Ο πόνος της Μάνας

Γέννησε το έβδομο παιδί της,
σ’ ένα λαϊκό νοσοκομείο.
Ότι πέθανε της είπανε κρυφά,
ούρλιαζε… την πήγαν στο φρενοκομείο.

Πέρασαν τα χρόνια μες στη φτώχεια,
με τα προβλήματα της κάθε ’μέρας.
Ποτέ δεν βγήκε απ’ το μυαλό της:
«Σήμερα εάν ζούσε, θα ’τανε πατέρας».

Παράνομες υιοθεσίες,
χρηματισμοί παράνομοι,
τάματα στις εκκλησίες,
αμαρτωλοί και άνομοι.

«Ουδέν κρυπτόν υπό τον Ήλιον»
ο θυμόσοφος λαός μας το πιστεύει
κι έφθασαν τα νέα στο χωριό της,
ο χαμένος γιός της, την γυρεύει…

Για όλα φταίμε και εμείς… Μην το ξεχνάμε

Πώς να μετρήσω τους καημούς της προσφυγιάς;
Τους φόνους και τα πεπραγμένα δουλεμπόρων…
Το κλάμα των μικρών παιδιών και των γονιών;
Την καρτερικότητα παππούδων και γιαγιάδων;

Πώς να στολίσω με λουλούδια εκκλησιές;
Να ψάλλω τα εγκώμια της Παναγίας μας…
Πώς να χαρίσω στους ανθρώπους τις ευχές μου;
Ν’ ανάψω τα καντήλια των κεκοιμημένων…

Πώς να κρεμάσω κι άλλ’ αστέρια στις βραδιές;
Να τραγουδήσω με τους φίλους στην ταβέρνα…
Πώς να υποδεχθώ των χρόνων μας τις εποχές;
Και να χτυπήσω τις Ερωτικές καμπάνες…

Πώς να μιλήσω στα παιδιά, στις γειτονιές;
Και να ουρλιάξω «άμυαλοι μας κυβερνάνε»;
Πώς να ταΐσω όλα τ’ αδέσποτα ψωμί;
Για όλα φταίμε και εμείς… Μην το ξεχνάμε…

Ένα τραγούδι για τον Αντώνη

Σε ταξιδεύαν πέλαγα, σε νανουρίζαν γλάροι.
Μιλούσες με τα μάτια σου, ξόδευες την καρδιά σου.
Την Κρήτη ’χες κατάκαρδα, τ’ αδέλφια σου, τους φίλους.
Είχες τα χρόνια του Χριστού, σε σταύρωσαν Αντώνη.
Σε κρέμασαν στα κύματα, σε κάψαν στο λιμάνι.
Είχαν ανθρώπινη μορφή, μα στην ψυχή φονιάδες.
Σε χώρισαν απ’ τη ζωή, την αγκαλιά της Κρήτης.
Λυκάνθρωποι, λευκή στολή, κατάμαυροι της ρήξης.
Παντρεύτηκες τη θάλασσα που τόσο αγαπούσες.

Κύματα, γλάροι τραγουδούν κι εσύ χειροκροτούσες.
Αντώνη, Παραδείσου Φως και Ουρανέ Αγάπης.
Αντώνη αιώνιος Κρητικός, για την Αγάπη εχάθεις.
Σε νανουρίζουν Άγγελοι, σε ταξιδεύουν Λύρες.
Το Κρητικό το πέλαγος, τ’ Αρκάδι, ο Ψηλορείτης.
Λαούτα, Πεντοζάληδες, Αετοί Λεβεντογέννας.
Παντρεύτηκες τη θάλασσα, που τόσο αγαπούσες.
… τους σταυρωτές σου Αντώνη μου κι αυτούς θα συγχωρούσες.

«Σεπτέμβριος 2023»

Η διαπλοκή κι ο Μαμμωνάς στο στρώμα

Σπάσανε του νου τα φρένα,
τελειώσανε κι οι αντοχές,
νεκροταφεία έγιναν τα τρένα
και ψάξε τώρα νά ’βρεις ενοχές.

