Είμαι … Είσαι …

Σε πελάγη πνιγμένος, μου χαρίζεις πνοή.

Ναυαγός ξεχασμένος και μου δίνεις νησί.

Σ’ ερημιές διψασμένος κι έχεις γίνει δροσιά.

Μ’ αμαρτίες ντυμένος και γίνεσαι Παναγιά.

 

 

 

Με σπασμένες φτερούγες, μου γιατρεύεις πληγές.

Σε κλουβί πεινασμένος, με γυρίζεις στο χθες.

Από κόσμους διωγμένος και μου δίνεις φτερά.

Απ’ αδικίες δεμένος κι έφθασες λευτεριά.

 

 

 

Πληγωμένος τα βράδια, με γιατρεύεις αυγή.

Σε καρδιάς ξηρασία, ζωογόνος βροχή.

Στα σκοτάδια χαμένος, γίνεσαι Πασχαλιά.

Στο χιονιά παγωμένος, μια ζεστή αγκαλιά.

 

 

 

… Στη ζωή γερασμένος και με πλάθεις παιδί …

… Από παντού τελειωμένος και μου κάνεις αρχή …

Η πόλη να κουρνιάσει

Η θάλασσα σ’ αναζητά,

κύματα καρτεράνε,

γλάροι και ψαροκάικα,Ελλάδα μου,

στα δίχτυα σου γλεντάνε.

 

 

Άνοιξ’ αστέρι μου πανιά,

η Κύπρος για να λάμψει,

μεσ’ στης καρδιάς την αγκαλιά,

η Σμύρνη μας να κλάψει.

 

 

Οι άρχοντες, οι ναυτικοί,

κοράλια σου πετούνε,

κάβοι και ακροθαλασσιές,Ελλάδα μου,

για σένα τραγουδούνε.

 

 

Άνοιξ’ αστέρι μου πανιά,

το Αιγαίο για να λάμψει,

μεσ’ στης ψυχής την αγκαλιά,

η Πόλη να κουρνιάσει.

Καρτεράς του σκοταδιού το φως

Τρίγησα ημέρες, ζήσες κι απόβραδα,

χάθηκα σε μνήμες, λύπες, λασπόνερα.

Ύμνησα Σαββατόβραδα και ξενύχτια,

ντράπηκα για φίλους, στης λήθης τα δίχτυα.

 

 

Καρτεράς του σκοταδιού το φως,

κατάρες απ’ τη μοίρα σου.

Αδιαφορείς αν ξεψυχάει ο αδελφός,

πουλιέσαι να ρουφάς την μπύρα σου.

 

 

Στόλισ’ Άνοιξες, νιάτα κι επιτάφιους,

πικράθηκα για γάμους, λόγια, πανάθλιους.

Αγάπησ’ ασχήμιες, πόρνες, κατάδικους,

ντράπηκα για ωραία, τίμια, παράδεισους.

 

 

Καρτεράς του σκοταδιού το φως,

κατάρες απ’ τη μοίρα σου.

Αδιαφορείς αν μας σκοτώνει ο καημός,

του άδικου, του δήθεν και της πίκρας ο λυγμός.

Άρχοντα του Πλανήτη

(Ι)

Άρχοντα της ψυχής μας, πού βρίσκεσαι Γκάτσο;

Στ’ αστέρια, στα πέλαγα, πού να σε ψάξω;

Θυσιάζουν τις μέρες μας σκυλιά και προστάτες,

κουρνιάζουν στα τζάκια τους οι επαναστάτες,

-σκυλιά και προστάτες-

Άρχοντα της ψυχής μας που βρίσκεσαι Γκάτσο

πού να σε ψάξω,

πού βρίσκεσαι Γκάτσο;

 

 

 

Άρχοντα της καρδιάς μας, πού είσαι Τσιτσάνη;

Ήπειρο, Θράκη, στα νησιά ή μήπως στη Μάνη;

Τραγούδια, ιδέες, της τέχνης χρυσάφια,

χλιδή και σκουπίδια, στα νιάτα αγκάθια,

-της τέχνης χρυσάφια-

Άρχοντα της καρδιάς μας πού είσαι Τσιτσάνη

μήπως στη Μάνη,

πού είσαι Τσιτσάνη;

 

 

 

(ΙΙ)

 

Άρχοντα της ζωής μας, πού είσαι Θεέ μας;

Ιράκ, Παλαιστίνη ή Σερβία Σοφέ μας;

Αλωνίζουν οι γύπες, λαών οι φονιάδες,

κι Εσύ επιτρέπεις, να κλαίνε Μανάδες,

-λαών οι φονιάδες-

Άρχοντα της ζωής μας πού είσαι Θεέ μας

πού είσαι Σοφέ μας,

πού είσαι Θεέ μας;

 

 

 

Άρχοντα του πλανήτη, πού είσαι Λαέ μας;

κοιμάσαι πεθαίνεις ή ζείς Ήλιοακριβέ μας;

Σου πουλούν παραμύθια, σου παίρνουν τη σκέψη,

η πηγή της ζωής Λαέ θα στερέψει,

σου παίρνουν τη σκέψη,

η πηγή της ζωής Λαέ θα στερέψει,

-σου παίρνουν τη σκέψη-

Άρχοντα του Πλανήτη πού είσαι Λαέ μας;

Ήλιοακριβέ μας,

πού είσαι Λαέ μας;

Ήλιοακριβέ μας …

Στην πατρίδα μου γυρνώ

Πουλάκι μου, ξενιτεμένο μοναχό,

μεράκια μου λησμονημένα νοσταλγώ.

