσω τη χαρά;

Όλα είναι καμένα…

Και την ελπίδα στα παιδιά,

μ’ όνειρα, ναρκωμένα…

 

Πώς να μιλήσω στη γιαγιά;

Πάνω απ’ το σταυρό μου

και να εξηγήσω στα παιδιά,

το φταίξιμο, δικό μου.

 

Πώς να φωλιάσουν τα πουλιά,

μέσα σε κοιμητήρια;

Και να βλαστήσουν τα παιδιά,

σ’ ασχήμιες, σε μαρτύρια…

Οι αυτόχειρες

Πατρίδα μου, ο δρόμος και τα πιστεύω μου

στα πεζοδρόμια που αλυχτώ νυχθημερόν.

Ελπίδα μου, οι νόμοι και τα παραμύθια τους,

οι φαντασιώσεις μου που δυστυχώς με ταλαιπωρούν καθημερινά.

Σωτήρας μου, ο κόσμος και τα κουρδισμένα τους

ψευτοχαμόγελα που σκορπούν αφειδώς σ’ ημέτερους.

Παιδεία μου, η ημιμάθεια και οι κατάκοποι

θεματοφύλακές της, που διδάσκουν τους όρους

που συνταξιοδοτούνται…

Θρησκεία μου, ρασοφόροι με υπερπολυτελείς

σιδεριές, που διαθέτουν λογιστές, οικονομολόγους,

ψευδομάρτυρες και άπειρους αφελείς που ζητούν

συγχωροχάρτι για την αιώνια παραδεισένια ζωή τους…

Πολιτικοί μου, Θεομπαίχτες, Λαοπλάνοι, ανασφαλείς,

βολεψάκηδες, παραμυθατζήδες, παράνομοι

και μισέλληνες…

 

… Γνωρίζω από την κούνια μου

τα ψέματά σας και την αδικία…

… Γνωρίζω από τα παιδικά μου χρόνια

το μίσος σας και τη δικέφαλη ζήλεια…

… Γνωρίζω απ’ τα μαθητικά μου χρόνια

τις διακρίσεις σας και τις παρατυπίες…

… Γνωρίζω από την εφηβική μου ζωή

ό,τι δεν έζησα, η χούντα σας ήταν

στο σβέρκο μας…

… Γνωρίζω απ’ τα νιάτα μου

τα γερασμένα όνειρά μου, γιατί εσείς

με υποχρεώσατε έτσι να πιστεύω…

… Γνωρίζω, πως δεν θα γνωρίσω

το ύψος της σύνταξής μου,

γιατί δεν θα μου επιτρέψετε να γεράσω…

Όλα γυρίζουν σαν το ρολόι

Τρένα σφυρίζουν κι οι τροχοί

ξυπνάνε πινακίδες

και στο παγκάκι μια ευχή,

ξοδεύει τις ελπίδες.

 

Διώχνουν την τρέλα κι οι φωτιές

σκορπίζουν εξελίξεις

και στο παρκάκι οι ματιές,

προσμένουνε αφίξεις.

 

Σκάβουν τα λάθη κι η βραδιά

βουλιάζει λεωφόρους

κι από της νιότης τα κλαδιά,

κρατά ’η ζωή τους φόρους.

 

Μην κλαις καημέ μου και μη λυπάσαι,

το χρόνο άλλο να μη φοβάσαι.

Όλα γυρίζουν σαν το ρολόι

χάντρες στου κόσμου το κομπολόι.

Λάθη κάνουν μόνο οι τολμηροί

Ξόδεψα τη ζωή μου στα λάθη μου

και στα μεγάλα τα πάθη μου,

ποτέ δεν ξενέρωσα.

Τράβηξα τη ζωή σ’ αδιέξοδα,

στης παραζάλης τα έξοδα,

κανένα δε χρέωσα.

 

Ξόδεψα τη ζωή μου παράνομα,

στου υποκόσμου το άρωμα,

πάντ’ από τρίχα κρατιόμουν.

Πλήγωσα την ψυχή και πληρώθηκα

κι από τους δήθεν χρεώθηκα,

για όλα πάντα καυχιόμουν.

 

Λάθη κάνουν μόνο οι τολμηροί,

αυτοί που ξέρουν να χάνουν και να κερδίζουν.

Πάθη έχουν μόνο οι δυνατοί,

αυτοί που ξέρουν να παίρνουν και να χαρίζουν.