Ξόδεψαν τα νιάτα μας στα ζάρια,
δίχως πόνο, σκέψη κι εντροπή.
Κιότεψαν στου χάρου τα παζάρια,
άφιλοι, απάνθρωποι και ποταποί.

(Ρεφρέν)
Γέμισαν την Άνοιξη με μνήματα
και οι ταγοί, με τα σαθρά μηνύματα.
Γερακίνες κι άφτεροι Αετοί στο χώμα
και οι Μανάδες, περιμένουν στο σταθμό ακόμα.
Γερακίνες κι άψυχοι Αετοί στα Τέμπη,
όργια η διαπλοκή, ο Μαμμωνάς κι οι πέντε ανέμοι.

Σημ.: Για τη μαζική «δολοφονία» των Τεμπών
(57 νεκροί). «Μάρτης 2023»

Η Δημητρούλα

(Ι)

Ήταν η Δημητρούλα, όμορφη κοπελιά,
της έβαλαν αγύρτες, του θάνατου θηλιά.
Την Άνοιξη σκορπάει απ’ όπου κι αν περνούσε,
για έρωτες κι αγάπες, πάντοτε τραγουδούσε…

Τα μίση και τα πάθη και ο εμφύλιος,
ο ουρανός ματώνει, παγώνει ο Ήλιος.
Ο αδελφός σκοτώνει, γεμίζουν μνήματα
δικέφαλα σκυλιά, θύτες και θύματα.

Πονάει η Δημητρούλα, κουρέλι γίνεται,
ζητάει να πεθάνει, στο χάρο αφήνεται.
Ούτε αυτός γρικά και δεν την συμπονάει,
είναι με τους αγύρτες κι αυτός την τυραννάει…

Την βίαζαν τα κτήνη, ’μέρες, ομαδικά,
σημαία και εικόνες κι ο δήμιος αλυχτά…
Κουράστηκαν τα κτήνη, οι σκέψεις τους ματώσαν,
χαριστική βολή, στη Δημητρούλα ’δώσαν…

(ΙΙ)

Δεν έκαναν κηδεία, λαμπάδες και λιβάνι…
Η Άνοιξη δεν ήλθε, μαυροφορέθ’ η Μάνη…
Ήταν η Δημητρούλα, όμορφη κοπελιά,
της έβαλαν αγύρτες, του θάνατου θηλιά…

Την Άνοιξη σκορπάει,
απ’ όπου κι αν περνούσε,
για έρωτες κι αγάπες,
πάντοτε τραγουδούσε…

Σημ.: Είναι πραγματική ιστορία (στον εμφύλιο).

Με τους Λαϊκούς μας ημίθεους

Μέσ’ του Άδη τους μπαχτσέδες
έρχονται όλοι οι γλεντζέδες,
οι ημίθεοι πλειάδα,
ευωδιάζει όλη η Ελλάδα.

Θράκη, Ήπειρος και Μάνη
ούζο και κρασί χαρμάνι.
Κρήτη, Ρούμελη νησιά
θα ανάψει η ζεϊμπεκιά.

Μακεδόνες και Μοριάς,
πανδαισία ομορφιάς.
Τα ποτήρια τους τσουγκρίζουν
και τα όργανα κουρντίζουν.

Μάρκος, Νίνου και Τσιτσάνης
τα φαρμάκια να γλυκάνεις.
Μπέλλου, Κυριαζής, Σκαρπέλης,
στα ταξίμια θαν’ ο Μπέμπης.

Μπάρμπα Γιάννης, Μπανιαντέρας
(Παπαϊωάννου) (Δημ. Γκόγκος)
της Ανάστασης αέρας.
Στράτος, Μοσχονάς και Ρόζα
(τεμπέλης) (Εσκενάζυ)
Χιώτης και Μητσάκης πόζα.
(και οι δύο πρόσεχαν πολύ την εικόνα τους)

Αχ! Θεούλη μου ομορφιές
και ψυχομοσχοβολιές.
Ο Λοΐζος, ο Καλδάρας
στα τραγούδια της Ελλάδας.