Στης θλίψης τα σοκάκια προχωρώ,

τα βράδια και τα δάκρυα να κρατώ.

 

 

 

Πουλάκι μου, ξενιτεμένο με λυγμό,

μαντήλια και σημαίες δε φορώ.

Στην πόλη προσφυγόπουλο θρηνώ,

της λησμονιάς απόκληρος είμαι κι εγώ.

 

 

 

Πουλάκι μου, ευτυχισμένο χαρωπό,

μην είδες τους ανθρώπους μου που αγαπώ;

Σκορπίσανε σ’ αρρωστημένο ουρανό

και μη ματώσω, στην πατρίδα μου γυρνώ.

Τρέχουν οι μνήμες

Στις αναμνήσεις μας, στα γκρεμισμένα όνειρα,

στις εξηγήσεις του μυαλού τους τα λασπόνερα.

Έχουν περάσει τα καλύτερα μας χρόνια

μα οι μέρες μας, ασπρίζουν μόν’ από χιόνια.

 

 

Μαύρες ελπίδες, λευκά σύνεργα,

νύχτες ατέλειωτες, βουβά σύννεφα.

Τρέχουν οι μνήμες και τα φαρμάκια,

εμπνέουν το μέλλον, σε κλαμπ και μπαράκια.

 

 

Στις θύμησες, στις γειτονιές, στο γέλιο μας,

ο Άνθρωπος κι η φύση ευαγγέλιο μας.

Μας έκλεισαν σε φυλακές, μυαλού χαλάσματα,

ποτάμια δάκρυα, αίματ’ αθώων για τα μιάσματα.

 

Μαύρες ελπίδες, λευκά σύνεργα,

νύχτες ατέλειωτες, βουβά σύννεφα.

Τρέχουν οι μνήμες και τα φαρμάκια,

εμπνέουν το μέλλον, σε κλαμπ και μπαράκια.

Παράθυρα Λάφυρα-Παράσιτα Πλιάτσικα

Οθόνες, ορμόνες, αγχόνες, κορώνες,

παράθυρα.

Κορώνες, οθόνες, ορμόνες, αγχόνες

και λάφυρα.

Αγχόνες, κορώνες, οθόνες, ορμόνες,

παράσιτα.

Ορμόνες, οθόνες, κορώνες, αγχόνες

και πλιάτσικα.

 

 

 

Οθόνες, οθόνες, οθόνες, παράθυρα.

Ορμόνες, ορμόνες, ορμόνες και λάφυρα.

Αγχόνες, αγχόνες, αγχόνες και πλιάτσικα.

Κορώνες, κορώνες, κορώνες, παράσιτα.

 

 

Παράθυρα,λάφυρα,παράσιτα,πλιάτσικα …

 

 

Μαράθηκες, γιατί νοιάστηκες

για όλα τ’ άδικα κι άδοξα χάθηκες.

Τώρα κοιμάσαι, ακίνδυνος,

γι’ αυτό και δοξάστηκες…

Τα μάτια σου είναι θάλασσες

Μάτια του κόσμου, άστρο, βλαστάρι μου,

ρόδο του ήλιου, σπλάχνο, φεγγάρι μου.

Άνθη της μοίρας να σε στολίζουνε,

μούσες κι αηδόνια να σε κοιμίζουνε.

 

 

Τα μάτια σου είναι θάλασσες,

τρελαίνουν και τις μάγισσες

και η καρδιά σου μέλι,

σ’ ερωτεύονται οι Αγγέλοι.

 

 

Δρόμοι βαγιόκλαδοι, μύρο, λατρεία μου,

γέλιο στα χείλη νάχεις μαγεία μου.

Ήχοι χαρμόσυνοι, κρίνα στο διάβα σου,

χρόνια κι αιώνες να φέγγει η δάδα σου.

 

 

Τα μάτια σου είναι θάλασσες,

τρελαίνουν και τις μάγισσες

και η καρδιά σου μέλι,

σ’ ερωτεύονται οι Αγγέλοι.

Όνειρο βάσανό μου

Σε περιμένω μην αργείς,

χάνω τα λογικά μου,

δε με χωράει ο καημός,

φωτιά στην κάμαρά μου.

Γύρνα χαμόγελό μου,

μόσχοτριαντάφυλλό μου.

 

 

 

Σε περιμένω και ρωτώ

σύννεφα γλαροπούλια,

μη σ’ έχει πάρει ο βοριάς,

μη σε κοιμίζει η πούλια (;)

Γύρνα παράπονό μου,

όνειρο βάσανό μου.

 

 

 

Σε περιμένω βράδιασε,

ήλθε η ζωή στο τέρμα,

με το κρασάκι λησμονώ,

μα κλείνει κι η ταβέρνα …

Έρχομαι στον οντά σου,

παντοτινά κοντά σου.

Ποιός φταίει

Το μεσημέρι σιωπηλό,

το σούρουπο αμαρτωλό

και η ματιά να καίει.

Γεμίζει πόθο η καρδιά

και το κορμί σου πυρκαγιά,

η Άνοιξη θα φταίει.

 

 

 

Σ’ ένα δωμάτιο σκοτεινό,

βλέπαμε μόνο ουρανό,

πλαγιάζαμε στο χώμα.

Γεμίζει άρωμα η ψυχή

και με του Μάη την ευχή,

θα με θυμάσαι ακόμα (;)

 

 

 

Μεσ’ στης ζωής την ερημιά,

στου έρωτα τη λησμονιά,

στου πόθου το σκοτάδι.

Μα η χαρά αργεί πολύ,

έγινε δείλι το πρωί

και στη καρδιά μας βράδυ.