Σέμσης και Τομπούλης κέφια
(Σαλονικιός)
η Σεββάς Χανούμ δυό ντέφια.
(Σεβαστή Παπαδοπούλου)
Γαβαλάς, Αναγνωστάκης
Βούλα Πάλλα, Μανωλάκης.
(Αγγελόπουλος)

Μάθεσης και Ευτυχία
(Παπαγιαννοπούλου)
για να γράφουν ιστορία.
Χατζηχρήστος, Τσαουσάκης,
(Απόστολος)
με τα χωρατά του ο Μπάτης.

Ο Ζαμπέτας κι ο Καζάνας
(Σπύρος Λιβιεράτος – κρουστά)
Ρίτα, Διονυσίου, «μάγκας»
(Σακελαρίου) (ο μπαγλαμάς του Μπάτη, κατασκευής 1925)
Στα μπουζούκια ο Καπλάνης
Χάρε απόψε θα πεθάνεις.

Τούντας, Νούρος και Στελάκης
(Περπινιάδης)
ξεφαντώνει ο κοσμάκης.
Ψάχνει ο Τάσος την κολώνια
(Σχορέλης)
τάξιμο του Τσίλα χρόνια.
(Τσιτσάνης)
Κηρομύτης και Χρυσίνης
Κι όλοι οι μουσικοί της Σμύρνης.
Χαίρει αγαλιά η ψυχή τους
κι ο Μαγνισαλής μαζί τους.

Βέμπο, Γούναρης, Ξυλούρης,
ο μπάρμπα-Μαθιός κι ο Σούλης.
(τουμπερλέκι – ταραμπούκα) (ούτι)
Ατταλίδης, Ροβερτάκης
Λαύκας και Καραπατάκης.

Αχ! Θεούλη μου τραγούδια
του παράδεισου λουλούδια.
Να ποιοί Ελλάδα σ’ ομορφαίνουν
και τους κάνεις να πεθαίνουν.

Λεμονόπουλος, Δελιάς,
Μακρυδάκης και Νταλκάς.
Παίζουνε και τα κλαρίνα,
θα χορεύουν ένα μήνα.

Καρακώστας και Χαλκιάς
(Τάσος)
οι γιατροί είναι της καρδιάς.
Περδικόπουλος τραγούδι,
ο Λαβίδας στο σαντούρι.

Παίζει ο Σούκας, ο Σαλέας,
(Βασίλης)
μερακλώθηκε κι ο Στέας.
(Άλκης)
Γράφει ο Τσάντας τα στιχάκια
(Βασιλειάδης)
κι ο Χρηστάκης στα μεράκια.

Άρχοντας ο Νίκος Γκάτσος
ο Νταράλας, ο Κλουβάτος.
(Λουκάς)
Είναι όλοι αγκαλιασμένοι,
άσημοι και δοξασμένοι.

Πυθαγόρας, Περιστέρης
κι ο κακούργος χρυσοχέρης.
(Σουσαμλής – σαντούρι από Μυτιλήνη)
Θαύμα ο Σειληνός χορεύει
και ο Καστρινός μαγεύει.

Ο Σουγιούλ κι ο Σακελάριος
ζωγραφίζει ένας Άγιος
(Γιάννης Τσαρούχης)
Ευσταθίου, Ποτοσίδη,
τον Αρμάο να κουρντίζει.

Στη συνέχεια ζωγραφίζει
και το Στέλιο Καζαντζίδη.
Τραγουδά σιωπούν τ’ αηδόνια
και ανθίζουνε τα κλώνια.

Γιάννης Δέδες ο τεμπίστας
και ο Λάγιος ο χομπίστας.
(Δημήτρης)
Τραγουδάει ο Τσετίνης;
(Μπάμπης)
Τα λεφτά σου, όλα τα δίνεις .

Ξαπλαντέρης στα ταξίμια,
(Δημήτρης)
Μιχαλόπουλος τσαλίμια.
(Παναγιώτης)
Η Γεωργακοπούλου λέει
(Ιωάννα)
και η Ρένα Ντάλια κλαίει.

Ο Μητσοβολέας άδει
με τη Χωματά το βράδυ.
(Καίτη)
Θεοδόσης και Ζωγράφος,
(Γιώργος)
ο Κολοκοτρώνης βράχος.
(Χρήστος)

Γράφει, παίζει ο Δερβενιώτης
(Θόδωρος)
και ο Σπύρος Λιόσης πότης.
Τραγουδάει ο Τζανετής:
(Πάνος)
Αχ! ποιόν δρόμο να διαβείς…

Κηλαηδόνης Βουλιαγμένη,
(Λουκιανός)
Βλαχοπούλου ευτυχισμένη
(Ρένα)
Ο Μικρούτσικος στο πιάνο
(Θάνος)
και ο Καββαδίας πάνω.

Ο Σεφέρης και ο Ρίτσος
και του Παραδείσου ο κήπος.
Ο Ελύτης κι ο Σπανός,
(Γιάννης)
ο Πουλόπουλος αοιδός.

Ψαριανός και Ευσταθίου
(Δημήτρης) (Δημήτρης)
Παλαιολόγου – Ζαφειρίου
(Γιάννης – Μπουζ.) (Στέλιος – Μπουζ.)
Μαρίνα Κριεζή και Πάνου
(Πόλυ)
κι όλο σκεφτικός ο Πάνου
(Άλκης)

Πάντα όλους τραγουδάμε
και ποτέ δε λησμονάμε.
Κάθε μέρα στη ζωή μας,
θα ’ναι στη διασκέδασή μας.

Κώστας Κόλιας, Μουσαφίρης
(Τάκης)
κι ο Χρηστάκης ο μπατίρης.
Ο Ουίλιαμς, ο Δάκης
(Ρόμπερτ)
κι ο Μιχάλης Μενιδιάτης.
Δασκαλόπουλος, Κατσούλης
(Άκος) (Ηλίας)
κι ο Ζευγάς ο ομορφούλης.
Ο Μωράκης στα βιολιά του
κι η Δανάη είναι μιλιά του
(Στρατηγοπούλου)

Ο Βοσκόπουλος τ’ αηδόνι
και η Μπρόγιερ ξεσηκώνει.
Παντελίδης, Καλαντζής
(Παντελής) (Γιάννης)
και ο Γιώργος ο Σαρρής.

Παπαμιχαήλ, Αλίκη
(Δημήτρης) (Βουγιουκλάκη)
τρώγονται για την προθήκη.
Ποίο όνομα να πάει πρώτο
κι ο Αλέκος μας μπουρλότο.
(Σακελάριος)

Ο Παππάς, ο Ελευθερίου,
(Λάκης) (Μάνος)
Κουγιουμτζής και Διονυσίου.
(Σταύρος) (Στράτος)
Ο Πανούσης σατυρίζει
(Τζίμης)
Βασιλειάδης «Αρμονίζει».
(Βασίλης – Αρμόνιο)

Να κι ο Μπάμπης ο Μπακάλης
με τραγούδια υπό μάλης.
Γράφει στίχους ο Ρασούλης,
(Μανώλης)
να ο Παπάζογλου γλυκούλης.

Σπόρος και Καραμπεσίνης
(Γιάννης Σταματίου) (Γιάννης)
κι άλλοι μουσικοί της Σμύρνης.
Μελωδίες απ’ τον Τόκα,
(Μάριος)
δεν ξεχνάει και την ΕΟΚΑ.

Μπιθικώτσης, Μητροπάνος
κι από τη Χαλκίδα ο Πάνος
(Βασιλικό) (Γεραμάνης).
Δούκισσα και Μοσχολιού,
με το Μάνο τον Ξυδού.

Μαμαγκάκης, Θοδωράκης
και ο Περικλής Περράκης.
Σταματάκης – Κουλαξίζης
(Κώστας – Ακορντ.) (Γιώργος – Ακορντ.)
τέτοιους Μουσικούς; Πώς χτίζεις;

Βενεκάς και Μαργαρώνη
(Γιάννης – κιθάρα) (Βαγγελιώ – πιάνο)
και ο Μάνος μερακλώνει
(Παπαδάκης)
Ο Αγάθωνας κουρντίζει
και ο Χάρι Κλύνν δακρύζει.

Μπέμπα Μπλάνς και η Αρλέτα
κι ο Μουζάκης στην τρομπέτα.
(Γιώργος)
Η Μερκούρη πάντα η Στέλλα,
Μαχαιρίτσας στην Καστέλα.
(Λαυρέντης)

Ο Αντώνης ο Ρεπάνης
κι ο Αντώνης Καλογιάννης.
Να και ο Μυτιληναίος
(Λευτέρης)
κι ο Κωτούλας ο σπουδαίος.
(Κώστας)

Κώστας Βίρβος στιχουργεί,
Γιώργος Κόρος «ιερουργεί»
Τζουανάκος στο τραγούδι,
(Σταύρος)
Διακογιώργης στο Σαντούρι.
(Τάσος)

Θεοφιλόπουλος διευθύνει,
Χριστοδούλου στίχους δίνει.
Είναι η σύναξη μεγάλη,
δε χωρούν στο πάλκο άλλοι.

Περιμένουν τη σειρά τους
για να πούνε τα δικά τους.
Τα ποτήρια τους τσουγκρίζουν
και στην πίστα αλωνίζουν.

Οι Αγγέλοι, οι Προφήτες
οι διαβόλοι κι οι αλήτες.
Τους μαγέψαν τα μπουζούκια
και του Άδη τα κουτούκια.

Στη ρετσίνα ο Μουφλουζέλης
κι ο Παπάζογλου ο λεβέντης.
Χατζιδάκις μελωδίες
και ο Μόσχος ιστορίες.

Να ποιοί Ελλάδα σ’ αγαπούνε
και δεν θέλαν να σε δούνε,
μ’ ηχορύπανση, με μπούρδες
και τραγούδια για αρκούδες…

«Αγάπης και Σεβασμού Μνημόσυνο»

Το αλητάκι

Σβησμένα τα φώτα, η νύχτα γιορτάζει,
αδιάφοροι τρέχουνε, η πλατεία αδειάζει.
Τ’ αλητάκι του δρόμου στο παγκάκι κρυώνει,
έχει για σκέπασμα, τ’ ουρανού το σεντόνι.

Έρχεται η μάνα του το νανουρίζει,
το κρεβατάκι του μ’ αγάπη φροντίζει.
Μέλι και γάλα, της καρδιάς της λουλούδια,
όνειρα το γεμίζει και χίλια τραγούδια.

Κουράστηκε η νύχτα, ξημέρωσε πάλι
και τ’ αλητάκι έχει την ευτυχία για προσκεφάλι.
Ψάχνει τη μάνα του, ολόκληρη ημέρα,
πάλι πικράθηκε που ήταν οπτασία τ’ αέρα.

Στρώνει κοιμάται, κάτω απ’ τ’ αστέρια,
στο φεγγάρι ελπίζει να του ’χει χαμπέρια.
Η μάνα του όμως, απόψε δε φάνηκε,
πάγωσε τ’ όνειρο, η ψυχούλα του χάθηκε.

Πού χάθηκε η αγάπη;

Μιά νύχτα με Πανσέληνο
στους δρόμους της αγάπης,
περνούσε ο Αυγερινός,
μ’ αστέρια συντροφιά του.
Τα μάτια τ’ έβγαζαν φωτιές,
τα χείλη του τραγούδια
και η καρδιά του πρόσμενε
να ’βρεί τον έρωτά του.

Τα νυχτοπούλια έπλεκαν
φωλιές για τα παιδιά τους,
ο Γκιώνης μόνος κι έρημος
γυρνούσε απ’ το παζάρι.
Στο καλντερίμι η τρελή,
της νύχτας θυγατέρα,
ρωτάει τον Αυγερινό…
Πού χάθηκε η αγάπη;

JUPITER PRO

Cras tristique turpis justo, eu consequat sem adipiscing utamo donec posuere bibendum metus quisque gravida.

Continue reading